Τὰ εἴδη τῆς φαντασίας καὶ ὁ ἀγώνας ἐναντίον της Τοῦ ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ)

ΑΦΟΥ τολ­μή­σα­με νὰ γρά­ψου­με γιὰ τὴν «Ἱερὰ ἡσυ­χία», ποὺ τόσο ἀγα­ποῦ­σε ὁ Γέ­ρον­τας Σι­λουα­νός, πρέ­πει νὰ μι­λή­σου­με καὶ γιὰ τὸν ἀνα­πό­φευ­κτο ἀσκη­τι­κὸ ἀγώνα κατὰ τῆς φαν­τα­σί­ας. Καὶ αὐτὸ τὸ κε­φά­λαιο τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζωῆς εἶναι ἐξαι­ρε­τι­κὰ λεπτὸ καὶ πο­λύ­πλο­κο καὶ δὲν ἐλ­πί­ζου­με πὼς θὰ τὸ διε­ξέλ­θου­με ἱκα­νο­ποι­η­τι­κά. Ἐπει­δὴ βα­σι­κή μας προ­σπά­θεια εἶναι ἡ ἔκ­θε­ση συγ­κε­κρι­μέ­νης πεί­ρας, θε­ω­ροῦ­με ὑπο­χρε­ω­τι­κὸ νὰ πε­ρι­γρά­ψου­με ἁπλὰ τὴ συ­νεί­δη­ση καὶ τὶς πα­ρα­στά­σεις ἐκεῖ­νες ποὺ ἐπι­κρά­τη­σαν μέχρι σή­με­ρα στοὺς ἀσκη­τι­κοὺς κύ­κλους τῶν πα­τέ­ρων τοῦ Ἄθω, τὶς ὁποῖ­ες συμ­με­ρι­ζό­ταν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Γέ­ρον­τας. Ἀφή­νου­με κατὰ μέρος τὶς θε­ω­ρί­ες τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στη­μο­νι­κῆς ψυ­χο­λο­γί­ας. Δὲν προ­χω­ροῦ­με σὲ σύγ­κρι­ση ἢ κρι­τι­κὴ αὐτῶν ἢ τῶν ἄλλων θε­ω­ριῶν. Ση­μειώ­νου­με μόνο ὅτι σὲ πολλὰ δὲν συμ­πί­πτουν, γιατὶ οἱ δύο θε­ω­ρί­ες ἔχουν ὡς βάση δια­φο­ρε­τι­κὲς κο­σμο­λο­γι­κὲς καὶ ἀν­θρω­πο­λο­γι­κὲς πα­ρα­στά­σεις.

Γρά­φει ὁ Γέ­ρον­τας:
«Ἀδελ­φοί, ἂς λη­σμο­νή­σου­με τὴ γῆ καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρ­χουν σὲ αὐτήν. Ἡ γῆ μᾶς ἀπο­σπᾶ ἀπὸ τὴ θε­ω­ρία τῆς Ἁγίας Τριά­δος, ἡ Ὁποία εἶναι ἀκα­τά­λη­πτη στὸ νοῦ, ἀλλὰ οἱ Ἅγιοι Τὴν ἐπο­πτεύ­ουν στοὺς οὐ­ρα­νοὺς ἐν Πνεύ­μα­τι Ἁγίῳ. Ἐμεῖς ἂς μέ­νου­με στὴν προ­σευ­χὴ χωρὶς καμία φαν­τα­σία…» (σ. 441).
«Ὅταν ἡ ψυχὴ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα γνω­ρί­σει τὸν Κύριο, τότε κάθε στιγ­μὴ ἀκα­τά­παυ­στα ἐκ­πλήσ­σε­ται ἀπὸ τὴν εὐ­σπλαγ­χνία τοῦ Θεοῦ, τὸ με­γα­λεῖο καὶ τὴν παν­το­δυ­να­μία Του. Ὁ Ἴδιος ὁ Κύ­ριος μὲ τὴ χάρη Του, ἐλεεῖ καὶ δι­δά­σκει τὴν ψυχὴ μὲ τα­πει­νὲς καὶ ἀγα­θὲς σκέ­ψεις, ὅπως ἡ μη­τέ­ρα τὸ ἀγα­πη­μέ­νο παιδί της, καὶ τὴν κάνει νὰ αἰ­σθαν­θεῖ τὴν πα­ρου­σία καὶ τὴν ἐγ­γύ­τη­τά Του πρὸς τὴν ψυχή, καὶ μὲ τα­πεί­νω­ση θε­ω­ρεῖ τὸν Κύριο χωρὶς κα­νέ­να λο­γι­σμό».
Ἡ ἱκα­νό­τη­τα τῆς φαν­τα­σί­ας ἐκ­δη­λώ­νε­ται μὲ πολ­λοὺς καὶ ποι­κί­λους τρό­πους. Ὁ ἀσκη­τὴς πα­λεύ­ει πρὶν ἀπὸ ὅλα μὲ τὸ εἶδος ἐκεῖ­νο τῆς φαν­τα­σί­ας, ἡ ὁποία συν­δέ­ε­ται μὲ τὴν ἐνέρ­γεια τῶν χον­δρῶν σαρ­κι­κῶν παθῶν. Γνω­ρί­ζει ὅτι κάθε πάθος ἔχει τὴ μορφή του, ἐπει­δὴ ἀνή­κει στὴ σφαί­ρα τοῦ κτι­στοῦ κό­σμου, ἡ ὁποία ἀνα­πό­φευ­κτα ὑπάρ­χει στὴ μιὰ ἢ τὴν ἄλλη μορφὴ καὶ πα­ρέ­χει τὴ μιὰ ἢ τὴν ἄλλη εἰ­κό­να. Μὲ κα­νο­νι­κὲς συν­θῆ­κες ἡ ἐνέρ­γεια τῆς ἐμ­πα­θοῦς ἐπι­θυ­μί­ας τότε μόνο ἀπο­κτᾶ δύ­να­μη στὸν ἄν­θρω­πο, ὅταν ἡ ἐμ­πα­θὴς εἰ­κό­να γί­νε­ται ἐσω­τε­ρι­κὰ δεκτὴ καὶ προ­σελ­κύ­ει τὸ νοῦ μὲ τὸ μέρος της. Ἂν ὁ νοῦς ἀπορ­ρί­ψει τὴν προ­τει­νό­με­νη σὲ αὐτὸν μορφὴ τοῦ πά­θους, αὐτὴ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐξε­λι­χθεῖ καὶ σβή­νει. Ὅταν γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ἔρ­χε­ται σαρ­κι­κὴ ἐπι­θυ­μία, ἔστω καὶ φυ­σιο­λο­γι­κή, ὁ ἀσκη­τὴς προ­φυ­λάσ­σει τὸ νοῦ του ἀπὸ τὴν εἰ­κό­να τοῦ πά­θους ποὺ ἔρ­χε­ται ἀπὸ ἔξω. (Μι­λών­τας ἐδῶ γιὰ νοῦ ἔχου­με ὑπόψη ὄχι τὸ λο­γι­κό, τὴ λο­γι­κὴ σκέψη, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ θὰ ὁρί­ζα­με ἴσως κα­λύ­τε­ρα ὡς «προ­σο­χή»). Ἂν ὁ νοῦς δὲν δε­χθεῖ αὐτὴ τὴν εἰ­κό­να, τὸ πάθος δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀνα­πτύ­ξει τὴν ἐνέρ­γειά του. Μιὰ τέ­τοια τή­ρη­ση τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν εἰ­κό­να τοῦ πά­θους δίνει στὸν ἄν­θρω­πο τὴν πραγ­μα­τι­κὴ δυ­να­τό­τη­τα, ἀπο­δε­δειγ­μέ­νη ἀπὸ χι­λιε­τῆ ἀσκη­τι­κὴ πείρα, νὰ φυ­λά­ξει πλή­ρως σὲ ὅλη τὴ ζωὴ τὴν σώ­φρο­να ἐγ­κρά­τεια, ἀκόμη καὶ ὅταν τὸ σῶμα εἶναι ἰσχυ­ρό, ὅπως βλέ­που­με στὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Γέ­ρον­τα. Ἀν­τί­θε­τα, ἂν ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που δέ­χε­ται μὲ ἡδονὴ τὴν ἐμ­πα­θὴ εἰ­κό­να, ἡ ἐνέρ­γειά της ὑπο­βάλ­λει σὲ τυ­ραν­νι­κὸ βια­σμὸ ἀκόμη καὶ τὸ ἀνί­κα­νο, ἀσθε­νι­κὸ καὶ ἐξαν­τλη­μέ­νο σῶμα.
Ἂς πά­ρου­με ἄλλο πάθος, λόγου χάρη τὸ μίσος. Καὶ αὐτὸ ἔχει ἐπί­σης τὴν εἰ­κό­να του· καὶ ἂν ὁ νοῦς προ­φυ­λά­γε­ται ἀπὸ τὸ “συν­δυα­σμὸ” μὲ αὐτήν, τὸ πάθος δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐξε­λι­χθεῖ· σὲ πε­ρί­πτω­ση, ὅμως, ποὺ θὰ ἑνω­θεῖ μαζί της, τότε τὸ πάθος ἀνά­λο­γα μὲ τὸ μέτρο αὐτῆς τῆς ἑνώ­σε­ως θὰ ἀπο­κτᾶ συ­νε­χῶς με­γα­λύ­τε­ρη δύ­να­μη καὶ μπο­ρεῖ νὰ φθά­σει ὣς τὸ βαθμὸ τῆς κα­το­χῆς.
Τὸ ἄλλο εἶδος φαν­τα­σί­ας, μὲ τὸ ὁποῖο πα­λεύ­ει ὁ ἀσκη­τής, ὀνο­μά­ζε­ται συ­νή­θως ὀνει­ρο­πό­λη­ση-ρεμ­βα­σμός. Ὁ ἄν­θρω­πος βγαί­νει ἀπὸ τὴν ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ κα­τά­στα­ση τῶν πραγ­μά­των στὸν κόσμο καὶ ζεῖ στὴ σφαί­ρα τῆς φαν­τα­σί­ας. Ἐπει­δή, ὅμως, ἡ φαν­τα­σία εἶναι ἀνί­σχυ­ρη νὰ δη­μιουρ­γή­σει κάτι «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος», τὰ ἀπό­το­κά της θὰ ἔχουν ὁπωσ­δή­πο­τε τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τοῦ γύρω κό­σμου. Μὲ ἄλλα λόγια, θὰ ὑπάρ­χουν σὲ αὐτὰ ἀνα­πό­φευ­κτα, ὅπως συμ­βαί­νει καὶ στὰ ὄνει­ρα, στοι­χεῖα τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ κό­σμου, καὶ γι’ αὐτὸν τὸ λόγο ὄχι τε­λεί­ως ἀπρό­σι­τα. Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ἕνας φτω­χὸς φαν­τά­ζε­ται τὸν ἑαυτό του βα­σι­λιὰ ἢ προ­φή­τη ἢ με­γά­λο ἐπι­στή­μο­να. Πράγ­μα­τι ἡ ἱστο­ρία γνω­ρί­ζει πε­ρι­πτώ­σεις φτω­χῶν ἀν­θρώ­πων ἀπὸ τὰ κα­τώ­τε­ρα στρώ­μα­τα τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἱε­ραρ­χί­ας ποὺ ἔγι­ναν αὐ­το­κρά­το­ρες κ.τ.λ., ἀλλὰ κάτι τέ­τοιο συ­νή­θως δὲν συμ­βαί­νει σὲ αὐ­τοὺς ποὺ ὀνει­ρο­πο­λοῦν.
Ἐλ­πί­ζου­με ὅτι ὁ ἀνα­γνώ­στης κα­τά­λα­βε τί ἐν­νο­οῦ­με, ὅταν μι­λᾶ­με γιὰ «ὀνει­ρο­πό­λη­ση», καὶ γιὰ νὰ μὴ μα­κρη­γο­ροῦ­με, περ­νᾶ­με σὲ ἄλλο εἶδος ἐκ­δη­λώ­σε­ως τῆς δυ­νά­με­ως τῆς φαν­τα­σί­ας. Ὁ ἄν­θρω­πος χρη­σι­μο­ποιεῖ τὴν ἱκα­νό­τη­τα τῆς μνή­μης καὶ τῆς πα­ρα­στά­σε­ως καὶ ἔτσι μπο­ρεῖ νὰ σκέ­πτε­ται, γιὰ νὰ βρεῖ τὴ λύση κά­ποιου προ­βλή­μα­τος, λ.χ. τε­χνι­κοῦ· τότε ὁ νοῦς του ἀνα­ζη­τεῖ μὲ τὴ νόηση τὴ δυ­να­τό­τη­τα ἔμ­πρα­κτης πραγ­μα­το­ποι­ή­σε­ως αὐτῆς ἢ τῆς ἄλλης ἰδέας. Τὸ εἶδος αὐτὸ τῆς ἐρ­γα­σί­ας τοῦ νοῦ, ποὺ συ­νο­δεύ­ε­ται ἀπὸ τὴ φαν­τα­σία, ἔχει μέ­γι­στη ση­μα­σία γιὰ τὸν πο­λι­τι­σμὸ καὶ εἶναι ἀπα­ραί­τη­το στοι­χεῖο στὴ δομὴ τῆς ζωῆς. Ὁ ἀσκη­τής, ὅμως, ποὺ με­ρι­μνᾶ γιὰ τὴν κα­θα­ρὰ προ­σευ­χή, προ­σπα­θεῖ μὲ τὴν ἀκτη­μο­σύ­νη νὰ πε­ριο­ρί­σει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κα­θε­τί, γιὰ νὰ μὴν τὸν ἐμ­πο­δί­σει αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς φαν­τα­σί­ας «νὰ δίνει στὸν Θεὸ τὴν πρώτη του σκέψη καὶ τὴν πρώτη του δύ­να­μη», δη­λα­δὴ νὰ συγ­κεν­τρώ­νε­ται πλή­ρως στὸν Θεό.
Τέλος, ἕνα ἀκόμη εἶδος φαν­τα­σί­ας, γιὰ τὸ ὁποῖο θέ­λου­με νὰ μι­λή­σου­με, εἶναι οἱ ἀπό­πει­ρες τοῦ λο­γι­κοῦ νὰ διεισ­δύ­σει στὰ μυ­στή­ρια τοῦ εἶναι καὶ νὰ συλ­λά­βει τὸν Θεῖο κόσμο. Αὐτὲς οἱ ἀπό­πει­ρες συ­νο­δεύ­ον­ται ἀνα­πό­φευ­κτα ἀπὸ τὴ φαν­τα­σία, ποὺ πολ­λοὶ τεί­νουν νὰ ἀπο­κα­λέ­σουν μὲ τὸ ὑψηλὸ ὄνομα τῆς «θε­ο­λο­γι­κῆς δη­μιουρ­γί­ας». Ὁ ἀθλη­τὴς τῆς νο­ε­ρᾶς ἡσυ­χί­ας καὶ τῆς κα­θα­ρᾶς προ­σευ­χῆς πα­λεύ­ει μέσα του ἀπο­φα­σι­στι­κὰ ἐναν­τί­ον αὐτοῦ τοῦ εἴ­δους «δη­μιουρ­γί­ας», ποὺ μπο­ρεῖ νὰ εἶναι δια­δι­κα­σία ἀν­τί­θε­τη πρὸς τὴν τάξη τοῦ αὐ­θεν­τι­κοῦ εἶναι, δη­λα­δὴ μπο­ρεῖ νὰ δη­μιουρ­γεῖ ὁ ἄν­θρω­πος τὸν Θεὸ κατὰ τὴν δική του εἰ­κό­να καὶ ὁμοί­ω­ση.
Ἴσως αὐτὰ ποὺ εἴ­πα­με νὰ προ­κα­λέ­σουν πολ­λὲς ἀπο­ρί­ες καὶ ἀν­τιρ­ρή­σεις, ἀλλὰ δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ἐπε­κτα­θοῦ­με σὲ δια­σα­φή­σεις, ἐλ­πί­ζον­τας πώς, ὅπου ὑπάρ­χει ἡ διά­θε­ση, θὰ γί­νου­με ἀν­τι­λη­πτοὶ ὅπως πρέ­πει.
Ὁ ἀθλη­τὴς τῆς προ­σευ­χῆς ξε­κι­νᾶ ἀπὸ τὴν πίστη ὅτι ὁ Θεὸς δη­μιούρ­γη­σε ἐμᾶς καὶ ὄχι ἐμεῖς τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ ἀπο­σπᾶ­ται ἀπὸ κάθε θε­ο­λο­γι­κὴ ἢ φι­λο­σο­φι­κὴ δη­μιουρ­γία καὶ στρέ­φε­ται πρὸς τὸν Θεὸ μὲ μιὰ “ἀνεί­δεη” προ­σευ­χή. Καὶ ἂν συγ­κα­τα­βεῖ ἡ Θεία εὐ­δο­κία καὶ δοθεῖ στὸν προ­σευ­χό­με­νο νὰ γευ­θεῖ τὴν ἐγ­γύ­τη­τα τοῦ Θεοῦ, ἡ γνώση γιὰ τὸν Θεὸ ποὺ βρί­σκε­ται πέρα ἀπὸ ὅλα θὰ πάρει κά­ποια μορφή, τὴν ὁποία δὲν «ἐπι­νόη­σε», ὅμως, ὁ ἀσκη­τὴς ἢ ὁ προ­φή­της, ἀλλὰ ἔχει δοθεῖ «ἄνω­θεν».
Ὁ ἀσκη­τὴς μὲ τὴν προ­σευ­χὴ ζητᾶ τὸν Θεό, τὸν Ποι­η­τή του, καὶ ὁ Θεὸς μὲ τὴ συγ­κα­τά­βα­ση καὶ τὴν εὐ­δο­κία Του δίνει τὴ γνώση γι’ Αὐτὸν μὲ εἰ­κό­νες προ­σι­τὲς στὸν ἄν­θρω­πο. Οἱ εἰ­κό­νες ποὺ δίνει ὁ Θεὸς κα­τα­στρέ­φουν τὰ πάθη στὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὸν ἁγιά­ζουν. Ἄν, ὅμως, τὶς δε­χθεῖ ὡς τε­λεί­ω­ση τῆς ἀπο­κα­λύ­ψε­ως, πέ­φτει σὲ πλάνη, καὶ τότε ἀκόμη καὶ οἱ εἰ­κό­νες ποὺ δό­θη­καν ἄνω­θεν μπο­ροῦν νὰ ἀπο­τε­λέ­σουν ἀξε­πέ­ρα­στο ἐμ­πό­διο γιὰ μιὰ τε­λειό­τε­ρη θε­ο­γνω­σία.
Ἡ δη­μιουρ­γι­κὴ ἰδέα τοῦ Θεοῦ πραγ­μα­το­ποιεῖ­ται καὶ ὑλο­ποιεῖ­ται στὸν κόσμο, ἡ κτι­στή, ὅμως, ἐλευ­θε­ρία πο­ρεύ­ε­ται ἀν­τί­στρο­φο δρόμο: Ἀνα­ζη­τεῖ τὸν Ἴδιο τὸν Θεό, στὸν Ὁποῖο βρί­σκε­ται τὸ ἀπώ­τε­ρο τέλος καὶ ἡ ἔσχα­τη ἔν­νοια τοῦ εἶναι της. Ὁ σκο­πὸς τοῦ κτι­στοῦ κό­σμου δὲν βρί­σκε­ται στὴν ἴδια τὴν ὕπαρ­ξή του καὶ γιὰ χάρη της, ἢ στὴ μορφὴ καὶ στὸν τρόπο τῆς ὑπάρ­ξε­ώς του, ἀλλὰ στὴ γνώση τοῦ Κτί­στου καὶ τὴ θέωση τοῦ κτί­σμα­τος.
Αἰτία τῆς δη­μιουρ­γί­ας τοῦ κό­σμου εἶναι ἡ ὑπε­ρεκ­χει­λί­ζου­σα ἀγα­θό­τη­τα τοῦ Θεοῦ καὶ κα­θό­λου ἡ ἀναγ­καιό­τη­τα τῆς ἐν­σαρ­κώ­σε­ως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ σάρ­κω­ση τοῦ Θεοῦ Λόγου δὲν ἦταν ἀπα­ραί­τη­τη γιὰ τὸν Ἴδιο τὸν Λόγο καὶ ἡ δη­μιουρ­γία τοῦ κό­σμου δὲν ἦταν ἁπλῶς προ­κα­ταρ­κτι­κὴ πράξη γιὰ τὴ σάρ­κω­ση τοῦ Θεοῦ.
Ἡ συγ­κα­τά­βα­ση τοῦ Λόγου δὲν εἶναι ἔν­δει­ξη γιὰ τὴν ἐν­δο­γε­νὴ ἀξία τοῦ κό­σμου. Τὸ τέλος ἢ ἡ ἔν­νοια τῆς Θείας συγ­κα­τα­βά­σε­ως ἀπο­κα­λύ­πτε­ται στὸ ἴδιο τὸ ὄνομα ποὺ πῆρε ὁ Θεὸς Λόγος μὲ τὴν τα­πει­νὴ σάρ­κω­σή Του: Ἰη­σοῦς-Σω­τήρ· «καὶ κα­λέ­σεις τὸ ὄνομα Αὐτοῦ Ἰη­σοῦν· Αὐτὸς γὰρ σῴσει τὸν λαὸν Αὐτοῦ» (Ματθ. αʹ 21).
Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ὁ ἰδε­α­τὸς κό­σμος, δη­λα­δὴ ὁ κό­σμος τῶν ἰδεῶν. Καὶ ἡ μορφὴ τοῦ δο­θέν­τος ἐμ­πει­ρι­κοῦ ὄντος δὲν εἶναι ὑλο­ποί­η­ση τοῦ θείου ἰδε­α­τοῦ κό­σμου, δη­λα­δὴ τέ­τοια, ποὺ χωρὶς αὐτὴν θὰ πα­ρου­σια­ζό­ταν τὸ Θεῖο Ὂν ὡς ἐλ­λι­πές, ἀτε­λές.
Ἡ δη­μιουρ­γι­κὴ ἰδέα τοῦ ἀν­θρώ­που, ποὺ εἶναι στραμ­μέ­νη πρὸς τὸν κόσμο, ζητεῖ τὴν ὑλο­ποί­η­σή της, χωρὶς τὴν ὁποία πα­ρα­μέ­νει ἀνεκ­πλή­ρω­τη στὴν ἐξέ­λι­ξή της. Στὸν Θεῖο ὅμως κόσμο δὲν συμ­βαί­νει ἔτσι. Ἡ ἐν­σάρ­κω­ση τοῦ Θεοῦ Λόγου δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶναι τὸ τε­λι­κὸ στά­διο μιᾶς Θε­ο­γο­νι­κῆς πο­ρεί­ας, δη­λα­δὴ τε­λεί­ω­ση μιᾶς ἐξέ­λι­ξης στὴν Ἴδια τὴν Θε­ό­τη­τα, καὶ συ­νε­πῶς ἀναγ­καία γιὰ τὸν Ἴδιο τὸν Θεὸ πρὸς ὁλο­κλή­ρω­ση τοῦ Εἶναι Του.
Αὐτὴ εἶναι μὲ λίγα λόγια ἡ δογ­μα­τι­κὴ βάση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς προ­σευ­χῆς, γιὰ τὴν ὁποία γί­νε­ται λόγος.
Ἡ πνευ­μα­τι­κὴ προ­σευ­χὴ δὲν εἶναι οὔτε καλ­λι­τε­χνι­κὴ δη­μιουρ­γία οὔτε ἐπι­στη­μο­νι­κὴ ἐρ­γα­σία οὔτε φι­λο­σο­φι­κὴ ἔρευ­να καὶ στο­χα­σμὸς οὔτε ἀφη­ρη­μέ­νη δια­νο­η­τι­κὴ θε­ο­λο­γία. Ἡ πνευ­μα­τι­κὴ ζωὴ δὲν ἔγ­κει­ται στὴν ἱκα­νο­ποί­η­ση τῶν συ­ναι­σθη­μα­τι­κῶν μας ἐπι­διώ­ξε­ων μὲ τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­σή τους, δη­λα­δὴ μὲ τὴ με­τα­τρο­πή τους σὲ βιώ­μα­τα ἢ ὑλο­ποι­η­μέ­νες μορ­φές, π.χ. στὴν τέχνη. Ὅλα αὐτὰ ἀπο­τε­λοῦν διά­φο­ρες ὄψεις ἐκ­δη­λώ­σε­ως τῆς φαν­τα­στι­κῆς ἐνέρ­γειας τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἄλλες μπο­ροῦν νὰ το­πο­θε­τη­θοῦν ψη­λό­τε­ρα, ἄλλες χα­μη­λό­τε­ρα· μπο­ρεῖ δη­λα­δὴ νὰ γίνει μιὰ ἀξιο­λο­γι­κὴ ἱε­ράρ­χη­ση αὐτῶν τῶν μορ­φῶν. Ὅμως, ἔτσι ἢ ἀλ­λιῶς ὅλα αὐτὰ ἀπο­τε­λοῦν ἐκ­δη­λώ­σεις τῆς φαν­τα­στι­κῆς ἐνέρ­γειας, τὴν ὁποία πρέ­πει νὰ ξε­πε­ρά­σου­με, γιατὶ ἀλ­λιῶς εἶναι ἀδύ­να­τον νὰ φθά­σου­με στὴν τέ­λεια προ­σευ­χὴ ἢ τὴν αὐ­θεν­τι­κὴ θε­ο­λο­γία ἢ τὴν ἀλη­θι­νὰ θε­ά­ρε­στη ζωή.
Τέ­τοια εἶναι συ­νε­πῶς ἡ ὁδὸς τοῦ ὀρ­θό­δο­ξου ἀσκη­τῆ: Ζητεῖ τὸν Ποι­η­τή του Θεὸ στὸ ὑπερ­βα­τι­κό Του Εἶναι. Γι’ αὐτὸ κατὰ τὴν πράξη τῆς νο­ε­ρᾶς προ­σευ­χῆς ἀγω­νί­ζε­ται ἐναν­τί­ον μυ­ριά­δων εἰ­κό­νων, καὶ τῶν ἐπο­πτι­κῶν, ὅσων δη­λα­δὴ ἔχουν τὴν μία ἢ τὴν ἄλλη ἐξω­τε­ρι­κὴ μορφή, πε­ρί­γραμ­μα, ἔκτα­ση στὸ χῶρο ἢ τὸ χρόνο, χρῶμα κ.τ.λ., καὶ τῶν δια­νο­η­τι­κῶν (εἰ­κό­νων), δη­λα­δὴ τῶν ἐν­νοιῶν, γιὰ νὰ προ­σεύ­χε­ται γυ­μνὸς ἀπὸ κάθε κτι­στὴ εἰ­κό­να στὸν Θεὸ «ἐνώ­πιος Ἐνω­πίῳ», πρό­σω­πο πρὸς Πρό­σω­πο (Κλῖ­μαξ ΚΖʹ 20).
Ὁ Θεὸς δη­μιουρ­γεῖ τὸν κόσμο καὶ ἡ δη­μιουρ­γία αὐτὴ ἀκο­λου­θεῖ τὴν τάξη τῆς συγ­κα­τα­βά­σε­ως. Ὁ ἄν­θρω­πος, ὅμως, ποὺ πο­ρεύ­ε­ται πρὸς τὸν Θεό, πο­ρεύ­ε­ται κατὰ τὴν τάξη τῆς ἀνα­βά­σε­ως καὶ κατὰ τὴν ἀνά­βα­σή του ἀπὸ τὴν κτίση πρὸς τὸν Θεὸ δὲν ἀρ­νεῖ­ται τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καὶ τὴν ἀξία τῆς κτί­σε­ως, ἀλλὰ ἁπλῶς δὲν τὴν ἀπο­λυ­το­ποιεῖ καὶ δὲν τὴν θε­ο­ποιεῖ· δὲν τῆς προσ­δί­δει αὐ­το­σκο­πὸ καὶ αὐ­το­α­ξία. Ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν κόσμο, ὄχι γιὰ νὰ ζεῖ ὁ Ἴδιος τὴ ζωὴ τῆς κτί­σε­ως, ἀλλὰ γιὰ νὰ κοι­νω­νή­σει ἡ λο­γι­κὴ κτίση στὴ Θεία Του ὕπαρ­ξη. Ὅταν ὁ λο­γι­κὸς ἄν­θρω­πος δὲν πε­τύ­χει τὴ θέωση, ἡ ὁποία δὲν μπο­ρεῖ νὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ χωρὶς τὴ συμ­με­το­χή του, τότε ἐξα­φα­νί­ζε­ται καὶ ἡ ἴδια ἡ ἔν­νοια τῆς ὑπάρ­ξε­ώς του. Ἡ συ­νεί­δη­ση τοῦ με­γα­λεί­ου τῆς κλή­σε­ώς του, ἑνω­μέ­νη μὲ τὴ θε­ω­ρία τῆς θείας δη­μιουρ­γί­ας, γεννᾶ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀν­θρώ­που με­γά­λο θάμ­βος ἐνώ­πιον τοῦ Ποι­η­τοῦ τῶν ὅλων, ἀλλὰ συγ­χρό­νως καὶ τε­λεί­ως ρε­α­λι­στι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη γιὰ κάθε πράγ­μα τοῦ κό­σμου. Ταυ­τό­χρο­να, ὅμως, ἡ ἴδια συ­νεί­δη­ση ὁδη­γεῖ στὴν ἀπό­σπα­ση ἀπὸ κάθε κτι­στὸ γιὰ χάρη τῆς θε­ω­ρί­ας τοῦ Μόνου Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ἀπό­σπα­ση δὲν εἶναι ἀπέκ­δυ­ση τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ κτι­στοῦ εἶναι, μὲ τὴν ἔν­νοια τῆς ἀπορ­ρί­ψε­ως ἢ τῆς ἀρ­νή­σε­ώς του ὡς «φά­σμα­τος». Δὲν εἶναι ἡ ἀπό­σπα­ση αὐτὴ ποι­η­τι­κὴ ἢ φι­λο­σο­φι­κὴ ἀε­ρο­βα­σία στὴ σφαί­ρα τῶν ὑψη­λῶν καὶ ὡραί­ων μορ­φῶν ἢ τῶν «κα­θα­ρῶν» ἰδεῶν, ὅσο ψηλὰ ἀξιο­λο­γι­κὰ καὶ ἂν βρί­σκον­ται αὐτές, γιατὶ ἡ στάση αὐτὴ ὁδη­γεῖ πάλι σὲ φαν­τα­σιώ­δη κόσμο. Ὄχι. Ἡ ἀπό­σπα­ση ἢ ἡ ἀποχὴ ἀπὸ ὅλα στὴν πνευ­μα­τι­κὴ προ­σευ­χὴ εἶναι συ­νέ­πεια τῆς ὁλο­κλη­ρω­τι­κῆς ἐφέ­σε­ως γιὰ τὸν ζῶντα καὶ ἀλη­θι­νὸ Θεό, ἕνεκα τῆς ἀπέ­ραν­της πρὸς Αὐτὸν ἀγά­πης καὶ τῆς κλή­σε­ώς μας νὰ ζοῦμε ἐν Αὐτῷ, ὁ Ὁποῖ­ος εἶναι ὁ Αὐ­το­σκο­πὸς καὶ ἡ Αὐ­το­α­ξία. «Ὁ Θεὸς Φῶς ἐστι καὶ σκο­τία ἐν Αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐ­δε­μία» (Αʹ Ἰωάν. αʹ 5).
Ὁ ἁπλὸς καὶ τα­πει­νὸς πι­στὸς ἀπαλ­λάσ­σε­ται ἀπὸ τὴν ἐξου­σία τῆς φαν­τα­σί­ας μὲ τὴν ἀκέ­ραια καὶ δια­καὴ ἐπι­θυ­μία νὰ ζεῖ σύμ­φω­να μὲ τὸ ἅγιο θέ­λη­μα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι τόσο ἁπλό, καὶ συ­νά­μα τόσο «ἀπο­κε­κρυμ­μέ­νον ἀπὸ σοφῶν καὶ συ­νε­τῶν», ποὺ δὲν ὑπάρ­χει δυ­να­τό­τη­τα νὰ ἐξη­γη­θεῖ μὲ λόγια.
Στὴν ἀνα­ζή­τη­ση αὐτὴ τοῦ θε­λή­μα­τος τοῦ Θεοῦ πε­ρι­κλεί­ε­ται καὶ ἡ «ἀπο­τα­γὴ» τοῦ κό­σμου. Ἡ ψυχὴ θέλει νὰ ζεῖ μὲ τὸν Θεὸ καὶ γι’ αὐτὸ «ἀπο­τάσ­σε­ται» τὸ θέ­λη­μά της καὶ τὴ φαν­τα­σία της, ποὺ δὲν μπο­ροῦν νὰ δη­μιουρ­γή­σουν πραγ­μα­τι­κὴ ὕπαρ­ξη, ἀλλὰ ἐμ­φα­νί­ζον­ται ὡς «σκό­τος ἐξώ­τε­ρον».
Ὁ κό­σμος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φαν­τα­σί­ας εἶναι κό­σμος τῶν «φα­σμά­των» τῆς ἀλη­θεί­ας, κοι­νὸς στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ τοὺς πε­πτω­κό­τας ἀγ­γέ­λους καὶ γι’ αὐτὸ ἡ φαν­τα­σία γί­νε­ται πολ­λὲς φορὲς ἀγω­γὸς δαι­μο­νι­κῆς ἐνέρ­γειας.
Τόσο οἱ δαι­μο­νι­κὲς εἰ­κό­νες ὅσο καὶ αὐτὲς ποὺ ἐπι­νο­εῖ ὁ ἴδιος ὁ ἄν­θρω­πος, μπο­ροῦν νὰ ἐπι­δροῦν στοὺς ἀν­θρώ­πους με­τα­σχη­μα­τί­ζον­τάς τους ἢ με­τα­μορ­φώ­νον­τάς τους, ἀλλὰ πάν­τως ἕνα εἶναι ἀνα­πό­φευ­κτο: Κάθε εἰ­κό­να, εἴτε δη­μιουρ­γη­μέ­νη ἀπὸ τὸν ἄν­θρω­πο εἴτε ἐμ­πνευ­σμέ­νη ἀπὸ τοὺς δαί­μο­νες, ποὺ γί­νε­ται δεκτὴ ἀπὸ τὴν ψυχή, δια­στρέ­φει τὴν πνευ­μα­τι­κὴ μορφὴ τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ δη­μιουρ­γή­θη­κε κατ’ εἰ­κό­να καὶ ὁμοί­ω­ση Θεοῦ. Ἡ ἐνέρ­γεια τῆς φαν­τα­σί­ας στὴν ἔσχα­τή της ἐξέ­λι­ξη ὁδη­γεῖ σὲ αὐ­το­θέ­ω­ση τοῦ κτί­σμα­τος, δη­λα­δὴ στὴν ἀνα­γνώ­ρι­ση θείας ἀρχῆς στὴν ἴδια τὴν φύση τοῦ ἀν­θρώ­που. Μὲ τὴ βάση αὐτὴ ἡ φυ­σι­κὴ θρη­σκεία, δη­λα­δὴ ἡ θρη­σκεία τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου λο­γι­κοῦ, ἀπο­κτᾶ μοι­ραί­ως παν­θεϊ­στι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα.
Καὶ οἱ ἀν­θρώ­πι­νες καὶ οἱ δαι­μο­νι­κὲς εἰ­κό­νες ἔχουν δύ­να­μη, συχνὰ πολὺ με­γά­λη, ὄχι ὅμως γιατὶ εἶναι δη­μιουρ­γι­κὲς κα­θε­αυ­τὲς μὲ τὴν πλήρη ση­μα­σία τῆς λέ­ξε­ως, ὅπως ἡ θεία δύ­να­μη ποὺ κτί­ζει ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀλλὰ ἐπει­δὴ ἡ ἀν­θρώ­πι­νη θέ­λη­ση κλί­νει μὲ τὸ μέρος τους, καὶ μόνο μὲ τὴν ὑπο­τα­γή της μορ­φο­ποιεῖ­ται ὁ ἄν­θρω­πος ἀπὸ τὶς εἰ­κό­νες αὐτές. Ὁ Κύ­ριος, ὅμως, ἀπε­λευ­θε­ρώ­νει ὅσους με­τα­νο­οῦν ἀπὸ τὴν ἐξου­σία τῶν παθῶν καὶ τῆς φαν­τα­σί­ας, καὶ ὅποιος χρι­στια­νὸς ἀπε­λευ­θε­ρω­θεῖ κα­τα­φρο­νεῖ τὴ δύ­να­μη τῶν φαν­τα­στι­κῶν εἰ­κό­νων.
Ἡ ἐξου­σία τοῦ κο­σμι­κοῦ κακοῦ στὸν ἄν­θρω­πο εἶναι τε­ρά­στια καὶ κα­νέ­νας ἀπό­γο­νος τοῦ Ἀδὰμ δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὴ νι­κή­σει χωρὶς τὸν Χρι­στὸ καὶ ἔξω ἀπὸ Αὐτόν. Ἐκεῖ­νος εἶναι ὁ Ἰη­σοῦς-Σω­τὴρ μὲ τὴν κύρια καὶ μο­να­δι­κὴ ση­μα­σία τῆς λέ­ξε­ως. Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη τοῦ ὀρ­θό­δο­ξου ἀσκη­τῆ καὶ γι’ αὐτὸ ἡ εὐχὴ τῆς νο­ε­ρᾶς ἡσυ­χί­ας γί­νε­ται μὲ τὴν ἀδιά­λει­πτη ἐπί­κλη­ση τοῦ ὀνό­μα­τος τοῦ Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, ἀπ’ ὅπου ἡ προ­σευ­χὴ αὐτὴ πῆρε καὶ τὴν ὀνο­μα­σία «προ­σευ­χὴ τοῦ Ἰησοῦ».
Ὁ ἡσυ­χα­στὴς μο­να­χὸς ἀγω­νι­ζό­με­νος κατὰ τῆς φαν­τα­σί­ας ποὺ δια­στρέ­φει τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ζωή, συ­ναν­τιέ­ται μὲ τὶς ποι­κι­λό­μορ­φες ἐκ­δη­λώ­σεις της, ποὺ μπο­ροῦν νὰ τα­ξι­νο­μη­θοῦν μὲ διά­φο­ρους τρό­πους. Ὁ Γέ­ρον­τας τὶς συ­νό­ψι­ζε στὶς τέσ­σε­ρις μορ­φὲς ποὺ ἐκ­θέ­σα­με πα­ρα­πά­νω, μορ­φὲς ποὺ τοῦ ἔδι­ναν τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ ἐκ­φρά­σει τὴν οὐσία τοῦ προ­βλή­μα­τος.
Ἡ πρώτη μορφὴ ἀνα­φέ­ρε­ται γε­νι­κὰ στὸν ἀγώνα κατὰ τῶν παθῶν.
Ἡ δεύ­τε­ρη χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὅσους προ­σεύ­χον­ται μὲ τὸν πρῶτο τρόπο. Σὲ αὐτὴ τὴ μορφὴ φαν­τα­σί­ας ἀνά­γε­ται καὶ ἡ γνω­στὴ μέ­θο­δος τοῦ «δια­λο­γι­σμοῦ» (med­i­ta­tion), ὅταν ὁ ἄν­θρω­πος μὲ τὴ φαν­τα­σία δη­μιουρ­γεῖ στὸ νοῦ του ἐπο­πτι­κὲς εἰ­κό­νες ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χρι­στοῦ ἢ ἄλλες ἱερὲς πα­ρα­στά­σεις. Συ­νή­θως στὴν ἐρ­γα­σία αὐτὴ κα­τα­φεύ­γουν οἱ ἀρ­χά­ριοι ἢ ἄπει­ροι ἀσκη­τές. Ὁ ἐρ­γά­της μιᾶς τέ­τοιας «φαν­τα­σιώ­δους» προ­σευ­χῆς δὲν κλεί­νει τὸ νοῦ του στὴν καρ­διὰ γιὰ χάρη τῆς ἐσω­τε­ρι­κῆς νή­ψε­ως, ἀλλὰ τὸν προ­ση­λώ­νει στὴν ἐπο­πτι­κὴ πλευ­ρὰ τῶν θείων, ὅπως ὁ ἴδιος φαν­τά­ζε­ται, εἰ­κό­νων, ὁδη­γεῖ τὸν ἑαυτό του σὲ κα­τά­στα­ση ψυ­χι­κῆς διε­γέρ­σε­ως, ποὺ σὲ πε­ρί­πτω­ση ἐν­τα­τι­κῆς συγ­κεν­τρώ­σε­ως μπο­ρεῖ νὰ φθά­σει ὣς τὴν ἰδιό­τυ­πη πα­θο­λο­γι­κὴ ἔκ­στα­ση. Χαί­ρε­ται γιὰ τὰ «ἐπι­τεύγ­μα­τά» του, ἀφο­σιώ­νε­ται στὶς κα­τα­στά­σεις αὐτές, τὶς καλ­λιερ­γεῖ, τὶς θε­ω­ρεῖ πνευ­μα­τι­κές, ὑψη­λὲς καὶ ὀφει­λό­με­νες στὴν ἐνέρ­γεια τῆς χά­ρι­τος, ἔχει τὴν ἰδέα πὼς καὶ ὁ ἴδιος εἶναι ἅγιος καὶ θε­ω­ρὸς τῶν μυ­στη­ρί­ων τοῦ Θεοῦ καὶ τέλος φθά­νει σὲ πα­ραι­σθή­σεις καὶ ψυ­χι­κὲς ἀσθέ­νειες ἢ στὴν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση πα­ρα­μέ­νει στὴν πλάνη περ­νών­τας τὴ ζωή του σὲ φαν­τα­στι­κὸ κόσμο.
Ἡ τρίτη καὶ τέ­ταρ­τη μορφὴ φαν­τα­σί­ας μπο­ροῦ­με νὰ ποῦμε πὼς βρί­σκον­ται στὴ βάση ὅλου τοῦ ὀρ­θο­λο­γι­στι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀπό­σπα­ση ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ἰδιαί­τε­ρα δύ­σκο­λη γιὰ τὸν μορ­φω­μέ­νο ἄν­θρω­πο, ποὺ βλέ­πει στὸν πο­λι­τι­σμὸ αὐτὸ τὸν πνευ­μα­τι­κό του πλοῦ­το· ἡ ἀπό­σπα­ση ἀπὸ αὐτὸν εἶναι ἀσυγ­κρί­τως δυ­σκο­λό­τε­ρη ἀπὸ τὴν ἀπο­τα­γὴ τοῦ ὑλι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ.
Ὅποιος προ­σεύ­χε­ται μὲ τὸν τρίτο τρόπο γνω­ρί­ζει πόσο ὀδυ­νη­ρὴ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀπο­τα­γή. Μᾶς ἔτυχε νὰ πα­ρα­τη­ρή­σου­με ἕνα πα­ρά­δο­ξο φαι­νό­με­νο: Ἀνά­με­σα στοὺς ἁπλοὺς καὶ ὀλι­γο­γράμ­μα­τους ἀσκη­τὲς ποὺ ἀγά­πη­σαν τὴν νοερὰ προ­σευ­χὴ συ­ναν­τᾶ­ται συ­χνό­τε­ρα ἡ ἀνά­βα­ση σὲ με­γα­λύ­τε­ρο ὕψος καὶ κα­θα­ρό­τη­τα παρὰ ἀνά­με­σα στοὺς μορ­φω­μέ­νους, οἱ ὁποῖ­οι στὴ συν­τρι­πτι­κὴ πλειο­ψη­φία τους πα­ρα­μέ­νουν στὸν δεύ­τε­ρο τρόπο προ­σευ­χῆς.
Ὅσοι ἔχουν βα­θειὰ θρη­σκευ­τι­κὴ καὶ ἀσκη­τι­κὴ διά­θε­ση κα­τα­νο­οῦν πολὺ γρή­γο­ρα ὅτι τὸ τρίτο εἶδος τῆς φαν­τα­σί­ας ἀπο­τε­λεῖ στρο­φὴ πρὸς τὴ γῆ. Εἶναι λοι­πὸν ὀφθαλ­μο­φα­νὴς ἡ ἑτε­ρο­γέ­νειά της στὴν προ­σευ­χὴ καὶ ὁ ἀγώ­νας ἐναν­τί­ον της κατὰ τὴν ὥρα τῆς προ­σευ­χῆς ἁπλο­ποιεῖ­ται. Δια­φο­ρε­τι­κὰ συμ­βαί­νει μὲ τὸ τέ­ταρ­το εἶδος, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ἀπο­κτή­σει ἰδιαί­τε­ρη λε­πτό­τη­τα καὶ νὰ πα­ρου­σιά­ζε­ται ὡς ἔνθεη ζωή. Ἡ ἀπο­κλει­στι­κὴ σπου­δαιό­τη­τα τοῦ προ­βλή­μα­τος αὐτοῦ στὴν ἀσκη­τι­κὴ μᾶς ἀναγ­κά­ζει νὰ πα­ρα­τεί­νου­με ἐδῶ τὸ λόγο.
Σὲ ὅσους προ­σεύ­χον­ται μὲ τὸν πρῶτο τρόπο ἐπι­κρα­τεῖ ἡ ρεμ­βά­ζου­σα φαν­τα­σία, ἐνῶ σὲ ὅσους προ­σεύ­χον­ται μὲ τὸν δεύ­τε­ρο κυ­ριαρ­χεῖ ὁ πει­ρα­σμὸς νὰ κα­τορ­θω­θοῦν τὰ πάντα μὲ τὴν ὁδὸ τῆς λο­γι­κῆς. Σὲ αὐ­τοὺς ἡ ζωὴ συγ­κεν­τρώ­νε­ται στὸν ἐγ­κέ­φα­λο. Ὁ νοῦς τους δὲν εἶναι ἑνω­μέ­νος μὲ τὴν καρ­διά, ἀλλὰ συ­νε­χῶς ὁρμᾶ πρὸς τὰ ἔξω, ἀγω­νι­ζό­με­νος νὰ τὰ κα­τα­κτή­σει ὅλα μὲ τὴ νόηση. Ἔχον­τας μιὰ ὁρι­σμέ­νη πνευ­μα­τι­κὴ πείρα, ἀνε­παρ­κῆ ὅμως ἀκόμη, προ­σπα­θοῦν «μὲ τὸ νοῦ τους» νὰ συμ­πλη­ρώ­σουν τὰ κενὰ τῆς πεί­ρας αὐτῆς καὶ νὰ εἰ­σχω­ρή­σουν δια­νο­η­τι­κῶς στὰ μυ­στή­ρια τῆς Θείας ὑπάρ­ξε­ως. Ἔτσι εἰ­σχω­ροῦν ἀνα­πό­φευ­κτα στὶς θε­ω­ρί­ες τους με­ρι­κὰ στοι­χεῖα, γεν­νή­μα­τα φαν­τα­στι­κῆς ἐνέρ­γειας. Ἡ ἰδε­ώ­δης ἐκεί­νη σφαί­ρα, στὴν ὁποία κι­νοῦν­ται σὲ μιὰ τέ­τοια πε­ρί­στα­ση, ἂν ἔχουν καὶ με­γά­λα δια­νο­η­τι­κὰ προ­σόν­τα, τοὺς δίνει μιὰ «φαι­νο­με­νι­κὴ» ὑπε­ρο­χὴ ἀπέ­ναν­τι στοὺς ἄλ­λους, γε­γο­νὸς ποὺ ἐνι­σχύ­ει ἀκόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο τὴν αὐ­το­πε­ποί­θη­σή τους.
Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ δια­στρο­φή, στὴν ὁποία ὁδη­γεῖ ὁ δεύ­τε­ρος τρό­πος προ­σευ­χῆς, εἶναι ὁ ὀρ­θο­λο­γι­σμός.
Ὁ ὀρ­θο­λο­γι­στὴς θε­ο­λό­γος οἰ­κο­δο­μεῖ τὸ σύ­στη­μά του, ὅπως ὁ ἀρ­χι­τέ­κτο­νας οἰ­κο­δο­μεῖ ἕνα ἀνά­κτο­ρο ἢ ἕνα ναό, χρη­σι­μο­ποιών­τας ἐμ­πει­ρι­κὲς καὶ με­τα­φυ­σι­κὲς ἔν­νοιες ὡς οἰ­κο­δο­μι­κὰ ὑλικὰ καὶ φρον­τί­ζει ὄχι τόσο γιὰ τὴ συμ­φω­νία τῆς ἰδε­ώ­δους οἰ­κο­δο­μῆς του μὲ τὴν ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ ἀλή­θεια τοῦ εἶναι, ὅσο γιὰ τὸ με­γα­λεῖο καὶ τὴν ἁρ­μο­νι­κὴ ἀκε­ραιό­τη­τα τοῦ συ­στή­μα­τός του ἀπὸ λο­γι­κὴ ἄποψη.
Πολ­λοὶ με­γά­λοι ἄν­θρω­ποι, ὅσο πα­ρά­δο­ξο καὶ ἂν εἶναι αὐτό, δὲν μπό­ρε­σαν νὰ ἀν­τι­στα­θοῦν στὸν οὐ­σια­στι­κὰ ἀφελῆ αὐτὸν πει­ρα­σμό, ποὺ ἔχει ὡς κρυμ­μέ­νη ἀρχὴ τὴν ὑπε­ρη­φά­νεια.
Τὰ γεν­νή­μα­τα τῆς εὐ­φυ­ΐ­ας τοῦ δια­νο­η­τι­κοῦ θε­ο­λό­γου εἶναι γι’ αὐτὸν πο­λύ­τι­μα, ὅπως εἶναι γιὰ τὴ μάνα ἀγα­πη­μέ­να τὰ παι­διά της, ὁ καρ­πὸς τῆς κοι­λί­ας της. Ἀγαπᾶ τὴ δη­μιουρ­γία του σὰν τὸν ἑαυτό του, γιατὶ ταυ­τί­ζε­ται μαζί της ἐγ­κλω­βι­σμέ­νος στὴ σφαί­ρα της. Σὲ τέ­τοιες πε­ρι­πτώ­σεις καμιὰ ἐξω­τε­ρι­κὴ ἐπέμ­βα­ση δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὸν βο­η­θή­σει. Ἂν ὁ ἴδιος δὲν ἀπο­κολ­λη­θεῖ μόνος τους ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θε­ω­ρεῖ ὡς πλοῦ­το του, δὲν θὰ φθά­σει ποτὲ στὴν κα­θα­ρὰ προ­σευ­χὴ καὶ τὴν ἀλη­θι­νὴ θε­ω­ρία.
Πολ­λοὶ θε­ο­λό­γοι-φι­λό­σο­φοι, οὐ­σια­στι­κῶς ὀρ­θο­λο­γι­στές, ἀνέρ­χον­ται στὴν ὑπερ­λο­γι­κή, θὰ λέ­γα­με, σφαί­ρα τῆς δια­νόη­σης, ἀλλὰ ἡ σφαί­ρα αὐτὴ δὲν εἶναι ἀκόμη ὁ Θεῖος κό­σμος. Πε­ρι­κλεί­ε­ται στὰ ὅρια τῆς ἀν­θρώ­πι­νης κτι­στῆς φύ­σε­ως καὶ αὐτὴ ἡ ἰδιό­τη­τα τὴν κάνει ἐφι­κτὴ στὸ λο­γι­κὸ σύμ­φω­να μὲ τὴ φυ­σι­κὴ τάξη τῶν πραγ­μά­των.
Οἱ ἐνο­ρά­σεις τοῦ νοῦ τους δὲν χω­ροῦν στὰ πλαί­σια τοῦ ἐν­νο­μι­κοῦ συλ­λο­γι­σμοῦ, δη­λα­δὴ στὴν τυ­πι­κὴ λο­γι­κή, ἀλλὰ εἰ­σχω­ροῦν στὴ σφαί­ρα τῆς με­τα­λο­γι­κῆς καὶ τοῦ ἀν­τι­νο­μι­κοῦ συλ­λο­γι­σμοῦ, ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτὸν οὐ­σια­στι­κὰ δὲν παύ­ουν νὰ εἶναι ἀπο­τέ­λε­σμα δια­νο­η­τι­κῆς ἐρ­γα­σί­ας.
Ἡ ὑπέρ­βα­ση τοῦ στε­νοῦ ἐν­νο­μι­κοῦ ὀρ­θο­λο­γι­σμοῦ ἀπο­τε­λεῖ ἔν­δει­ξη ὑψη­λῆς δια­νο­η­τι­κῆς καλ­λιέρ­γειας, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀκόμη ἡ «ἀλη­θι­νὴ πίστη» καὶ ἡ αὐ­θεν­τι­κὴ θε­ω­ρία τοῦ Θεοῦ.
Οἱ ἄν­θρω­ποι αὐτοί, ποὺ ἔχουν πολ­λὲς φορὲς ἀξιό­λο­γες ἱκα­νό­τη­τες γιὰ λο­γι­κὴ δια­νόη­ση, ἐξαι­τί­ας ἀκρι­βῶς αὐτῶν τῶν ἱκα­νο­τή­των καὶ μὲ πλήρη συ­νέ­πεια πρὸς αὐτὲς φτά­νουν στὴν ἐπί­γνω­ση τῆς σχε­τι­κό­τη­τας τῶν νόμων τῆς ἀν­θρώ­πι­νης δια­νο­ή­σε­ως καὶ ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται ὅτι εἶναι ἀδύ­να­τον νὰ πε­ρι­λη­φθεῖ ὅλο τὸ εἶναι στὸ ἀτσά­λι­νο πλέγ­μα τῶν λο­γι­κῶν συλ­λο­γι­σμῶν. Αὐτὴ ἡ ἐπί­γνω­ση τοὺς ἀνε­βά­ζει σὲ θε­ω­ρία ποὺ ὑπερ­βαί­νει τὴν τυ­πι­κὴ λο­γι­κή, ἀλλὰ καὶ τότε βλέ­πουν ἁπλῶς τὴν ὡραιό­τη­τα τοῦ νοῦ ποὺ δη­μιουρ­γή­θη­κε κατ’ εἰ­κό­να Θεοῦ. Καὶ ἐπει­δὴ ὅσοι εἰ­σέρ­χον­ται πρῶ­τοι στὴ σφαί­ρα αὐτὴ τῆς «σιω­πῆς τοῦ νοῦ» αἰ­σθά­νον­ται «μυ­στι­κι­στι­κὸ δέος», νο­μί­ζουν πὼς ἡ θε­ω­ρία τους εἶναι πείρα μυ­στι­κῆς Θε­ο­κοι­νω­νί­ας, ἐνῶ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μέ­νουν ἀκόμη μέσα στὰ ὅρια τῆς κτι­στῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σε­ως.
Οἱ κα­τη­γο­ρί­ες ποὺ χρη­σι­μο­ποιεῖ ὁ νοῦς-λο­γι­κὸ σὲ πα­ρό­μοιες κα­τα­στά­σεις βγαί­νουν ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῶν δια­στά­σε­ων τοῦ χρό­νου καὶ τοῦ χώρου καὶ δί­νουν στὸν ἐπό­πτη τους κά­ποιο αἴ­σθη­μα αἰ­ώ­νιας σο­φί­ας. Αὐτὰ εἶναι τὰ τε­λευ­ταῖα ὅρια, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ φθά­σει ὁ δια­νο­ού­με­νος νοῦς μέσα ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς φυ­σι­κῆς ἀνα­πτύ­ξε­ως καὶ αὐ­το­γνω­σί­ας του, ἡ ὁποία εἶναι δυ­να­τὸν νὰ πάρει μορφὴ φω­τό­μορ­φης αὐ­το­θε­ω­ρί­ας. Ἡ ἐμ­πει­ρία αὐτή, ἀνε­ξάρ­τη­τα ἀπὸ τὸ πῶς θὰ ἑρ­μη­νευ­θεῖ, δη­λα­δὴ ποιὰ δογ­μα­τι­κὴ δια­τύ­πω­ση θὰ λάβει, εἶναι οὐ­σια­στι­κὰ ἐμ­πει­ρία «παν­θεϊ­στι­κῆς» τά­ξε­ως.
Φθά­νον­τας «μέχρι συν­τε­λεί­ας φωτὸς μετὰ σκό­τους» (Ἰὼβ κστʹ 10), ὁ ἄν­θρω­πος βλέ­πει τὴ νοερή του ὡραιό­τη­τα, τὴν ὁποία πολ­λοὶ θε­ώ­ρη­σαν ὡς Θε­ό­τη­τα. Τὸ φῶς ποὺ φαί­νε­ται εἶναι φῶς, ὄχι ὅμως τὸ Φῶς ἐκεῖ­νο τὸ Ἀλη­θι­νό, «ἐν ᾧ σκο­τία οὐκ ἔστιν οὐ­δε­μία», ἀλλὰ τὸ φυ­σι­κὸ φῶς τοῦ νοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ δη­μιουρ­γή­θη­κε κατ’ εἰ­κό­να Θεοῦ.
Τὸ φῶς αὐτὸ τοῦ νοῦ, ποὺ ἀξιο­λο­γι­κὰ ὑπε­ρέ­χει ἔναν­τι τοῦ φωτὸς κάθε ἄλλης ἐμ­πει­ρι­κῆς γνώ­σε­ως, δι­καί­ως μπο­ρεῖ νὰ κλη­θεῖ σκό­τος, γιατὶ εἶναι τὸ «κενὸ» τῆς ἀπεκ­δύ­σε­ως καὶ δὲν ὑπάρ­χει σὲ αὐτὸ ὁ Θεός. Καὶ ἴσως ἀξί­ζει στὴν πε­ρί­πτω­ση αὐτή, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπὸ ὁποια­δή­πο­τε ἄλλη, νὰ θυ­μη­θοῦ­με τὰ λόγια τοῦ Κυ­ρί­ου: «Σκό­πει οὖν μὴ τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκό­τος ἐστί;» (Λουκ. ιαʹ 35). Πράγ­μα­τι, ἡ πρώτη κο­σμι­κὴ προϊ­στο­ρι­κὴ κα­τα­στρο­φή, ἡ πτώση τοῦ Ἑω­σφό­ρου, “υἱοῦ τῆς πρω­ΐ­ας”, ποὺ ἔγινε ἄρ­χον­τας τοῦ σκό­τους, ἦταν ἀπο­τέ­λε­σμα αὐ­το­ε­ρω­τι­κῆς θε­ω­ρί­ας τῆς ὡραιό­τη­τάς του· θε­ω­ρί­ας, ποὺ κα­τέ­λη­ξε σὲ αὐ­το­θέ­ω­ση.
Μι­λᾶ­με μὲ ψυχρὴ καὶ ἀσύν­δε­τη γλώσ­σα, ἀλλὰ ἐκεῖ­νος ποὺ στά­θη­κε στοὺς πνευ­μα­τι­κοὺς αὐ­τοὺς χώ­ρους ἴσως θὰ πεῖ:
«Πράγ­μα­τι, φο­βε­ρό… Ποῦ βρί­σκε­ται, λοι­πόν, ἡ ἐγ­γύ­η­ση γιὰ τὴν ἀλη­θι­νὴ Θε­ο­κοι­νω­νία καὶ ὄχι γιὰ τὴ φαν­τα­σιώ­δη, φι­λο­σο­φι­κή, παν­θεϊ­στι­κή»;
Ὁ μα­κά­ριος Γέ­ρον­τας Σι­λουα­νὸς βε­βαί­ω­νε κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κὰ πὼς τέ­τοια ἐγ­γύ­η­ση, ὑπο­κεί­με­νη στὸν λο­γι­κό μας ἔλεγ­χο, εἶναι ἡ πρὸς τοὺς ἐχθροὺς ἀγάπη. Ἔλεγε:
«Ὁ Κύ­ριος εἶναι τα­πει­νὸς καὶ πράος καὶ ἀγαπᾶ τὸ πλά­σμα Του καὶ ἐκεῖ ὅπου εἶναι τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, ἐκεῖ ὁπωσ­δή­πο­τε θὰ εἶναι ἡ τα­πει­νὴ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἡ προ­σευ­χὴ γιὰ τὸν κόσμο. Καὶ ἂν δὲν ἔχεις αὐτὴ τὴν ἀγάπη, τότε πα­ρα­κά­λε­σε καὶ θὰ σοῦ τὴν δώσει ὁ Κύ­ριος, ποὺ εἶπε: “Αἰ­τεῖ­τε καὶ δο­θή­σε­ται ὑμῖν, ζη­τεῖ­τε, καὶ εὑ­ρή­σε­τε” (Ματθ. ζʹ 7)».
Κα­νεὶς ἂς μὴν τολμᾶ νὰ ὑπο­τι­μᾶ τὸ «ψυ­χο­λο­γι­κὸ» αὐτὸ κρι­τή­ριο, γιατὶ μιὰ τέ­τοια ψυ­χι­κὴ κα­τά­στα­ση εἶναι ἀπο­τέ­λε­σμα ἀλη­θι­νῆς Θεϊ­κῆς ἐνέρ­γειας. Ὁ Θεὸς ποὺ σώζει, σώζει ὁλό­κλη­ρο τὸν ἄν­θρω­πο, ἔτσι ποὺ ὄχι μόνο ὁ νοῦς-πνεῦ­μα, ἀλλὰ καὶ τὰ ψυ­χι­κὰ συ­ναι­σθή­μα­τα καὶ τὸ λο­γι­κὸ καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα, τὰ πάντα κα­θα­γιά­ζον­ται ἀπὸ τὸν Θεό.
Τὰ δυ­σκο­λό­τα­τα αὐτὰ αἰ­ώ­νια προ­βλή­μα­τα τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζωῆς τοῦ ἀν­θρώ­που τὰ θί­γου­με ἐδῶ μόλις καὶ μετὰ βίας. Δὲν ἐπι­χει­ροῦ­με τὴ δια­λε­κτι­κή τους δια­σά­φη­ση, ὥστε νὰ γί­νουν ὁλο­φά­νε­ρα γιὰ τὴ λο­γι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη. Ἂν εἴ­χα­με ἐνώ­πιόν μας ἕνα τέ­τοιο ἐγ­χεί­ρη­μα, θὰ ἦταν ἀπα­ραί­τη­το νὰ ἐρευ­νή­σου­με ὁλό­κλη­ρη σειρὰ ἱστο­ρι­κῶν πα­ρα­δειγ­μά­των. Τὸ ἔργο, ὅμως, αὐτὸ ἂς τὸ ἀνα­λά­βει ἄλλος. Προ­σω­πι­κὰ θε­ω­ροῦ­με ἀπραγ­μα­το­ποί­η­τη μιὰ πα­ρό­μοια ἀφη­ρη­μέ­νη δια­σά­φη­ση καὶ εἴ­μα­στε τε­λεί­ως πε­πει­σμέ­νοι ὅτι ἡ μόνη ὁδὸς γιὰ τὴν κα­τα­νόη­ση τῆς ἀλή­θειας περνᾶ μέσα ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὴ ζων­τα­νὴ πείρα: εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς ἴδιας τῆς ὑπάρ­ξε­ως. Ἐδῶ, ὅμως, ὀφεί­λου­με νὰ δεί­ξου­με ὅτι ἡ αὐ­θεν­τι­κὴ ἐκεί­νη πείρα ποὺ ἐν­νο­οῦ­με δὲν ἐξαρ­τᾶ­ται μόνο ἀπὸ τὴν προ­αί­ρε­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλλὰ δί­νε­ται σὲ αὐτὸν ἄνω­θεν, ὡς δῶρο εὐ­δο­κί­ας. Ἡ φι­λο­σο­φι­κὴ καὶ παν­θεϊ­στι­κὴ πείρα εἶναι δυ­να­τὴ μέσα στὰ ὅρια τῆς φυ­σι­κῆς ἱκα­νό­τη­τας καὶ προ­αι­ρέ­σε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλλὰ ἡ χρι­στια­νι­κὴ πείρα τῆς ὑπερ­φυ­σι­κῆς κοι­νω­νί­ας μὲ τὸν Ὑπο­στα­τι­κὸ Θεὸ ξε­περ­νᾶ τὰ ὅρια τῆς προ­αι­ρέ­σε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που.
Ἡ χρι­στια­νι­κὴ ζωὴ εἶναι συμ­φω­νία δύο θε­λή­σε­ων, τῆς Θείας, ποὺ εἶναι ἄκτι­στη, καὶ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης, ποὺ εἶναι κτι­στή. Ὁ Θεὸς μπο­ρεῖ νὰ ἐμ­φα­νι­σθεῖ στὸν ἄν­θρω­πο σὲ ὅλους τοὺς δρό­μους, σὲ κάθε χρο­νι­κὴ στιγ­μὴ καὶ σὲ κάθε πνευ­μα­τι­κὸ ἢ φυ­σι­κὸ τόπο, ἀλλὰ ὁ Ἴδιος, ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε ἐξα­ναγ­κα­σμό, ποτὲ δὲν πα­ρα­βιά­ζει τὸ αὐ­τε­ξού­σιο τῆς εἰ­κό­νας Του. Ἂν ἡ κτι­στὴ ἐλευ­θε­ρία στρέ­φε­ται αὐ­το­ε­ρω­τι­κὰ πρὸς τὸν ἑαυτό της ἢ θε­ω­ρεῖ τὸν ἑαυτό της ὡς τὴν ἄκτι­στη θεία ἀρχή, πα­ρό­λο τὸ φαι­νο­με­νι­κὸ ὕψος αὐτῆς τῆς θε­ω­ρί­ας, τὴν ὁποία πε­ρι­γρά­ψα­με πα­ρα­πά­νω, ὁ ἄν­θρω­πος πα­ρα­μέ­νει κλει­στὸς στὴν ἐνέρ­γεια τῆς Θείας χά­ρι­τος.
Ἡ κοι­νω­νία μὲ τὸν Θεὸ ἐπι­τυγ­χά­νε­ται στὴν ὁδὸ τῆς προ­σευ­χῆς· καὶ τώρα ἀκρι­βῶς γιὰ τὴν προ­σευ­χὴ θὰ κά­νου­με λόγο. Ἂν καμιὰ φορὰ εἰ­σερ­χό­με­θα στὴ σφαί­ρα τῆς δια­λε­κτι­κῆς, αὐτὸ γί­νε­ται, ὄχι γιατὶ ἐλ­πί­ζου­με νὰ πεί­σου­με κά­ποιον μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἀλλὰ γιὰ νὰ δεί­ξου­με ὅτι οἱ δρό­μοι τῆς προ­σευ­χῆς διέρ­χον­ται ἀπὸ αὐτὸν τὸ χῶρο τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὑπάρ­ξε­ως, ὁπότε αὐτὴ προ­σλαμ­βά­νει κο­σμι­κὲς δια­στά­σεις. Σὲ κάθε ἀπό­πει­ρα λο­γι­κο­ποι­ή­σε­ως τῆς πνευ­μα­τι­κῆς πεί­ρας βλέ­που­με τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῶν πιὸ δια­φο­ρε­τι­κῶν ἀν­τιρ­ρή­σε­ων. Καὶ εἶναι δυ­να­τὲς οἱ ἀν­τιρ­ρή­σεις, γιατὶ κα­θέ­νας μας εἶναι ἐλεύ­θε­ρος στὴν ἰδε­α­τὴ σφαί­ρα τῆς κο­σμο­θε­ω­ρί­ας του νὰ ἐκλέ­ξει ὁποια­δή­πο­τε ἱε­ραρ­χία ἀξιῶν.
Συ­νε­χί­ζον­τας τὸ λόγο γιὰ τὴν προ­σευ­χὴ προ­σπα­θοῦ­με νὰ σκια­γρα­φή­σου­με σχη­μα­τι­κὰ μιὰ ἀπὸ τὶς δυ­σκο­λό­τε­ρες συγ­κρού­σεις ποὺ συ­ναν­τᾶ στὸ δρόμο του ὁ ὀρ­θό­δο­ξος ἀσκη­τής, ὅταν περνᾶ ἀπὸ τὸν δεύ­τε­ρο τρόπο προ­σευ­χῆς στὸν τρίτο, καὶ μά­λι­στα στὸν ἀγώνα ἐναν­τί­ον τῆς δια­νο­η­τι­κῆς φαν­τα­σί­ας.
Μὲ τὴν προ­σε­κτι­κὴ αὐ­το­α­νά­λυ­ση ὁ ἄν­θρω­πος ἀνα­κα­λύ­πτει τὸ ψυ­χο­λο­γι­κὸ προ­σὸν τῆς λο­γι­κῆς σκέ­ψε­ως, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ κα­θο­ρι­σθεῖ ὡς ἡ ἐσω­τε­ρι­κὴ ἀξιο­πι­στία τῆς δια­νο­ή­σε­ώς μας, μὲ ἄλλα λόγια ὡς ἡ ὑπο­κει­με­νι­κὴ ἐνάρ­γεια τῆς ὀρ­θό­τη­τας τῶν λο­γι­κῶν μας συμ­πε­ρα­σμά­των. Ὑπάρ­χει ἕνας κα­τα­ναγ­κα­σμὸς στὰ ἐπι­χει­ρή­μα­τα τοῦ λο­γι­κοῦ μας, στὶς ἀπο­δεί­ξεις του καὶ ἀπαι­τεῖ­ται με­γά­λη καλ­λιέρ­γεια καὶ βα­θειὰ πνευ­μα­τι­κὴ πείρα, γιὰ νὰ γίνει φα­νε­ρὴ ἡ πα­ρά­δο­ξη αὐτὴ ἀπάτη. Γιὰ τὴν ἀπαλ­λα­γὴ ἀπὸ τὴν ἐξου­σία της εἶναι ἀπα­ραί­τη­τη ἡ Θεία βο­ή­θεια.
Ἡ ἀνα­κά­λυ­ψη τῆς «γο­η­τεί­ας» αὐτῆς ὣς ἕνα ση­μεῖο εἶναι δυ­να­τὴ καὶ μέσα ἀπὸ τὴ θε­ω­ρη­τι­κὴ ἀνά­λυ­ση τῶν βα­σι­κῶν ἀρχῶν τῆς δια­νο­ή­σε­ώς μας, δη­λα­δὴ τῶν ἀρχῶν τῆς ταυ­τό­τη­τας καὶ τῆς ἐπαρ­κοῦς αἰ­τιο­λο­γή­σε­ως.
Ἡ πρώτη, ἡ ἀρχὴ τῆς ταυ­τό­τη­τας, εἶναι ἡ στα­τι­κὴ θέση τῆς δια­νο­ή­σε­ώς μας, ἡ ἀσά­λευ­τη βάση της, νεκρὴ στὴν ἀκι­νη­σία της.
Ἡ δυ­να­μι­κὴ θέση τῆς δια­νο­ή­σε­ώς μας ἐκ­φρά­ζε­ται μὲ τὴ δεύ­τε­ρη ἀρχή, τῆς «ἐπαρ­κοῦς» αἰ­τιο­λο­γή­σε­ως. Ἡ αἰ­ω­νό­βια πείρα τῆς ἱστο­ρί­ας ἀπέ­δει­ξε μὲ με­γά­λη πει­στι­κό­τη­τα τὴν συμ­βα­τι­κό­τη­τα τῆς ἀρχῆς αὐτῆς. Ἡ κρίση γιὰ τὴν ἐπαρ­κὴ αἰ­τιο­λό­γη­ση εἶναι πάν­το­τε ὑπο­κει­με­νι­κή: Ὅ,τι ὁ ἕνας θε­ω­ρεῖ ἐπαρ­κὲς δὲν ἰσχύ­ει κατ’ ἀνάγ­κη καὶ γιὰ τοὺς ἄλ­λους. Καὶ ἂν ἐξε­τά­σου­με βα­θύ­τε­ρα τὸ πρό­βλη­μα, θὰ δοῦμε ὅτι οὐ­σια­στι­κὰ ἡ τέ­λεια ἐπαρ­κὴς αἰ­τιο­λό­γη­ση ἀπαι­τεῖ ἀπό­λυ­τη παγ­γνω­σία.
Ὁ ὀρ­θό­δο­ξος ἀσκη­τὴς ἀνα­κα­λύ­πτει τὴ σχε­τι­κό­τη­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης σκέ­ψε­ως μὲ ἄλλον τρόπο καὶ γε­νι­κῶς ἀνα­ζη­τᾶ τὴ λύση τῶν ὑπαρ­ξια­κῶν προ­βλη­μά­των στὸ χῶρο τῆς πί­στε­ως καὶ τῆς προ­σευ­χῆς. Στη­ρί­ζε­ται ὄχι στὴν ἀδύ­να­τη κρίση του, ἀλλὰ στὸν Με­γά­λο Θεό. Πι­στεύ­ει ὅτι οἱ ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ ἀπο­τε­λοῦν τὸ ἀλάν­θα­στο μέτρο, «τὸν κα­νό­να τῆς ἀλη­θεί­ας». Πι­στεύ­ει ὅτι οἱ ἐν­το­λὲς εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια τους τὴ φύση ἡ Θεία δύ­να­μη, ἡ ἴδια ἡ αἰ­ώ­νια ζωὴ καὶ ἔτσι ὁδη­γεῖ­ται νὰ πα­ρί­στα­ται πάν­το­τε ἐνώ­πιον τῆς κρί­σε­ως τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ μόνη δί­καιη. Κάθε ἔργο, κάθε λόγος, κάθε ἐσω­τε­ρι­κὴ κί­νη­ση τῆς σκέ­ψε­ως ἢ τῆς αἰ­σθή­σε­ως, ἔστω καὶ ἡ μι­κρό­τε­ρη, ὅλα, ὑπο­βάλ­λον­ται στὴν κρίση τοῦ λόγου τοῦ Χρι­στοῦ.
Ὅταν ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος μᾶς ἐπι­σκιά­ζει καὶ γί­νε­ται ἡ ἐσω­τε­ρι­κὴ δύ­να­μη ποὺ ἐνερ­γεῖ μέσα μας, τότε οἱ κι­νή­σεις τῆς ψυχῆς μας φυ­σι­κὰ πλη­σιά­ζουν στὴν τε­λειό­τη­τα τῶν ἐν­το­λῶν. Ὅταν, ὅμως, ἔρ­χον­ται οἱ ὧρες τῆς Θείας ἐγ­κα­τα­λεί­ψε­ως, τῆς ἄρ­σε­ως τῆς χά­ρι­τος, καὶ τὸ Θεῖο Φῶς ἐναλ­λάσ­σε­ται μὲ τὸ βαθὺ σκο­τά­δι ποὺ ξε­ση­κώ­νουν τά πάθη, τότε ὅλα με­τα­βάλ­λον­ται μέσα μας καὶ ἀρ­χί­ζει στὴν ψυχὴ με­γά­λος πό­λε­μος.
Ποι­κι­λό­μορ­φοι εἶναι οἱ πνευ­μα­τι­κοὶ πό­λε­μοι, ἀλλὰ ὁ πό­λε­μος κατὰ τῆς ὑπε­ρη­φά­νειας εἶναι ὁ βα­θύ­τε­ρος καὶ ὁ βα­ρύ­τε­ρος. Ἡ ὑπε­ρη­φά­νεια εἶναι ἐχθρὸς τοῦ Θείου νόμου. Δια­στρέ­φει τὴν Θεία τάξη τῶν ὄντων καὶ φέρει παν­τοῦ τὴ διά­σπα­ση καὶ τὸ θά­να­το. Ἐμ­φα­νί­ζε­ται καὶ στὸ σαρ­κι­κὸ ἐπί­πε­δο, ἀλλὰ κυ­ρί­ως μαί­νε­ται στὸ δια­νο­η­τι­κὸ καὶ τὸ πνευ­μα­τι­κό. Ἐγ­κα­θι­στᾶ τὸν ἑαυτό της στὴν πρώτη θέση καὶ ἀγω­νί­ζε­ται γιὰ νὰ κυ­ριαρ­χή­σει σὲ ὅλους καὶ ὅλα, ἔχον­τας ὡς κύριο ὅπλο της τὸ λο­γι­κό (ratio).
Τὸ λο­γι­κὸ προ­βάλ­λει τὰ ἐπι­χει­ρή­μα­τά του καὶ ἀπορ­ρί­πτει ὡς πα­ρά­λο­γες τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ καὶ μά­λι­στα τὴν ἐν­το­λὴ «Μὴ κρί­νε­τε, ἵνα μὴ κρι­θῆ­τε» (Ματθ. ζʹ 1). Λέει ὅτι ἡ ἱκα­νό­τη­τα τῆς κρί­σε­ως ἀπο­τε­λεῖ τὸ δια­κρι­τι­κὸ προ­τέ­ρη­μα τοῦ ἀν­θρώ­που, ὅτι στὴν ἱκα­νό­τη­τα αὐτὴ πε­ρι­κλεί­ε­ται ἡ ὑπε­ρο­χή του ἀπέ­ναν­τι σὲ ὅλον τὸν κόσμο καὶ χάρη σὲ αὐτὴν καὶ μόνο μπο­ρεῖ ὁ ἄν­θρω­πος νὰ τὰ ἐξου­σιά­ζει ὅλα.
Τὸ λο­γι­κό, γιὰ νὰ στε­ρε­ώ­σει τὴν ὑπε­ρο­χή του στὸ εἶναι, προ­βάλ­λει τὶς ἐπι­τεύ­ξεις, τὸν πο­λι­τι­σμό του. Πα­ρου­σιά­ζει πλῆ­θος ἀπο­δεί­ξε­ων, φαι­νο­με­νι­κὰ ἰσχυ­ρῶν, ποὺ ἀπο­δει­κνύ­ουν δῆθεν μὲ τὴν ἱστο­ρι­κὴ πείρα τῆς ζωῆς ὅτι αὐτὸ καὶ μόνο ἔχει τὸ δι­καί­ω­μα τῆς ἀπο­φά­σε­ως, τὸ δι­καί­ω­μα τῆς συ­στά­σε­ως ἢ δια­πι­στώ­σε­ως τῆς ἀλή­θειας. Αὐ­το­α­πο­κα­λεῖ­ται: «ὁ ρυθ­μί­ζων τὸ εἶναι λόγος».
Ἀπρό­σω­πο ὡς πρὸς τοὺς νό­μους τῆς λει­τουρ­γί­ας του τὸ λο­γι­κό, τὸ ὁποῖο εἶναι οὐ­σια­στι­κὰ μιὰ ἀπὸ τὶς ἐκ­δη­λώ­σεις τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὑπο­στά­σε­ως, μιὰ ἀπὸ τὶς ἐνέρ­γειές της –σὲ πε­ρί­πτω­ση ποὺ τοῦ πα­ρέ­χε­ται πρω­τεύ­ου­σα θέση στὴν πνευ­μα­τι­κὴ ὀν­τό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που–, βαθ­μη­δὸν κα­τα­λή­γει στὸ ση­μεῖο νὰ ἀγω­νί­ζε­ται πιὰ ἐναν­τί­ον τῆς πηγῆς του, δη­λα­δὴ ἐναν­τί­ον τῆς «ὑπο­στα­τι­κῆς» ἀρχῆς.
Ἀνε­βαί­νον­τας, ὅπως φαν­τά­ζε­ται, ὣς τὶς ὕψι­στες κο­ρυ­φές, κα­τε­βαί­νον­τας, ὅπως νο­μί­ζει, ὣς τὶς ἔσχα­τες ἀβύσ­σους, τὸ λο­γι­κὸ προ­σπα­θεῖ νὰ ψη­λα­φή­σει τὰ ὅρια τοῦ εἶναι, γιὰ νὰ δώσει στὸ κα­θέ­να τὸν «ὁρι­σμὸ» ποὺ τοῦ ται­ριά­ζει. Κι ὅταν δὲν πε­τύ­χει τὸ σκοπό του αὐτό, κα­τα­πί­πτει ἐξαν­τλη­μέ­νο καὶ ἀπο­φαί­νε­ται: «Οὐκ ἔστι Θεός».
Συ­νε­χί­ζον­τας τὸν ἀγώνα ἐπι­κρα­τή­σε­ως, μὲ τόλμη καὶ συγ­χρό­νως μὲ νο­σταλ­γία λέει:
«Ἂν ὑπάρ­χει Θεός, πῶς εἶναι δυ­να­τὸν νὰ δεχτῶ ὅτι αὐτὸς ὁ Θεὸς δὲν εἶμαι ἐγώ»; (Ἡ ἔκ­φρα­ση ἀνή­κει σὲ συγ­κε­κρι­μέ­νο πρό­σω­πο, ποὺ ἀκο­λού­θη­σε αὐτὴ τὴν ὁδό).
Χωρὶς νὰ φθά­σει τὰ ὅρια τοῦ κο­σμι­κοῦ εἶναι, ἀπο­δί­δον­τας στὸν ἑαυτό του τὸ ἄπει­ρο, ὀρ­θώ­νε­ται ὑπε­ρή­φα­νο καὶ συμ­πε­ραί­νει:
«Ἐξε­ρεύ­νη­σα τὰ πάντα καὶ που­θε­νὰ δὲν βρῆκα κάτι με­γα­λύ­τε­ρο ἀπὸ ἐμένα· ἄρα ἐγὼ εἶμαι Θεός».
Καὶ πράγ­μα­τι, ὁ νοῦς-λο­γι­κό, ὅταν σὲ αὐτὸν μόνο συγ­κεν­τρω­θεῖ ἡ πνευ­μα­τι­κὴ ὕπαρ­ξη τοῦ ἀν­θρώ­που, βα­σι­λεύ­ει καὶ ἐξου­σιά­ζει στὴν ἀφη­ρη­μέ­νη σφαί­ρα ποὺ τοῦ προ­σι­διά­ζει τόσο, ὥστε δὲν βρί­σκει τί­πο­τε ὑψη­λό­τε­ρό του καὶ ἀπο­δέ­χε­ται τε­λι­κὰ ὅτι μέσα του ὑπάρ­χει μιὰ θεία ἀρχή.
Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔσχα­το ὅριο τῆς δια­νο­η­τι­κῆς φαν­τα­σί­ας καὶ συγ­χρό­νως τὸ ἔσχα­το βάθος πτώ­σε­ως καὶ σκό­τους.
Ὑπάρ­χουν ἄν­θρω­ποι ποὺ σπεύ­δουν νὰ συ­ναν­τή­σουν τὶς ἀπαι­τή­σεις αὐτὲς τοῦ λο­γι­κοῦ καὶ τὶς ἀπο­δέ­χον­ται σὰν νὰ εἶναι ἡ ἀλή­θεια, ἀλλὰ ὁ ὀρ­θό­δο­ξος ἀσκη­τὴς τὶς πο­λε­μᾶ. Στὴ σύγ­κρου­ση αὐτὴ ἐπεμ­βαί­νουν ξένες δυ­νά­μεις. Ὁ ἀγώ­νας ἐναν­τί­ον τους παίρ­νει τρα­γι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα καὶ ἐξαι­ρε­τι­κὴ ἔν­τα­ση, καὶ ἡ νι­κη­τή­ρια ἔκ­βα­ση γιὰ τὸν ἀσκη­τὴ δὲν εἶναι δυ­να­τὴ παρὰ μόνο μὲ τὴν πίστη ποὺ νικᾶ τὸν κόσμο. «Πᾶν τὸ γε­γεν­νη­μέ­νον ἐκ τοῦ Θεοῦ νικᾷ τὸν κό­σμον· καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νι­κή­σα­σα τὸν κό­σμον, ἡ πί­στις ἡμῶν» (Αʹ Ἰωάν. εʹ 4).
Γιὰ νὰ λύσει τὰ προ­βλή­μα­τα αὐτὰ ὁ μο­να­χός, δὲν κά­θε­ται στὸ ἄνετο κά­θι­σμα ἑνὸς γρα­φεί­ου, ἀλλὰ στὴ σιγὴ τῆς νύ­χτας, μα­κριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, κρυμ­μέ­νος ἀπὸ τὰ βλέμ­μα­τα καὶ τὰ αὐτιὰ τῶν ἀν­θρώ­πων γο­να­τί­ζει καὶ μὲ καυτὰ δά­κρυα ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ προ­σεύ­χε­ται:
«Ὁ Θεός, ἱλά­σθη­τί μοι τῷ ἁμαρ­τω­λῷ», ὅπως ὁ τε­λώ­νης (Λουκ. ιηʹ 13), ἤ, ὅπως ὁ Πέ­τρος:
«Κύριε, σῷσόν με» (Ματθ. ιδʹ 30).
Ἀτε­νί­ζει μὲ τὸ πνεῦ­μα του τὴν ἄβυσ­σο τοῦ «ἐξω­τέ­ρου σκό­τους» ποὺ ἀνοί­γε­ται μπρο­στά του καὶ γι’ αὐτὸ ἡ προ­σευ­χή του εἶναι φλο­γε­ρή… Τὰ λόγια του ἀδυ­να­τοῦν νὰ κα­τα­δεί­ξουν τὸ μυ­στή­ριο αὐτοῦ τοῦ θε­ά­μα­τος καὶ τὴ δύ­να­μη αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ κρα­τή­σει πολλὰ χρό­νια, ὥσπου νὰ κα­θα­ρι­σθεῖ ὁ ἄν­θρω­πος ἀπὸ τὰ πάθη του καὶ νὰ ἔρθει τὸ Θεῖο Φῶς, ποὺ θὰ ἀπο­κα­λύ­ψει τὸ ψεῦ­δος τῶν κρί­σε­ών μας καὶ συγ­χρό­νως θὰ με­τα­θέ­σει τὴν ψυχὴ στὶς ἄπει­ρες δια­στά­σεις τῆς ἀλη­θι­νῆς ζωῆς.
Μι­λή­σα­με πολ­λὲς φορὲς μὲ τὸν Γέ­ρον­τα γι’ αὐτὰ τὰ θέ­μα­τα. Ἔλεγε ὅτι ἡ αἰτία τοῦ πο­λέ­μου ἔγ­κει­ται ὄχι στὸ λο­γι­κὸ κα­θαυ­τό, ἀλλὰ στὴν ὑπε­ρη­φά­νεια τοῦ πνεύ­μα­τός μας. Μὲ τὴν ὑπε­ρη­φά­νεια δυ­να­μώ­νει ἡ ἐνέρ­γεια τῆς φαν­τα­σί­ας, ἐνῶ μὲ τὴν τα­πεί­νω­ση ἀνα­χαι­τί­ζε­ται. Ἡ ὑπε­ρη­φά­νεια φυ­σιοῦ­ται ἀπὸ τὴν ἐπι­θυ­μία νὰ δη­μιουρ­γή­σει τὸν δικό της κόσμο, ἐνῶ ἡ τα­πεί­νω­ση δέ­χε­ται μὲ εὐ­γνω­μο­σύ­νη τὴ ζωὴ ἀπὸ τὸν Θεό.
Μετὰ ἀπὸ μα­κρο­χρό­νιο καὶ ἐπί­μο­νο ἀγώνα ὁ μα­κά­ριος Γέ­ρον­τας ἀπέ­κτη­σε τὴ δύ­να­μη νὰ πα­ρα­μέ­νει μὲ τὸ νοῦ ἐν τῷ Θεῷ ἀπο­κρού­ον­τας τοὺς ἐπερ­χό­με­νους λο­γι­σμούς. Στὸν πό­λε­μο κατὰ τῶν ποι­κί­λων ἐχθρῶν ἔπαθε τὰ πάν­δει­να, ἀλλά, ὅταν τὸν γνω­ρί­σα­με, μι­λοῦ­σε γιὰ τὸ πα­ρελ­θὸν μὲ βα­θειὰ εἰ­ρή­νη ψυχῆς καὶ μὲ πολὺ ἁπλὲς ἐκ­φρά­σεις:
«Νοῦς πα­λαί­ει πρὸς νοῦν… ὁ νοῦς μας μὲ τὸ νοῦ τοῦ ἐχθροῦ… Ὁ ἐχθρὸς ἔπεσε ἀπὸ τὴν ὑπε­ρη­φά­νεια καὶ τὴ φαν­τα­σία καὶ ἐκεῖ πα­ρα­σύ­ρει καὶ μᾶς… Στὸν πό­λε­μο αὐτὸ ἀπαι­τεῖ­ται με­γά­λη ἀν­δρεία… Ὁ Κύ­ριος ἀφή­νει τὸ δοῦλο του νὰ πα­λεύ­ει, ἐνῶ ὁ Ἴδιος τὸν προ­σέ­χει ἀπὸ κοντά, ὅπως πρό­σε­χε τὸν Μέγα Ἀν­τώ­νιο, ὅταν πά­λευε μὲ τὰ δαι­μό­νια… Θυ­μά­στε βέ­βαια πὼς στὸ Βίο τοῦ Ἁγίου Ἀν­τω­νί­ου ἀνα­φέ­ρε­ται ὅτι κα­τοί­κη­σε μέσα σ’ ἕνα μνῆμα καὶ ἐκεῖ οἱ δαί­μο­νες τὸν ἔδει­ραν, μέ­χρις ὅτου ἔμει­νε ἀναί­σθη­τος. Ὁ φίλος του ποὺ τὸν ὑπη­ρε­τοῦ­σε τὸν με­τέ­φε­ρε στὸ Κυ­ρια­κὸ τοῦ χω­ριοῦ. Τὴ νύχτα, ὅταν ὁ Ἀν­τώ­νιος ξα­να­βρῆ­κε τὶς αἰ­σθή­σεις του, πα­ρα­κα­λοῦ­σε τὸ φίλο του νὰ τὸν ξα­να­πά­ει πίσω στὸ μνῆμα. Βαριὰ ἄρ­ρω­στος ὁ Ὅσιος δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ στα­θεῖ στὰ πόδια του καὶ προ­σευ­χό­ταν ξα­πλω­μέ­νος, ὁπότε δο­κί­μα­σε νέα σκλη­ρὴ ἐπί­θε­ση τῶν δαι­μό­νων. Καὶ ὅταν ὑπο­φέ­ρον­τας φο­βε­ρὰ ἀνέ­βλε­ψε καὶ εἶδε φῶς, κα­τά­λα­βε τὴν ἔλευ­ση τοῦ Κυ­ρί­ου μέσα στὸ φῶς. Καὶ Τοῦ εἶπε:
—Ποῦ ἤσουν; Γιατί δὲν φά­νη­κες ἀπὸ τὴν ἀρχή, γιὰ νὰ μοῦ ἁπα­λύ­νεις τὸν πόνο;
Κι ὁ Κύ­ριος τοῦ ἀπάν­τη­σε:
—Ἀν­τώ­νιε, ἐδῶ ἤμουν, ἀλλὰ πε­ρί­με­να νὰ δῶ τὸ ἀγώ­νι­σμά σου.
»Ἔτσι κι ἐμεῖς πρέ­πει πάν­το­τε νὰ θυ­μό­μα­στε πὼς ὁ Κύ­ριος πα­ρα­κο­λου­θεῖ τὸν ἀγώνα μας ἐναν­τί­ον τοῦ ἐχθροῦ, καὶ γι’ αὐτὸ νὰ μὴ φο­βό­μα­στε, ἔστω καὶ ἂν μᾶς ἐπι­τε­θεῖ ὅλος ὁ ἅδης, ἀλλὰ νὰ εἴ­μα­στε ἀν­δρεῖ­οι».
«Οἱ Ἅγιοι δι­δά­χθη­καν τὸν πό­λε­μο ἐναν­τί­ον τοῦ ἐχθροῦ. Γνώ­ρι­ζαν ὅτι οἱ ἐχθροὶ ἐνερ­γοῦν μὲ τὸ δό­λω­μα τῶν λο­γι­σμῶν καὶ γι’ αὐτὸ σὲ ὅλη τους τὴ ζωὴ δὲν δέ­χον­ταν τοὺς λο­γι­σμούς. Ὁ λο­γι­σμὸς στὴν ἀρχὴ ἐμ­φα­νί­ζε­ται σὰν καλός, ἀλλὰ ὕστε­ρα ἀπο­σπᾶ τὸ νοῦ ἀπὸ τὴν προ­σευ­χὴ καὶ ἀρ­χί­ζει κα­τό­πιν νὰ πε­ρι­πλέ­κει τὶς σκέ­ψεις. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνάγ­κη νὰ ἀπορ­ρί­πτου­με ἀμέ­σως κάθε λο­γι­σμό, ἔστω καὶ ἂν μᾶς φαί­νε­ται καλός, καὶ νὰ ἔχου­με κα­θα­ρὸ τὸ νοῦ μας ἐν τῷ Θεῷ. Ἂν πα­ρό­λα αὐτὰ ἔλθει κά­ποιος λο­γι­σμός, τότε δὲν πρέ­πει νὰ μᾶς πιά­νει τα­ρα­χή, ἀλλὰ μὲ με­γά­λη ἐλ­πί­δα στὸν Θεὸ νὰ μέ­νου­με στὴν προ­σευ­χή… Δὲν πρέ­πει νὰ τα­ρά­ζε­ται ὁ ἀσκη­τής, γιατὶ οἱ ἐχθροὶ χαί­ρον­ται καὶ μὲ τὴ σύγ­χυ­σή μας… Προ­σεύ­χε­σθε καὶ ὁ λο­γι­σμὸς θὰ φύγει… Αὐτὴ εἶναι ἡ ὁδὸς τῶν Ἁγίων».
Ὁ Γέ­ρον­τας ἔλεγε ὅτι ἡ ὑπε­ρη­φά­νεια δὲν γνω­ρί­ζει τέλος στὶς ἀξιώ­σεις της: Στὰ γρα­πτά του ὑπάρ­χει ἡ ἑξῆς πα­ρα­στα­τι­κὴ πα­ρα­βο­λή:
«Ἕνας κυ­νη­γὸς ἀγα­ποῦ­σε πολὺ νὰ πε­ρι­φέ­ρε­ται στὰ δάση καὶ τοὺς κάμ­πους γιὰ κυ­νή­γι. Κά­ποια ἡμέρα κυ­νη­γών­τας γιὰ πολλὴ ὥρα ἀνέ­βαι­νε σ’ ἕνα ψηλὸ βουνὸ κι ἐπει­δὴ κου­ρά­στη­κε κά­θι­σε σὲ μιὰ με­γά­λη πέτρα. Βλέ­πον­τας ἕνα σμῆ­νος ἀπὸ που­λιὰ νὰ πετᾶ ἀπὸ τὴ μία κο­ρυ­φὴ στὴν ἄλλη σκέ­φτη­κε: “Γιατί ὁ Θεὸς δὲν ἔδωσε φτερὰ στὸν ἄν­θρω­πο, γιὰ νὰ μπο­ρεῖ νὰ πε­τά­ει”; Ἐκεί­νη τὴν ὥρα ἀπὸ τὸν ἴδιο τόπο περ­νοῦ­σε ἕνας τα­πει­νὸς ἐρη­μί­της καὶ γνω­ρί­ζον­τας τὶς σκέ­ψεις τοῦ κυ­νη­γοῦ τοῦ εἶπε:
»Συλ­λο­γί­ζε­σαι γιατί ὁ Θεὸς δὲν σοῦ ἔδωσε φτερά. Ἀλλὰ ἂν σοῦ δώσει φτερά, πάλι δὲν θὰ εἶσαι εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος καὶ θὰ πεῖς: “Τὰ φτερά μου εἶναι ἀδύ­να­τα καὶ μ’ αὐτὰ δὲν μπορῶ νὰ πε­τά­ξω ὣς τὸν οὐ­ρα­νὸ γιὰ νὰ δῶ τί ὑπάρ­χει ἐκεῖ”. Καὶ ἂν σοῦ δο­θοῦν τέ­τοια δυ­να­τὰ φτερά, ποὺ νὰ μπο­ρέ­σεις νὰ ἀνε­βεῖς ὣς τὸν οὐ­ρα­νό, καὶ τότε θὰ εἶσαι ἀνι­κα­νο­ποί­η­τος καὶ θὰ πεῖς: “Δὲν κα­τα­λα­βαί­νω τί γί­νε­ται ἐδῶ”. Καὶ ἂν σοῦ δοθεῖ νὰ κα­τα­λά­βεις, τότε καὶ πάλι δὲν θὰ εἶσαι εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος καὶ θὰ πεῖς: “γιατί ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄγ­γε­λος”; Καὶ ἂν γί­νεις ἄγ­γε­λος, τότε καὶ πάλι θὰ εἶσαι δυ­σα­ρε­στη­μέ­νος καὶ θὰ πεῖς: “Γιατί δὲν εἶμαι Χε­ρου­βείμ”; Καὶ ἂν γί­νεις Χε­ρου­βείμ, τότε θὰ πεῖς: “Γιατί ὁ Θεὸς δὲν μὲ ἀφή­νει νὰ κυ­βερ­νῶ τὸν οὐ­ρα­νό”; Καὶ ἂν σοῦ δοθεῖ νὰ κυ­βερ­νᾶς τὸν οὐ­ρα­νό, τότε δὲν θὰ εὐ­χα­ρι­στη­θεῖς καί, σὰν κά­ποιον ἄλλον, θὰ ζη­τή­σεις μὲ αὐ­θά­δεια πε­ρισ­σό­τε­ρα. Γι’ αὐτὸ πάντα νὰ τα­πει­νώ­νε­σαι καὶ θὰ εἶσαι ἱκα­νο­ποι­η­μέ­νος μὲ ὅ,τι σοῦ δί­νε­ται καὶ τότε θὰ ζεῖς μὲ τὸν Θεό».
Ὁ κυ­νη­γὸς εἶδε ὅτι ὁ ἐρη­μί­της εἶπε τὴν ἀλή­θεια καὶ εὐ­χα­ρί­στη­σε τὸν Θεό, ἐπει­δὴ τοῦ ἔστει­λε τὸ μο­να­χό, γιὰ νὰ τὸν συ­νε­τί­σει καὶ νὰ τὸν δι­δά­ξει τὸν ὁδὸ τῆς τα­πει­νώ­σε­ως.
Ὁ Γέ­ρον­τας ὑπο­γράμ­μι­ζε μὲ ἐπι­μο­νὴ ὅτι ἡ ὁδὸς τῶν ἁγίων ἔγ­κει­ται στὸ ὅτι μὲ τὴν τα­πεί­νω­ση κα­θα­ρί­ζουν τὸ νοῦ τους ἀπὸ κάθε φαν­τα­σία:
«Ἔλε­γαν οἱ Ἅγιοι: Θὰ τι­μω­ρη­θῶ στὸν ἅδη. Καὶ αὐτό, πα­ρό­λο ποὺ ἔκα­ναν θαύ­μα­τα. Γνώ­ρι­ζαν ἀπὸ τὴν πείρα ὅτι, ἂν ἡ ψυχὴ κα­τα­δι­κά­ζει τὸν ἑαυτό της στὸν ἅδη, ἀλλὰ συγ­χρό­νως ἐλ­πί­ζει στὴν εὐ­σπλαγ­χνία τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ δύ­να­μη τοῦ Θεοῦ ἔρ­χε­ται σὲ αὐτὴν καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα μαρ­τυ­ρεῖ φα­νε­ρὰ τὴ σω­τη­ρία. Μὲ τὴν αὐ­το­κα­τά­κρι­ση ἡ ψυχὴ τα­πει­νώ­νε­ται καὶ δὲν ὑπάρ­χουν πιὰ μέσα της λο­γι­σμοί, ἀλλὰ στέ­κε­ται μὲ κα­θα­ρὸ νοῦ μπρο­στὰ στὸν Θεό.
»Νά ἡ πνευ­μα­τι­κὴ σοφία».
Ὁ ἄν­θρω­πος τρυ­πά­ει τὴ γῆ μὲ γε­ω­τρύ­πα­νο, γιὰ νὰ ἐξο­ρύ­ξει πε­τρέ­λαιο ἀπὸ τὰ ἔγ­κα­τά της, καὶ πε­τυ­χαί­νει τὸ σκοπό του. Μὲ τὸ λο­γι­κὸ δια­περ­νᾶ ὁ ἄν­θρω­πος τὸν οὐ­ρα­νό, σκο­πεύ­ον­τας νὰ ἁρ­πά­ξει τὸ πῦρ τῆς Θε­ό­τη­τας, ἀλλὰ ἐξαι­τί­ας τῆς ἀλα­ζο­νί­ας του ὁ Θεὸς τὸν ἀπω­θεῖ.
Οἱ Θεῖες θε­ω­ρί­ες προ­σφέ­ρον­ται στὸν ἄν­θρω­πο, ὄχι ὅταν τὶς ἐπι­διώ­κει ἔχον­τας κυ­ρί­ως αὐτὲς ὡς στόχο, ἀλλὰ ὅταν ἡ ψυχὴ κα­τέρ­χε­ται στὸν ἅδη τῆς με­τα­νοί­ας καὶ αἰ­σθά­νε­ται ἀλη­θι­νὰ τὸν ἑαυτό της χει­ρό­τε­ρο ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση. Οἱ θε­ω­ρί­ες, ὅμως, ποὺ κα­τα­κτῶν­ται μὲ τὴ βία τοῦ λο­γι­κοῦ, δὲν εἶναι ἀλη­θι­νές, δη­λα­δὴ θείας προ­ε­λεύ­σε­ως, ἀλλὰ «κατὰ τὸ δο­κοῦν». Καὶ ὅταν αὐτὸ τὸ «δο­κοῦν» θε­ω­ρεῖ­ται ὡς ἀλή­θεια, τότε στὴν ψυχὴ τοῦ ἀν­θρώ­που δη­μιουρ­γεῖ­ται μιὰ κα­τά­στα­ση ποὺ πα­ρεμ­πο­δί­ζει ἀκόμη καὶ τὴ δυ­να­τό­τη­τα ἐνέρ­γειας τῆς χά­ρι­τος, δη­λα­δὴ τὴν ἀλη­θι­νὴ θε­ω­ρία.
Μὲ τὴ θε­ω­ρία ποὺ ἐνερ­γεῖ ἡ χάρη ἀπο­κα­λύ­πτον­ται πράγ­μα­τα ποὺ ὑπερ­βαί­νουν καὶ τὴν πιὸ δη­μιουρ­γι­κὴ φαν­τα­σία, ὅπως λέει σχε­τι­κὰ ὁ θεῖος Παῦ­λος: «ἃ ὀφθαλ­μὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκου­σε καὶ ἐπὶ καρ­δί­αν ἀν­θρώ­που οὐκ ἀνέβη» (Αʹ Κορ. βʹ 9). Ὅταν πα­ρό­μοια μὲ τοὺς Ἀπο­στό­λους ὁ ἄν­θρω­πος ἁρ­πα­γεῖ μὲ τὴ χάρη στὴν ὅραση τοῦ Θείου Φωτός, ἔπει­τα θε­ο­λο­γεῖ «δι­η­γού­με­νος» ὅ,τι εἶδε καὶ γνώ­ρι­σε. Ἡ πραγ­μα­τι­κὴ θε­ο­λο­γία δὲν εἶναι ἐπι­νόη­ση τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου λο­γι­κοῦ ἢ ἀπο­τέ­λε­σμα κρι­τι­κῶν με­λε­τῶν, ἀλλὰ ἐκμυ­στή­ρευ­ση γιὰ τὴν ἀνώ­τε­ρη ἐκεί­νη ὕπαρ­ξη, στὴν ὁποία εἰ­σῆλ­θε ὁ ἄν­θρω­πος μὲ τὴν ἐπε­νέρ­γεια τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος. Ἄλ­λο­τε πα­ρέ­χε­ται καὶ λόγος γιὰ τὴν ἔκ­φρα­ση τῶν βλε­πο­μέ­νων, ἄλ­λο­τε ὑπάρ­χουν δυ­σκο­λί­ες στὴν ἐξεύ­ρε­ση λόγων καὶ ἐν­νοιῶν ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ ἐκ­φρά­σουν, ἔστω καὶ κατὰ προ­σέγ­γι­ση, αὐτὸ ποὺ βρί­σκε­ται πέρα ἀπὸ κάθε γήινη εἰ­κό­να καὶ ἔν­νοια. Πα­ρό­λες, ὅμως, αὐτὲς τὶς δυ­σκο­λί­ες καὶ τὴν ἀνα­πό­φευ­κτη ποι­κι­λο­μορ­φία στὴν ἔκ­φρα­ση, ὅποιος γνώ­ρι­σε, αὐτὸς θὰ δια­κρί­νει σὲ ὁποια­δή­πο­τε λε­κτι­κὴ μορφὴ τὴν αὐ­θεν­τι­κὴ θε­ω­ρία ἀπὸ τὴν ἀπα­τη­λὴ θε­ω­ρία τοῦ λο­γι­κοῦ στο­χα­σμοῦ, ὅσο με­γα­λο­φυ­ὴς καὶ ἂν εἶναι αὐτός.
Πηγή

Ἀρ­χι­μαν­δρί­της Σω­φρό­νιος (Σα­χά­ρωφ). Ὁ Ἅγιος Σι­λουα­νὸς ὁ Ἀθω­νί­της. Με­τα­γλώτ­τι­ση τῆς στʹ ἐκ­δό­σε­ως στὴ δη­μο­τι­κή, δέ­κα­τη ἕκτη ἔκ­δο­ση, Ἱερὰ Σταυ­ρο­πη­για­κὴ Μονὴ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου, Ἔσσεξ Ἀγ­γλί­ας, 2015, Μέ­ρος Αʹ «Βίος καὶ δι­δα­σκα­λία τοῦ Ἁγίου Σι­λουα­νοῦ», Κε­φά­λαιο ΣΤʹ «Τὰ εἴδη τῆς φαν­τα­σί­ας καὶ ὁ ἀγώ­νας ἐναν­τί­ον της».

Share Button