ΑΦΟΥ τολμήσαμε νὰ γράψουμε γιὰ τὴν «Ἱερὰ ἡσυχία», ποὺ τόσο ἀγαποῦσε ὁ Γέροντας Σιλουανός, πρέπει νὰ μιλήσουμε καὶ γιὰ τὸν ἀναπόφευκτο ἀσκητικὸ ἀγώνα κατὰ τῆς φαντασίας. Καὶ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἐξαιρετικὰ λεπτὸ καὶ πολύπλοκο καὶ δὲν ἐλπίζουμε πὼς θὰ τὸ διεξέλθουμε ἱκανοποιητικά. Ἐπειδὴ βασική μας προσπάθεια εἶναι ἡ ἔκθεση συγκεκριμένης πείρας, θεωροῦμε ὑποχρεωτικὸ νὰ περιγράψουμε ἁπλὰ τὴ συνείδηση καὶ τὶς παραστάσεις ἐκεῖνες ποὺ ἐπικράτησαν μέχρι σήμερα στοὺς ἀσκητικοὺς κύκλους τῶν πατέρων τοῦ Ἄθω, τὶς ὁποῖες συμμεριζόταν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας. Ἀφήνουμε κατὰ μέρος τὶς θεωρίες τῆς σύγχρονης ἐπιστημονικῆς ψυχολογίας. Δὲν προχωροῦμε σὲ σύγκριση ἢ κριτικὴ αὐτῶν ἢ τῶν ἄλλων θεωριῶν. Σημειώνουμε μόνο ὅτι σὲ πολλὰ δὲν συμπίπτουν, γιατὶ οἱ δύο θεωρίες ἔχουν ὡς βάση διαφορετικὲς κοσμολογικὲς καὶ ἀνθρωπολογικὲς παραστάσεις.
Γράφει ὁ Γέροντας:
«Ἀδελφοί, ἂς λησμονήσουμε τὴ γῆ καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν σὲ αὐτήν. Ἡ γῆ μᾶς ἀποσπᾶ ἀπὸ τὴ θεωρία τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἡ Ὁποία εἶναι ἀκατάληπτη στὸ νοῦ, ἀλλὰ οἱ Ἅγιοι Τὴν ἐποπτεύουν στοὺς οὐρανοὺς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Ἐμεῖς ἂς μένουμε στὴν προσευχὴ χωρὶς καμία φαντασία…» (σ. 441).
«Ὅταν ἡ ψυχὴ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα γνωρίσει τὸν Κύριο, τότε κάθε στιγμὴ ἀκατάπαυστα ἐκπλήσσεται ἀπὸ τὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν παντοδυναμία Του. Ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος μὲ τὴ χάρη Του, ἐλεεῖ καὶ διδάσκει τὴν ψυχὴ μὲ ταπεινὲς καὶ ἀγαθὲς σκέψεις, ὅπως ἡ μητέρα τὸ ἀγαπημένο παιδί της, καὶ τὴν κάνει νὰ αἰσθανθεῖ τὴν παρουσία καὶ τὴν ἐγγύτητά Του πρὸς τὴν ψυχή, καὶ μὲ ταπείνωση θεωρεῖ τὸν Κύριο χωρὶς κανένα λογισμό».
Ἡ ἱκανότητα τῆς φαντασίας ἐκδηλώνεται μὲ πολλοὺς καὶ ποικίλους τρόπους. Ὁ ἀσκητὴς παλεύει πρὶν ἀπὸ ὅλα μὲ τὸ εἶδος ἐκεῖνο τῆς φαντασίας, ἡ ὁποία συνδέεται μὲ τὴν ἐνέργεια τῶν χονδρῶν σαρκικῶν παθῶν. Γνωρίζει ὅτι κάθε πάθος ἔχει τὴ μορφή του, ἐπειδὴ ἀνήκει στὴ σφαίρα τοῦ κτιστοῦ κόσμου, ἡ ὁποία ἀναπόφευκτα ὑπάρχει στὴ μιὰ ἢ τὴν ἄλλη μορφὴ καὶ παρέχει τὴ μιὰ ἢ τὴν ἄλλη εἰκόνα. Μὲ κανονικὲς συνθῆκες ἡ ἐνέργεια τῆς ἐμπαθοῦς ἐπιθυμίας τότε μόνο ἀποκτᾶ δύναμη στὸν ἄνθρωπο, ὅταν ἡ ἐμπαθὴς εἰκόνα γίνεται ἐσωτερικὰ δεκτὴ καὶ προσελκύει τὸ νοῦ μὲ τὸ μέρος της. Ἂν ὁ νοῦς ἀπορρίψει τὴν προτεινόμενη σὲ αὐτὸν μορφὴ τοῦ πάθους, αὐτὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἐξελιχθεῖ καὶ σβήνει. Ὅταν γιὰ παράδειγμα ἔρχεται σαρκικὴ ἐπιθυμία, ἔστω καὶ φυσιολογική, ὁ ἀσκητὴς προφυλάσσει τὸ νοῦ του ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ πάθους ποὺ ἔρχεται ἀπὸ ἔξω. (Μιλώντας ἐδῶ γιὰ νοῦ ἔχουμε ὑπόψη ὄχι τὸ λογικό, τὴ λογικὴ σκέψη, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ θὰ ὁρίζαμε ἴσως καλύτερα ὡς «προσοχή»). Ἂν ὁ νοῦς δὲν δεχθεῖ αὐτὴ τὴν εἰκόνα, τὸ πάθος δὲν μπορεῖ νὰ ἀναπτύξει τὴν ἐνέργειά του. Μιὰ τέτοια τήρηση τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ πάθους δίνει στὸν ἄνθρωπο τὴν πραγματικὴ δυνατότητα, ἀποδεδειγμένη ἀπὸ χιλιετῆ ἀσκητικὴ πείρα, νὰ φυλάξει πλήρως σὲ ὅλη τὴ ζωὴ τὴν σώφρονα ἐγκράτεια, ἀκόμη καὶ ὅταν τὸ σῶμα εἶναι ἰσχυρό, ὅπως βλέπουμε στὸ παράδειγμα τοῦ Γέροντα. Ἀντίθετα, ἂν ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου δέχεται μὲ ἡδονὴ τὴν ἐμπαθὴ εἰκόνα, ἡ ἐνέργειά της ὑποβάλλει σὲ τυραννικὸ βιασμὸ ἀκόμη καὶ τὸ ἀνίκανο, ἀσθενικὸ καὶ ἐξαντλημένο σῶμα.
Ἂς πάρουμε ἄλλο πάθος, λόγου χάρη τὸ μίσος. Καὶ αὐτὸ ἔχει ἐπίσης τὴν εἰκόνα του· καὶ ἂν ὁ νοῦς προφυλάγεται ἀπὸ τὸ “συνδυασμὸ” μὲ αὐτήν, τὸ πάθος δὲν μπορεῖ νὰ ἐξελιχθεῖ· σὲ περίπτωση, ὅμως, ποὺ θὰ ἑνωθεῖ μαζί της, τότε τὸ πάθος ἀνάλογα μὲ τὸ μέτρο αὐτῆς τῆς ἑνώσεως θὰ ἀποκτᾶ συνεχῶς μεγαλύτερη δύναμη καὶ μπορεῖ νὰ φθάσει ὣς τὸ βαθμὸ τῆς κατοχῆς.
Τὸ ἄλλο εἶδος φαντασίας, μὲ τὸ ὁποῖο παλεύει ὁ ἀσκητής, ὀνομάζεται συνήθως ὀνειροπόληση-ρεμβασμός. Ὁ ἄνθρωπος βγαίνει ἀπὸ τὴν ἀντικειμενικὴ κατάσταση τῶν πραγμάτων στὸν κόσμο καὶ ζεῖ στὴ σφαίρα τῆς φαντασίας. Ἐπειδή, ὅμως, ἡ φαντασία εἶναι ἀνίσχυρη νὰ δημιουργήσει κάτι «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος», τὰ ἀπότοκά της θὰ ἔχουν ὁπωσδήποτε τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ γύρω κόσμου. Μὲ ἄλλα λόγια, θὰ ὑπάρχουν σὲ αὐτὰ ἀναπόφευκτα, ὅπως συμβαίνει καὶ στὰ ὄνειρα, στοιχεῖα τοῦ πραγματικοῦ κόσμου, καὶ γι’ αὐτὸν τὸ λόγο ὄχι τελείως ἀπρόσιτα. Γιὰ παράδειγμα, ἕνας φτωχὸς φαντάζεται τὸν ἑαυτό του βασιλιὰ ἢ προφήτη ἢ μεγάλο ἐπιστήμονα. Πράγματι ἡ ἱστορία γνωρίζει περιπτώσεις φτωχῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὰ κατώτερα στρώματα τῆς κοινωνικῆς ἱεραρχίας ποὺ ἔγιναν αὐτοκράτορες κ.τ.λ., ἀλλὰ κάτι τέτοιο συνήθως δὲν συμβαίνει σὲ αὐτοὺς ποὺ ὀνειροπολοῦν.
Ἐλπίζουμε ὅτι ὁ ἀναγνώστης κατάλαβε τί ἐννοοῦμε, ὅταν μιλᾶμε γιὰ «ὀνειροπόληση», καὶ γιὰ νὰ μὴ μακρηγοροῦμε, περνᾶμε σὲ ἄλλο εἶδος ἐκδηλώσεως τῆς δυνάμεως τῆς φαντασίας. Ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ τὴν ἱκανότητα τῆς μνήμης καὶ τῆς παραστάσεως καὶ ἔτσι μπορεῖ νὰ σκέπτεται, γιὰ νὰ βρεῖ τὴ λύση κάποιου προβλήματος, λ.χ. τεχνικοῦ· τότε ὁ νοῦς του ἀναζητεῖ μὲ τὴ νόηση τὴ δυνατότητα ἔμπρακτης πραγματοποιήσεως αὐτῆς ἢ τῆς ἄλλης ἰδέας. Τὸ εἶδος αὐτὸ τῆς ἐργασίας τοῦ νοῦ, ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ τὴ φαντασία, ἔχει μέγιστη σημασία γιὰ τὸν πολιτισμὸ καὶ εἶναι ἀπαραίτητο στοιχεῖο στὴ δομὴ τῆς ζωῆς. Ὁ ἀσκητής, ὅμως, ποὺ μεριμνᾶ γιὰ τὴν καθαρὰ προσευχή, προσπαθεῖ μὲ τὴν ἀκτημοσύνη νὰ περιορίσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ καθετί, γιὰ νὰ μὴν τὸν ἐμποδίσει αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς φαντασίας «νὰ δίνει στὸν Θεὸ τὴν πρώτη του σκέψη καὶ τὴν πρώτη του δύναμη», δηλαδὴ νὰ συγκεντρώνεται πλήρως στὸν Θεό.
Τέλος, ἕνα ἀκόμη εἶδος φαντασίας, γιὰ τὸ ὁποῖο θέλουμε νὰ μιλήσουμε, εἶναι οἱ ἀπόπειρες τοῦ λογικοῦ νὰ διεισδύσει στὰ μυστήρια τοῦ εἶναι καὶ νὰ συλλάβει τὸν Θεῖο κόσμο. Αὐτὲς οἱ ἀπόπειρες συνοδεύονται ἀναπόφευκτα ἀπὸ τὴ φαντασία, ποὺ πολλοὶ τείνουν νὰ ἀποκαλέσουν μὲ τὸ ὑψηλὸ ὄνομα τῆς «θεολογικῆς δημιουργίας». Ὁ ἀθλητὴς τῆς νοερᾶς ἡσυχίας καὶ τῆς καθαρᾶς προσευχῆς παλεύει μέσα του ἀποφασιστικὰ ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ εἴδους «δημιουργίας», ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι διαδικασία ἀντίθετη πρὸς τὴν τάξη τοῦ αὐθεντικοῦ εἶναι, δηλαδὴ μπορεῖ νὰ δημιουργεῖ ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεὸ κατὰ τὴν δική του εἰκόνα καὶ ὁμοίωση.
Ἴσως αὐτὰ ποὺ εἴπαμε νὰ προκαλέσουν πολλὲς ἀπορίες καὶ ἀντιρρήσεις, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ ἐπεκταθοῦμε σὲ διασαφήσεις, ἐλπίζοντας πώς, ὅπου ὑπάρχει ἡ διάθεση, θὰ γίνουμε ἀντιληπτοὶ ὅπως πρέπει.
Ὁ ἀθλητὴς τῆς προσευχῆς ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν πίστη ὅτι ὁ Θεὸς δημιούργησε ἐμᾶς καὶ ὄχι ἐμεῖς τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ ἀποσπᾶται ἀπὸ κάθε θεολογικὴ ἢ φιλοσοφικὴ δημιουργία καὶ στρέφεται πρὸς τὸν Θεὸ μὲ μιὰ “ἀνείδεη” προσευχή. Καὶ ἂν συγκαταβεῖ ἡ Θεία εὐδοκία καὶ δοθεῖ στὸν προσευχόμενο νὰ γευθεῖ τὴν ἐγγύτητα τοῦ Θεοῦ, ἡ γνώση γιὰ τὸν Θεὸ ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ ὅλα θὰ πάρει κάποια μορφή, τὴν ὁποία δὲν «ἐπινόησε», ὅμως, ὁ ἀσκητὴς ἢ ὁ προφήτης, ἀλλὰ ἔχει δοθεῖ «ἄνωθεν».
Ὁ ἀσκητὴς μὲ τὴν προσευχὴ ζητᾶ τὸν Θεό, τὸν Ποιητή του, καὶ ὁ Θεὸς μὲ τὴ συγκατάβαση καὶ τὴν εὐδοκία Του δίνει τὴ γνώση γι’ Αὐτὸν μὲ εἰκόνες προσιτὲς στὸν ἄνθρωπο. Οἱ εἰκόνες ποὺ δίνει ὁ Θεὸς καταστρέφουν τὰ πάθη στὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἁγιάζουν. Ἄν, ὅμως, τὶς δεχθεῖ ὡς τελείωση τῆς ἀποκαλύψεως, πέφτει σὲ πλάνη, καὶ τότε ἀκόμη καὶ οἱ εἰκόνες ποὺ δόθηκαν ἄνωθεν μποροῦν νὰ ἀποτελέσουν ἀξεπέραστο ἐμπόδιο γιὰ μιὰ τελειότερη θεογνωσία.
Ἡ δημιουργικὴ ἰδέα τοῦ Θεοῦ πραγματοποιεῖται καὶ ὑλοποιεῖται στὸν κόσμο, ἡ κτιστή, ὅμως, ἐλευθερία πορεύεται ἀντίστροφο δρόμο: Ἀναζητεῖ τὸν Ἴδιο τὸν Θεό, στὸν Ὁποῖο βρίσκεται τὸ ἀπώτερο τέλος καὶ ἡ ἔσχατη ἔννοια τοῦ εἶναι της. Ὁ σκοπὸς τοῦ κτιστοῦ κόσμου δὲν βρίσκεται στὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή του καὶ γιὰ χάρη της, ἢ στὴ μορφὴ καὶ στὸν τρόπο τῆς ὑπάρξεώς του, ἀλλὰ στὴ γνώση τοῦ Κτίστου καὶ τὴ θέωση τοῦ κτίσματος.
Αἰτία τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου εἶναι ἡ ὑπερεκχειλίζουσα ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ καὶ καθόλου ἡ ἀναγκαιότητα τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου δὲν ἦταν ἀπαραίτητη γιὰ τὸν Ἴδιο τὸν Λόγο καὶ ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου δὲν ἦταν ἁπλῶς προκαταρκτικὴ πράξη γιὰ τὴ σάρκωση τοῦ Θεοῦ.
Ἡ συγκατάβαση τοῦ Λόγου δὲν εἶναι ἔνδειξη γιὰ τὴν ἐνδογενὴ ἀξία τοῦ κόσμου. Τὸ τέλος ἢ ἡ ἔννοια τῆς Θείας συγκαταβάσεως ἀποκαλύπτεται στὸ ἴδιο τὸ ὄνομα ποὺ πῆρε ὁ Θεὸς Λόγος μὲ τὴν ταπεινὴ σάρκωσή Του: Ἰησοῦς-Σωτήρ· «καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα Αὐτοῦ Ἰησοῦν· Αὐτὸς γὰρ σῴσει τὸν λαὸν Αὐτοῦ» (Ματθ. αʹ 21).
Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ὁ ἰδεατὸς κόσμος, δηλαδὴ ὁ κόσμος τῶν ἰδεῶν. Καὶ ἡ μορφὴ τοῦ δοθέντος ἐμπειρικοῦ ὄντος δὲν εἶναι ὑλοποίηση τοῦ θείου ἰδεατοῦ κόσμου, δηλαδὴ τέτοια, ποὺ χωρὶς αὐτὴν θὰ παρουσιαζόταν τὸ Θεῖο Ὂν ὡς ἐλλιπές, ἀτελές.
Ἡ δημιουργικὴ ἰδέα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι στραμμένη πρὸς τὸν κόσμο, ζητεῖ τὴν ὑλοποίησή της, χωρὶς τὴν ὁποία παραμένει ἀνεκπλήρωτη στὴν ἐξέλιξή της. Στὸν Θεῖο ὅμως κόσμο δὲν συμβαίνει ἔτσι. Ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τὸ τελικὸ στάδιο μιᾶς Θεογονικῆς πορείας, δηλαδὴ τελείωση μιᾶς ἐξέλιξης στὴν Ἴδια τὴν Θεότητα, καὶ συνεπῶς ἀναγκαία γιὰ τὸν Ἴδιο τὸν Θεὸ πρὸς ὁλοκλήρωση τοῦ Εἶναι Του.
Αὐτὴ εἶναι μὲ λίγα λόγια ἡ δογματικὴ βάση τῆς πνευματικῆς προσευχῆς, γιὰ τὴν ὁποία γίνεται λόγος.
Ἡ πνευματικὴ προσευχὴ δὲν εἶναι οὔτε καλλιτεχνικὴ δημιουργία οὔτε ἐπιστημονικὴ ἐργασία οὔτε φιλοσοφικὴ ἔρευνα καὶ στοχασμὸς οὔτε ἀφηρημένη διανοητικὴ θεολογία. Ἡ πνευματικὴ ζωὴ δὲν ἔγκειται στὴν ἱκανοποίηση τῶν συναισθηματικῶν μας ἐπιδιώξεων μὲ τὴν πραγματοποίησή τους, δηλαδὴ μὲ τὴ μετατροπή τους σὲ βιώματα ἢ ὑλοποιημένες μορφές, π.χ. στὴν τέχνη. Ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν διάφορες ὄψεις ἐκδηλώσεως τῆς φανταστικῆς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου. Ἄλλες μποροῦν νὰ τοποθετηθοῦν ψηλότερα, ἄλλες χαμηλότερα· μπορεῖ δηλαδὴ νὰ γίνει μιὰ ἀξιολογικὴ ἱεράρχηση αὐτῶν τῶν μορφῶν. Ὅμως, ἔτσι ἢ ἀλλιῶς ὅλα αὐτὰ ἀποτελοῦν ἐκδηλώσεις τῆς φανταστικῆς ἐνέργειας, τὴν ὁποία πρέπει νὰ ξεπεράσουμε, γιατὶ ἀλλιῶς εἶναι ἀδύνατον νὰ φθάσουμε στὴν τέλεια προσευχὴ ἢ τὴν αὐθεντικὴ θεολογία ἢ τὴν ἀληθινὰ θεάρεστη ζωή.
Τέτοια εἶναι συνεπῶς ἡ ὁδὸς τοῦ ὀρθόδοξου ἀσκητῆ: Ζητεῖ τὸν Ποιητή του Θεὸ στὸ ὑπερβατικό Του Εἶναι. Γι’ αὐτὸ κατὰ τὴν πράξη τῆς νοερᾶς προσευχῆς ἀγωνίζεται ἐναντίον μυριάδων εἰκόνων, καὶ τῶν ἐποπτικῶν, ὅσων δηλαδὴ ἔχουν τὴν μία ἢ τὴν ἄλλη ἐξωτερικὴ μορφή, περίγραμμα, ἔκταση στὸ χῶρο ἢ τὸ χρόνο, χρῶμα κ.τ.λ., καὶ τῶν διανοητικῶν (εἰκόνων), δηλαδὴ τῶν ἐννοιῶν, γιὰ νὰ προσεύχεται γυμνὸς ἀπὸ κάθε κτιστὴ εἰκόνα στὸν Θεὸ «ἐνώπιος Ἐνωπίῳ», πρόσωπο πρὸς Πρόσωπο (Κλῖμαξ ΚΖʹ 20).
Ὁ Θεὸς δημιουργεῖ τὸν κόσμο καὶ ἡ δημιουργία αὐτὴ ἀκολουθεῖ τὴν τάξη τῆς συγκαταβάσεως. Ὁ ἄνθρωπος, ὅμως, ποὺ πορεύεται πρὸς τὸν Θεό, πορεύεται κατὰ τὴν τάξη τῆς ἀναβάσεως καὶ κατὰ τὴν ἀνάβασή του ἀπὸ τὴν κτίση πρὸς τὸν Θεὸ δὲν ἀρνεῖται τὴν πραγματικότητα καὶ τὴν ἀξία τῆς κτίσεως, ἀλλὰ ἁπλῶς δὲν τὴν ἀπολυτοποιεῖ καὶ δὲν τὴν θεοποιεῖ· δὲν τῆς προσδίδει αὐτοσκοπὸ καὶ αὐτοαξία. Ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν κόσμο, ὄχι γιὰ νὰ ζεῖ ὁ Ἴδιος τὴ ζωὴ τῆς κτίσεως, ἀλλὰ γιὰ νὰ κοινωνήσει ἡ λογικὴ κτίση στὴ Θεία Του ὕπαρξη. Ὅταν ὁ λογικὸς ἄνθρωπος δὲν πετύχει τὴ θέωση, ἡ ὁποία δὲν μπορεῖ νὰ πραγματοποιηθεῖ χωρὶς τὴ συμμετοχή του, τότε ἐξαφανίζεται καὶ ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τῆς ὑπάρξεώς του. Ἡ συνείδηση τοῦ μεγαλείου τῆς κλήσεώς του, ἑνωμένη μὲ τὴ θεωρία τῆς θείας δημιουργίας, γεννᾶ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου μεγάλο θάμβος ἐνώπιον τοῦ Ποιητοῦ τῶν ὅλων, ἀλλὰ συγχρόνως καὶ τελείως ρεαλιστικὴ ἀντίληψη γιὰ κάθε πράγμα τοῦ κόσμου. Ταυτόχρονα, ὅμως, ἡ ἴδια συνείδηση ὁδηγεῖ στὴν ἀπόσπαση ἀπὸ κάθε κτιστὸ γιὰ χάρη τῆς θεωρίας τοῦ Μόνου Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ἀπόσπαση δὲν εἶναι ἀπέκδυση τοῦ πραγματικοῦ κτιστοῦ εἶναι, μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἀπορρίψεως ἢ τῆς ἀρνήσεώς του ὡς «φάσματος». Δὲν εἶναι ἡ ἀπόσπαση αὐτὴ ποιητικὴ ἢ φιλοσοφικὴ ἀεροβασία στὴ σφαίρα τῶν ὑψηλῶν καὶ ὡραίων μορφῶν ἢ τῶν «καθαρῶν» ἰδεῶν, ὅσο ψηλὰ ἀξιολογικὰ καὶ ἂν βρίσκονται αὐτές, γιατὶ ἡ στάση αὐτὴ ὁδηγεῖ πάλι σὲ φαντασιώδη κόσμο. Ὄχι. Ἡ ἀπόσπαση ἢ ἡ ἀποχὴ ἀπὸ ὅλα στὴν πνευματικὴ προσευχὴ εἶναι συνέπεια τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἐφέσεως γιὰ τὸν ζῶντα καὶ ἀληθινὸ Θεό, ἕνεκα τῆς ἀπέραντης πρὸς Αὐτὸν ἀγάπης καὶ τῆς κλήσεώς μας νὰ ζοῦμε ἐν Αὐτῷ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ Αὐτοσκοπὸς καὶ ἡ Αὐτοαξία. «Ὁ Θεὸς Φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν Αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία» (Αʹ Ἰωάν. αʹ 5).
Ὁ ἁπλὸς καὶ ταπεινὸς πιστὸς ἀπαλλάσσεται ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῆς φαντασίας μὲ τὴν ἀκέραια καὶ διακαὴ ἐπιθυμία νὰ ζεῖ σύμφωνα μὲ τὸ ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι τόσο ἁπλό, καὶ συνάμα τόσο «ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν», ποὺ δὲν ὑπάρχει δυνατότητα νὰ ἐξηγηθεῖ μὲ λόγια.
Στὴν ἀναζήτηση αὐτὴ τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ περικλείεται καὶ ἡ «ἀποταγὴ» τοῦ κόσμου. Ἡ ψυχὴ θέλει νὰ ζεῖ μὲ τὸν Θεὸ καὶ γι’ αὐτὸ «ἀποτάσσεται» τὸ θέλημά της καὶ τὴ φαντασία της, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ δημιουργήσουν πραγματικὴ ὕπαρξη, ἀλλὰ ἐμφανίζονται ὡς «σκότος ἐξώτερον».
Ὁ κόσμος τῆς ἀνθρώπινης φαντασίας εἶναι κόσμος τῶν «φασμάτων» τῆς ἀληθείας, κοινὸς στοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς πεπτωκότας ἀγγέλους καὶ γι’ αὐτὸ ἡ φαντασία γίνεται πολλὲς φορὲς ἀγωγὸς δαιμονικῆς ἐνέργειας.
Τόσο οἱ δαιμονικὲς εἰκόνες ὅσο καὶ αὐτὲς ποὺ ἐπινοεῖ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, μποροῦν νὰ ἐπιδροῦν στοὺς ἀνθρώπους μετασχηματίζοντάς τους ἢ μεταμορφώνοντάς τους, ἀλλὰ πάντως ἕνα εἶναι ἀναπόφευκτο: Κάθε εἰκόνα, εἴτε δημιουργημένη ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο εἴτε ἐμπνευσμένη ἀπὸ τοὺς δαίμονες, ποὺ γίνεται δεκτὴ ἀπὸ τὴν ψυχή, διαστρέφει τὴν πνευματικὴ μορφὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση Θεοῦ. Ἡ ἐνέργεια τῆς φαντασίας στὴν ἔσχατή της ἐξέλιξη ὁδηγεῖ σὲ αὐτοθέωση τοῦ κτίσματος, δηλαδὴ στὴν ἀναγνώριση θείας ἀρχῆς στὴν ἴδια τὴν φύση τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ τὴ βάση αὐτὴ ἡ φυσικὴ θρησκεία, δηλαδὴ ἡ θρησκεία τοῦ ἀνθρώπινου λογικοῦ, ἀποκτᾶ μοιραίως πανθεϊστικὸ χαρακτήρα.
Καὶ οἱ ἀνθρώπινες καὶ οἱ δαιμονικὲς εἰκόνες ἔχουν δύναμη, συχνὰ πολὺ μεγάλη, ὄχι ὅμως γιατὶ εἶναι δημιουργικὲς καθεαυτὲς μὲ τὴν πλήρη σημασία τῆς λέξεως, ὅπως ἡ θεία δύναμη ποὺ κτίζει ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ ἀνθρώπινη θέληση κλίνει μὲ τὸ μέρος τους, καὶ μόνο μὲ τὴν ὑποταγή της μορφοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὶς εἰκόνες αὐτές. Ὁ Κύριος, ὅμως, ἀπελευθερώνει ὅσους μετανοοῦν ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῶν παθῶν καὶ τῆς φαντασίας, καὶ ὅποιος χριστιανὸς ἀπελευθερωθεῖ καταφρονεῖ τὴ δύναμη τῶν φανταστικῶν εἰκόνων.
Ἡ ἐξουσία τοῦ κοσμικοῦ κακοῦ στὸν ἄνθρωπο εἶναι τεράστια καὶ κανένας ἀπόγονος τοῦ Ἀδὰμ δὲν μπορεῖ νὰ τὴ νικήσει χωρὶς τὸν Χριστὸ καὶ ἔξω ἀπὸ Αὐτόν. Ἐκεῖνος εἶναι ὁ Ἰησοῦς-Σωτὴρ μὲ τὴν κύρια καὶ μοναδικὴ σημασία τῆς λέξεως. Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη τοῦ ὀρθόδοξου ἀσκητῆ καὶ γι’ αὐτὸ ἡ εὐχὴ τῆς νοερᾶς ἡσυχίας γίνεται μὲ τὴν ἀδιάλειπτη ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀπ’ ὅπου ἡ προσευχὴ αὐτὴ πῆρε καὶ τὴν ὀνομασία «προσευχὴ τοῦ Ἰησοῦ».
Ὁ ἡσυχαστὴς μοναχὸς ἀγωνιζόμενος κατὰ τῆς φαντασίας ποὺ διαστρέφει τὴν πνευματικὴ ζωή, συναντιέται μὲ τὶς ποικιλόμορφες ἐκδηλώσεις της, ποὺ μποροῦν νὰ ταξινομηθοῦν μὲ διάφορους τρόπους. Ὁ Γέροντας τὶς συνόψιζε στὶς τέσσερις μορφὲς ποὺ ἐκθέσαμε παραπάνω, μορφὲς ποὺ τοῦ ἔδιναν τὴ δυνατότητα νὰ ἐκφράσει τὴν οὐσία τοῦ προβλήματος.
Ἡ πρώτη μορφὴ ἀναφέρεται γενικὰ στὸν ἀγώνα κατὰ τῶν παθῶν.
Ἡ δεύτερη χαρακτηρίζει ὅσους προσεύχονται μὲ τὸν πρῶτο τρόπο. Σὲ αὐτὴ τὴ μορφὴ φαντασίας ἀνάγεται καὶ ἡ γνωστὴ μέθοδος τοῦ «διαλογισμοῦ» (meditation), ὅταν ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴ φαντασία δημιουργεῖ στὸ νοῦ του ἐποπτικὲς εἰκόνες ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἢ ἄλλες ἱερὲς παραστάσεις. Συνήθως στὴν ἐργασία αὐτὴ καταφεύγουν οἱ ἀρχάριοι ἢ ἄπειροι ἀσκητές. Ὁ ἐργάτης μιᾶς τέτοιας «φαντασιώδους» προσευχῆς δὲν κλείνει τὸ νοῦ του στὴν καρδιὰ γιὰ χάρη τῆς ἐσωτερικῆς νήψεως, ἀλλὰ τὸν προσηλώνει στὴν ἐποπτικὴ πλευρὰ τῶν θείων, ὅπως ὁ ἴδιος φαντάζεται, εἰκόνων, ὁδηγεῖ τὸν ἑαυτό του σὲ κατάσταση ψυχικῆς διεγέρσεως, ποὺ σὲ περίπτωση ἐντατικῆς συγκεντρώσεως μπορεῖ νὰ φθάσει ὣς τὴν ἰδιότυπη παθολογικὴ ἔκσταση. Χαίρεται γιὰ τὰ «ἐπιτεύγματά» του, ἀφοσιώνεται στὶς καταστάσεις αὐτές, τὶς καλλιεργεῖ, τὶς θεωρεῖ πνευματικές, ὑψηλὲς καὶ ὀφειλόμενες στὴν ἐνέργεια τῆς χάριτος, ἔχει τὴν ἰδέα πὼς καὶ ὁ ἴδιος εἶναι ἅγιος καὶ θεωρὸς τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ καὶ τέλος φθάνει σὲ παραισθήσεις καὶ ψυχικὲς ἀσθένειες ἢ στὴν καλύτερη περίπτωση παραμένει στὴν πλάνη περνώντας τὴ ζωή του σὲ φανταστικὸ κόσμο.
Ἡ τρίτη καὶ τέταρτη μορφὴ φαντασίας μποροῦμε νὰ ποῦμε πὼς βρίσκονται στὴ βάση ὅλου τοῦ ὀρθολογιστικοῦ πολιτισμοῦ. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀπόσπαση ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ἰδιαίτερα δύσκολη γιὰ τὸν μορφωμένο ἄνθρωπο, ποὺ βλέπει στὸν πολιτισμὸ αὐτὸ τὸν πνευματικό του πλοῦτο· ἡ ἀπόσπαση ἀπὸ αὐτὸν εἶναι ἀσυγκρίτως δυσκολότερη ἀπὸ τὴν ἀποταγὴ τοῦ ὑλικοῦ πολιτισμοῦ.
Ὅποιος προσεύχεται μὲ τὸν τρίτο τρόπο γνωρίζει πόσο ὀδυνηρὴ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀποταγή. Μᾶς ἔτυχε νὰ παρατηρήσουμε ἕνα παράδοξο φαινόμενο: Ἀνάμεσα στοὺς ἁπλοὺς καὶ ὀλιγογράμματους ἀσκητὲς ποὺ ἀγάπησαν τὴν νοερὰ προσευχὴ συναντᾶται συχνότερα ἡ ἀνάβαση σὲ μεγαλύτερο ὕψος καὶ καθαρότητα παρὰ ἀνάμεσα στοὺς μορφωμένους, οἱ ὁποῖοι στὴ συντριπτικὴ πλειοψηφία τους παραμένουν στὸν δεύτερο τρόπο προσευχῆς.
Ὅσοι ἔχουν βαθειὰ θρησκευτικὴ καὶ ἀσκητικὴ διάθεση κατανοοῦν πολὺ γρήγορα ὅτι τὸ τρίτο εἶδος τῆς φαντασίας ἀποτελεῖ στροφὴ πρὸς τὴ γῆ. Εἶναι λοιπὸν ὀφθαλμοφανὴς ἡ ἑτερογένειά της στὴν προσευχὴ καὶ ὁ ἀγώνας ἐναντίον της κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς ἁπλοποιεῖται. Διαφορετικὰ συμβαίνει μὲ τὸ τέταρτο εἶδος, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποκτήσει ἰδιαίτερη λεπτότητα καὶ νὰ παρουσιάζεται ὡς ἔνθεη ζωή. Ἡ ἀποκλειστικὴ σπουδαιότητα τοῦ προβλήματος αὐτοῦ στὴν ἀσκητικὴ μᾶς ἀναγκάζει νὰ παρατείνουμε ἐδῶ τὸ λόγο.
Σὲ ὅσους προσεύχονται μὲ τὸν πρῶτο τρόπο ἐπικρατεῖ ἡ ρεμβάζουσα φαντασία, ἐνῶ σὲ ὅσους προσεύχονται μὲ τὸν δεύτερο κυριαρχεῖ ὁ πειρασμὸς νὰ κατορθωθοῦν τὰ πάντα μὲ τὴν ὁδὸ τῆς λογικῆς. Σὲ αὐτοὺς ἡ ζωὴ συγκεντρώνεται στὸν ἐγκέφαλο. Ὁ νοῦς τους δὲν εἶναι ἑνωμένος μὲ τὴν καρδιά, ἀλλὰ συνεχῶς ὁρμᾶ πρὸς τὰ ἔξω, ἀγωνιζόμενος νὰ τὰ κατακτήσει ὅλα μὲ τὴ νόηση. Ἔχοντας μιὰ ὁρισμένη πνευματικὴ πείρα, ἀνεπαρκῆ ὅμως ἀκόμη, προσπαθοῦν «μὲ τὸ νοῦ τους» νὰ συμπληρώσουν τὰ κενὰ τῆς πείρας αὐτῆς καὶ νὰ εἰσχωρήσουν διανοητικῶς στὰ μυστήρια τῆς Θείας ὑπάρξεως. Ἔτσι εἰσχωροῦν ἀναπόφευκτα στὶς θεωρίες τους μερικὰ στοιχεῖα, γεννήματα φανταστικῆς ἐνέργειας. Ἡ ἰδεώδης ἐκείνη σφαίρα, στὴν ὁποία κινοῦνται σὲ μιὰ τέτοια περίσταση, ἂν ἔχουν καὶ μεγάλα διανοητικὰ προσόντα, τοὺς δίνει μιὰ «φαινομενικὴ» ὑπεροχὴ ἀπέναντι στοὺς ἄλλους, γεγονὸς ποὺ ἐνισχύει ἀκόμη περισσότερο τὴν αὐτοπεποίθησή τους.
Χαρακτηριστικὴ διαστροφή, στὴν ὁποία ὁδηγεῖ ὁ δεύτερος τρόπος προσευχῆς, εἶναι ὁ ὀρθολογισμός.
Ὁ ὀρθολογιστὴς θεολόγος οἰκοδομεῖ τὸ σύστημά του, ὅπως ὁ ἀρχιτέκτονας οἰκοδομεῖ ἕνα ἀνάκτορο ἢ ἕνα ναό, χρησιμοποιώντας ἐμπειρικὲς καὶ μεταφυσικὲς ἔννοιες ὡς οἰκοδομικὰ ὑλικὰ καὶ φροντίζει ὄχι τόσο γιὰ τὴ συμφωνία τῆς ἰδεώδους οἰκοδομῆς του μὲ τὴν ἀντικειμενικὴ ἀλήθεια τοῦ εἶναι, ὅσο γιὰ τὸ μεγαλεῖο καὶ τὴν ἁρμονικὴ ἀκεραιότητα τοῦ συστήματός του ἀπὸ λογικὴ ἄποψη.
Πολλοὶ μεγάλοι ἄνθρωποι, ὅσο παράδοξο καὶ ἂν εἶναι αὐτό, δὲν μπόρεσαν νὰ ἀντισταθοῦν στὸν οὐσιαστικὰ ἀφελῆ αὐτὸν πειρασμό, ποὺ ἔχει ὡς κρυμμένη ἀρχὴ τὴν ὑπερηφάνεια.
Τὰ γεννήματα τῆς εὐφυΐας τοῦ διανοητικοῦ θεολόγου εἶναι γι’ αὐτὸν πολύτιμα, ὅπως εἶναι γιὰ τὴ μάνα ἀγαπημένα τὰ παιδιά της, ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας της. Ἀγαπᾶ τὴ δημιουργία του σὰν τὸν ἑαυτό του, γιατὶ ταυτίζεται μαζί της ἐγκλωβισμένος στὴ σφαίρα της. Σὲ τέτοιες περιπτώσεις καμιὰ ἐξωτερικὴ ἐπέμβαση δὲν μπορεῖ νὰ τὸν βοηθήσει. Ἂν ὁ ἴδιος δὲν ἀποκολληθεῖ μόνος τους ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θεωρεῖ ὡς πλοῦτο του, δὲν θὰ φθάσει ποτὲ στὴν καθαρὰ προσευχὴ καὶ τὴν ἀληθινὴ θεωρία.
Πολλοὶ θεολόγοι-φιλόσοφοι, οὐσιαστικῶς ὀρθολογιστές, ἀνέρχονται στὴν ὑπερλογική, θὰ λέγαμε, σφαίρα τῆς διανόησης, ἀλλὰ ἡ σφαίρα αὐτὴ δὲν εἶναι ἀκόμη ὁ Θεῖος κόσμος. Περικλείεται στὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης κτιστῆς φύσεως καὶ αὐτὴ ἡ ἰδιότητα τὴν κάνει ἐφικτὴ στὸ λογικὸ σύμφωνα μὲ τὴ φυσικὴ τάξη τῶν πραγμάτων.
Οἱ ἐνοράσεις τοῦ νοῦ τους δὲν χωροῦν στὰ πλαίσια τοῦ ἐννομικοῦ συλλογισμοῦ, δηλαδὴ στὴν τυπικὴ λογική, ἀλλὰ εἰσχωροῦν στὴ σφαίρα τῆς μεταλογικῆς καὶ τοῦ ἀντινομικοῦ συλλογισμοῦ, ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτὸν οὐσιαστικὰ δὲν παύουν νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα διανοητικῆς ἐργασίας.
Ἡ ὑπέρβαση τοῦ στενοῦ ἐννομικοῦ ὀρθολογισμοῦ ἀποτελεῖ ἔνδειξη ὑψηλῆς διανοητικῆς καλλιέργειας, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀκόμη ἡ «ἀληθινὴ πίστη» καὶ ἡ αὐθεντικὴ θεωρία τοῦ Θεοῦ.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ποὺ ἔχουν πολλὲς φορὲς ἀξιόλογες ἱκανότητες γιὰ λογικὴ διανόηση, ἐξαιτίας ἀκριβῶς αὐτῶν τῶν ἱκανοτήτων καὶ μὲ πλήρη συνέπεια πρὸς αὐτὲς φτάνουν στὴν ἐπίγνωση τῆς σχετικότητας τῶν νόμων τῆς ἀνθρώπινης διανοήσεως καὶ ἀντιλαμβάνονται ὅτι εἶναι ἀδύνατον νὰ περιληφθεῖ ὅλο τὸ εἶναι στὸ ἀτσάλινο πλέγμα τῶν λογικῶν συλλογισμῶν. Αὐτὴ ἡ ἐπίγνωση τοὺς ἀνεβάζει σὲ θεωρία ποὺ ὑπερβαίνει τὴν τυπικὴ λογική, ἀλλὰ καὶ τότε βλέπουν ἁπλῶς τὴν ὡραιότητα τοῦ νοῦ ποὺ δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ. Καὶ ἐπειδὴ ὅσοι εἰσέρχονται πρῶτοι στὴ σφαίρα αὐτὴ τῆς «σιωπῆς τοῦ νοῦ» αἰσθάνονται «μυστικιστικὸ δέος», νομίζουν πὼς ἡ θεωρία τους εἶναι πείρα μυστικῆς Θεοκοινωνίας, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα μένουν ἀκόμη μέσα στὰ ὅρια τῆς κτιστῆς ἀνθρώπινης φύσεως.
Οἱ κατηγορίες ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ νοῦς-λογικὸ σὲ παρόμοιες καταστάσεις βγαίνουν ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῶν διαστάσεων τοῦ χρόνου καὶ τοῦ χώρου καὶ δίνουν στὸν ἐπόπτη τους κάποιο αἴσθημα αἰώνιας σοφίας. Αὐτὰ εἶναι τὰ τελευταῖα ὅρια, ποὺ μπορεῖ νὰ φθάσει ὁ διανοούμενος νοῦς μέσα ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς φυσικῆς ἀναπτύξεως καὶ αὐτογνωσίας του, ἡ ὁποία εἶναι δυνατὸν νὰ πάρει μορφὴ φωτόμορφης αὐτοθεωρίας. Ἡ ἐμπειρία αὐτή, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ πῶς θὰ ἑρμηνευθεῖ, δηλαδὴ ποιὰ δογματικὴ διατύπωση θὰ λάβει, εἶναι οὐσιαστικὰ ἐμπειρία «πανθεϊστικῆς» τάξεως.
Φθάνοντας «μέχρι συντελείας φωτὸς μετὰ σκότους» (Ἰὼβ κστʹ 10), ὁ ἄνθρωπος βλέπει τὴ νοερή του ὡραιότητα, τὴν ὁποία πολλοὶ θεώρησαν ὡς Θεότητα. Τὸ φῶς ποὺ φαίνεται εἶναι φῶς, ὄχι ὅμως τὸ Φῶς ἐκεῖνο τὸ Ἀληθινό, «ἐν ᾧ σκοτία οὐκ ἔστιν οὐδεμία», ἀλλὰ τὸ φυσικὸ φῶς τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ δημιουργήθηκε κατ’ εἰκόνα Θεοῦ.
Τὸ φῶς αὐτὸ τοῦ νοῦ, ποὺ ἀξιολογικὰ ὑπερέχει ἔναντι τοῦ φωτὸς κάθε ἄλλης ἐμπειρικῆς γνώσεως, δικαίως μπορεῖ νὰ κληθεῖ σκότος, γιατὶ εἶναι τὸ «κενὸ» τῆς ἀπεκδύσεως καὶ δὲν ὑπάρχει σὲ αὐτὸ ὁ Θεός. Καὶ ἴσως ἀξίζει στὴν περίπτωση αὐτή, περισσότερο ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη, νὰ θυμηθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Σκόπει οὖν μὴ τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί;» (Λουκ. ιαʹ 35). Πράγματι, ἡ πρώτη κοσμικὴ προϊστορικὴ καταστροφή, ἡ πτώση τοῦ Ἑωσφόρου, “υἱοῦ τῆς πρωΐας”, ποὺ ἔγινε ἄρχοντας τοῦ σκότους, ἦταν ἀποτέλεσμα αὐτοερωτικῆς θεωρίας τῆς ὡραιότητάς του· θεωρίας, ποὺ κατέληξε σὲ αὐτοθέωση.
Μιλᾶμε μὲ ψυχρὴ καὶ ἀσύνδετη γλώσσα, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ στάθηκε στοὺς πνευματικοὺς αὐτοὺς χώρους ἴσως θὰ πεῖ:
«Πράγματι, φοβερό… Ποῦ βρίσκεται, λοιπόν, ἡ ἐγγύηση γιὰ τὴν ἀληθινὴ Θεοκοινωνία καὶ ὄχι γιὰ τὴ φαντασιώδη, φιλοσοφική, πανθεϊστική»;
Ὁ μακάριος Γέροντας Σιλουανὸς βεβαίωνε κατηγορηματικὰ πὼς τέτοια ἐγγύηση, ὑποκείμενη στὸν λογικό μας ἔλεγχο, εἶναι ἡ πρὸς τοὺς ἐχθροὺς ἀγάπη. Ἔλεγε:
«Ὁ Κύριος εἶναι ταπεινὸς καὶ πράος καὶ ἀγαπᾶ τὸ πλάσμα Του καὶ ἐκεῖ ὅπου εἶναι τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ ὁπωσδήποτε θὰ εἶναι ἡ ταπεινὴ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἡ προσευχὴ γιὰ τὸν κόσμο. Καὶ ἂν δὲν ἔχεις αὐτὴ τὴν ἀγάπη, τότε παρακάλεσε καὶ θὰ σοῦ τὴν δώσει ὁ Κύριος, ποὺ εἶπε: “Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε” (Ματθ. ζʹ 7)».
Κανεὶς ἂς μὴν τολμᾶ νὰ ὑποτιμᾶ τὸ «ψυχολογικὸ» αὐτὸ κριτήριο, γιατὶ μιὰ τέτοια ψυχικὴ κατάσταση εἶναι ἀποτέλεσμα ἀληθινῆς Θεϊκῆς ἐνέργειας. Ὁ Θεὸς ποὺ σώζει, σώζει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο, ἔτσι ποὺ ὄχι μόνο ὁ νοῦς-πνεῦμα, ἀλλὰ καὶ τὰ ψυχικὰ συναισθήματα καὶ τὸ λογικὸ καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα, τὰ πάντα καθαγιάζονται ἀπὸ τὸν Θεό.
Τὰ δυσκολότατα αὐτὰ αἰώνια προβλήματα τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου τὰ θίγουμε ἐδῶ μόλις καὶ μετὰ βίας. Δὲν ἐπιχειροῦμε τὴ διαλεκτική τους διασάφηση, ὥστε νὰ γίνουν ὁλοφάνερα γιὰ τὴ λογικὴ ἀντίληψη. Ἂν εἴχαμε ἐνώπιόν μας ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα, θὰ ἦταν ἀπαραίτητο νὰ ἐρευνήσουμε ὁλόκληρη σειρὰ ἱστορικῶν παραδειγμάτων. Τὸ ἔργο, ὅμως, αὐτὸ ἂς τὸ ἀναλάβει ἄλλος. Προσωπικὰ θεωροῦμε ἀπραγματοποίητη μιὰ παρόμοια ἀφηρημένη διασάφηση καὶ εἴμαστε τελείως πεπεισμένοι ὅτι ἡ μόνη ὁδὸς γιὰ τὴν κατανόηση τῆς ἀλήθειας περνᾶ μέσα ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὴ ζωντανὴ πείρα: εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς ἴδιας τῆς ὑπάρξεως. Ἐδῶ, ὅμως, ὀφείλουμε νὰ δείξουμε ὅτι ἡ αὐθεντικὴ ἐκείνη πείρα ποὺ ἐννοοῦμε δὲν ἐξαρτᾶται μόνο ἀπὸ τὴν προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ δίνεται σὲ αὐτὸν ἄνωθεν, ὡς δῶρο εὐδοκίας. Ἡ φιλοσοφικὴ καὶ πανθεϊστικὴ πείρα εἶναι δυνατὴ μέσα στὰ ὅρια τῆς φυσικῆς ἱκανότητας καὶ προαιρέσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἡ χριστιανικὴ πείρα τῆς ὑπερφυσικῆς κοινωνίας μὲ τὸν Ὑποστατικὸ Θεὸ ξεπερνᾶ τὰ ὅρια τῆς προαιρέσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι συμφωνία δύο θελήσεων, τῆς Θείας, ποὺ εἶναι ἄκτιστη, καὶ τῆς ἀνθρώπινης, ποὺ εἶναι κτιστή. Ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ἐμφανισθεῖ στὸν ἄνθρωπο σὲ ὅλους τοὺς δρόμους, σὲ κάθε χρονικὴ στιγμὴ καὶ σὲ κάθε πνευματικὸ ἢ φυσικὸ τόπο, ἀλλὰ ὁ Ἴδιος, ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε ἐξαναγκασμό, ποτὲ δὲν παραβιάζει τὸ αὐτεξούσιο τῆς εἰκόνας Του. Ἂν ἡ κτιστὴ ἐλευθερία στρέφεται αὐτοερωτικὰ πρὸς τὸν ἑαυτό της ἢ θεωρεῖ τὸν ἑαυτό της ὡς τὴν ἄκτιστη θεία ἀρχή, παρόλο τὸ φαινομενικὸ ὕψος αὐτῆς τῆς θεωρίας, τὴν ὁποία περιγράψαμε παραπάνω, ὁ ἄνθρωπος παραμένει κλειστὸς στὴν ἐνέργεια τῆς Θείας χάριτος.
Ἡ κοινωνία μὲ τὸν Θεὸ ἐπιτυγχάνεται στὴν ὁδὸ τῆς προσευχῆς· καὶ τώρα ἀκριβῶς γιὰ τὴν προσευχὴ θὰ κάνουμε λόγο. Ἂν καμιὰ φορὰ εἰσερχόμεθα στὴ σφαίρα τῆς διαλεκτικῆς, αὐτὸ γίνεται, ὄχι γιατὶ ἐλπίζουμε νὰ πείσουμε κάποιον μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξουμε ὅτι οἱ δρόμοι τῆς προσευχῆς διέρχονται ἀπὸ αὐτὸν τὸ χῶρο τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, ὁπότε αὐτὴ προσλαμβάνει κοσμικὲς διαστάσεις. Σὲ κάθε ἀπόπειρα λογικοποιήσεως τῆς πνευματικῆς πείρας βλέπουμε τὴ δυνατότητα τῶν πιὸ διαφορετικῶν ἀντιρρήσεων. Καὶ εἶναι δυνατὲς οἱ ἀντιρρήσεις, γιατὶ καθένας μας εἶναι ἐλεύθερος στὴν ἰδεατὴ σφαίρα τῆς κοσμοθεωρίας του νὰ ἐκλέξει ὁποιαδήποτε ἱεραρχία ἀξιῶν.
Συνεχίζοντας τὸ λόγο γιὰ τὴν προσευχὴ προσπαθοῦμε νὰ σκιαγραφήσουμε σχηματικὰ μιὰ ἀπὸ τὶς δυσκολότερες συγκρούσεις ποὺ συναντᾶ στὸ δρόμο του ὁ ὀρθόδοξος ἀσκητής, ὅταν περνᾶ ἀπὸ τὸν δεύτερο τρόπο προσευχῆς στὸν τρίτο, καὶ μάλιστα στὸν ἀγώνα ἐναντίον τῆς διανοητικῆς φαντασίας.
Μὲ τὴν προσεκτικὴ αὐτοανάλυση ὁ ἄνθρωπος ἀνακαλύπτει τὸ ψυχολογικὸ προσὸν τῆς λογικῆς σκέψεως, ποὺ μπορεῖ νὰ καθορισθεῖ ὡς ἡ ἐσωτερικὴ ἀξιοπιστία τῆς διανοήσεώς μας, μὲ ἄλλα λόγια ὡς ἡ ὑποκειμενικὴ ἐνάργεια τῆς ὀρθότητας τῶν λογικῶν μας συμπερασμάτων. Ὑπάρχει ἕνας καταναγκασμὸς στὰ ἐπιχειρήματα τοῦ λογικοῦ μας, στὶς ἀποδείξεις του καὶ ἀπαιτεῖται μεγάλη καλλιέργεια καὶ βαθειὰ πνευματικὴ πείρα, γιὰ νὰ γίνει φανερὴ ἡ παράδοξη αὐτὴ ἀπάτη. Γιὰ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὴν ἐξουσία της εἶναι ἀπαραίτητη ἡ Θεία βοήθεια.
Ἡ ἀνακάλυψη τῆς «γοητείας» αὐτῆς ὣς ἕνα σημεῖο εἶναι δυνατὴ καὶ μέσα ἀπὸ τὴ θεωρητικὴ ἀνάλυση τῶν βασικῶν ἀρχῶν τῆς διανοήσεώς μας, δηλαδὴ τῶν ἀρχῶν τῆς ταυτότητας καὶ τῆς ἐπαρκοῦς αἰτιολογήσεως.
Ἡ πρώτη, ἡ ἀρχὴ τῆς ταυτότητας, εἶναι ἡ στατικὴ θέση τῆς διανοήσεώς μας, ἡ ἀσάλευτη βάση της, νεκρὴ στὴν ἀκινησία της.
Ἡ δυναμικὴ θέση τῆς διανοήσεώς μας ἐκφράζεται μὲ τὴ δεύτερη ἀρχή, τῆς «ἐπαρκοῦς» αἰτιολογήσεως. Ἡ αἰωνόβια πείρα τῆς ἱστορίας ἀπέδειξε μὲ μεγάλη πειστικότητα τὴν συμβατικότητα τῆς ἀρχῆς αὐτῆς. Ἡ κρίση γιὰ τὴν ἐπαρκὴ αἰτιολόγηση εἶναι πάντοτε ὑποκειμενική: Ὅ,τι ὁ ἕνας θεωρεῖ ἐπαρκὲς δὲν ἰσχύει κατ’ ἀνάγκη καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους. Καὶ ἂν ἐξετάσουμε βαθύτερα τὸ πρόβλημα, θὰ δοῦμε ὅτι οὐσιαστικὰ ἡ τέλεια ἐπαρκὴς αἰτιολόγηση ἀπαιτεῖ ἀπόλυτη παγγνωσία.
Ὁ ὀρθόδοξος ἀσκητὴς ἀνακαλύπτει τὴ σχετικότητα τῆς ἀνθρώπινης σκέψεως μὲ ἄλλον τρόπο καὶ γενικῶς ἀναζητᾶ τὴ λύση τῶν ὑπαρξιακῶν προβλημάτων στὸ χῶρο τῆς πίστεως καὶ τῆς προσευχῆς. Στηρίζεται ὄχι στὴν ἀδύνατη κρίση του, ἀλλὰ στὸν Μεγάλο Θεό. Πιστεύει ὅτι οἱ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ ἀποτελοῦν τὸ ἀλάνθαστο μέτρο, «τὸν κανόνα τῆς ἀληθείας». Πιστεύει ὅτι οἱ ἐντολὲς εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια τους τὴ φύση ἡ Θεία δύναμη, ἡ ἴδια ἡ αἰώνια ζωὴ καὶ ἔτσι ὁδηγεῖται νὰ παρίσταται πάντοτε ἐνώπιον τῆς κρίσεως τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ μόνη δίκαιη. Κάθε ἔργο, κάθε λόγος, κάθε ἐσωτερικὴ κίνηση τῆς σκέψεως ἢ τῆς αἰσθήσεως, ἔστω καὶ ἡ μικρότερη, ὅλα, ὑποβάλλονται στὴν κρίση τοῦ λόγου τοῦ Χριστοῦ.
Ὅταν ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μᾶς ἐπισκιάζει καὶ γίνεται ἡ ἐσωτερικὴ δύναμη ποὺ ἐνεργεῖ μέσα μας, τότε οἱ κινήσεις τῆς ψυχῆς μας φυσικὰ πλησιάζουν στὴν τελειότητα τῶν ἐντολῶν. Ὅταν, ὅμως, ἔρχονται οἱ ὧρες τῆς Θείας ἐγκαταλείψεως, τῆς ἄρσεως τῆς χάριτος, καὶ τὸ Θεῖο Φῶς ἐναλλάσσεται μὲ τὸ βαθὺ σκοτάδι ποὺ ξεσηκώνουν τά πάθη, τότε ὅλα μεταβάλλονται μέσα μας καὶ ἀρχίζει στὴν ψυχὴ μεγάλος πόλεμος.
Ποικιλόμορφοι εἶναι οἱ πνευματικοὶ πόλεμοι, ἀλλὰ ὁ πόλεμος κατὰ τῆς ὑπερηφάνειας εἶναι ὁ βαθύτερος καὶ ὁ βαρύτερος. Ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι ἐχθρὸς τοῦ Θείου νόμου. Διαστρέφει τὴν Θεία τάξη τῶν ὄντων καὶ φέρει παντοῦ τὴ διάσπαση καὶ τὸ θάνατο. Ἐμφανίζεται καὶ στὸ σαρκικὸ ἐπίπεδο, ἀλλὰ κυρίως μαίνεται στὸ διανοητικὸ καὶ τὸ πνευματικό. Ἐγκαθιστᾶ τὸν ἑαυτό της στὴν πρώτη θέση καὶ ἀγωνίζεται γιὰ νὰ κυριαρχήσει σὲ ὅλους καὶ ὅλα, ἔχοντας ὡς κύριο ὅπλο της τὸ λογικό (ratio).
Τὸ λογικὸ προβάλλει τὰ ἐπιχειρήματά του καὶ ἀπορρίπτει ὡς παράλογες τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ μάλιστα τὴν ἐντολὴ «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε» (Ματθ. ζʹ 1). Λέει ὅτι ἡ ἱκανότητα τῆς κρίσεως ἀποτελεῖ τὸ διακριτικὸ προτέρημα τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι στὴν ἱκανότητα αὐτὴ περικλείεται ἡ ὑπεροχή του ἀπέναντι σὲ ὅλον τὸν κόσμο καὶ χάρη σὲ αὐτὴν καὶ μόνο μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ τὰ ἐξουσιάζει ὅλα.
Τὸ λογικό, γιὰ νὰ στερεώσει τὴν ὑπεροχή του στὸ εἶναι, προβάλλει τὶς ἐπιτεύξεις, τὸν πολιτισμό του. Παρουσιάζει πλῆθος ἀποδείξεων, φαινομενικὰ ἰσχυρῶν, ποὺ ἀποδεικνύουν δῆθεν μὲ τὴν ἱστορικὴ πείρα τῆς ζωῆς ὅτι αὐτὸ καὶ μόνο ἔχει τὸ δικαίωμα τῆς ἀποφάσεως, τὸ δικαίωμα τῆς συστάσεως ἢ διαπιστώσεως τῆς ἀλήθειας. Αὐτοαποκαλεῖται: «ὁ ρυθμίζων τὸ εἶναι λόγος».
Ἀπρόσωπο ὡς πρὸς τοὺς νόμους τῆς λειτουργίας του τὸ λογικό, τὸ ὁποῖο εἶναι οὐσιαστικὰ μιὰ ἀπὸ τὶς ἐκδηλώσεις τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως, μιὰ ἀπὸ τὶς ἐνέργειές της –σὲ περίπτωση ποὺ τοῦ παρέχεται πρωτεύουσα θέση στὴν πνευματικὴ ὀντότητα τοῦ ἀνθρώπου–, βαθμηδὸν καταλήγει στὸ σημεῖο νὰ ἀγωνίζεται πιὰ ἐναντίον τῆς πηγῆς του, δηλαδὴ ἐναντίον τῆς «ὑποστατικῆς» ἀρχῆς.
Ἀνεβαίνοντας, ὅπως φαντάζεται, ὣς τὶς ὕψιστες κορυφές, κατεβαίνοντας, ὅπως νομίζει, ὣς τὶς ἔσχατες ἀβύσσους, τὸ λογικὸ προσπαθεῖ νὰ ψηλαφήσει τὰ ὅρια τοῦ εἶναι, γιὰ νὰ δώσει στὸ καθένα τὸν «ὁρισμὸ» ποὺ τοῦ ταιριάζει. Κι ὅταν δὲν πετύχει τὸ σκοπό του αὐτό, καταπίπτει ἐξαντλημένο καὶ ἀποφαίνεται: «Οὐκ ἔστι Θεός».
Συνεχίζοντας τὸν ἀγώνα ἐπικρατήσεως, μὲ τόλμη καὶ συγχρόνως μὲ νοσταλγία λέει:
«Ἂν ὑπάρχει Θεός, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ δεχτῶ ὅτι αὐτὸς ὁ Θεὸς δὲν εἶμαι ἐγώ»; (Ἡ ἔκφραση ἀνήκει σὲ συγκεκριμένο πρόσωπο, ποὺ ἀκολούθησε αὐτὴ τὴν ὁδό).
Χωρὶς νὰ φθάσει τὰ ὅρια τοῦ κοσμικοῦ εἶναι, ἀποδίδοντας στὸν ἑαυτό του τὸ ἄπειρο, ὀρθώνεται ὑπερήφανο καὶ συμπεραίνει:
«Ἐξερεύνησα τὰ πάντα καὶ πουθενὰ δὲν βρῆκα κάτι μεγαλύτερο ἀπὸ ἐμένα· ἄρα ἐγὼ εἶμαι Θεός».
Καὶ πράγματι, ὁ νοῦς-λογικό, ὅταν σὲ αὐτὸν μόνο συγκεντρωθεῖ ἡ πνευματικὴ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, βασιλεύει καὶ ἐξουσιάζει στὴν ἀφηρημένη σφαίρα ποὺ τοῦ προσιδιάζει τόσο, ὥστε δὲν βρίσκει τίποτε ὑψηλότερό του καὶ ἀποδέχεται τελικὰ ὅτι μέσα του ὑπάρχει μιὰ θεία ἀρχή.
Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔσχατο ὅριο τῆς διανοητικῆς φαντασίας καὶ συγχρόνως τὸ ἔσχατο βάθος πτώσεως καὶ σκότους.
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ σπεύδουν νὰ συναντήσουν τὶς ἀπαιτήσεις αὐτὲς τοῦ λογικοῦ καὶ τὶς ἀποδέχονται σὰν νὰ εἶναι ἡ ἀλήθεια, ἀλλὰ ὁ ὀρθόδοξος ἀσκητὴς τὶς πολεμᾶ. Στὴ σύγκρουση αὐτὴ ἐπεμβαίνουν ξένες δυνάμεις. Ὁ ἀγώνας ἐναντίον τους παίρνει τραγικὸ χαρακτήρα καὶ ἐξαιρετικὴ ἔνταση, καὶ ἡ νικητήρια ἔκβαση γιὰ τὸν ἀσκητὴ δὲν εἶναι δυνατὴ παρὰ μόνο μὲ τὴν πίστη ποὺ νικᾶ τὸν κόσμο. «Πᾶν τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ Θεοῦ νικᾷ τὸν κόσμον· καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν» (Αʹ Ἰωάν. εʹ 4).
Γιὰ νὰ λύσει τὰ προβλήματα αὐτὰ ὁ μοναχός, δὲν κάθεται στὸ ἄνετο κάθισμα ἑνὸς γραφείου, ἀλλὰ στὴ σιγὴ τῆς νύχτας, μακριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, κρυμμένος ἀπὸ τὰ βλέμματα καὶ τὰ αὐτιὰ τῶν ἀνθρώπων γονατίζει καὶ μὲ καυτὰ δάκρυα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ προσεύχεται:
«Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ», ὅπως ὁ τελώνης (Λουκ. ιηʹ 13), ἤ, ὅπως ὁ Πέτρος:
«Κύριε, σῷσόν με» (Ματθ. ιδʹ 30).
Ἀτενίζει μὲ τὸ πνεῦμα του τὴν ἄβυσσο τοῦ «ἐξωτέρου σκότους» ποὺ ἀνοίγεται μπροστά του καὶ γι’ αὐτὸ ἡ προσευχή του εἶναι φλογερή… Τὰ λόγια του ἀδυνατοῦν νὰ καταδείξουν τὸ μυστήριο αὐτοῦ τοῦ θεάματος καὶ τὴ δύναμη αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα, ποὺ μπορεῖ νὰ κρατήσει πολλὰ χρόνια, ὥσπου νὰ καθαρισθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ πάθη του καὶ νὰ ἔρθει τὸ Θεῖο Φῶς, ποὺ θὰ ἀποκαλύψει τὸ ψεῦδος τῶν κρίσεών μας καὶ συγχρόνως θὰ μεταθέσει τὴν ψυχὴ στὶς ἄπειρες διαστάσεις τῆς ἀληθινῆς ζωῆς.
Μιλήσαμε πολλὲς φορὲς μὲ τὸν Γέροντα γι’ αὐτὰ τὰ θέματα. Ἔλεγε ὅτι ἡ αἰτία τοῦ πολέμου ἔγκειται ὄχι στὸ λογικὸ καθαυτό, ἀλλὰ στὴν ὑπερηφάνεια τοῦ πνεύματός μας. Μὲ τὴν ὑπερηφάνεια δυναμώνει ἡ ἐνέργεια τῆς φαντασίας, ἐνῶ μὲ τὴν ταπείνωση ἀναχαιτίζεται. Ἡ ὑπερηφάνεια φυσιοῦται ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία νὰ δημιουργήσει τὸν δικό της κόσμο, ἐνῶ ἡ ταπείνωση δέχεται μὲ εὐγνωμοσύνη τὴ ζωὴ ἀπὸ τὸν Θεό.
Μετὰ ἀπὸ μακροχρόνιο καὶ ἐπίμονο ἀγώνα ὁ μακάριος Γέροντας ἀπέκτησε τὴ δύναμη νὰ παραμένει μὲ τὸ νοῦ ἐν τῷ Θεῷ ἀποκρούοντας τοὺς ἐπερχόμενους λογισμούς. Στὸν πόλεμο κατὰ τῶν ποικίλων ἐχθρῶν ἔπαθε τὰ πάνδεινα, ἀλλά, ὅταν τὸν γνωρίσαμε, μιλοῦσε γιὰ τὸ παρελθὸν μὲ βαθειὰ εἰρήνη ψυχῆς καὶ μὲ πολὺ ἁπλὲς ἐκφράσεις:
«Νοῦς παλαίει πρὸς νοῦν… ὁ νοῦς μας μὲ τὸ νοῦ τοῦ ἐχθροῦ… Ὁ ἐχθρὸς ἔπεσε ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια καὶ τὴ φαντασία καὶ ἐκεῖ παρασύρει καὶ μᾶς… Στὸν πόλεμο αὐτὸ ἀπαιτεῖται μεγάλη ἀνδρεία… Ὁ Κύριος ἀφήνει τὸ δοῦλο του νὰ παλεύει, ἐνῶ ὁ Ἴδιος τὸν προσέχει ἀπὸ κοντά, ὅπως πρόσεχε τὸν Μέγα Ἀντώνιο, ὅταν πάλευε μὲ τὰ δαιμόνια… Θυμάστε βέβαια πὼς στὸ Βίο τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου ἀναφέρεται ὅτι κατοίκησε μέσα σ’ ἕνα μνῆμα καὶ ἐκεῖ οἱ δαίμονες τὸν ἔδειραν, μέχρις ὅτου ἔμεινε ἀναίσθητος. Ὁ φίλος του ποὺ τὸν ὑπηρετοῦσε τὸν μετέφερε στὸ Κυριακὸ τοῦ χωριοῦ. Τὴ νύχτα, ὅταν ὁ Ἀντώνιος ξαναβρῆκε τὶς αἰσθήσεις του, παρακαλοῦσε τὸ φίλο του νὰ τὸν ξαναπάει πίσω στὸ μνῆμα. Βαριὰ ἄρρωστος ὁ Ὅσιος δὲν μποροῦσε νὰ σταθεῖ στὰ πόδια του καὶ προσευχόταν ξαπλωμένος, ὁπότε δοκίμασε νέα σκληρὴ ἐπίθεση τῶν δαιμόνων. Καὶ ὅταν ὑποφέροντας φοβερὰ ἀνέβλεψε καὶ εἶδε φῶς, κατάλαβε τὴν ἔλευση τοῦ Κυρίου μέσα στὸ φῶς. Καὶ Τοῦ εἶπε:
—Ποῦ ἤσουν; Γιατί δὲν φάνηκες ἀπὸ τὴν ἀρχή, γιὰ νὰ μοῦ ἁπαλύνεις τὸν πόνο;
Κι ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε:
—Ἀντώνιε, ἐδῶ ἤμουν, ἀλλὰ περίμενα νὰ δῶ τὸ ἀγώνισμά σου.
»Ἔτσι κι ἐμεῖς πρέπει πάντοτε νὰ θυμόμαστε πὼς ὁ Κύριος παρακολουθεῖ τὸν ἀγώνα μας ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ, καὶ γι’ αὐτὸ νὰ μὴ φοβόμαστε, ἔστω καὶ ἂν μᾶς ἐπιτεθεῖ ὅλος ὁ ἅδης, ἀλλὰ νὰ εἴμαστε ἀνδρεῖοι».
«Οἱ Ἅγιοι διδάχθηκαν τὸν πόλεμο ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ. Γνώριζαν ὅτι οἱ ἐχθροὶ ἐνεργοῦν μὲ τὸ δόλωμα τῶν λογισμῶν καὶ γι’ αὐτὸ σὲ ὅλη τους τὴ ζωὴ δὲν δέχονταν τοὺς λογισμούς. Ὁ λογισμὸς στὴν ἀρχὴ ἐμφανίζεται σὰν καλός, ἀλλὰ ὕστερα ἀποσπᾶ τὸ νοῦ ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ ἀρχίζει κατόπιν νὰ περιπλέκει τὶς σκέψεις. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀπορρίπτουμε ἀμέσως κάθε λογισμό, ἔστω καὶ ἂν μᾶς φαίνεται καλός, καὶ νὰ ἔχουμε καθαρὸ τὸ νοῦ μας ἐν τῷ Θεῷ. Ἂν παρόλα αὐτὰ ἔλθει κάποιος λογισμός, τότε δὲν πρέπει νὰ μᾶς πιάνει ταραχή, ἀλλὰ μὲ μεγάλη ἐλπίδα στὸν Θεὸ νὰ μένουμε στὴν προσευχή… Δὲν πρέπει νὰ ταράζεται ὁ ἀσκητής, γιατὶ οἱ ἐχθροὶ χαίρονται καὶ μὲ τὴ σύγχυσή μας… Προσεύχεσθε καὶ ὁ λογισμὸς θὰ φύγει… Αὐτὴ εἶναι ἡ ὁδὸς τῶν Ἁγίων».
Ὁ Γέροντας ἔλεγε ὅτι ἡ ὑπερηφάνεια δὲν γνωρίζει τέλος στὶς ἀξιώσεις της: Στὰ γραπτά του ὑπάρχει ἡ ἑξῆς παραστατικὴ παραβολή:
«Ἕνας κυνηγὸς ἀγαποῦσε πολὺ νὰ περιφέρεται στὰ δάση καὶ τοὺς κάμπους γιὰ κυνήγι. Κάποια ἡμέρα κυνηγώντας γιὰ πολλὴ ὥρα ἀνέβαινε σ’ ἕνα ψηλὸ βουνὸ κι ἐπειδὴ κουράστηκε κάθισε σὲ μιὰ μεγάλη πέτρα. Βλέποντας ἕνα σμῆνος ἀπὸ πουλιὰ νὰ πετᾶ ἀπὸ τὴ μία κορυφὴ στὴν ἄλλη σκέφτηκε: “Γιατί ὁ Θεὸς δὲν ἔδωσε φτερὰ στὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ πετάει”; Ἐκείνη τὴν ὥρα ἀπὸ τὸν ἴδιο τόπο περνοῦσε ἕνας ταπεινὸς ἐρημίτης καὶ γνωρίζοντας τὶς σκέψεις τοῦ κυνηγοῦ τοῦ εἶπε:
»Συλλογίζεσαι γιατί ὁ Θεὸς δὲν σοῦ ἔδωσε φτερά. Ἀλλὰ ἂν σοῦ δώσει φτερά, πάλι δὲν θὰ εἶσαι εὐχαριστημένος καὶ θὰ πεῖς: “Τὰ φτερά μου εἶναι ἀδύνατα καὶ μ’ αὐτὰ δὲν μπορῶ νὰ πετάξω ὣς τὸν οὐρανὸ γιὰ νὰ δῶ τί ὑπάρχει ἐκεῖ”. Καὶ ἂν σοῦ δοθοῦν τέτοια δυνατὰ φτερά, ποὺ νὰ μπορέσεις νὰ ἀνεβεῖς ὣς τὸν οὐρανό, καὶ τότε θὰ εἶσαι ἀνικανοποίητος καὶ θὰ πεῖς: “Δὲν καταλαβαίνω τί γίνεται ἐδῶ”. Καὶ ἂν σοῦ δοθεῖ νὰ καταλάβεις, τότε καὶ πάλι δὲν θὰ εἶσαι εὐχαριστημένος καὶ θὰ πεῖς: “γιατί ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄγγελος”; Καὶ ἂν γίνεις ἄγγελος, τότε καὶ πάλι θὰ εἶσαι δυσαρεστημένος καὶ θὰ πεῖς: “Γιατί δὲν εἶμαι Χερουβείμ”; Καὶ ἂν γίνεις Χερουβείμ, τότε θὰ πεῖς: “Γιατί ὁ Θεὸς δὲν μὲ ἀφήνει νὰ κυβερνῶ τὸν οὐρανό”; Καὶ ἂν σοῦ δοθεῖ νὰ κυβερνᾶς τὸν οὐρανό, τότε δὲν θὰ εὐχαριστηθεῖς καί, σὰν κάποιον ἄλλον, θὰ ζητήσεις μὲ αὐθάδεια περισσότερα. Γι’ αὐτὸ πάντα νὰ ταπεινώνεσαι καὶ θὰ εἶσαι ἱκανοποιημένος μὲ ὅ,τι σοῦ δίνεται καὶ τότε θὰ ζεῖς μὲ τὸν Θεό».
Ὁ κυνηγὸς εἶδε ὅτι ὁ ἐρημίτης εἶπε τὴν ἀλήθεια καὶ εὐχαρίστησε τὸν Θεό, ἐπειδὴ τοῦ ἔστειλε τὸ μοναχό, γιὰ νὰ τὸν συνετίσει καὶ νὰ τὸν διδάξει τὸν ὁδὸ τῆς ταπεινώσεως.
Ὁ Γέροντας ὑπογράμμιζε μὲ ἐπιμονὴ ὅτι ἡ ὁδὸς τῶν ἁγίων ἔγκειται στὸ ὅτι μὲ τὴν ταπείνωση καθαρίζουν τὸ νοῦ τους ἀπὸ κάθε φαντασία:
«Ἔλεγαν οἱ Ἅγιοι: Θὰ τιμωρηθῶ στὸν ἅδη. Καὶ αὐτό, παρόλο ποὺ ἔκαναν θαύματα. Γνώριζαν ἀπὸ τὴν πείρα ὅτι, ἂν ἡ ψυχὴ καταδικάζει τὸν ἑαυτό της στὸν ἅδη, ἀλλὰ συγχρόνως ἐλπίζει στὴν εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ ἔρχεται σὲ αὐτὴν καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα μαρτυρεῖ φανερὰ τὴ σωτηρία. Μὲ τὴν αὐτοκατάκριση ἡ ψυχὴ ταπεινώνεται καὶ δὲν ὑπάρχουν πιὰ μέσα της λογισμοί, ἀλλὰ στέκεται μὲ καθαρὸ νοῦ μπροστὰ στὸν Θεό.
»Νά ἡ πνευματικὴ σοφία».
Ὁ ἄνθρωπος τρυπάει τὴ γῆ μὲ γεωτρύπανο, γιὰ νὰ ἐξορύξει πετρέλαιο ἀπὸ τὰ ἔγκατά της, καὶ πετυχαίνει τὸ σκοπό του. Μὲ τὸ λογικὸ διαπερνᾶ ὁ ἄνθρωπος τὸν οὐρανό, σκοπεύοντας νὰ ἁρπάξει τὸ πῦρ τῆς Θεότητας, ἀλλὰ ἐξαιτίας τῆς ἀλαζονίας του ὁ Θεὸς τὸν ἀπωθεῖ.
Οἱ Θεῖες θεωρίες προσφέρονται στὸν ἄνθρωπο, ὄχι ὅταν τὶς ἐπιδιώκει ἔχοντας κυρίως αὐτὲς ὡς στόχο, ἀλλὰ ὅταν ἡ ψυχὴ κατέρχεται στὸν ἅδη τῆς μετανοίας καὶ αἰσθάνεται ἀληθινὰ τὸν ἑαυτό της χειρότερο ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση. Οἱ θεωρίες, ὅμως, ποὺ κατακτῶνται μὲ τὴ βία τοῦ λογικοῦ, δὲν εἶναι ἀληθινές, δηλαδὴ θείας προελεύσεως, ἀλλὰ «κατὰ τὸ δοκοῦν». Καὶ ὅταν αὐτὸ τὸ «δοκοῦν» θεωρεῖται ὡς ἀλήθεια, τότε στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου δημιουργεῖται μιὰ κατάσταση ποὺ παρεμποδίζει ἀκόμη καὶ τὴ δυνατότητα ἐνέργειας τῆς χάριτος, δηλαδὴ τὴν ἀληθινὴ θεωρία.
Μὲ τὴ θεωρία ποὺ ἐνεργεῖ ἡ χάρη ἀποκαλύπτονται πράγματα ποὺ ὑπερβαίνουν καὶ τὴν πιὸ δημιουργικὴ φαντασία, ὅπως λέει σχετικὰ ὁ θεῖος Παῦλος: «ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη» (Αʹ Κορ. βʹ 9). Ὅταν παρόμοια μὲ τοὺς Ἀποστόλους ὁ ἄνθρωπος ἁρπαγεῖ μὲ τὴ χάρη στὴν ὅραση τοῦ Θείου Φωτός, ἔπειτα θεολογεῖ «διηγούμενος» ὅ,τι εἶδε καὶ γνώρισε. Ἡ πραγματικὴ θεολογία δὲν εἶναι ἐπινόηση τοῦ ἀνθρώπινου λογικοῦ ἢ ἀποτέλεσμα κριτικῶν μελετῶν, ἀλλὰ ἐκμυστήρευση γιὰ τὴν ἀνώτερη ἐκείνη ὕπαρξη, στὴν ὁποία εἰσῆλθε ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἄλλοτε παρέχεται καὶ λόγος γιὰ τὴν ἔκφραση τῶν βλεπομένων, ἄλλοτε ὑπάρχουν δυσκολίες στὴν ἐξεύρεση λόγων καὶ ἐννοιῶν ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ ἐκφράσουν, ἔστω καὶ κατὰ προσέγγιση, αὐτὸ ποὺ βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε γήινη εἰκόνα καὶ ἔννοια. Παρόλες, ὅμως, αὐτὲς τὶς δυσκολίες καὶ τὴν ἀναπόφευκτη ποικιλομορφία στὴν ἔκφραση, ὅποιος γνώρισε, αὐτὸς θὰ διακρίνει σὲ ὁποιαδήποτε λεκτικὴ μορφὴ τὴν αὐθεντικὴ θεωρία ἀπὸ τὴν ἀπατηλὴ θεωρία τοῦ λογικοῦ στοχασμοῦ, ὅσο μεγαλοφυὴς καὶ ἂν εἶναι αὐτός.
Πηγή
Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος (Σαχάρωφ). Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης. Μεταγλώττιση τῆς στʹ ἐκδόσεως στὴ δημοτική, δέκατη ἕκτη ἔκδοση, Ἱερὰ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας, 2015, Μέρος Αʹ «Βίος καὶ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Σιλουανοῦ», Κεφάλαιο ΣΤʹ «Τὰ εἴδη τῆς φαντασίας καὶ ὁ ἀγώνας ἐναντίον της».