ΜΕΤΑ ἀπὸ πενήντα καὶ πλέον χρόνια μοῦ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἐπαναφέρω στὴ μνήμη μου τὴν ἀκριβῆ χρονολογικὴ σειρὰ τῶν γεγονότων τοῦ ἐσωτερικοῦ μου κόσμου. Ἡ πτήση τοῦ πνεύματος στὸ νοερὸ διάστημα εἶναι ἀσύλληπτη, ὅπως εἶπε καὶ ὁ Κύριος στὴ συνομιλία Του μὲ τὸν Νικόδημο: «Τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ, καὶ τὴν φωνὴν Αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ’ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει· οὕτως ἐστὶ πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Πνεύματος» (Ἰωάν. γʹ 8).
Ἡ σκέψη μου τώρα σταματᾶ σὲ μερικὲς ἀπὸ ἐκεῖνες τὶς καταστάσεις ὀδύνης καὶ ἀπογνώσεως, ποὺ ἀργότερα ἀποδείχθηκαν γιὰ μένα αἰτία πολύτιμης γνώσεως καὶ πηγὴ δυνάμεως γιὰ τὴν ἐπιτέλεση τοῦ ἀγώνα, στὸν ὁποῖο ὅλοι μας ἔχουμε κληθεῖ. Ὅσα ἔπαθα τότε χαράχθηκαν στὸ σῶμα τῆς ζωῆς μου, ὅπως χαράζεται ἡ πέτρα ἀπὸ τὴ σμίλη, καὶ αὐτὸ μοῦ δίνει τὴ δυνατότητα νὰ μιλῶ γιὰ ὅ,τι ἔκανε σὲ μένα ἡ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἀπὸ τὰ νεανικά μου χρόνια ἡ ψυχή μου ἐξοικειώθηκε μὲ τὴν ἔννοια τῆς αἰωνιότητος. Αὐτὸ ἦταν φυσικὴ συνέπεια τῶν παιδικῶν προσευχῶν μου στὸν Ζῶντα Θεό, πρὸς τὸν Ὁποῖο ἐξεδήμησαν οἱ πάπποι καὶ οἱ προπάπποι μου, καθὼς καὶ τῶν συζητήσεων μὲ τὰ παιδιὰ μὲ τὰ ὁποῖα τότε συναναστρεφόμουν, στὰ ὁποῖα ἄρεσε νὰ μιλοῦν καὶ νὰ στοχάζονται γύρω ἀπὸ τὸ μυστήριο αὐτὸ μὲ ἀφελῆ σοβαρότητα. Ὅταν ἐνηλικιώθηκα, ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ μὲ ἀπασχολοῦσε τὸ πρόβλημα τοῦ ἀπείρου, ἐκείνου τὸ ὁποῖο μένει στὸν αἰώνα. Ἰδιαιτέρως ἐκδηλωνόταν ὁ προβληματισμὸς αὐτὸς στὶς συνομιλίες μὲ τὸν νεότερό μου ἀδελφὸ Νικόλαο (1898-1979). Ἦταν συνετότερος ἀπὸ μένα καὶ ἔμαθα πολλὰ ἀπὸ αὐτόν.
Ὅταν μάλιστα ξέσπασε ὁ Αʹ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918), τὸ πρόβλημα τῆς αἰωνιότητος κυριαρχοῦσε στὴ συνείδησή μου. Οἱ εἰδήσεις γιὰ τὶς χιλιάδες ἀθώων ἀνθρώπων ποὺ φονεύονταν στὰ πεδία τῶν μαχῶν ξεδίπλωναν μπροστά μου τὸ ἄγριο θέαμα τῆς ἀνθρώπινης τραγωδίας. Ἦταν ἀδύνατον νὰ συμβιβασθῶ μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι πλῆθος νεαρῶν ὑπάρξεων θεριζόταν βίαια, καὶ μάλιστα μὲ παράφρονη σκληρότητα. Θὰ μποροῦσα νὰ βρίσκομαι κι ἐγὼ στὴ θέση τους καὶ νὰ ἔχω ὡς σκοπὸ νὰ σκοτώνω ἄγνωστους σὲ μένα ἀνθρώπους, ποὺ κι αὐτοὶ μὲ τὴ σειρά τους θὰ ἐπεδίωκαν νὰ μὲ ἐξοντώσουν ὅσο τὸ δυνατὸν γρηγορότερα. Καὶ ἂν ἡ αὐθαιρεσία κάποιων διεστραμμένων ἐξουσιαστῶν δημιουργεῖ παρόμοιες καταστάσεις, ποῦ βρίσκεται τὸ νόημα τῆς ἐμφανίσεώς μας στὸν κόσμο αὐτό; Κι ἐγώ… γιὰ ποιόν λόγο γεννήθηκα; Μόλις τώρα ἄρχιζα νὰ συνειδητοποιῶ τὴν ἀνθρώπινη ὑπόστασή μου. Μόλις ἄναψε μέσα μου τὸ πῦρ τῶν καλῶν ἐπιθυμιῶν, ἡ ἀναζήτηση τῆς τελειότητος ποὺ χαρακτηρίζει τὴ νεότητα, ὁ ἐνθουσιασμὸς γιὰ τὸ φῶς τῆς γνώσεως ποὺ ἀγκαλιάζει τὰ πάντα. Καὶ τώρα νὰ τὰ ἐγκαταλείψει κανεὶς ὅλα αὐτά; Καὶ μάλιστα μὲ τέτοιον τρόπο; Πρὸς ὄφελος τίνος καὶ γιὰ ποιόν σκοπό; Γιὰ χάρη ποιῶν ἀξιῶν;
Ἀπὸ τὶς παιδικὲς προσευχές μου γνώριζα ὅτι οἱ προγενέστερες γενεὲς ἀπῆλθαν μὲ ἐλπίδα στὸν Θεό. Ἐκεῖνες ὅμως τὶς ἡμέρες δὲν εἶχα πιὰ τὴν παιδικὴ πίστη. Εἶμαι ἄραγε αἰώνιος, ὅπως καὶ κάθε ἄνθρωπος, ἢ μήπως ὅλοι θὰ καταλήξουμε στὸ σκοτάδι τῆς ἀνυπαρξίας; Τὸ ἐρώτημα αὐτό, ἐνῶ προηγουμένως ἦταν ἥσυχη μελέτη τοῦ νοῦ, γρήγορα ἔγινε καυτὸ σὰν ἄμορφη μάζα πυρακτωμένου μετάλλου. Μιὰ παράδοξη αἴσθηση σκήνωσε στὴ βαθειὰ καρδιά: ἡ ματαιότητα ὅλων τῶν ἐπὶ γῆς ἀποκτημάτων. Μιὰ αἴσθηση ἐντελῶς νέα, ποὺ δὲν ἔμοιαζε καθόλου μὲ ὁτιδήποτε προηγούμενο.
Ἐξωτερικά, ἐντούτοις, διατηροῦσα τὴν ἠρεμία μου. Συχνὰ γελοῦσα εὔθυμα καὶ ζοῦσα ὅπως ὅλοι ἐν γένει ζοῦν. Μ’ ἕναν εἰρηνικὸ ὅμως τρόπο κάτι ἄρχισε νὰ ἐνεργεῖται στὴν καρδιά μου, καὶ ὁ νοῦς, γυμνωμένος ἀπ’ ὅλα, συγκέντρωνε τὴν προσοχή του στὰ ἔσω.
Ἕνα γιγάντιο ἀλέτρι ἔσκαβε τὶς ἀχανεῖς ἐκτάσεις τῆς χώρας μου ἐξαλείφοντας τὶς ρίζες τοῦ παρελθόντος. Ὅλοι βρίσκονταν σὲ ἐξέγερση. Παντοῦ ἐπικρατοῦσε ἔνταση ποὺ ὑπερέβαινε τὶς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου. Πέρα ἀπὸ αὐτό, σὲ ὅλο τὸν κόσμο διαδραματίζονταν γεγονότα ποὺ σημάδευαν τὴν ἀρχὴ μιᾶς νέας ἐποχῆς στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος, ἀλλὰ τὸ πνεῦμα μου δὲν ἔδινε προσοχὴ σὲ αὐτά. Πολλὰ γκρεμίζονταν γύρω μου, ὅμως ἡ ἐσωτερική μου κατάρρευση ἦταν τὸ ἐντονότερο, γιὰ νὰ μὴν πῶ τὸ πιὸ σημαντικὸ γεγονὸς γιὰ μένα.
Γιατί αὐτό; Ἐκεῖνες τὶς ἡμέρες δὲν μποροῦσα νὰ σκέπτομαι λογικά. Οἱ σκέψεις γεννιόνταν μέσα μου, πήγαζαν ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ κατάσταση τοῦ πνεύματός μου. Ἂν πραγματικὰ πεθαίνω, δηλαδὴ βυθίζομαι στὸ «μηδέν», τότε καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι, οἱ ὅμοιοι μὲ μένα ἄνθρωποι, ἀφανίζονται τὸ ἴδιο ὁλοκληρωτικά. Ἑπομένως, ὅλα εἶναι μάταια· δὲν μᾶς δόθηκε αὐθεντικὴ ζωή. Τὰ παγκόσμια γεγονότα δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνας κακὸς ἐμπαιγμὸς τοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ ὀδύνες τοῦ πνεύματός μου προκαλοῦνταν ἀπὸ τὶς ἐξωτερικὲς καταστροφές, κι ἐγώ, μὲ φυσικὸ τρόπο, ταύτιζα τὸν γενικὸ ὄλεθρο μὲ τὰ προσωπικά μου πεπρωμένα. Ὁ θάνατός μου ἔπαιρνε μορφὴ ἀφανισμοῦ ὅλων ἐκείνων ποὺ γνώριζα καὶ μὲ τὰ ὁποῖα συνδεόμουν ὑπαρξιακά. Καὶ αὐτό, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν πόλεμο. Ὁ ἀναπόφευκτος θάνατός μου δὲν ἦταν μόνο κάποιο μικρὸ καὶ ἐντελῶς ἀσήμαντο γεγονός: «ἕνας λιγότερο». Ὄχι. Μέσα μου καὶ μαζί μου πέθαινε καθετὶ ποὺ συνέλαβε ἡ συνείδησή μου: οἱ κοντινοί μου ἄνθρωποι, τὰ παθήματα καὶ ἡ ἀγάπη τους, ὅλη ἡ ἐξέλιξη τῆς ἱστορίας, ὅλη ἡ Γῆ καὶ ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄστρα καὶ τὸ ἄπειρο διάστημα· ἀκόμη καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Δημιουργὸς τοῦ κόσμου, καὶ Αὐτὸς πέθαινε μέσα μου· ὁλόκληρο γενικὰ τὸ εἶναι καταβροχθιζόταν ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς λήθης. Ἔτσι ἀντιλαμβανόμουν τότε τὸν θάνατό μου. Τὸ Πνεῦμα ποὺ μὲ κατεῖχε μὲ ἀπέσπασε ἀπὸ τὴ γῆ καὶ μὲ ἔριξε σὲ κάποια σκοτεινὴ περιοχή, ὅπου χρόνος δὲν ὑπάρχει.
Ἡ αἰώνια λήθη, ὡς κατάσβεση τοῦ φωτὸς τῆς συνειδήσεως, μὲ βύθιζε σὲ φρίκη. Ἡ κατάσταση αὐτὴ μὲ συνέτριβε· μὲ κυρίευε παρὰ τὴ θέλησή μου. Τὰ τελούμενα γύρω μου μοῦ ὑπενθύμιζαν, μὲ ἐνοχλητικὰ ἐπίμονο τρόπο, ὅτι τὸ τέλος τῆς παγκόσμιας ἱστορίας ἦταν ἀναπόφευκτο. Ἡ θέα τῆς ἀβύσσου ἦταν διαρκῶς παροῦσα, καὶ μόνο κατὰ καιροὺς ὑποχωροῦσε, δίνοντάς μου κάποια μικρὴ ἀνάπαυση. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου, ποὺ βαθμηδὸν αὐξανόταν, ἀπέκτησε τέτοια ἔνταση, ὥστε θεωροῦσα τὸν κόσμο, ὁλόκληρο τὸ σύμπαν, ὡς ἕναν ἀντικατοπτρισμό, ἕτοιμο πάντοτε νὰ ἐξαφανισθεῖ στὴν αἰώνια ἄβυσσο τοῦ μηδενός.
Πραγματικότητα ἄλλης τάξεως, ὄχι γήινης, ἀκατάληπτης, μὲ ἐξουσίαζε, παρὰ τὶς προσπάθειές μου νὰ τὴν ἀποφύγω. Θυμᾶμαι καθαρὰ τὸν ἑαυτό μου: Στὴν καθημερινὴ ζωή μου ἤμουν ὅπως οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, ἀλλά, κατὰ καιρούς, δὲν αἰσθανόμουν τὴ γῆ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου. Τὴν ἔβλεπα μὲ τὰ μάτια, ὡς συνήθως, ἐν πνεύματι ὅμως φερόμουν ἐπάνω ἀπὸ ἀπύθμενη ἄβυσσο. Στὸ φαινόμενο αὐτὸ προστέθηκε ἀργότερα καὶ ἄλλο, ὄχι λιγότερο καταθλιπτικό: Μπροστά μου ὑψώθηκε ἕνας νοερὸς φραγμός, τὸν ὁποῖο αἰσθάνθηκα σὰν παχὺ μολύβδινο τεῖχος. Δὲν μποροῦσε νὰ τὸ διαπεράσει οὔτε μία ἀκτίνα φωτός, φωτὸς νοεροῦ, ὄχι φυσικοῦ, καθὼς καὶ τὸ τεῖχος δὲν ἦταν ὑλικό. Γιὰ ἀρκετὸν καιρὸ ὀρθωνόταν μπροστά μου καὶ μὲ βασάνιζε.
Ἀνεξάρτητα ἀπὸ κάθε ἐξωτερικὸ γεγονὸς –πόλεμο, ἀσθένειες ἢ ἄλλες παρόμοιες συμφορὲς– ἡ συνειδητοποίηση ὅτι κάποια ἡμέρα εἶμαι καταδικασμένος νὰ πεθάνω ἦταν γιὰ μένα ἀφόρητο μαρτύριο. Καὶ νά, χωρὶς κανένα συλλογισμό, ξαφνικὰ γεννήθηκε στὴν καρδιά μου ἡ σκέψη: Ἂν ὁ ἄνθρωπος εἶναι δυνατὸν νὰ πάσχει τόσο βαθιά, τότε εἶναι μέγας στὴ φύση του. Τὸ γεγονὸς ὅτι μὲ τὸν θάνατό του πεθαίνει ὅλος ὁ κόσμος, ἀκόμη καὶ ὁ Θεός, εἶναι δυνατὸν νὰ συμβαίνει μόνο, ἂν αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, ὑπὸ κάποια ἔννοια, εἶναι τὸ κέντρο τοῦ σύμπαντος. Καὶ βέβαια, μπροστὰ στὸν Θεὸ ὁ ἄνθρωπος εἶναι πολυτιμότερος ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα κτιστὰ ὄντα.
Ὁ Κύριος γνωρίζει τὴν εὐγνωμοσύνη μου πρὸς Αὐτὸν γιὰ τὸ ὅτι δὲν μὲ ἐγκατέλειψε καὶ «οὐκ ἀπέστη πάντα ποιῶν, ἕως ἐμὲ ἀνήγαγε» στὴ θεωρία τῆς Βασιλείας Του, ἔστω καὶ «ἐκ μέρους» (πρβλ. ἀναφορὰ Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου καὶ Αʹ Κορ. ιγʹ 9-12). Ὤ, τί φρικτὰ καὶ εὐλογημένα ἐκεῖνα τὰ χρόνια! Δὲν θὰ τολμοῦσε κανεὶς νὰ πορευθεῖ θεληματικὰ μέσα ἀπὸ τέτοιες δοκιμασίες.
Θυμᾶμαι τώρα τὸν κοσμοναύτη ἐκεῖνο ποὺ ἀπεγνωσμένα φώναζε πρὸς τὴ γῆ νὰ τὸν σώσουν ἀπὸ τὸν θάνατο στὸ διάστημα. Οἱ δέκτες ἔπιαναν τοὺς λυγμούς του, ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ τὸν βοηθήσει. Νομίζω ὅτι θὰ ἦταν ἐπιτρεπτό, μέχρις ἑνὸς σημείου, νὰ παραλληλίσω ἐκεῖνο ποὺ ἔπαθε ὁ δύστυχος κοσμοναύτης μὲ αὐτὸ ποὺ ζοῦσα τὴν ὥρα τῆς πτώσης μου στὴ σκοτεινὴ ἄβυσσο. Παρ’ ὅλα αὐτά, τὸ πνεῦμα μου δὲν στρεφόταν πρὸς τὴ γῆ, ἀλλὰ πρὸς Ἐκεῖνον, τὸν Ὁποῖο δὲν γνώριζα ἀκόμη, γιὰ τὴν Ὕπαρξη τοῦ Ὁποίου ὅμως ἤμουν βέβαιος. Δὲν Τὸν γνώριζα, ἀλλὰ μὲ ἀκατάληπτο τρόπο ἦταν μαζί μου, ἔχοντας ὅλα τὰ μέσα γιὰ τὴ σωτηρία μου. Αὐτὸς πληροῖ τὰ πάντα, ἀπὸ μένα ὅμως κρυβόταν, κι ἐγὼ ἔβλεπα τὸν θάνατο ὄχι στὸ σῶμα, ὄχι στὴ γήινη μορφή του, ἀλλὰ στὴν αἰωνιότητα.
Ἔτσι, «μὲ ἀρνητικὴ μορφή», ἀποκαλύπτονταν μέσα μου τὰ βάθη τοῦ Εἶναι. Ὁ ὑλικὸς κόσμος «ἔχανε» τὴ συνοχή του καὶ ὁ χρόνος τὴ διάρκειά του. Ἔπασχα πολύ, χωρὶς νὰ κατανοῶ αὐτὸ ποὺ συνέβαινε μέσα μου. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ δὲν εἶχα ἀκόμη καμιὰ γνώση γιὰ τὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιὰ τὶς ἐμπειρίες τους. Ἀποτέλεσμα τοῦ τόσο οὐσιαστικοῦ αὐτοῦ κενοῦ στὶς γνώσεις μου ἦταν ἡ στροφή μου πρὸς τὴ μυστικὴ φιλοσοφία τῆς μὴ χριστιανικῆς Ἀνατολῆς. Εἶχα τὴν ἐλπίδα, μέσα στὴν ἀφροσύνη μου, ὅτι ἐκεῖ θὰ ἔβρισκα διέξοδο ἀπὸ τὸ βάραθρο στὸ ὁποῖο καταποντιζόμουν. Ἡ παρέκκλιση αὐτὴ μ’ ἔκανε νὰ χάσω ὄχι λίγο πολύτιμο χρόνο. Ὡστόσο, μετὰ παρέλευση πολλῶν ἐτῶν, ἀφοῦ ἐπανειλημμένα ὑπέφερα τὴν ἐγκατάλειψη τῆς χάριτος ἀπὸ λογισμοὺς κενοδοξίας, κάποτε σκεπτόμουν: «Μεγάλη συμφορὰ ἡ πνευματικὴ ἀμάθεια»! Στὴν περίπτωσή μου ὅμως, αὐτὴ ἀκριβῶς ἡ ἄγνοια συνετέλεσε στὸ νὰ μπορέσω νὰ ἀντέξω γιὰ πολλὰ χρόνια τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ μου, ποὺ πλούσια χύθηκε πάνω μου: τὴ χάρη τῆς μνήμης τοῦ θανάτου, τὴν ὁποία ἰδιαιτέρως τονίζουν οἱ ἅγιοι Πατέρες. Πραγματικά, ὅταν ἀνακάλυψα τὰ ἀσκητικὰ ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι τόσο ἐξυμνοῦν τὸ μεγαλεῖο τῆς δωρεᾶς αὐτῆς, διέτρεξα τὸν κίνδυνο νὰ χάσω τὴ συνείδηση τῆς μηδαμινότητός μου, τὴν ὁποία μέχρι τότε εἶχα ἀφομοιώσει.
Σ’ ἐκείνη τὴν ἀλησμόνητη περίοδο τῆς ζωῆς μου, ποὺ δὲν ἦταν καθόλου ἁπλὴ καὶ εὔκολη, πολλὲς φορὲς δοκιμάσθηκα ἀπὸ φρικτοὺς λογισμοὺς ὀργῆς κατὰ τοῦ Πλαστουργοῦ μου. Ἐξαντλημένος ἀπὸ τὴν ἀδυναμία μου νὰ κατανοήσω ὅσα συνέβαιναν ἐντός μου, ἄρχιζα πάλη μὲ τὸν Θεό. Τὸν θεωροῦσα Ἐχθρικὸ Δυνάστη, «ὁ Ὁποῖος μὲ τυραννικὴ ἐξουσία μὲ κάλεσε ἀπὸ τὸ μηδέν» (Πούσκιν). Καὶ ἐπειδὴ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν μία καὶ τὴν αὐτὴ ὀντολογικὴ ρίζα, πρόβαλλα τὶς προσωπικές μου καταστάσεις σὲ ὅλους. Τὸ μικρό μου μυαλὸ «ἐπαναστατοῦσε» ἐν ὀνόματι ὅλων ἐκείνων ποὺ ἐμπαίχθηκαν ἀπὸ τὸ μάταιο δῶρο τῆς ζωῆς αὐτῆς, καὶ λυπόμουν γιατὶ δὲν εἶχα τὸ κατάλληλο σπαθὶ νὰ κομματιάσω τὴν «ἐπικατάρατη γῆ» (πρβλ. Γέν. γʹ 17), κι ἔτσι νὰ βάλω τέρμα στὸν ἀποτρόπαιο αὐτὸ παραλογισμό… Καὶ ἄλλες, ὄχι λίγες παρόμοιες ἀνόητες σκέψεις ἔρχονταν στὸν νοῦ μου, ἀλλὰ νομίζω ὅτι αὐτὲς οἱ δύο ὑπῆρξαν οἱ πιὸ ἀκραῖες.
Εὐτυχῶς ἡ πικρία αὐτὴ ποτὲ δὲν εἰσχώρησε στὴ «βαθεῖα καρδία»· ὁ χῶρος ἐκεῖ ἦταν ἤδη κατειλημμένος. Ἄγνωστο ποῦ, στὸ πνεῦμα μου, μακριὰ ἀπὸ κάθε παροξυσμὸ ἀπογνώσεως, παρέμενε κάποια ἐλπίδα: Ὁ Παντοδύναμος δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο ἀγαθός. Ἂν δὲν ἦταν ἔτσι, τότε πῶς γεννιόταν μέσα μου ἡ ἰδέα τοῦ Ἀγαθοῦ Ὄντος; Καὶ ἡ ἐσωτερική μου ἀκοὴ συγκεντρωνόταν σὲ κάτι ἀψηλάφητο καὶ ταυτόχρονα πραγματικό.
Δὲν θὰ μπορέσω ποτὲ νὰ ἐκφράσω μὲ λόγια τὸν ἰδιόμορφο πλοῦτο τῶν ἡμερῶν ἐκείνων, ὅταν ὁ Κύριος, παραβλέποντας τὶς διαμαρτυρίες μου, μὲ ἅρπαξε στὰ δυνατά Του χέρια καὶ μὲ ὀργή, ἂν μποροῦμε νὰ ποῦμε ἔτσι, μὲ ἔριξε στὸ ἄπειρο τοῦ κόσμου ποὺ ἔπλασε. Τί νὰ πῶ; Ἦταν σκληρὸς ὁ τρόπος, ἀλλὰ μοῦ ἀποκάλυψε ὁρίζοντες ἑνὸς ἄλλου Εἶναι. Οἱ ὀδυνηρὲς περιπέτειές μου ἦταν ἀληθινὰ «πορεία διὰ βασάνων».
Ὁ πόλεμος μὲ τὴ Γερμανία πλησίαζε πρὸς τὸ θλιβερὸ γιὰ τὴ Ρωσία τέλος. Λίγους μῆνες νωρίτερα ξέσπασε ἄλλος πόλεμος, ὁ ἐμφύλιος, ἀπὸ πολλὲς ἀπόψεις φοβερότερος ἀπὸ τὸν προηγούμενο. Τὸ θέαμα τῆς τραγικότητος τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης τυπώθηκε, κατὰ κάποιον τρόπο, στὴν ψυχή μου, καὶ ἡ μνήμη τοῦ θανάτου δὲν μὲ ἐγκατέλειπε, ὅπου καὶ ἂν βρισκόμουν. Ἤμουν «διχασμένος» παράδοξα: τὸ πνεῦμα μου παρέμενε μέσα σ’ ἐκείνη τὴ μυστηριώδη καὶ ἀπερίγραπτη σφαίρα, ἐνῶ ἡ λογικὴ καὶ ὁ ψυχισμός μου ζοῦσαν, ὅπως φαινόταν, τὴ συνηθισμένη καθημερινὴ ζωή, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι.
Βιαζόμουν νὰ ζήσω. Φοβόμουν μὴ τυχὸν χάσω ἔστω καὶ μία ὥρα· ποθοῦσα νὰ ἀποκτήσω ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερες γνώσεις, ὄχι μόνο στὸν χῶρο τῆς τέχνης μου ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλους ἐν γένει τοὺς τομεῖς. Ἐργαζόμουν σκληρὰ ὡς ζωγράφος στὸ εὐρύχωρο καὶ ἥσυχο ἐργαστήριό μου. Ἔκανα πολλὰ ταξίδια στὴ Ρωσία καὶ στὴν Εὐρώπη. Ἔζησα γιὰ μῆνες στὴν Ἰταλία καὶ Γερμανία πρὶν ἐγκατασταθῶ στὴ Γαλλία, ὅπου γνωρίσθηκα μὲ πολλὰ πρόσωπα ποὺ ἀνῆκαν κυρίως στὸν κόσμο τῶν Καλῶν Τεχνῶν, ἀλλὰ ποτὲ δὲν εἶπα σὲ κάποιον ἔστω κι ἕναν λόγο γιὰ τὴν «παράλληλη» ζωὴ τοῦ πνεύματός μου· τίποτε μέσα μου δὲν μὲ παρακινοῦσε σὲ μιὰ τέτοια ἐξαγόρευση. Αὐτὸ ποὺ συνέβαινε μέσα μου πήγαζε ἀπὸ κάποια ἀρχὴ ἀνώτερη ἀπὸ μένα, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴ θέληση ἢ τὴν πρωτοβουλία μου. Δὲν καταλάβαινα τί συνέβαινε· καὶ ὅμως, αὐτὸ ἦταν γιὰ μένα ἱερό.
Τὸ κάλλος τοῦ ὁρατοῦ κόσμου, συνδυαζόμενο μὲ τὸ θαῦμα τῆς [καλλιτεχνικῆς-αἰσθητικῆς] ἀφύπνισης ποὺ προκαλεῖ, μὲ αἰχμαλώτιζε. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὴν ὁρατὴ πραγματικότητα, ἐπεδίωκα στὴν καλλιτεχνική μου ἐργασία νὰ αἰσθανθῶ τὴν ἀόρατη, ὑπερβατικὴ πραγματικότητα, ἡ ὁποία μοῦ ἔδινε στιγμὲς λεπτῆς ἀπολαύσεως. Ὡστόσο ἔφθασε καιρός, ποὺ ἡ μνήμη τοῦ θανάτου ἔγινε ἐντονότερη καὶ ἦρθε σὲ ἀποφασιστικὴ σύγκρουση μὲ τὸ πάθος μου γιὰ τὴ ζωγραφική. Ἡ περίοδος τῆς κρίσεως δὲν ἦταν σύντομη οὔτε εὔκολη. Κι ἐγώ, κατὰ κάποιον τρόπο, ἔγινα πεδίο πάλης σὲ δύο ἐπίπεδα: Ἡ χάρη τῆς μνήμης τοῦ θανάτου δὲν συγκατέβαινε στὴ γῆ, ἀλλὰ μὲ καλοῦσε σὲ ἀνώτερες σφαῖρες. Ἡ τέχνη, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐπινοοῦσε τρόπους γιὰ νὰ παρουσιασθεῖ ὡς κάτι ὑψηλότερο, πέρα ἀπὸ τὸ γήινο ἐπίπεδο, καὶ ἱκανὴ στὰ καλύτερα ἐπιτεύγματά της νὰ ἐπιτρέψει τὴν ψηλάφηση τῆς αἰωνιότητος. Ὅλες οἱ προσπάθειές της ἀποδείχθηκαν μάταιες· τὸ ἄνισο τῆς πάλης ἦταν ὁλοφάνερο καὶ στὸ τέλος νίκησε ἡ προσευχή. Αἰσθανόμουν ἀκινητοποιημένος ἀνάμεσα στὴν πρόσκαιρη μορφὴ ὑπάρξεως καὶ στὴν αἰωνιότητα. Ἐκεῖνο τὸν καιρό, ἡ τελευταία στεκόταν μπροστά μου μὲ τὴν «ἀρνητική» της μορφή: Ὁ θάνατος κάλυπτε τὸ πᾶν.
Εἶναι ἀδύνατον νὰ διηγηθοῦμε ἐδῶ ὅλες τὶς μορφὲς μὲ τὶς ὁποῖες ἡ ἐξαφάνιση κάθε ζωῆς, ὅπως ἐγὼ τὴν ἔβλεπα, ἐμφανιζόταν στὸ πνεῦμα μου. Θυμᾶμαι καθαρὰ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ χαρακτηριστικὰ ἐπεισόδια τῶν ἡμερῶν ἐκείνων: Διάβαζα καθισμένος στὸ γραφεῖο μου ἀκουμπώντας τὸ κεφάλι μου στὸ χέρι, καὶ ξαφνικὰ αἰσθάνθηκα νὰ κρατῶ τὸ κρανίο μου καὶ νὰ τὸ παρατηρῶ νοερὰ ἀπὸ ἔξω. Ἀπὸ φυσικὴ ἄποψη ἤμουν ἀκόμη νέος, καὶ γενικὰ ὑγιής. Χωρὶς νὰ καταλαβαίνω τί μοῦ συνέβαινε, προσπαθοῦσα νὰ ἀπαλλαγῶ ἀπὸ κάθε ἐρέθισμα ποὺ σταματοῦσε τὴν εἰρηνικὴ πορεία τῆς ἐργασίας μου. Ἤρεμα εἶπα στὸν ἑαυτό μου: «Ἔχω ἀκόμη μπροστά μου ὁλόκληρη ζωή· ἴσως σαράντα καὶ περισσότερα χρόνια γεμάτα δραστηριότητα…». Καὶ τί συνέβη; Ξαφνικὰ ἦρθε μία ἀπάντηση ποὺ δὲν τὴν ἐπινόησα: «Καὶ ἂν ἀκόμη ζήσεις καὶ χίλια χρόνια… ἔπειτα τί»; Καὶ τὰ χίλια χρόνια ἔπαιρναν τέλος στὴ συνείδησή μου, πρὶν ἀκόμη ὁ λογισμὸς πάρει μορφή.
Καθετὶ τὸ φθαρτὸ ἐμφανιζόταν σὰν νὰ μὴν ἔχει γιὰ μένα ἀξία. Ὅταν κοίταζα τοὺς ἀνθρώπους, πρὶν ἀκόμη σκεφθῶ κάτι γι’ αὐτούς, τοὺς ἔβλεπα ὑπὸ τὸ κράτος τοῦ θανάτου, νὰ πεθαίνουν, καὶ ἡ καρδιά μου γέμιζε συμπόνια γι’ αὐτούς. Δὲν ἐπιθυμοῦσα οὔτε δόξα ἀπὸ τοὺς «θνητοὺς» οὔτε ἐξουσία πάνω τους· δὲν περίμενα τὴν ἀγάπη τους. Περιφρονοῦσα τὸν ὑλικὸ πλοῦτο καὶ δὲν ἐκτιμοῦσα ἰδιαίτερα τὴ διανόηση, ἐπειδὴ ἦταν ἀνίκανη νὰ δώσει ἀπάντηση στὴν ἀναζήτησή μου. Ἂν μοῦ πρότειναν αἰῶνες εὐτυχισμένης ζωῆς, δὲν θὰ τοὺς δεχόμουν. Τὸ πνεῦμα μου ἀπαιτοῦσε αἰώνια ζωὴ καὶ ἡ αἰωνιότητα, ὅπως ἀντιλήφθηκα ἀργότερα, στεκόταν μπροστά μου καὶ μὲ ἀναγεννοῦσε πραγματικά. Ἤμουν τυφλός, χωρὶς ἐπίγνωση. Ἡ αἰωνιότητα χτυποῦσε τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς μου, ποὺ ἦταν ἀπὸ φόβο κλεισμένη στὸν ἑαυτό της (βλ. Ἀποκ. γʹ 18-20).
Πόσο ὑπέφερα! Πουθενὰ ὅμως δὲν ὑπῆρχε ἄλλη διέξοδος, παρὰ στὴν προσευχὴ ποὺ ἀναγεννήθηκε μέσα μου· προσευχὴ στὸν Ἄγνωστο ἀκόμη, ἢ μᾶλλον Λησμονημένο ἀπὸ μένα. Πύρινη προσευχὴ μὲ τύλιξε στοὺς κόλπους της καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια δὲν μ’ ἐγκατέλειπε οὔτε στὴν κατάσταση τῆς ἐγρήγορσης οὔτε τοῦ ὕπνου. Τὸ μαρτύριό μου ἦταν παρατεταμένο. Ἔφθασα μέχρι τὴν πλήρη ἐξάντληση τῶν δυνάμεών μου. Τότε, ἐντελῶς ἀπροσδόκητα γιὰ μένα, κάτι λεπτὸ σὰν βελόνι διαπέρασε τὸ πάχος τοῦ μολύβδινου τείχους καί, ἀπὸ τὴν τριχοειδῆ σχισμὴ ποὺ δημιουργήθηκε, διείσδυσε μιὰ ἀκτίνα Φωτός.
Ὁ ἀσθενὴς συχνὰ δὲν γνωρίζει ἀπὸ ποιά ἀσθένεια πάσχει, γι’ αὐτὸ καὶ ἐκθέτει στὸν ἰατρὸ ὅ,τι ὑποκειμενικὰ αἰσθάνεται, περιμένοντας νὰ μάθει τὴν ἀντικειμενικὴ διάγνωση. Ἔτσι κι ἐγώ, διηγοῦμαι ἁπλῶς τὴν «ὑποκειμενικὴ» ἱστορία τῆς ἐμπειρίας ποὺ βίωσα.
Στοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας συνάντησα τὴ διδασκαλία γι’ αὐτὴ τὴ μορφὴ τῆς χάριτος. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι ἰδιαίτερη κατάσταση τοῦ πνεύματός μας, ἐντελῶς διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ φυσικὴ γνώση ὅτι κάποια ἡμέρα θὰ πεθάνουμε. Ἡ θαυμαστὴ αὐτὴ μνήμη ἐλευθερώνει τὸ πνεῦμα μας ἀπὸ τὴν ἕλξη τοῦ κόσμου. Εἶναι δύναμη ποὺ κατέρχεται Ἄνωθεν, γι’ αὐτὸ ἀνεβάζει κι ἐμᾶς πάνω ἀπὸ τὰ πάθη τῆς γῆς, μᾶς ἐλευθερώνει ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῶν προσκαίρων ἐπιθυμιῶν καὶ προσκολλήσεων κι ἔτσι, μὲ φυσικὸ τρόπο, ἐγκαινίζει μέσα μας τὴν ἁγία ζωή. Ἂν καὶ μὲ ἀρνητικὴ μορφή, μᾶς συνδέει ὡστόσο ἄρρηκτα μὲ τὸν Αἰώνιο.
Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου μᾶς δίνει τὴν πείρα τῆς ἀπάθειας, ὄχι ὅμως ἀκόμη στὴ θετική της μορφή, ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται ὡς παντεξουσία τῆς Θείας ἀγάπης· οὔτε καθαρὰ ἀρνητικὸ χαρακτήρα ἔχει, δηλαδὴ δὲν εἶναι ἀντίθετη πρὸς τὴν ἀγάπη. Σταματᾶ τὴν ἐνέργεια τῶν παθῶν, κι ἔτσι θεμελιώνει τὴν ἀρχὴ μιᾶς ριζικῆς ἀλλαγῆς τοῦ ὅλου τρόπου τῆς ὑπάρξεως, τῆς δράσεώς μας καὶ τῆς θεωρήσεως ὅλων τῶν πραγμάτων. Τὸ γεγονὸς ὅτι μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ζήσουμε τὸν θάνατό μας ὡς τὸ τέλος ὅλης τῆς κτίσεως ἐπαληθεύει τὴν ἀποκάλυψη ποὺ μᾶς δόθηκε, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, καὶ συνεπῶς εἶναι ἱκανὸς νὰ περιλάβει μέσα του καὶ τὸν Θεὸ καὶ τὸν κτιστὸ κόσμο. Αὐτὸ ἀποτελεῖ καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς συγκεκριμενοποίησης μέσα μας τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς. Ἡ ἐμπειρία αὐτὴ προετοιμάζει τὸ πνεῦμα μας γιὰ τὴν ὀντολογικὴ πρόσληψη τῆς χριστιανικῆς Ἀποκαλύψεως καὶ γιὰ τὴ Θεολογία ἐκείνη ποὺ ἔχει ὡς βάση τὴν ἐμπειρία ἑνὸς ἄλλου Εἶναι.
Ὅταν μὲ τὴ δύναμη τῆς μνήμης τοῦ θανάτου ὅλο τὸ εἶναι μου μεταφέρθηκε στὸ ἐπίπεδο τῆς αἰωνιότητος, τότε ἔσβησε, μὲ φυσικὸ τρόπο, τὸ νεανικό μου πάθος γιὰ τὴν τέχνη ποὺ μὲ ἐξουσίαζε ὡς δοῦλο. Στενὴ καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς τῆς πίστεώς μας: Ὅλη ἡ ζωή μας καλύπτεται ἀπὸ πληγὲς σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα, καὶ ὁ πόνος φθάνει ἕως ἐκεῖνο τὸ ὅριο, ὅπου ὁ νοῦς ποὺ πάσχει σιωπᾶ σὲ κατάσταση ἐντατικῆς παραμονῆς ἔξω ἀπὸ τὸν χρόνο. Ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν ὀντολογικὴ αὐτὴ θεωρία ἀνακαλύπτουμε στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς ἕτοιμους ἤδη λογισμούς, ποὺ δὲν τοὺς ἐπινοήσαμε ἐμεῖς· στοὺς λογισμοὺς αὐτοὺς περιέχεται ἡ πρόγευση περαιτέρω ἀποκαλύψεων γιὰ τὸν Θεό. Τὸ χαρισματικὸ αὐτὸ δῶρο δὲν μπορεῖ νὰ περιγραφεῖ μὲ τὰ τετριμμένα μας λόγια. Ἡ πείρα διδάσκει ὅτι τὸ δῶρο αὐτὸ δὲν ἀφομοιώνεται διαφορετικὰ παρὰ μόνο μὲ μακροχρόνια διαδικασία ὁλοκληρωτικῆς κενώσεως. Τότε, πέρα ἀπὸ κάθε προσδοκία, ἔρχεται τὸ Ἄκτιστο Φῶς καὶ θεραπεύει κάθε τραῦμα. Ὅταν μᾶς ἐπισκεφθεῖ τὸ Φῶς αὐτό, ἡ «στενὴ» ὁδὸς ποὺ διανύσαμε παρουσιάζεται ὡς ὁμοίωση μὲ τὴν Κένωση τοῦ Χριστοῦ, διὰ τῆς ὁποίας παρέχεται καὶ σὲ μᾶς ἡ υἱοθεσία ἀπὸ τὸν Θεὸ Πατέρα.
Ἀνάλογα μὲ τὸ μέτρο τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Ἀπολύτου Εἶναι σὲ μᾶς, αἰσθανόμαστε ὅλο καὶ ἐντονότερα τὴ μηδαμινότητα καὶ τὴ ρυπαρότητά μας. Καὶ αὐτὸ εἶναι φρικτό. Παρ’ ὅλα αὐτὰ λυπᾶμαι, γιατὶ στὸ βαθὺ γῆρας μου ἡ ἔνταση τῆς εὐλογημένης αὐτῆς καταστάσεως μειώθηκε μέσα μου. Ὁ Κύριος, μέσα στὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους Του, εὐδόκησε νὰ ζήσω, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν καταλάβαινα τίποτε: Στὸν Θεὸ τὸ καθετὶ εἶναι ἰδιάζον. Ἐκεῖνος ὅμως δὲν μὲ ἐγκατέλειψε μέχρι τέλους στὸ σκοτάδι. Μὲ ὁδήγησε στὰ πόδια τοῦ εὐλογημένου Σιλουανοῦ, καὶ τότε εἶδα ὅτι ὅλη ἡ προγενέστερη πείρα μου μὲ προετοίμασε γιὰ τὴν κατανόηση τῆς διδαχῆς του.
«Εἴη τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων!».
Πηγή
Ἀρχιμανδρίτης Σωφρόνιος (Σαχάρωφ). Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι. Ἕκτη ἔκδοση, μετάφραση ἀπὸ τὰ ρωσικὰ Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία, Ἱερὰ Πατριαρχικὴ καὶ Σταυροπηγιακὴ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου, Ἔσσεξ Ἀγγλίας 2014, Κεφάλαιο Αʹ «Ἡ χάρη τῆς μνήμης τοῦ θανάτου».