Ἡ χάρη τῆς μνήμης τοῦ θανάτου Τοῦ ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ)

ΜΕΤΑ ἀπὸ πε­νήν­τα καὶ πλέον χρό­νια μοῦ εἶναι ἀδύ­να­τον νὰ ἐπα­να­φέ­ρω στὴ μνήμη μου τὴν ἀκρι­βῆ χρο­νο­λο­γι­κὴ σειρὰ τῶν γε­γο­νό­των τοῦ ἐσω­τε­ρι­κοῦ μου κό­σμου. Ἡ πτήση τοῦ πνεύ­μα­τος στὸ νοερὸ διά­στη­μα εἶναι ἀσύλ­λη­πτη, ὅπως εἶπε καὶ ὁ Κύ­ριος στὴ συ­νο­μι­λία Του μὲ τὸν Νι­κό­δη­μο: «Τὸ πνεῦ­μα ὅπου θέλει πνεῖ, καὶ τὴν φωνὴν Αὐτοῦ ἀκού­εις, ἀλλ’ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρ­χε­ται καὶ ποῦ ὑπά­γει· οὕτως ἐστὶ πᾶς ὁ γε­γεν­νη­μέ­νος ἐκ τοῦ Πνεύ­μα­τος» (Ἰωάν. γʹ 8).

Ἡ σκέψη μου τώρα στα­μα­τᾶ σὲ με­ρι­κὲς ἀπὸ ἐκεῖ­νες τὶς κα­τα­στά­σεις ὀδύ­νης καὶ ἀπο­γνώ­σε­ως, ποὺ ἀρ­γό­τε­ρα ἀπο­δεί­χθη­καν γιὰ μένα αἰτία πο­λύ­τι­μης γνώ­σε­ως καὶ πηγὴ δυ­νά­με­ως γιὰ τὴν ἐπι­τέ­λε­ση τοῦ ἀγώνα, στὸν ὁποῖο ὅλοι μας ἔχου­με κλη­θεῖ. Ὅσα ἔπαθα τότε χα­ρά­χθη­καν στὸ σῶμα τῆς ζωῆς μου, ὅπως χα­ρά­ζε­ται ἡ πέτρα ἀπὸ τὴ σμίλη, καὶ αὐτὸ μοῦ δίνει τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ μιλῶ γιὰ ὅ,τι ἔκανε σὲ μένα ἡ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ.
Ἀπὸ τὰ νε­α­νι­κά μου χρό­νια ἡ ψυχή μου ἐξοι­κειώ­θη­κε μὲ τὴν ἔν­νοια τῆς αἰ­ω­νιό­τη­τος. Αὐτὸ ἦταν φυ­σι­κὴ συ­νέ­πεια τῶν παι­δι­κῶν προ­σευ­χῶν μου στὸν Ζῶντα Θεό, πρὸς τὸν Ὁποῖο ἐξε­δή­μη­σαν οἱ πάπ­ποι καὶ οἱ προ­πάπ­ποι μου, καθὼς καὶ τῶν συ­ζη­τή­σε­ων μὲ τὰ παι­διὰ μὲ τὰ ὁποῖα τότε συ­να­να­στρε­φό­μουν, στὰ ὁποῖα ἄρεσε νὰ μι­λοῦν καὶ νὰ στο­χά­ζον­ται γύρω ἀπὸ τὸ μυ­στή­ριο αὐτὸ μὲ ἀφελῆ σο­βα­ρό­τη­τα. Ὅταν ἐνη­λι­κιώ­θη­κα, ὅλο καὶ πιὸ συχνὰ μὲ ἀπα­σχο­λοῦ­σε τὸ πρό­βλη­μα τοῦ ἀπεί­ρου, ἐκεί­νου τὸ ὁποῖο μένει στὸν αἰώνα. Ἰδιαι­τέ­ρως ἐκ­δη­λω­νό­ταν ὁ προ­βλη­μα­τι­σμὸς αὐτὸς στὶς συ­νο­μι­λί­ες μὲ τὸν νε­ό­τε­ρό μου ἀδελ­φὸ Νι­κό­λαο (1898-1979). Ἦταν συ­νε­τό­τε­ρος ἀπὸ μένα καὶ ἔμαθα πολλὰ ἀπὸ αὐτόν.
Ὅταν μά­λι­στα ξέ­σπα­σε ὁ Αʹ Παγ­κό­σμιος Πό­λε­μος (1914-1918), τὸ πρό­βλη­μα τῆς αἰ­ω­νιό­τη­τος κυ­ριαρ­χοῦ­σε στὴ συ­νεί­δη­σή μου. Οἱ εἰ­δή­σεις γιὰ τὶς χι­λιά­δες ἀθώων ἀν­θρώ­πων ποὺ φο­νεύ­ον­ταν στὰ πεδία τῶν μαχῶν ξε­δί­πλω­ναν μπρο­στά μου τὸ ἄγριο θέαμα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης τρα­γω­δί­ας. Ἦταν ἀδύ­να­τον νὰ συμ­βι­βα­σθῶ μὲ τὸ γε­γο­νὸς ὅτι πλῆ­θος νε­α­ρῶν ὑπάρ­ξε­ων θε­ρι­ζό­ταν βίαια, καὶ μά­λι­στα μὲ πα­ρά­φρο­νη σκλη­ρό­τη­τα. Θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ βρί­σκο­μαι κι ἐγὼ στὴ θέση τους καὶ νὰ ἔχω ὡς σκοπὸ νὰ σκο­τώ­νω ἄγνω­στους σὲ μένα ἀν­θρώ­πους, ποὺ κι αὐτοὶ μὲ τὴ σειρά τους θὰ ἐπε­δί­ω­καν νὰ μὲ ἐξον­τώ­σουν ὅσο τὸ δυ­να­τὸν γρη­γο­ρό­τε­ρα. Καὶ ἂν ἡ αὐ­θαι­ρε­σία κά­ποιων διε­στραμ­μέ­νων ἐξου­σια­στῶν δη­μιουρ­γεῖ πα­ρό­μοιες κα­τα­στά­σεις, ποῦ βρί­σκε­ται τὸ νόημα τῆς ἐμ­φα­νί­σε­ώς μας στὸν κόσμο αὐτό; Κι ἐγώ… γιὰ ποιόν λόγο γεν­νή­θη­κα; Μόλις τώρα ἄρ­χι­ζα νὰ συ­νει­δη­το­ποιῶ τὴν ἀν­θρώ­πι­νη ὑπό­στα­σή μου. Μόλις ἄναψε μέσα μου τὸ πῦρ τῶν καλῶν ἐπι­θυ­μιῶν, ἡ ἀνα­ζή­τη­ση τῆς τε­λειό­τη­τος ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζει τὴ νε­ό­τη­τα, ὁ ἐν­θου­σια­σμὸς γιὰ τὸ φῶς τῆς γνώ­σε­ως ποὺ ἀγ­κα­λιά­ζει τὰ πάντα. Καὶ τώρα νὰ τὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψει κα­νεὶς ὅλα αὐτά; Καὶ μά­λι­στα μὲ τέ­τοιον τρόπο; Πρὸς ὄφε­λος τίνος καὶ γιὰ ποιόν σκοπό; Γιὰ χάρη ποιῶν ἀξιῶν;
Ἀπὸ τὶς παι­δι­κὲς προ­σευ­χές μου γνώ­ρι­ζα ὅτι οἱ προ­γε­νέ­στε­ρες γε­νε­ὲς ἀπῆλ­θαν μὲ ἐλ­πί­δα στὸν Θεό. Ἐκεῖ­νες ὅμως τὶς ἡμέ­ρες δὲν εἶχα πιὰ τὴν παι­δι­κὴ πίστη. Εἶμαι ἄραγε αἰ­ώ­νιος, ὅπως καὶ κάθε ἄν­θρω­πος, ἢ μήπως ὅλοι θὰ κα­τα­λή­ξου­με στὸ σκο­τά­δι τῆς ἀνυ­παρ­ξί­ας; Τὸ ἐρώ­τη­μα αὐτό, ἐνῶ προ­η­γου­μέ­νως ἦταν ἥσυχη με­λέ­τη τοῦ νοῦ, γρή­γο­ρα ἔγινε καυτὸ σὰν ἄμορ­φη μάζα πυ­ρα­κτω­μέ­νου με­τάλ­λου. Μιὰ πα­ρά­δο­ξη αἴ­σθη­ση σκή­νω­σε στὴ βα­θειὰ καρ­διά: ἡ μα­ταιό­τη­τα ὅλων τῶν ἐπὶ γῆς ἀπο­κτη­μά­των. Μιὰ αἴ­σθη­ση ἐν­τε­λῶς νέα, ποὺ δὲν ἔμοια­ζε κα­θό­λου μὲ ὁτι­δή­πο­τε προ­η­γού­με­νο.
Ἐξω­τε­ρι­κά, ἐν­τού­τοις, δια­τη­ροῦ­σα τὴν ἠρε­μία μου. Συχνὰ γε­λοῦ­σα εὔ­θυ­μα καὶ ζοῦσα ὅπως ὅλοι ἐν γένει ζοῦν. Μ’ ἕναν εἰ­ρη­νι­κὸ ὅμως τρόπο κάτι ἄρ­χι­σε νὰ ἐνερ­γεῖ­ται στὴν καρ­διά μου, καὶ ὁ νοῦς, γυ­μνω­μέ­νος ἀπ’ ὅλα, συγ­κέν­τρω­νε τὴν προ­σο­χή του στὰ ἔσω.
Ἕνα γι­γάν­τιο ἀλέ­τρι ἔσκα­βε τὶς ἀχα­νεῖς ἐκτά­σεις τῆς χώρας μου ἐξα­λεί­φον­τας τὶς ρίζες τοῦ πα­ρελ­θόν­τος. Ὅλοι βρί­σκον­ταν σὲ ἐξέ­γερ­ση. Παν­τοῦ ἐπι­κρα­τοῦ­σε ἔν­τα­ση ποὺ ὑπε­ρέ­βαι­νε τὶς δυ­νά­μεις τοῦ ἀν­θρώ­που. Πέρα ἀπὸ αὐτό, σὲ ὅλο τὸν κόσμο δια­δρα­μα­τί­ζον­ταν γε­γο­νό­τα ποὺ ση­μά­δευαν τὴν ἀρχὴ μιᾶς νέας ἐπο­χῆς στὴν ἱστο­ρία τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τος, ἀλλὰ τὸ πνεῦ­μα μου δὲν ἔδινε προ­σο­χὴ σὲ αὐτά. Πολλὰ γκρε­μί­ζον­ταν γύρω μου, ὅμως ἡ ἐσω­τε­ρι­κή μου κα­τάρ­ρευ­ση ἦταν τὸ ἐν­το­νό­τε­ρο, γιὰ νὰ μὴν πῶ τὸ πιὸ ση­μαν­τι­κὸ γε­γο­νὸς γιὰ μένα.
Γιατί αὐτό; Ἐκεῖ­νες τὶς ἡμέ­ρες δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ σκέ­πτο­μαι λο­γι­κά. Οἱ σκέ­ψεις γεν­νιόν­ταν μέσα μου, πή­γα­ζαν ἀπὸ τὴν ἐσω­τε­ρι­κὴ κα­τά­στα­ση τοῦ πνεύ­μα­τός μου. Ἂν πραγ­μα­τι­κὰ πε­θαί­νω, δη­λα­δὴ βυ­θί­ζο­μαι στὸ «μηδέν», τότε καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι, οἱ ὅμοιοι μὲ μένα ἄν­θρω­ποι, ἀφα­νί­ζον­ται τὸ ἴδιο ὁλο­κλη­ρω­τι­κά. Ἑπο­μέ­νως, ὅλα εἶναι μά­ταια· δὲν μᾶς δό­θη­κε αὐ­θεν­τι­κὴ ζωή. Τὰ παγ­κό­σμια γε­γο­νό­τα δὲν εἶναι τί­πο­τε ἄλλο παρὰ ἕνας κακὸς ἐμ­παιγ­μὸς τοῦ ἀν­θρώ­που.
Οἱ ὀδύ­νες τοῦ πνεύ­μα­τός μου προ­κα­λοῦν­ταν ἀπὸ τὶς ἐξω­τε­ρι­κὲς κα­τα­στρο­φές, κι ἐγώ, μὲ φυ­σι­κὸ τρόπο, ταύ­τι­ζα τὸν γε­νι­κὸ ὄλε­θρο μὲ τὰ προ­σω­πι­κά μου πε­πρω­μέ­να. Ὁ θά­να­τός μου ἔπαιρ­νε μορφὴ ἀφα­νι­σμοῦ ὅλων ἐκεί­νων ποὺ γνώ­ρι­ζα καὶ μὲ τὰ ὁποῖα συν­δε­ό­μουν ὑπαρ­ξια­κά. Καὶ αὐτό, ἀνε­ξάρ­τη­τα ἀπὸ τὸν πό­λε­μο. Ὁ ἀνα­πό­φευ­κτος θά­να­τός μου δὲν ἦταν μόνο κά­ποιο μικρὸ καὶ ἐν­τε­λῶς ἀσή­μαν­το γε­γο­νός: «ἕνας λι­γό­τε­ρο». Ὄχι. Μέσα μου καὶ μαζί μου πέ­θαι­νε κα­θε­τὶ ποὺ συ­νέ­λα­βε ἡ συ­νεί­δη­σή μου: οἱ κον­τι­νοί μου ἄν­θρω­ποι, τὰ πα­θή­μα­τα καὶ ἡ ἀγάπη τους, ὅλη ἡ ἐξέ­λι­ξη τῆς ἱστο­ρί­ας, ὅλη ἡ Γῆ καὶ ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄστρα καὶ τὸ ἄπει­ρο διά­στη­μα· ἀκόμη καὶ ὁ Ἴδιος ὁ Δη­μιουρ­γὸς τοῦ κό­σμου, καὶ Αὐτὸς πέ­θαι­νε μέσα μου· ὁλό­κλη­ρο γε­νι­κὰ τὸ εἶναι κα­τα­βρο­χθι­ζό­ταν ἀπὸ τὸ σκο­τά­δι τῆς λήθης. Ἔτσι ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μουν τότε τὸν θά­να­τό μου. Τὸ Πνεῦ­μα ποὺ μὲ κα­τεῖ­χε μὲ ἀπέ­σπα­σε ἀπὸ τὴ γῆ καὶ μὲ ἔριξε σὲ κά­ποια σκο­τει­νὴ πε­ριο­χή, ὅπου χρό­νος δὲν ὑπάρ­χει.
Ἡ αἰ­ώ­νια λήθη, ὡς κα­τά­σβε­ση τοῦ φωτὸς τῆς συ­νει­δή­σε­ως, μὲ βύ­θι­ζε σὲ φρίκη. Ἡ κα­τά­στα­ση αὐτὴ μὲ συ­νέ­τρι­βε· μὲ κυ­ρί­ευε παρὰ τὴ θέ­λη­σή μου. Τὰ τε­λού­με­να γύρω μου μοῦ ὑπεν­θύ­μι­ζαν, μὲ ἐνο­χλη­τι­κὰ ἐπί­μο­νο τρόπο, ὅτι τὸ τέλος τῆς παγ­κό­σμιας ἱστο­ρί­ας ἦταν ἀνα­πό­φευ­κτο. Ἡ θέα τῆς ἀβύσ­σου ἦταν διαρ­κῶς πα­ροῦ­σα, καὶ μόνο κατὰ και­ροὺς ὑπο­χω­ροῦ­σε, δί­νον­τάς μου κά­ποια μικρὴ ἀνά­παυ­ση. Ἡ μνήμη τοῦ θα­νά­του, ποὺ βαθ­μη­δὸν αὐ­ξα­νό­ταν, ἀπέ­κτη­σε τέ­τοια ἔν­τα­ση, ὥστε θε­ω­ροῦ­σα τὸν κόσμο, ὁλό­κλη­ρο τὸ σύμ­παν, ὡς ἕναν ἀν­τι­κα­το­πτρι­σμό, ἕτοι­μο πάν­το­τε νὰ ἐξα­φα­νι­σθεῖ στὴν αἰ­ώ­νια ἄβυσ­σο τοῦ μη­δε­νός.
Πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἄλλης τά­ξε­ως, ὄχι γή­ι­νης, ἀκα­τά­λη­πτης, μὲ ἐξου­σί­α­ζε, παρὰ τὶς προ­σπά­θειές μου νὰ τὴν ἀπο­φύ­γω. Θυ­μᾶ­μαι κα­θα­ρὰ τὸν ἑαυτό μου: Στὴν κα­θη­με­ρι­νὴ ζωή μου ἤμουν ὅπως οἱ ἄλλοι ἄν­θρω­ποι, ἀλλά, κατὰ και­ρούς, δὲν αἰ­σθα­νό­μουν τὴ γῆ κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου. Τὴν ἔβλε­πα μὲ τὰ μάτια, ὡς συ­νή­θως, ἐν πνεύ­μα­τι ὅμως φε­ρό­μουν ἐπάνω ἀπὸ ἀπύθ­με­νη ἄβυσ­σο. Στὸ φαι­νό­με­νο αὐτὸ προ­στέ­θη­κε ἀρ­γό­τε­ρα καὶ ἄλλο, ὄχι λι­γό­τε­ρο κα­τα­θλι­πτι­κό: Μπρο­στά μου ὑψώ­θη­κε ἕνας νο­ε­ρὸς φραγ­μός, τὸν ὁποῖο αἰ­σθάν­θη­κα σὰν παχὺ μο­λύ­βδι­νο τεῖ­χος. Δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὸ δια­πε­ρά­σει οὔτε μία ἀκτί­να φωτός, φωτὸς νο­ε­ροῦ, ὄχι φυ­σι­κοῦ, καθὼς καὶ τὸ τεῖ­χος δὲν ἦταν ὑλικό. Γιὰ ἀρ­κε­τὸν καιρὸ ὀρ­θω­νό­ταν μπρο­στά μου καὶ μὲ βα­σά­νι­ζε.
Ἀνε­ξάρ­τη­τα ἀπὸ κάθε ἐξω­τε­ρι­κὸ γε­γο­νὸς –πό­λε­μο, ἀσθέ­νειες ἢ ἄλλες πα­ρό­μοιες συμ­φο­ρὲς– ἡ συ­νει­δη­το­ποί­η­ση ὅτι κά­ποια ἡμέρα εἶμαι κα­τα­δι­κα­σμέ­νος νὰ πε­θά­νω ἦταν γιὰ μένα ἀφό­ρη­το μαρ­τύ­ριο. Καὶ νά, χωρὶς κα­νέ­να συλ­λο­γι­σμό, ξαφ­νι­κὰ γεν­νή­θη­κε στὴν καρ­διά μου ἡ σκέψη: Ἂν ὁ ἄν­θρω­πος εἶναι δυ­να­τὸν νὰ πά­σχει τόσο βαθιά, τότε εἶναι μέγας στὴ φύση του. Τὸ γε­γο­νὸς ὅτι μὲ τὸν θά­να­τό του πε­θαί­νει ὅλος ὁ κό­σμος, ἀκόμη καὶ ὁ Θεός, εἶναι δυ­να­τὸν νὰ συμ­βαί­νει μόνο, ἂν αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἄν­θρω­πος, ὑπὸ κά­ποια ἔν­νοια, εἶναι τὸ κέν­τρο τοῦ σύμ­παν­τος. Καὶ βέ­βαια, μπρο­στὰ στὸν Θεὸ ὁ ἄν­θρω­πος εἶναι πο­λυ­τι­μό­τε­ρος ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα κτι­στὰ ὄντα.
Ὁ Κύ­ριος γνω­ρί­ζει τὴν εὐ­γνω­μο­σύ­νη μου πρὸς Αὐτὸν γιὰ τὸ ὅτι δὲν μὲ ἐγ­κα­τέ­λει­ψε καὶ «οὐκ ἀπέ­στη πάντα ποιῶν, ἕως ἐμὲ ἀνή­γα­γε» στὴ θε­ω­ρία τῆς Βα­σι­λεί­ας Του, ἔστω καὶ «ἐκ μέ­ρους» (πρβλ. ἀνα­φο­ρὰ Ἁγ. Ἰω­άν­νου Χρυ­σο­στό­μου καὶ Αʹ Κορ. ιγʹ 9-12). Ὤ, τί φρι­κτὰ καὶ εὐ­λο­γη­μέ­να ἐκεῖ­να τὰ χρό­νια! Δὲν θὰ τολ­μοῦ­σε κα­νεὶς νὰ πο­ρευ­θεῖ θε­λη­μα­τι­κὰ μέσα ἀπὸ τέ­τοιες δο­κι­μα­σί­ες.
Θυ­μᾶ­μαι τώρα τὸν κο­σμο­ναύ­τη ἐκεῖ­νο ποὺ ἀπε­γνω­σμέ­να φώ­να­ζε πρὸς τὴ γῆ νὰ τὸν σώ­σουν ἀπὸ τὸν θά­να­το στὸ διά­στη­μα. Οἱ δέ­κτες ἔπια­ναν τοὺς λυγ­μούς του, ἀλλὰ κα­νεὶς δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ τὸν βο­η­θή­σει. Νο­μί­ζω ὅτι θὰ ἦταν ἐπι­τρε­πτό, μέ­χρις ἑνὸς ση­μεί­ου, νὰ πα­ραλ­λη­λί­σω ἐκεῖ­νο ποὺ ἔπαθε ὁ δύ­στυ­χος κο­σμο­ναύ­της μὲ αὐτὸ ποὺ ζοῦσα τὴν ὥρα τῆς πτώ­σης μου στὴ σκο­τει­νὴ ἄβυσ­σο. Παρ’ ὅλα αὐτά, τὸ πνεῦ­μα μου δὲν στρε­φό­ταν πρὸς τὴ γῆ, ἀλλὰ πρὸς Ἐκεῖ­νον, τὸν Ὁποῖο δὲν γνώ­ρι­ζα ἀκόμη, γιὰ τὴν Ὕπαρ­ξη τοῦ Ὁποί­ου ὅμως ἤμουν βέ­βαιος. Δὲν Τὸν γνώ­ρι­ζα, ἀλλὰ μὲ ἀκα­τά­λη­πτο τρόπο ἦταν μαζί μου, ἔχον­τας ὅλα τὰ μέσα γιὰ τὴ σω­τη­ρία μου. Αὐτὸς πλη­ροῖ τὰ πάντα, ἀπὸ μένα ὅμως κρυ­βό­ταν, κι ἐγὼ ἔβλε­πα τὸν θά­να­το ὄχι στὸ σῶμα, ὄχι στὴ γήινη μορφή του, ἀλλὰ στὴν αἰ­ω­νιό­τη­τα.
Ἔτσι, «μὲ ἀρ­νη­τι­κὴ μορφή», ἀπο­κα­λύ­πτον­ταν μέσα μου τὰ βάθη τοῦ Εἶναι. Ὁ ὑλι­κὸς κό­σμος «ἔχανε» τὴ συ­νο­χή του καὶ ὁ χρό­νος τὴ διάρ­κειά του. Ἔπα­σχα πολύ, χωρὶς νὰ κα­τα­νοῶ αὐτὸ ποὺ συ­νέ­βαι­νε μέσα μου. Ἐκεῖ­νο τὸν καιρὸ δὲν εἶχα ἀκόμη καμιὰ γνώση γιὰ τὴ δι­δα­σκα­λία τῶν Πα­τέ­ρων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καὶ γιὰ τὶς ἐμ­πει­ρί­ες τους. Ἀπο­τέ­λε­σμα τοῦ τόσο οὐ­σια­στι­κοῦ αὐτοῦ κενοῦ στὶς γνώ­σεις μου ἦταν ἡ στρο­φή μου πρὸς τὴ μυ­στι­κὴ φι­λο­σο­φία τῆς μὴ χρι­στια­νι­κῆς Ἀνα­το­λῆς. Εἶχα τὴν ἐλ­πί­δα, μέσα στὴν ἀφρο­σύ­νη μου, ὅτι ἐκεῖ θὰ ἔβρι­σκα διέ­ξο­δο ἀπὸ τὸ βά­ρα­θρο στὸ ὁποῖο κα­τα­πον­τι­ζό­μουν. Ἡ πα­ρέκ­κλι­ση αὐτὴ μ’ ἔκανε νὰ χάσω ὄχι λίγο πο­λύ­τι­μο χρόνο. Ὡστό­σο, μετὰ πα­ρέ­λευ­ση πολ­λῶν ἐτῶν, ἀφοῦ ἐπα­νει­λημ­μέ­να ὑπέ­φε­ρα τὴν ἐγ­κα­τά­λει­ψη τῆς χά­ρι­τος ἀπὸ λο­γι­σμοὺς κε­νο­δο­ξί­ας, κά­πο­τε σκε­πτό­μουν: «Με­γά­λη συμ­φο­ρὰ ἡ πνευ­μα­τι­κὴ ἀμά­θεια»! Στὴν πε­ρί­πτω­σή μου ὅμως, αὐτὴ ἀκρι­βῶς ἡ ἄγνοια συ­νε­τέ­λε­σε στὸ νὰ μπο­ρέ­σω νὰ ἀν­τέ­ξω γιὰ πολλὰ χρό­νια τὴ δωρεὰ τοῦ Θεοῦ μου, ποὺ πλού­σια χύ­θη­κε πάνω μου: τὴ χάρη τῆς μνή­μης τοῦ θα­νά­του, τὴν ὁποία ἰδιαι­τέ­ρως το­νί­ζουν οἱ ἅγιοι Πα­τέ­ρες. Πραγ­μα­τι­κά, ὅταν ἀνα­κά­λυ­ψα τὰ ἀσκη­τι­κὰ ἔργα τῶν ἁγίων Πα­τέ­ρων, οἱ ὁποῖ­οι τόσο ἐξυ­μνοῦν τὸ με­γα­λεῖο τῆς δω­ρε­ᾶς αὐτῆς, διέ­τρε­ξα τὸν κίν­δυ­νο νὰ χάσω τὴ συ­νεί­δη­ση τῆς μη­δα­μι­νό­τη­τός μου, τὴν ὁποία μέχρι τότε εἶχα ἀφο­μοιώ­σει.
Σ’ ἐκεί­νη τὴν ἀλη­σμό­νη­τη πε­ρί­ο­δο τῆς ζωῆς μου, ποὺ δὲν ἦταν κα­θό­λου ἁπλὴ καὶ εὔ­κο­λη, πολ­λὲς φορὲς δο­κι­μά­σθη­κα ἀπὸ φρι­κτοὺς λο­γι­σμοὺς ὀργῆς κατὰ τοῦ Πλα­στουρ­γοῦ μου. Ἐξαν­τλη­μέ­νος ἀπὸ τὴν ἀδυ­να­μία μου νὰ κα­τα­νο­ή­σω ὅσα συ­νέ­βαι­ναν ἐντός μου, ἄρ­χι­ζα πάλη μὲ τὸν Θεό. Τὸν θε­ω­ροῦ­σα Ἐχθρι­κὸ Δυ­νά­στη, «ὁ Ὁποῖ­ος μὲ τυ­ραν­νι­κὴ ἐξου­σία μὲ κά­λε­σε ἀπὸ τὸ μηδέν» (Πού­σκιν). Καὶ ἐπει­δὴ ὅλοι οἱ ἄν­θρω­ποι ἔχουν μία καὶ τὴν αὐτὴ ὀν­το­λο­γι­κὴ ρίζα, πρό­βαλ­λα τὶς προ­σω­πι­κές μου κα­τα­στά­σεις σὲ ὅλους. Τὸ μικρό μου μυαλὸ «ἐπα­να­στα­τοῦ­σε» ἐν ὀνό­μα­τι ὅλων ἐκεί­νων ποὺ ἐμ­παί­χθη­καν ἀπὸ τὸ μά­ταιο δῶρο τῆς ζωῆς αὐτῆς, καὶ λυ­πό­μουν γιατὶ δὲν εἶχα τὸ κα­τάλ­λη­λο σπαθὶ νὰ κομ­μα­τιά­σω τὴν «ἐπι­κα­τά­ρα­τη γῆ» (πρβλ. Γέν. γʹ 17), κι ἔτσι νὰ βάλω τέρμα στὸν ἀπο­τρό­παιο αὐτὸ πα­ρα­λο­γι­σμό… Καὶ ἄλλες, ὄχι λίγες πα­ρό­μοιες ἀνόη­τες σκέ­ψεις ἔρ­χον­ταν στὸν νοῦ μου, ἀλλὰ νο­μί­ζω ὅτι αὐτὲς οἱ δύο ὑπῆρ­ξαν οἱ πιὸ ἀκραῖ­ες.
Εὐ­τυ­χῶς ἡ πι­κρία αὐτὴ ποτὲ δὲν εἰ­σχώ­ρη­σε στὴ «βα­θεῖα καρ­δία»· ὁ χῶρος ἐκεῖ ἦταν ἤδη κα­τει­λημ­μέ­νος. Ἄγνω­στο ποῦ, στὸ πνεῦ­μα μου, μα­κριὰ ἀπὸ κάθε πα­ρο­ξυ­σμὸ ἀπο­γνώ­σε­ως, πα­ρέ­με­νε κά­ποια ἐλ­πί­δα: Ὁ Παν­το­δύ­να­μος δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶναι τί­πο­τε ἄλλο παρὰ μόνο ἀγα­θός. Ἂν δὲν ἦταν ἔτσι, τότε πῶς γεν­νιό­ταν μέσα μου ἡ ἰδέα τοῦ Ἀγα­θοῦ Ὄντος; Καὶ ἡ ἐσω­τε­ρι­κή μου ἀκοὴ συγ­κεν­τρω­νό­ταν σὲ κάτι ἀψη­λά­φη­το καὶ ταυ­τό­χρο­να πραγ­μα­τι­κό.
Δὲν θὰ μπο­ρέ­σω ποτὲ νὰ ἐκ­φρά­σω μὲ λόγια τὸν ἰδιό­μορ­φο πλοῦ­το τῶν ἡμε­ρῶν ἐκεί­νων, ὅταν ὁ Κύ­ριος, πα­ρα­βλέ­πον­τας τὶς δια­μαρ­τυ­ρί­ες μου, μὲ ἅρ­πα­ξε στὰ δυ­να­τά Του χέρια καὶ μὲ ὀργή, ἂν μπο­ροῦ­με νὰ ποῦμε ἔτσι, μὲ ἔριξε στὸ ἄπει­ρο τοῦ κό­σμου ποὺ ἔπλα­σε. Τί νὰ πῶ; Ἦταν σκλη­ρὸς ὁ τρό­πος, ἀλλὰ μοῦ ἀπο­κά­λυ­ψε ὁρί­ζον­τες ἑνὸς ἄλλου Εἶναι. Οἱ ὀδυ­νη­ρὲς πε­ρι­πέ­τειές μου ἦταν ἀλη­θι­νὰ «πο­ρεία διὰ βα­σά­νων».
Ὁ πό­λε­μος μὲ τὴ Γερ­μα­νία πλη­σί­α­ζε πρὸς τὸ θλι­βε­ρὸ γιὰ τὴ Ρωσία τέλος. Λί­γους μῆνες νω­ρί­τε­ρα ξέ­σπα­σε ἄλλος πό­λε­μος, ὁ ἐμ­φύ­λιος, ἀπὸ πολ­λὲς ἀπό­ψεις φο­βε­ρό­τε­ρος ἀπὸ τὸν προ­η­γού­με­νο. Τὸ θέαμα τῆς τρα­γι­κό­τη­τος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὕπαρ­ξης τυ­πώ­θη­κε, κατὰ κά­ποιον τρόπο, στὴν ψυχή μου, καὶ ἡ μνήμη τοῦ θα­νά­του δὲν μὲ ἐγ­κα­τέ­λει­πε, ὅπου καὶ ἂν βρι­σκό­μουν. Ἤμουν «δι­χα­σμέ­νος» πα­ρά­δο­ξα: τὸ πνεῦ­μα μου πα­ρέ­με­νε μέσα σ’ ἐκεί­νη τὴ μυ­στη­ριώ­δη καὶ ἀπε­ρί­γρα­πτη σφαί­ρα, ἐνῶ ἡ λο­γι­κὴ καὶ ὁ ψυ­χι­σμός μου ζοῦ­σαν, ὅπως φαι­νό­ταν, τὴ συ­νη­θι­σμέ­νη κα­θη­με­ρι­νὴ ζωή, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι ἄν­θρω­ποι.
Βια­ζό­μουν νὰ ζήσω. Φο­βό­μουν μὴ τυχὸν χάσω ἔστω καὶ μία ὥρα· πο­θοῦ­σα νὰ ἀπο­κτή­σω ὅσο τὸ δυ­να­τὸν πε­ρισ­σό­τε­ρες γνώ­σεις, ὄχι μόνο στὸν χῶρο τῆς τέ­χνης μου ἀλλὰ καὶ σὲ ὅλους ἐν γένει τοὺς το­μεῖς. Ἐρ­γα­ζό­μουν σκλη­ρὰ ὡς ζω­γρά­φος στὸ εὐ­ρύ­χω­ρο καὶ ἥσυχο ἐρ­γα­στή­ριό μου. Ἔκανα πολλὰ τα­ξί­δια στὴ Ρωσία καὶ στὴν Εὐ­ρώ­πη. Ἔζησα γιὰ μῆνες στὴν Ἰτα­λία καὶ Γερ­μα­νία πρὶν ἐγ­κα­τα­στα­θῶ στὴ Γαλ­λία, ὅπου γνω­ρί­σθη­κα μὲ πολλὰ πρό­σω­πα ποὺ ἀνῆ­καν κυ­ρί­ως στὸν κόσμο τῶν Καλῶν Τε­χνῶν, ἀλλὰ ποτὲ δὲν εἶπα σὲ κά­ποιον ἔστω κι ἕναν λόγο γιὰ τὴν «πα­ράλ­λη­λη» ζωὴ τοῦ πνεύ­μα­τός μου· τί­πο­τε μέσα μου δὲν μὲ πα­ρα­κι­νοῦ­σε σὲ μιὰ τέ­τοια ἐξα­γό­ρευ­ση. Αὐτὸ ποὺ συ­νέ­βαι­νε μέσα μου πή­γα­ζε ἀπὸ κά­ποια ἀρχὴ ἀνώ­τε­ρη ἀπὸ μένα, ἀνε­ξάρ­τη­τα ἀπὸ τὴ θέ­λη­ση ἢ τὴν πρω­το­βου­λία μου. Δὲν κα­τα­λά­βαι­να τί συ­νέ­βαι­νε· καὶ ὅμως, αὐτὸ ἦταν γιὰ μένα ἱερό.
Τὸ κάλ­λος τοῦ ὁρα­τοῦ κό­σμου, συν­δυα­ζό­με­νο μὲ τὸ θαῦμα τῆς [καλ­λι­τε­χνι­κῆς-αἰ­σθη­τι­κῆς] ἀφύ­πνι­σης ποὺ προ­κα­λεῖ, μὲ αἰχ­μα­λώ­τι­ζε. Πέρα ὅμως ἀπὸ τὴν ὁρατὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἐπε­δί­ω­κα στὴν καλ­λι­τε­χνι­κή μου ἐρ­γα­σία νὰ αἰ­σθαν­θῶ τὴν ἀό­ρα­τη, ὑπερ­βα­τι­κὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἡ ὁποία μοῦ ἔδινε στιγ­μὲς λε­πτῆς ἀπο­λαύ­σε­ως. Ὡστό­σο ἔφθα­σε και­ρός, ποὺ ἡ μνήμη τοῦ θα­νά­του ἔγινε ἐν­το­νό­τε­ρη καὶ ἦρθε σὲ ἀπο­φα­σι­στι­κὴ σύγ­κρου­ση μὲ τὸ πάθος μου γιὰ τὴ ζω­γρα­φι­κή. Ἡ πε­ρί­ο­δος τῆς κρί­σε­ως δὲν ἦταν σύν­το­μη οὔτε εὔ­κο­λη. Κι ἐγώ, κατὰ κά­ποιον τρόπο, ἔγινα πεδίο πάλης σὲ δύο ἐπί­πε­δα: Ἡ χάρη τῆς μνή­μης τοῦ θα­νά­του δὲν συγ­κα­τέ­βαι­νε στὴ γῆ, ἀλλὰ μὲ κα­λοῦ­σε σὲ ἀνώ­τε­ρες σφαῖ­ρες. Ἡ τέχνη, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐπι­νο­οῦ­σε τρό­πους γιὰ νὰ πα­ρου­σια­σθεῖ ὡς κάτι ὑψη­λό­τε­ρο, πέρα ἀπὸ τὸ γήινο ἐπί­πε­δο, καὶ ἱκανὴ στὰ κα­λύ­τε­ρα ἐπι­τεύγ­μα­τά της νὰ ἐπι­τρέ­ψει τὴν ψη­λά­φη­ση τῆς αἰ­ω­νιό­τη­τος. Ὅλες οἱ προ­σπά­θειές της ἀπο­δεί­χθη­καν μά­ταιες· τὸ ἄνισο τῆς πάλης ἦταν ὁλο­φά­νε­ρο καὶ στὸ τέλος νί­κη­σε ἡ προ­σευ­χή. Αἰ­σθα­νό­μουν ἀκι­νη­το­ποι­η­μέ­νος ἀνά­με­σα στὴν πρό­σκαι­ρη μορφὴ ὑπάρ­ξε­ως καὶ στὴν αἰ­ω­νιό­τη­τα. Ἐκεῖ­νο τὸν καιρό, ἡ τε­λευ­ταία στε­κό­ταν μπρο­στά μου μὲ τὴν «ἀρ­νη­τι­κή» της μορφή: Ὁ θά­να­τος κά­λυ­πτε τὸ πᾶν.
Εἶναι ἀδύ­να­τον νὰ δι­η­γη­θοῦ­με ἐδῶ ὅλες τὶς μορ­φὲς μὲ τὶς ὁποῖ­ες ἡ ἐξα­φά­νι­ση κάθε ζωῆς, ὅπως ἐγὼ τὴν ἔβλε­πα, ἐμ­φα­νι­ζό­ταν στὸ πνεῦ­μα μου. Θυ­μᾶ­μαι κα­θα­ρὰ ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ ἐπει­σό­δια τῶν ἡμε­ρῶν ἐκεί­νων: Διά­βα­ζα κα­θι­σμέ­νος στὸ γρα­φεῖο μου ἀκουμ­πών­τας τὸ κε­φά­λι μου στὸ χέρι, καὶ ξαφ­νι­κὰ αἰ­σθάν­θη­κα νὰ κρατῶ τὸ κρα­νίο μου καὶ νὰ τὸ πα­ρα­τη­ρῶ νοερὰ ἀπὸ ἔξω. Ἀπὸ φυ­σι­κὴ ἄποψη ἤμουν ἀκόμη νέος, καὶ γε­νι­κὰ ὑγιής. Χωρὶς νὰ κα­τα­λα­βαί­νω τί μοῦ συ­νέ­βαι­νε, προ­σπα­θοῦ­σα νὰ ἀπαλ­λα­γῶ ἀπὸ κάθε ἐρέ­θι­σμα ποὺ στα­μα­τοῦ­σε τὴν εἰ­ρη­νι­κὴ πο­ρεία τῆς ἐρ­γα­σί­ας μου. Ἤρεμα εἶπα στὸν ἑαυτό μου: «Ἔχω ἀκόμη μπρο­στά μου ὁλό­κλη­ρη ζωή· ἴσως σα­ράν­τα καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρα χρό­νια γε­μά­τα δρα­στη­ριό­τη­τα…». Καὶ τί συ­νέ­βη; Ξαφ­νι­κὰ ἦρθε μία ἀπάν­τη­ση ποὺ δὲν τὴν ἐπι­νόη­σα: «Καὶ ἂν ἀκόμη ζή­σεις καὶ χίλια χρό­νια… ἔπει­τα τί»; Καὶ τὰ χίλια χρό­νια ἔπαιρ­ναν τέλος στὴ συ­νεί­δη­σή μου, πρὶν ἀκόμη ὁ λο­γι­σμὸς πάρει μορφή.
Κα­θε­τὶ τὸ φθαρ­τὸ ἐμ­φα­νι­ζό­ταν σὰν νὰ μὴν ἔχει γιὰ μένα ἀξία. Ὅταν κοί­τα­ζα τοὺς ἀν­θρώ­πους, πρὶν ἀκόμη σκε­φθῶ κάτι γι’ αὐ­τούς, τοὺς ἔβλε­πα ὑπὸ τὸ κρά­τος τοῦ θα­νά­του, νὰ πε­θαί­νουν, καὶ ἡ καρ­διά μου γέ­μι­ζε συμ­πό­νια γι’ αὐ­τούς. Δὲν ἐπι­θυ­μοῦ­σα οὔτε δόξα ἀπὸ τοὺς «θνη­τοὺς» οὔτε ἐξου­σία πάνω τους· δὲν πε­ρί­με­να τὴν ἀγάπη τους. Πε­ρι­φρο­νοῦ­σα τὸν ὑλικὸ πλοῦ­το καὶ δὲν ἐκτι­μοῦ­σα ἰδιαί­τε­ρα τὴ δια­νόη­ση, ἐπει­δὴ ἦταν ἀνί­κα­νη νὰ δώσει ἀπάν­τη­ση στὴν ἀνα­ζή­τη­σή μου. Ἂν μοῦ πρό­τει­ναν αἰ­ῶ­νες εὐ­τυ­χι­σμέ­νης ζωῆς, δὲν θὰ τοὺς δε­χό­μουν. Τὸ πνεῦ­μα μου ἀπαι­τοῦ­σε αἰ­ώ­νια ζωὴ καὶ ἡ αἰ­ω­νιό­τη­τα, ὅπως ἀν­τι­λή­φθη­κα ἀρ­γό­τε­ρα, στε­κό­ταν μπρο­στά μου καὶ μὲ ἀνα­γεν­νοῦ­σε πραγ­μα­τι­κά. Ἤμουν τυ­φλός, χωρὶς ἐπί­γνω­ση. Ἡ αἰ­ω­νιό­τη­τα χτυ­ποῦ­σε τὴν πόρτα τῆς ψυχῆς μου, ποὺ ἦταν ἀπὸ φόβο κλει­σμέ­νη στὸν ἑαυτό της (βλ. Ἀποκ. γʹ 18-20).
Πόσο ὑπέ­φε­ρα! Που­θε­νὰ ὅμως δὲν ὑπῆρ­χε ἄλλη διέ­ξο­δος, παρὰ στὴν προ­σευ­χὴ ποὺ ἀνα­γεν­νή­θη­κε μέσα μου· προ­σευ­χὴ στὸν Ἄγνω­στο ἀκόμη, ἢ μᾶλ­λον Λη­σμο­νη­μέ­νο ἀπὸ μένα. Πύ­ρι­νη προ­σευ­χὴ μὲ τύ­λι­ξε στοὺς κόλ­πους της καὶ γιὰ πολλὰ χρό­νια δὲν μ’ ἐγ­κα­τέ­λει­πε οὔτε στὴν κα­τά­στα­ση τῆς ἐγρή­γορ­σης οὔτε τοῦ ὕπνου. Τὸ μαρ­τύ­ριό μου ἦταν πα­ρα­τε­τα­μέ­νο. Ἔφθα­σα μέχρι τὴν πλήρη ἐξάν­τλη­ση τῶν δυ­νά­με­ών μου. Τότε, ἐν­τε­λῶς ἀπροσ­δό­κη­τα γιὰ μένα, κάτι λεπτὸ σὰν βε­λό­νι δια­πέ­ρα­σε τὸ πάχος τοῦ μο­λύ­βδι­νου τεί­χους καί, ἀπὸ τὴν τρι­χο­ει­δῆ σχι­σμὴ ποὺ δη­μιουρ­γή­θη­κε, διείσ­δυ­σε μιὰ ἀκτί­να Φωτός.
Ὁ ἀσθε­νὴς συχνὰ δὲν γνω­ρί­ζει ἀπὸ ποιά ἀσθέ­νεια πά­σχει, γι’ αὐτὸ καὶ ἐκ­θέ­τει στὸν ἰατρὸ ὅ,τι ὑπο­κει­με­νι­κὰ αἰ­σθά­νε­ται, πε­ρι­μέ­νον­τας νὰ μάθει τὴν ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ διά­γνω­ση. Ἔτσι κι ἐγώ, δι­η­γοῦ­μαι ἁπλῶς τὴν «ὑπο­κει­με­νι­κὴ» ἱστο­ρία τῆς ἐμ­πει­ρί­ας ποὺ βίωσα.
Στοὺς Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας συ­νάν­τη­σα τὴ δι­δα­σκα­λία γι’ αὐτὴ τὴ μορφὴ τῆς χά­ρι­τος. Ἡ μνήμη τοῦ θα­νά­του εἶναι ἰδιαί­τε­ρη κα­τά­στα­ση τοῦ πνεύ­μα­τός μας, ἐν­τε­λῶς δια­φο­ρε­τι­κὴ ἀπὸ τὴ φυ­σι­κὴ γνώση ὅτι κά­ποια ἡμέρα θὰ πε­θά­νου­με. Ἡ θαυ­μα­στὴ αὐτὴ μνήμη ἐλευ­θε­ρώ­νει τὸ πνεῦ­μα μας ἀπὸ τὴν ἕλξη τοῦ κό­σμου. Εἶναι δύ­να­μη ποὺ κα­τέρ­χε­ται Ἄνω­θεν, γι’ αὐτὸ ἀνε­βά­ζει κι ἐμᾶς πάνω ἀπὸ τὰ πάθη τῆς γῆς, μᾶς ἐλευ­θε­ρώ­νει ἀπὸ τὴν ἐξου­σία τῶν προ­σκαί­ρων ἐπι­θυ­μιῶν καὶ προ­σκολ­λή­σε­ων κι ἔτσι, μὲ φυ­σι­κὸ τρόπο, ἐγ­και­νί­ζει μέσα μας τὴν ἁγία ζωή. Ἂν καὶ μὲ ἀρ­νη­τι­κὴ μορφή, μᾶς συν­δέ­ει ὡστό­σο ἄρ­ρη­κτα μὲ τὸν Αἰ­ώ­νιο.
Ἡ μνήμη τοῦ θα­νά­του μᾶς δίνει τὴν πείρα τῆς ἀπά­θειας, ὄχι ὅμως ἀκόμη στὴ θε­τι­κή της μορφή, ἡ ὁποία ἐκ­δη­λώ­νε­ται ὡς παν­τε­ξου­σία τῆς Θείας ἀγά­πης· οὔτε κα­θα­ρὰ ἀρ­νη­τι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα ἔχει, δη­λα­δὴ δὲν εἶναι ἀν­τί­θε­τη πρὸς τὴν ἀγάπη. Στα­μα­τᾶ τὴν ἐνέρ­γεια τῶν παθῶν, κι ἔτσι θε­με­λιώ­νει τὴν ἀρχὴ μιᾶς ρι­ζι­κῆς ἀλ­λα­γῆς τοῦ ὅλου τρό­που τῆς ὑπάρ­ξε­ως, τῆς δρά­σε­ώς μας καὶ τῆς θε­ω­ρή­σε­ως ὅλων τῶν πραγ­μά­των. Τὸ γε­γο­νὸς ὅτι μᾶς ἐπι­τρέ­πει νὰ ζή­σου­με τὸν θά­να­τό μας ὡς τὸ τέλος ὅλης τῆς κτί­σε­ως ἐπα­λη­θεύ­ει τὴν ἀπο­κά­λυ­ψη ποὺ μᾶς δό­θη­κε, σύμ­φω­να μὲ τὴν ὁποία ὁ ἄν­θρω­πος εἶναι εἰ­κό­να τοῦ Θεοῦ, καὶ συ­νε­πῶς εἶναι ἱκα­νὸς νὰ πε­ρι­λά­βει μέσα του καὶ τὸν Θεὸ καὶ τὸν κτι­στὸ κόσμο. Αὐτὸ ἀπο­τε­λεῖ καὶ τὴν ἀρχὴ τῆς συγ­κε­κρι­με­νο­ποί­η­σης μέσα μας τῆς ὑπο­στα­τι­κῆς ἀρχῆς. Ἡ ἐμ­πει­ρία αὐτὴ προ­ε­τοι­μά­ζει τὸ πνεῦ­μα μας γιὰ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ πρό­σλη­ψη τῆς χρι­στια­νι­κῆς Ἀπο­κα­λύ­ψε­ως καὶ γιὰ τὴ Θε­ο­λο­γία ἐκεί­νη ποὺ ἔχει ὡς βάση τὴν ἐμ­πει­ρία ἑνὸς ἄλλου Εἶναι.
Ὅταν μὲ τὴ δύ­να­μη τῆς μνή­μης τοῦ θα­νά­του ὅλο τὸ εἶναι μου με­τα­φέρ­θη­κε στὸ ἐπί­πε­δο τῆς αἰ­ω­νιό­τη­τος, τότε ἔσβη­σε, μὲ φυ­σι­κὸ τρόπο, τὸ νε­α­νι­κό μου πάθος γιὰ τὴν τέχνη ποὺ μὲ ἐξου­σί­α­ζε ὡς δοῦλο. Στενὴ καὶ τε­θλιμ­μέ­νη ἡ ὁδὸς τῆς πί­στε­ώς μας: Ὅλη ἡ ζωή μας κα­λύ­πτε­ται ἀπὸ πλη­γὲς σὲ ὅλα τὰ ἐπί­πε­δα, καὶ ὁ πόνος φθά­νει ἕως ἐκεῖ­νο τὸ ὅριο, ὅπου ὁ νοῦς ποὺ πά­σχει σιωπᾶ σὲ κα­τά­στα­ση ἐν­τα­τι­κῆς πα­ρα­μο­νῆς ἔξω ἀπὸ τὸν χρόνο. Ἐπι­στρέ­φον­τας ἀπὸ τὴν ὀν­το­λο­γι­κὴ αὐτὴ θε­ω­ρία ἀνα­κα­λύ­πτου­με στὸ βάθος τῆς καρ­διᾶς ἕτοι­μους ἤδη λο­γι­σμούς, ποὺ δὲν τοὺς ἐπι­νο­ή­σα­με ἐμεῖς· στοὺς λο­γι­σμοὺς αὐ­τοὺς πε­ριέ­χε­ται ἡ πρό­γευ­ση πε­ραι­τέ­ρω ἀπο­κα­λύ­ψε­ων γιὰ τὸν Θεό. Τὸ χα­ρι­σμα­τι­κὸ αὐτὸ δῶρο δὲν μπο­ρεῖ νὰ πε­ρι­γρα­φεῖ μὲ τὰ τε­τριμ­μέ­να μας λόγια. Ἡ πείρα δι­δά­σκει ὅτι τὸ δῶρο αὐτὸ δὲν ἀφο­μοιώ­νε­ται δια­φο­ρε­τι­κὰ παρὰ μόνο μὲ μα­κρο­χρό­νια δια­δι­κα­σία ὁλο­κλη­ρω­τι­κῆς κε­νώ­σε­ως. Τότε, πέρα ἀπὸ κάθε προσ­δο­κία, ἔρ­χε­ται τὸ Ἄκτι­στο Φῶς καὶ θε­ρα­πεύ­ει κάθε τραῦ­μα. Ὅταν μᾶς ἐπι­σκε­φθεῖ τὸ Φῶς αὐτό, ἡ «στενὴ» ὁδὸς ποὺ δια­νύ­σα­με πα­ρου­σιά­ζε­ται ὡς ὁμοί­ω­ση μὲ τὴν Κέ­νω­ση τοῦ Χρι­στοῦ, διὰ τῆς ὁποί­ας πα­ρέ­χε­ται καὶ σὲ μᾶς ἡ υἱ­ο­θε­σία ἀπὸ τὸν Θεὸ Πα­τέ­ρα.
Ἀνά­λο­γα μὲ τὸ μέτρο τῆς ἀπο­κα­λύ­ψε­ως τοῦ Ἀπο­λύ­του Εἶναι σὲ μᾶς, αἰ­σθα­νό­μα­στε ὅλο καὶ ἐν­το­νό­τε­ρα τὴ μη­δα­μι­νό­τη­τα καὶ τὴ ρυ­πα­ρό­τη­τά μας. Καὶ αὐτὸ εἶναι φρι­κτό. Παρ’ ὅλα αὐτὰ λυ­πᾶ­μαι, γιατὶ στὸ βαθὺ γῆρας μου ἡ ἔν­τα­ση τῆς εὐ­λο­γη­μέ­νης αὐτῆς κα­τα­στά­σε­ως μειώ­θη­κε μέσα μου. Ὁ Κύ­ριος, μέσα στὸ πλῆ­θος τοῦ ἐλέ­ους Του, εὐ­δό­κη­σε νὰ ζήσω, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν κα­τα­λά­βαι­να τί­πο­τε: Στὸν Θεὸ τὸ κα­θε­τὶ εἶναι ἰδιά­ζον. Ἐκεῖ­νος ὅμως δὲν μὲ ἐγ­κα­τέ­λει­ψε μέχρι τέ­λους στὸ σκο­τά­δι. Μὲ ὁδή­γη­σε στὰ πόδια τοῦ εὐ­λο­γη­μέ­νου Σι­λουα­νοῦ, καὶ τότε εἶδα ὅτι ὅλη ἡ προ­γε­νέ­στε­ρη πείρα μου μὲ προ­ε­τοί­μα­σε γιὰ τὴν κα­τα­νόη­ση τῆς δι­δα­χῆς του.
«Εἴη τὸ ὄνομα τοῦ Κυ­ρί­ου εὐ­λο­γη­μέ­νον εἰς τοὺς αἰ­ῶ­νας τῶν αἰ­ώ­νων!».
Πηγή

Ἀρ­χι­μαν­δρί­της Σω­φρό­νιος (Σα­χά­ρωφ). Ὀψό­με­θα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι. Ἕκτη ἔκ­δο­ση, με­τά­φρα­ση ἀπὸ τὰ ρω­σι­κὰ Ἀρ­χι­μαν­δρί­του Ζα­χα­ρία, Ἱερὰ Πα­τριαρ­χι­κὴ καὶ Σταυ­ρο­πη­για­κὴ Μονὴ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου, Ἔσσεξ Ἀγ­γλί­ας 2014, Κε­φά­λαιο Αʹ «Ἡ χάρη τῆς μνή­μης τοῦ θα­νά­του».

 

Share Button