Ἕνας λιγότερο γνωστός, ἀλλά ὂχι μικρότερης σημασίας, Ἅγιος εἶναι ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Γόρδιος, μαθητής τοῦ Ἁγίου Εὐγενίου τοῦ Αἰτωλοῦ. Γεννήθηκε τό 1654 στό χωριό Βραγγιανά τῶν Ἀγράφων καί ἀποτέλεσε σημαντικό στήριγμα τοῦ σκλαβωμένου γένους μας. Παρότι σπούδασε ἰατρική στήν Ἰταλία, παρέμεινε πιστός στά νάματα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί ἢλεγχε τούς Ἕλληνες ἐκείνους πού ἒπεφταν στά δίχτυα τοῦ παπισμοῦ προκειμένου νά ἐξυπηρετήσουν τή ματαιοδοξία τους. Ἂν καί τοῦ ἒγιναν πολλές προτάσεις γιά νά κάνει καριέρα σέ χῶρες πολιτισμένες, ὅπου ἡ ζωή του θά ἦταν ἂνετη καί οἱ ἀμοιβές του μεγάλες, αὐτός τίς ἀπέρριψε ὅλες ἀξιοπρεπῶς, προτιμώντας τό πάτριον ἒδαφος τῶν Ἀγράφων. Ὁ χρόνος του μοιράζεται ἀνάμεσα στήν διδασκαλία, τήν συγγραφή καί τό Θεῖο κήρυγμα. Λόγω τῶν ἀκλόνητων πιστεύω του στήν Ὀρθοδοξία, ὑπῆρξε πολέμιος τοῦ ἰσχυροῦ στόν κόσμο, ἀλλά ξεπεσμένου στόν οὐρανό, παπισμοῦ. Ἐναντίον ὅλων τῶν ἀντιξοοτήτων ἐκείνης τῆς ἐποχῆς (ἒλλειψη μέσων συγκοινωνίας, σπανιότητα εἰδῶν διατροφῆς, κίνδυνοι ἀπό τίς συχνές ἐπιδρομές τῶν ληστῶν), ὁ Ἅγιος παλεύει μέ τήν γραφίδα του. Τό θέμα πού τόν συναρπάζει ὅμως εἶναι τό βιβλίο· ἒχει πάθος μέ τά βιβλία. Ἀγαπημένη του ρήση ἦταν: «Καί ἂν εἶχα θησαυρόν χρημάτων, ἢθελα τόν ἐξοδιάσει εἰς θησαυρόν βιβλίων». Κοιμήθηκε στίς 7 Ἰουνίου 1729, ὁπότε καί ἑορτάζεται ἡ μνήμη του. Ἀπό τό πλούσιο συγγραφικό του ἒργο θά παρουσιάσουμε ἕνα τμῆμα τοῦ ἐξαίρετου κειμένου του, “Κατά Μωάμεθ καί Πάπα”.
«Λόγιασαι πῶς εὑρισκόμεθα ἡμεῖς οἱ τῆς ἀνατολικῆς ἐκκλησίας ὀρθόδοξοι, ὡσάν νά ἢμεθα εἰς δύο μεγάλας συννεφίας· καί ἀπό τό μέρος τῆς ἀνατολῆς νά εἶναι ἕνα μεγάλο σύννεφον, μαῦρον καί σκοτεινόν, ἡ παντελής ἀσέβεια τοῦ Μωάμεθ, ὁποῦ περιέλαβε καί ἐσκἐπασε σχεδόν τά τρία μέρη τῆς γῆς, καί τά ἐζόφωσε τελείως μέ τήν ἐσχάτην ἀσέβειαν.
Ἀπό δέ τό μέρος τῆς Δύσεως νἀ εἶναι ἂλλο σύννεφον μεγάλον, νά σκεπάζη ὅλην τήν Δύσιν, σκοτεινόν καί αὐτό καί ζοφῶδες, πάνυ ¨ὁμιχλώδη, πολύ τό πλάνον ἐμφερομένην· αὕτη ἐστίν ἡ τῶν λατίνων δοκοῦσα καί ὀνομαζομένη χριστιανοσύνη, ἐμπεπλησμένη δέ οὖσα πάσης αἱρέσεως καί καινοτομίας, καί σμίγμα πασῶν τῶν πάλαι αἱρέσεων, ἂν καί δοκῆ εἶναι ὁλίγον τι, διά τό μή εἶναι τούς ἐλέγχοντας, καθώς εἶχον αἱ πάλαι αἱρέσεις, ἐκείνους τούς ἁγίους πατέρας, ὁποῦ ἒστεκαν μέχρις αἵματος, καί ἢλεγχαν τάς αἱρέσεις, μέ τάς τοπικάς καί οἰκουμενικάς ἁγίας συνόδους, καί ἱδία ἕκαστος, μέ λόγους καί ἐπιστολάς πολλάς, μέ τά ὁποῖα παντοιοτρόπως ἀνέτρεπον τάς αἱρέσεις μέ βασιλικήν ἐξουσίαν· μά τώρα μέ τό νά ἒλειψαν οἱ ἰατροί, ἒμεινε καί ἡ νόσος καί ἡ πληγή ἀνίατος, καί ἒκαμε τομήν θανατηφόρον, ὡσάν φάγουσα πεπαλαιωμένη· καί περιέλαβεν ὅλον τό σῶμα τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας, καί ἒγινε παντελῶς ἀνεπιχείρητον ἕως τοῦ νῦν …
Πήγαινε εἰς τήν Ἀνατολήν καί νά ἰδῆς, ὅτι δέν θέλεις εὕρει νά ὀνομάζεται Χριστός, ὁποῦ εἶναι ὁ νοητός τῆς δικαιοσύνης ἥλιος, ἀλλ’ ὁ Μωάμεθ, ὁποῦ εἶναι υἱός τοῦ ἀντιθέου σκότους· ὁ ὁποῖος ἐδίωξεν ἀπό ἐκεῖ τόν Χριστόν ὁμοῦ μέ τήν ἐκκλησίαν του, καί ἒμεινεν ἡ ἀνατολή ὅλως διόλου σκότος ζοφερόν καί ἐνάδιον. Ὕπαγε εἰς τά μέρη τῆς δύσεως, καί δέν θέλεις εὕρει καί ἐκεῖ τόν Χριστόν, διότι τόν ἐδίωξεν ὁ Πάπας· καί λόγω μέν λέγουν οἱ λατῖνοι πῶς πιστεύουν τόν Χριστόν, ἒργω δέ πιστεύουν καί τιμοῦν τόν πάπα τους ὑπέρ τόν Χριστόν, καί δέν κάμνουν κανένα ἀπό ἐκεῖνα ὁποῦ λέγει ὁ Χριστός, ἀλλ’ ὅλως διόλου ἐκεῖνα ὁποῦ ἐνομοθέτησεν ὁ πάπας, καί ὁ Χριστός εἰς τοιούτους προσκυνητάς δέν ἀναπαύεται …».
Εἶναι λυπηρό ἐνῶ ὑπάρχουν τέτοια ἐξαίσια κείμενα, ὅταν τόσοι Ἅγιοι καί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἒγραψαν καί δίδαξαν ξεκάθαρα γιά τόν κίνδυνο νοθεύσεως τῆς Ὀρθοδοξίας μας ἀπό τίς αἱρέσεις, νά ὑπάρχουν σήμερα τόσοι (ψευδο)ποιμένες πού δέν βλέπουν τόν Δούρειο Ἵππο τοῦ, μασονικῆς προελεύσεως, παναιρετικοῦ οἰκουμενισμοῦ μέσα στήν Μία Ἁγία Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Πῶς τολμοῦν νά ἀγκαλιάζονται καί νά συμπροσεύχονται μέ τούς παπικούς, ἕνεκα τῆς (δῆθεν) ἀγάπης; Αὐτή εἶναι κάλπικη ἀγάπη διότι ἂν ἀγαποῦσαν πραγματικά τόν αἱρετικό θά συμπεριφέρονταν ὡς ἀληθινοί ἰατροί, δείχνοντας στόν ἂρρωστο (στόν αἱρετικό), μέ ὑπομονή καί χρησιμοποιώντας τόν λόγο τῶν Πατέρων (ἒτσι ἐφαρμόζεται ἡ ἀγάπη) τήν νόσο τους καί τόν τρόπο τῆς ἰάσεώς των. Ἀλλά ἒτσι ὅπως ἐννοοῦν οἱ οἰκουμενιστές τήν ἀγάπη κάνουν κακό στόν ἀσθενή, ἐφόσον τόν ἀφήνουν νά μένει ἀναπαυμένος στήν αἵρεση (στήν ἀσθένεια), ὁδηγώντας τον τελικά στήν ἀπώλεια (ὅπως καί τούς ἑαυτούς τους). Τί δέν καταλαβαίνουν; Ἢ, τί δέν καταλαβαίνει ὁ Ἐπίσκοπος Νεαπόλεως καί Σταυρουπόλεως κ. Βαρνάβας ὁ ὁποῖος πέρυσι τόν Ὀκτώβριο μᾶς κατασκανδάλησε, ὅταν συμπροσευχήθηκε σέ Μουσουλμανικό νεκροταφεῖο στήν Τραπεζούντα μαζί μέ τόν ἰμάμη τῆς περιοχῆς, γιά τόν παπποῦ τοῦ ἐπιχειρηματία Ἐφκάν Μπασκάν; Στόν ἲδιο Θεό προσευχήθηκαν ταυτόχρονα οἱ δυό τους; Ἀλλά, πρέπει νά ὑλοποιηθοῦν οἱ ἀποφάσεις τῆς ψευδοσυνόδου τοῦ Κολυμπαρίου. Πρέπει νά ἐφαρμοσθοῦν στήν πράξη ὅσα διετάχθησαν ἐκεῖ. Καί βέβαια ὅλοι οἱ “ἀντιδραστικοί” ἱερεῖς οἱ ὁποῖοι, ὡς δρόσος ἐν τῆ ἐρήμω, διδάσκουν ἀνόθευτη τήν πίστη μας, πρέπει νά διωχθοῦν, νά ἀπομονωθοῦν, νά σπιλωθεῖ τό ὂνομά τους καί (εἰ δυνατόν) νά ἐκτελεστοῦν μέ συνοπτικές διαδικασίες.
Σήμερα τά δύο αὐτά μαῦρα καί σκοτεινά σύννεφα, τό Ἰσλάμ (μέσω τῶν παράτυπων μουσουλμάνων μεταναστῶν) καί ὁ παπισμός (μέσω τοῦ δαιμονικοῦ οἰκουμενισμοῦ), ἀπειλοῦν ὅσο ποτέ ἂλλοτε τήν Ὀρθοδοξία μας καί τήν πατρίδα μας. Ἂς ἀνατρέξουμε ταχέως στήν Μητέρα μας, παρακαλώντας Την μέ τά λόγια τοῦ Ὁσίου Νικολάου τοῦ Κατασκεπηνοῦ: «Ἀθέων Ἀγαρηνῶν τά βέλη σύντριψον Δέσποινα καί πάσαν ἐπιβουλήν δαιμόνων ματαίωσον, λαόν Χριστεπώνυμον σκέπων καί φυλάττων, ἲνα πόθω σε δοξάζωμεν».