Μητρ. Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης: Γονείς τι λόγο θα δώσετε; Κυριακὴ Δ΄ Νηστειῶν (Μᾶρκ. 9,17-31)


«Διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρὸς σέ, ἔχοντα πνεῦμα ἄ­λα­λον. καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ῥήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται» (Μᾶρκ. 9,17-18)
Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν κατοικία, περιουσία, τιμές, ἀξι­ώματα, καὶ παρ᾽ ὅλα αὐτὰ δὲν εἶνε εὐτυχισμέ­­νοι. Καὶ δὲν εἶνε εὐτυχισμέ­νοι, γιατὶ μοιά­ζουν πολὺ μὲ τὸν δυστυχισμένο πατέρα τοῦ νέου ποὺ θεράπευσε ὁ Χριστὸς στὸ σημερινὸ εὐ­αγγέλιο. Ἀλλ᾽ ἂς δοῦμε μὲ συντομία τὸ δυσ­τύχημα αὐτοῦ τοῦ πατέρα, γιὰ νὰ δοῦ­με καὶ ἀ­νάλογα παθήματα τῶν ἀνθρώπων γενικά.
* * *
Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶχε ἕνα παιδί. Ἀλλὰ τὸ παιδὶ νωρὶς τὸ κατέλαβε φοβερὸ δαιμόνιο. Τὸ πονηρὸ πνεῦμα εἶχε ἀποβῆ ὁ φοβερὸς τύραννος τοῦ δυστυχισμένου πλάσματος. Τοῦ ἔ­δενε τὴ γλῶσσα καὶ τὸ ταλαίπωρο δὲν μποροῦσε καθόλου νὰ μιλήσῃ. Τοῦ δέσμευε τὴν ἀ­­κοή, τοῦ ἔφραζε τ᾽ αὐτιά, δὲν τ᾽ ἄφηνε ν᾽ ἀ­κούσῃ πιὰ οὔτε μιὰ λέξι ἀπὸ τὸ στόμα τῆς μάνας του, τοῦ πατέρα του, τῶν συγγενῶν του. Τὸ παιδὶ εἶχε γίνει ἄλαλο καὶ κουφό (Μᾶρκ. 9,25).
Ἀλλὰ καὶ ἄλλα μαρτύρια ἔκανε στὸ παιδὶ τὸ δαιμόνιο. Τὸ ἔρριχνε στὸ ποτάμι μὲ σκοπὸ νὰ τὸ πνί­ξῃ, τὸ ἔρριχνε καὶ στὴ φωτιὰ θέλοντας νὰ τὸ κά­­­ψῃ. Τὸ πονηρὸ πνεῦμα μετέβαλλε τὸ παι­δὶ σὲ ἕ­να θηρίο. Τὴν ὥρα ποὺ πάθαινε τὴν κρίσι κυλιόταν χάμω, ἔτριζε τὰ δόντια του, ἔ­βγαζε ἀ­φροὺς ἀπὸ τὸ στόμα· ξερὸ καὶ ἀναίσθητο γινόταν πολλὲς φορές (ἔ.ἀ. 9,18).
Δυστυχισμένο ἕνα τέτοιο παιδί, μὰ πολὺ πιὸ δυσ­τυχισμέ­νος ὁ γονιός του. Γιατὶ ἡ ἀρρώστια τοῦ παιδιοῦ εἶ­νε δεινὴ συμφορὰ γιὰ τὸν πατέρα ποὺ τὸ γέννησε καὶ τὸ πονάει. Φαν­ταστῆτε τὸν δυστυχισμένο πατέρα νὰ βλέ­πῃ τὸ σπλάχνο του νὰ σπαράζῃ κάτω ἀπ᾽ τὰ νύχια τοῦ διαβόλου ὅπως σπαρταράει τὸ ψάρι στὸ ἀγκίστρι τοῦ ψαρᾶ.
* * *
Κι ἀφοῦ εἴδαμε τὴν σπαραξικάρδια κατάστασι τοῦ παιδιοῦ τοῦ εὐαγγελίου, ἂς δοῦμε τώρα κάτι ἄλλο· μήπως ὑ­πάρ­χουν καὶ σήμερα τέτοια παιδιά, ποὺ μὲ τὴ συμ­περιφορά τους εἶ­νε μιὰ συμφορὰ γιὰ τοὺς γονεῖς;
Εἶνε ἀλήθεια ὅτι πολλοὺς πόνους δοκιμάζουν οἱ γονεῖς· μὰ ἐκεῖνο ποὺ εἶνε ἀβάσταχτο καὶ κά­νει τὴν καρδιὰ τοῦ πατέρα καὶ τῆς μάνας νὰ σπαράζῃ, εἶνε νὰ βλέπουν τὸ γυιὸ ἢ τὴν κό­­ρη τους νὰ παίρνουν τὸ δρόμο τὸν κακό. Ἄχ, πόσο τὰ παιδιὰ αὐτὰ μοιάζουν μὲ τὸ δαιμονισμένο παιδὶ τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου!
Κουφὸ ἦταν τὸ δαιμονισμένο παιδί, κου­φὰ εἶνε καὶ τὰ σημερινὰ παιδιά· ὄχι γιατὶ ἔ­χουν βλαμμένα τ᾽ αὐτιά τους καὶ δὲν ἀκοῦ­νε, ἀλ­λὰ γιατὶ ἔπαψαν πιὰ νὰ ὑπακούουν στοὺς γο­νεῖς. Μάταια παρακα­­­­λοῦν, φωνάζουν καὶ κλαῖνε ἡ μάνα κι ὁ πατέρας, μάταια συμβουλεύει κι ὁ δάσκαλος. Αὐτὰ δὲν ἀκοῦνε. Λὲς καὶ κάποιος ἔφραξε μὲ βουλοκέρι τὰ αὐτιά τους. Πῶς λοιπὸν δὲν μοιάζουν μὲ τὸ παιδὶ ποὺ εἶ­χε κουφάνει τὸ δαιμόνιο;
Ἀλλὰ τὸ δαιμόνιο εἶχε κάνει τὸ παιδὶ καὶ ἄλαλο. Πόσα παιδιὰ καὶ σήμερα δὲν εἶνε ἄλαλα! –Ἄλαλα; τί ἄλαλα; θὰ πῆτε, ἐδῶ αὐτὰ μι­λᾶνε ὅλη μέρα καὶ φλυαροῦν ἀκατάσχετα… Ναί, ὅλα τὰ λέει ἡ γλῶσσα τους· καὶ βλαστήμιες, καὶ αἰσχρολογίες, καὶ βρισιές· ἀλλὰ στὸ Θεὸ δὲν μιλᾶνε, προσ­ευχὴ ἡ γλῶσ­σα τους δὲν ξέρει νὰ πῇ, ἕνα καλὸ λόγο δὲν ἀκοῦς ἀπὸ τὸ στό­μα τους. Λοιπὸν δὲν εἶνε ἄλαλα;
Τὸ παιδὶ τοῦ εὐαγγελίου εἴδαμε ὅτι «ἀ­φρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται» (Μᾶρκ. 9,18). Μὰ μήπως τὴν ἴδια εἰκόνα δὲν παρουσιάζουν καὶ σήμερα πολλὰ παιδιά; Ἔχουν πεῖσμα δαιμονικὸ καὶ ἐπιμονή. Θέλημα τῶν γο­νέων ποτέ δὲν κάνουν. Ἂν καμμιὰ φορὰ θελήσουν ἢ ἡ μάνα νὰ τοὺς κάνῃ μιὰ παρατήρησι ἢ ὁ πατέρας νὰ τὰ τιμωρήσῃ, τότε αὐτὰ γίνονται θηρία· ἀφρίζουν ἀπὸ τὸ πεῖ­σμα τους, πέφτουν κάτω καὶ χτυπιῶνται ἀπ᾽ τὸ κακό τους, κυλιῶνται χάμω ἀπ᾽ τὴ μανία τους, σπάζουν πιάτα καὶ καρέκλες, σηκώνουν χέρι, πιάνουν καὶ ξύλο νὰ χτυπήσουν τοὺς με­γάλους. Καὶ πάλι ἐρωτῶ· μοιάζουν ἢ δὲν μοιά­ζουν τότε μὲ τὸ δαιμονισμένο παιδί;
Ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο ἔκανε τὸ παιδὶ τοῦ εὐ­αγγελίου, ποὺ τὸ μιμοῦνται σήμερα τὰ παι­διά μας· τὸ δαιμόνιο τὸ ἔρριχνε πότε στὸ ποτάμι καὶ πότε στὴ φωτιά. Τὸ ἴδιο λοιπὸν παθαίνει καὶ σήμε­ρα ἡ νεολαία. Ὑπάρχουν τόποι ποὺ εἶνε χειρό­τεροι ἀπὸ ἕνα ποτάμι κι ἀπὸ ἕνα καμίνι. Ποτάμι ποὺ παρασύρει καὶ πνίγει εἶνε τὸ ῥεῦμα τῆς μόδας καὶ τῆς ξενομανίας, μὲ τὰ θεάματα καὶ τὴ μουσικὴ καὶ τὰ φαρμακερὰ ποτά· καμίνι ποὺ τσουρουφλίζει καὶ καίει εἶνε τὰ κέν­τρα ποὺ συχνάζουν οἱ νέοι καὶ τὰ κακόφημα κι ἀ­κατονόμαστα σπίτια ὅπου ἀκολασταίνουν. Ἔ, δὲν εἶνε προτιμότερο νὰ πνιγῇ ἢ νὰ καῇ ἕ­νας νέος, παρὰ νὰ πέσῃ μέσα ἐκεῖ;… Τί κάνει ἡ φωτιὰ στὰ φυτὰ καὶ τὰ δέντρα· καίει τὰ φύλλα καὶ τὰ κλαδιά, τ᾽ ἀφήνει ξερὰ κούτσουρα ποὺ τὰ βλέπεις καὶ λυπᾶται ἡ ψυχή σου. Τὸ ἴ­διο κάνει καὶ ἡ ἁμαρτία καὶ ἰδίως τὸ δαιμόνιο τῆς σαρκὸς στοὺς νέους καὶ τὰ παιδιά μας· τοὺς ἀφαιρεῖ τὴ δροσιὰ τῆς ἁγνότητος, καίει τὰ μπουμπούκια τῆς ζωῆς, μαραίνει τὰ ἄνθη τῆς νεότητος, γυρίζουν στὸ σπίτι παραμορφωμένα ὄντα, ἐλεεινὰ κού­τσουρα. Πόσα τέτοια παιδιὰ ὑπάρχουν, ποὺ ἔχουν γίνει ἡ κόλασι τῶν σπιτιῶν!
* * *
Ἀλλὰ ποιός φταίει ἆραγε γιὰ νὰ καταντήσουν τὰ παιδιὰ σ᾽ αὐτὸ τὸ χάλι; Φταίει ἡ κοινωνία; φταίει τὸ σχολεῖο; φταῖνε οἱ μεγαλύτεροι; Πολλὰ φταῖνε ὥστε τὰ παιδιά μας νὰ γίνων­ται δαιμονισμένα, κυρίως ὅμως φταῖνε οἱ γονεῖς· αὐτὸ βγαίνει ἀπὸ τὸ σημερινὸ εὐ­αγγέ­­λιο. Ὅ­ταν ὁ δυστυχισμένος πατέρας ἔφερε τὸ παιδὶ στὸ Χριστὸ καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸ κάνῃ καλά, ὁ Κύριος τὸν ρώτησε· –Ἀπὸ πότε ὑ­ποφέρει τὸ παιδί; –«Παιδιόθεν» (ἔ.ἀ. 9,21), ἀ­πήν­τησε ὁ πατέρας, δηλαδὴ ἀπὸ τὴ μικρή του ἡ­λι­κία. Μὲ τὸ ὅλο λοιπὸν αὐτὸ περιστατικὸ εἶ­νε σὰν ὁ Χριστὸς νὰ ἔλεγε· Ταλαίπωρε πατέρα, ἄφησες τὸ κακὸ νὰ ῥιζώσῃ μέσα στὸ παιδί, ἄφησες τὸ σατανᾶ ν᾽ ἀποκτήσῃ δικαιώματα πάνω του, καὶ τώρα ἔρ­χεσαι ζητώντας τὴ θερα­πεία; Θά ᾽­πρεπε ἀπὸ τότε νὰ ἐνδιαφερθῇς…
Ἀπὸ τὴ στιχομυθία αὐτὴ καταλαβαίνουμε ὅτι οἱ γονεῖς φέρουν τὴ μεγαλύτερη εὐθύνη γιὰ τὰ παιδιά. Γι᾽ αὐτὸ πρέπει ἀπὸ τὴ μικρὴ ἡ­λικία νὰ συνηθίζουν τὸ παιδί τους στὸ καλό. Ὅπως φροντίζουν νὰ θρέψουν τὰ σώματα, πρέ­πει νὰ φροντίζουν νὰ θρέψουν καὶ τὶς ψυχὲς τῶν μικρῶν. Διότι καὶ ἡ ψυχή, ὅ­πως τὸ σῶμα, θέλει τροφή, τροφὴ πνευματική. Πόσοι ὅμως ἀπὸ τοὺς γονεῖς φροντίζουν γι᾽ αὐτό; Νά·
• Εἶνε μεσημέρι καὶ ἡ οἰκογένεια κάθεται στὸ τραπέζι. Ποιός πατέρας λέει τότε «Παιδιά, πρὶν ἀρ­χί­σουμε τὸ φαγητὸ σηκω­θῆτε νὰ κάνουμε τὴν προσευχή μας· καὶ στὸ τέλος πάλι νὰ εὐ­χαριστήσουμε τὸν Κύριο γιὰ τ᾽ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς ἔ­δωσε»; Κάθονται τρῶνε, καὶ μετὰ σηκώ­νον­ται καὶ φεύγουν βουβοί, ὅπως τὰ ἄλογα ζῷα.
• Βραδιάζει. Ποιός πατέρας λέει «Παιδιά, προ­τοῦ νὰ πέσουμε γιὰ ὕπνο ἂς γονατίσουμε νὰ νὰ ποῦμε προσευχή, νὰ μᾶς ἀκούσῃ ὁ Θεός».
• Ξημέρωσε Κυριακή. Ποιά μάνα θὰ πῇ στὰ παιδιά της ἐκεῖνο τὸν ὡραῖο στίχο τοῦ ποιητοῦ
«Ἔ, παιδιά, καιρός, ξυπνᾶτε,
εἶναι Κυριακή,
ἡ καμπάνα μᾶς φωνάζει,
τὴν ἀκοῦτ’ ἐκεῖ;»;
(Ἠλίας Τανταλίδης, Ἡ Κυριακή, Ἀναγνωστικὸ Γ΄ Δημοτικοῦ, ἐκδ. Καλοκάθη, Ἀθῆναι 1966, σ. 61).
• Ποιός πατέρας πάλι τὴν Κυριακή, ἀντὶ νὰ πάῃ στὸ καφφενεῖο, θὰ γυρίσῃ στὸ σπίτι, θὰ πάρῃ τὸ Εὐαγγέλιο ἢ ἄλλο θρησκευτικὸ βιβλίο καὶ θὰ καθήσουν νὰ διαβάσουν μαζὶ ὄχι πολύ, μιὰ σελίδα, καὶ μετὰ θὰ πῇ δυὸ λόγια;
Κάθε σπίτι θά ᾽πρεπε νά ᾽νε μιὰ ὄμορφη «κατ᾽ οἶκον ἐκκλησία» (Α΄ Κορ. 16,19. Κολ. 4,15. Φιλήμ. 2) τοῦ Χριστοῦ μας· καὶ τώρα τί εἶνε; ἕνας σταῦλος ζῴων. Ἐδῶ βλαστημάει ὁ μεθυσμένος πατέρας, ἐκεῖ καταριέται ἔξαλλη ἡ μάνα, τὰ παιδιὰ βρίζονται καὶ χτυπιῶνται…· σ᾽ αὐτοὺς δὲν βασιλεύει ὁ Χριστός, ἐξουσιάζει ὁ διάβολος.
Γι᾽ αὐτὸ τὰ παιδιὰ δὲν μαζεύονται μέσα, ἀλ­λὰ γυρίζουν ἔξω σὰν τὰ ἀδέσποτα σκυλιά. Κανένα δὲν ἀκοῦνε, κανένα δὲν σέβονται, κανένα δὲν φοβοῦνται.
* * *
Ὦ γονεῖς, τρέμω ὅταν σκέπτωμαι τί λόγο φοβερὸ θὰ δώσετε τὴν ἡμέρα τῆς Κρίσεως! Ἐσύ, πατέρα, ξέρεις τί κάνεις μὲ τὰ λόγια σου, μὲ τὰ ἔργα σου, μὲ τὴν ὅλη διαγωγή σου; φονεύεις τὸ παιδί σου! Ὁ Θεὸς σοῦ ἔδωσε τὸ παιδὶ νὰ τὸ κάνῃς ἕνα ἀγγελούδι, ἕνα ἄγαλμα ποὺ θὰ στολίσῃ τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν· κ᾽ σὺ τὸ ἔκανες ἕνα δαιμονισμένο πλάσμα. Ἐκεῖ ποὺ θὰ πάῃ τὸ παιδί, ἐκεῖ θὰ πᾷς κ᾽ ἐσύ. Γιατὶ ἐσὺ τὸ ὡδήγησες στὴν κόλασι!
Ἀδελφοί μου, ἂς φροντίσουμε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ ζήσουμε κοντὰ στὸ Χριστό μας, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία του εἰς αἰ­ῶ­νας αἰώνων.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Share Button