«Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν» (Ματθ. 10,34)
Ὄχι εἰρήνη, ἀλλὰ μαχαίρι ἦρθα νὰ βάλω. Ὁμιλεῖ ὁ Κύριος. Ὁ Κύριος; καὶ λέει τέτοια λόγια; Μὰ ἐκεῖνος δὲν εἶνε ὁ «ἄρχων τῆς εἰρήνης» (Ἠσ. 9,6); στὴ γέννησί του δὲν ἔψαλλαν οἱ ἄγγελοι «καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη» (Λουκ. 2,14); ὁ ἴδιος δὲν μακάρισε τοὺς «εἰρηνοποιούς» (Ματθ. 5,9); ἐκεῖνος δὲν χαιρέτισε μετὰ τὴν ἀνάστασί του μὲ τὸ «Εἰρήνη ὑμῖν» (Λουκ. 24,36); Πῶς τώρα λέει «Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλὰ μάχαιραν»; τὰ παιδιά του θὰ πιάσουν μαχαίρια, ὅπως οἱ σταυροφόροι τοῦ πάπα; Δὲν εἶνε ἀντίθετα τὸ Σφάζετε μὲ τὸ «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰω. 13,34), μαχαίρι καὶ κλαδὶ ἐλιᾶς;
Τί μαχαίρι ἐννοεῖ ὁ Κύριος, τὸ γνωστὸ σιδερένιο ὄργανο ποὺ σφάζει τ᾽ ἀρνάκια; Μὰ αὐτὸ θά ᾽ταν τελείως ἀντίθετο μὲ τὸ ὅλο πνεῦμα του. Ἄοπλος ὁ ἴδιος, ἄοπλοι ἤθελε νά ᾽νε καὶ οἱ ἀπόστολοί του. Γι᾽ αὐτό, ὅταν ὁ Πέτρος στὴ Γεθσημανῆ χτύπησε τὸ Μάλχο, ὁ Κύριος εἶπε· «Ἀπόστρεψόν σου τὴν μάχαιραν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς· πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανοῦνται» (Ματθ. 26,52). Ἀθάνατα λόγια! θ᾽ ἀργήσουν, φαίνεται, νὰ τὰ νιώσουν οἱ λαοὶ τῆς γῆς.
* * *
Κάτι ἄλλο λοιπὸν ἐννοεῖ ὁ Χριστός. Φώτισέ μας, Κύριε, νὰ τὸ καταλάβουμε. Ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη μάχαιρα. Ποιά; Κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, μάχαιρα εἶνε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· αὐτὸς εἶνε «ζῶν καὶ ἐνεργὴς καὶ τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον» (Ἑβρ. 4,12). «Μάχαιρα τοῦ Πνεύματος» εἶνε τὸ «ῥῆμα Θεοῦ» (Ἐφ. 6,17). Αὐτὴ νικᾷ τὰ φονικὰ ὅπλα καὶ τὰ μεταβάλλει σὲ γεωργικὰ ἐργαλεῖα κατὰ τὸν Ἠσαΐα (βλ. 2,4). Μ᾽ αὐτὴν ἦταν ὡπλισμένοι οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ πατέρες. Κρατῶ ξίφος σιδήρου τομώτερον, ἔλεγε ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.
Ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε μάχαιρα χειρουργική· κόβει – χωρίζει τὸ ὑγιὲς ἀπὸ τὴ γάγγραινα· γίνεται «χωρισμὸς τοῦ χείρονος ἀπὸ τοῦ κρείττονος», λένε οἱ πατέρες. Στὸν μέθυσο π.χ. ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ λέει· «Μέθυσοι βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι» (Α΄ Κορ. 6,10). Ἂν τὸ δεχτῇ, βάζει μαχαίρι στὸ πάθος, παύει νὰ πίνῃ, κόβει τὴ συναναστροφὴ μὲ θαμῶνες τοῦ Βάκχου σὲ ταβέρνες καὶ κοσμικὰ κέντρα. Πάθος ὀλέθριο, λέει, θὰ σὲ σφάξω! αὐτὴ εἶνε ἡ ἀπόφασι τοῦ μετανοημένου. Ἀλλὰ ἕως ὅτου νικήσῃ τὸν κακὸ ἑαυτό του, τί πόλεμος! πόλεμος ὅμως εὐλογημένος, ποὺ φέρνει στὸ τέλος τὴν ἀσύλληπτη «εἰρήνην τοῦ Θεοῦ» (Φιλιπ. 4,7).
Ἀπ᾽ τὴ στιγμὴ ποὺ πιστεύει στὸν Κύριο ὁ Χριστιανὸς βρίσκεται σὲ ἐμπόλεμη κατάστασι· πρῶτα μὲ τὸν ἑαυτό του – τὰ ἐλαττώματά του, ἔπειτα μὲ τὸ εἰδωλολατρικὸ περιβάλλον, φίλους καὶ συγγενεῖς. Δὲν κάμπτεται, ἔχει πάρει ἀπόφασι. Δὲν γυρίζει πίσω· θυμᾶται τί ἔπαθε ἡ γυναίκα τοῦ Λώτ. Προτιμᾷ νὰ χωριστῇ κι ἀπ᾽ τὰ πιὸ ἀγαπητὰ πρόσωπα παρὰ νὰ χωριστῇ ἀπὸ τὸν Κύριο, ποὺ ἔδωσε τὸ τίμιο αἷμα του γι᾽ αὐτόν. Λέει στὸν κόσμο ἐκεῖνο ποὺ εἶπε ὁ Ἰωσὴφ στὴ γυναῖκα τοῦ Πετεφρῆ· «Πῶς ποιήσω τὸ ῥῆμα τὸ πονηρὸν τοῦτο καὶ ἁμαρτήσομαι ἐναντίον τοῦ Θεοῦ;» (Γέν. 39,9).
Οἱ ἀρχὲς τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶνε ἀσυμβίβαστες· γι᾽ αὐτὸ ὁ κόσμος δὲν ἀγαπᾷ τὸν συνεπῆ Χριστιανό. Ὁ ζωντανὸς ἄνθρωπος τοῦ Εὐαγγελίου ἐνοχλεῖ· μέσα σὲ ἄδικη καὶ ἄπιστη γενεὰ εἶνε «βαρὺς καὶ βλεπόμενος» κατὰ τὴ Γραφή (Σ. Σολ. 2,14). Προσπαθοῦν νὰ τὸν ἐκμηδενίσουν μὲ κάθε τρόπο. Θάνατος στοὺς Χριστιανούς! φώναζαν στὰ ἀμφιθέατρα τῆς ῾Ρώμης. Εἰρωνεῖες, ἐμπαιγμοί, συκοφαντίες, παραγκωνισμοί, ἀπειλές, φυλακίσεις, δημεύσεις περιουσιῶν, καὶ θανατώσεις σκληρές. Ἀλλὰ οἱ Χριστιανοὶ μὲ τὴν μάχαιρα τοῦ Πνεύματος πολεμοῦσαν τὸν ἑωσφόρο, ἤλεγχαν τὴ μωρία καὶ ἐγκληματικότητα τοῦ περιβάλλοντος. Οἱ θεοί σας, ἔλεγαν στοὺς διῶκτες, εἶνε εἴδωλα, «ἀργύριον καὶ χρυσίον, ἔργα χειρῶν ἀνθρώπων· στόμα ἔχουσι καὶ οὐ λαλήσουσιν, ὀφθαλμοὺς ἔχουσι καὶ οὐκ ὄψονται, ὦτα ἔχουσι καὶ οὐκ ἀκούσονται…» (Ψαλμ. 113,12-16). Οἱ πιστοὶ ἐκεῖνοι ἦταν ἀπτόητοι, ὡς λέοντες πῦρ πνέοντες. «Ἐγγὺς μαχαίρας ἐγγὺς Θεοῦ, μεταξὺ θηρίων μεταξὺ Θεοῦ», θά ᾽λεγαν μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν θεοφόρο (Σμυρν. 4). Οἱ Χριστιανοὶ ἐκεῖνοι νικοῦσαν σφαζόμενοι – ὄχι σφάζοντας, χύνοντας τὸ δικό τους αἶμα – ὄχι τῶν ἄλλων· νά ἡ διαφορὰ μὲ τὸ μωαμεθανισμὸ καὶ τὸν κομμουνισμό.
* * *
Ἔχοντας αὐτὰ ὑπ᾽ ὄψιν ἂς δοῦμε τώρα τὴν κατάστασι. Μὲ θλῖψι διαπιστώνεται, ὅτι οἱ Χριστιανοὶ σήμερα εἴμαστε χωρὶς «μάχαιραν», γενναῖες ἀποφάσεις, πόλεμο μὲ τὸ κακό. Χλιαρὴ ἡ ἀντίστασι. Ὁ κόσμος δὲν μᾶς πολεμεῖ, γιατὶ ἁπλούστατα δὲν ἐνοχλοῦμε τὸν κοσμοκράτορα, δὲν συγκρουόμαστε μὲ τὸν κόσμο, δὲν ἀγωνιζόμαστε· ἀφωπλισθήκαμε, παραδινόμαστε. Ὄχι ὅ,τι θέλει ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἀλλ᾽ ὅ,τι θέλει ὁ κόσμος καὶ τ᾽ ἁμαρτωλὰ συγκροτήματά του, αὐτὸ δεχόμαστε. Κ᾽ ἐπειδὴ θέλημα Χριστοῦ καὶ θελήματα τοῦ κόσμου συγκρούονται καὶ φαίνεται καθαρὰ ἡ ἀντίθεσί τους, ἐμεῖς μὲ ἔξυπνη καὶ συγχρονισμένη θεολογικὰ(!) σκέψι ψάχνουμε νὰ βροῦμε ἐπιχειρήματα νὰ δικαιολογήσουμε τὶς ὑποχωρήσεις στὶς κοσμικὲς τάσεις καὶ ἐπιθυμίες. Προσπαθοῦμε νὰ συμβιβάσουμε τὰ ἀσυμβίβαστα, νὰ γεφυρώσουμε τὰ ἀγεφύρωτα, νὰ διαλύσουμε τὸ λάδι μέσα στὸ νερό, νὰ ἐπινοήσουμε μιὰ μικτὴ στάσι, κυμαινόμενοι διαρκῶς μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου, φθορᾶς καὶ ἀφθαρσίας. Ἀκόμη κι ὅταν μιλᾶμε κατὰ τοῦ κόσμου, ὁ κόσμος κυριαρχεῖ μέσα μας! Φαίνονται ὑπερβολὲς αὐτά;
Νά μερικὰ παραδείγματα. Παίζεται ἕνα ἔργο. Καὶ ἐνῷ τὸ Εὐαγγέλιο θέλει καὶ τὸ βλέμμα καὶ τὴ σκέψι ἀμόλυντα (βλ. Ματθ. 5,28) καὶ τὸ Ψαλτήρι λέει «Ἀπόστρεψον τοὺς ὀφθαλμούς μου τοῦ μὴ ἰδεῖν ματαιότητα» (Ψαλμ. 118,37), ὁ σημερινὸς χριστιανὸς πάει καὶ τὸ βλέπει, ἐνῷ οἱ πρῶτοι Χριστιανοὶ ποτέ δὲν θὰ τό ᾽καναν. Ἂς πήγαινε, ἂν εἶχε ζῆλο, ὄχι νὰ δῇ ἀλλὰ νὰ διαμαρτυρηθῇ γιὰ τὸ θέαμα· τότε θὰ χρησιμοποιοῦσε τὴν μάχαιρα. Ἀλλὰ τώρα, χλιαρὸς αὐτός, ὑποχωρεῖ. Ὑποχωρεῖ ἀκόμη στὰ ζητήματα τοῦ χοροῦ, τοῦ καρναβάλου, τῆς ἀποφυγῆς τῆς τεκνογονίας, τῶν μικτῶν γάμων, τῆς καταργήσεως τῶν κωλυμάτων γάμου, τοῦ διαζυγίου. Γενικὴ ὑποχώρησις. Ὑποχωρεῖ ὅμως καὶ ἡ ἐπίσημος ἐκκλησία σὲ ἀντιχριστιανικὲς ἀπαιτήσεις τοῦ κράτους, τὸ ὁποῖο οὐσιαστικὰ τὴν κυβερνᾷ. Μάχαιρα, ποὺ χωρίζει εὐεργετικὰ κράτος καὶ ἐκκλησία καὶ ἀποδίδει εὐαγγελικὰ «τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» (Ματθ. 22,21), δὲν φαίνεται. Οἱ ναοὶ τείνουν νὰ γίνουν θέατρα. Ἀκούγονται ἤδη φωνὲς ἠθοποιῶν καὶ κανταδόρων. Σκὲτς καὶ ἀθῷες δῆθεν θεατρικὲς παραστάσεις κατηχητριῶν παρουσίᾳ ἱερέων καὶ ἀρχιερέων ἄρχισαν μέσα σὲ ναούς. Αὐτά, βλέπετε, θέλει ὁ λαός. Γέλια καὶ καγχασμοὶ ἀντὶ δακρύων θ᾽ ἀκούγωνται στὸ ἑξῆς. Μάχαιρα Ὀρθοδοξίας, μάχαιρα εὐλογημένη τοῦ Χριστοῦ, ποῦ εἶσαι νὰ κάνῃς τὴν σωτήρια τομή;
* * *
Ἐφοδιασθῆτε μὲ μάχαιραν, ἀγαπητοί μου. Τὸ πνεῦμα μιᾶς νόθου θρησκευτικῆς ζωῆς, ποὺ συνεχῶς ἐκκοσμικεύεται καὶ συμβιβάζεται μὲ νεωτερισμούς, πρέπει νὰ καταπολεμηθῇ. Τώρα, ποὺ τὸ κακὸ ὅπως στὸν βιβλικὸ κατακλυσμὸ τείνει νὰ καλύψῃ καὶ τὶς κορυφές, καὶ θεολόγοι κι ἀκαδημαϊκοὶ βγαίνουν δημοσίως καὶ συνηγοροῦν σὲ εἰδωλολατρικὲς ἐκδηλώσεις, ἂς ἀκουστῇ πάλι ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου· «Ὁ μὴ ἔχων (μάχαιραν) πωλήσει τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ καὶ ἀγοράσει μάχαιραν» (Λουκ. 22,36). Ὅσοι ὣς τώρα δείξαμε χλιαρότητα καὶ ὑποχωρήσεις σὲ κοσμικὲς ἀπαιτήσεις, ἂς ἀναθεωρήσουμε. Ὄχι φίλοι τοῦ κόσμου· φίλοι τοῦ Χριστοῦ νὰ γίνουμε. Δὲν ἀκοῦμε πῶς μᾶς ἐλέγχει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ; «Μοιχοὶ καὶ μοιχαλίδες! οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν; ὃς ἂν οὖν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καθίσταται» (Ἰακ. 4,4). Ν᾽ ἀλλάξουμε τακτική· στὶς ψυχές μας νὰ κυριαρχῇ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου· γιὰ χάρι του νὰ θυσιάζουμε συμφέροντα, συγγένειες, φιλίες, συναισθήματα, καὶ τὴ ζωή μας γι᾽ αὐτόν. Νά ἡ μάχαιρα ποὺ πρέπει ν᾽ ἀγοράσουμε.
Ἀδελφοί, δὲν εἶνε πάντα καλὸ ἡ ὁμόνοια καὶ ἡ εἰρήνη. Ἂν συνεπάγεται θυσία ἀρχῶν, τότε προτιμότερος ὁ πόλεμος. Κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν θεολόγο «κρείττων ἐπαινετὸς πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ» (Ἑ.Π. Migne 35,488). Λοιπὸν ἂς θυσιάσουμε τὴ φιλία τοῦ κόσμου γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἂς ποῦμε τὰ λόγια ἑνὸς πιστοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ· «Ὁ λέγων τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρί, Οὐχ ἑώρακά σε, καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ οὐκ ἐπέγνω καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ ἀπέγνω· ἐφύλαξε τὰ λόγιά σου καὶ τὴν διαθήκην σου διετήρησε» (Δευτ. 33,9), καὶ τὸ τῆς Καινῆς Διαθήκης· «Εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα. μαρὰν ἀθᾶ (=ὁ Κύριος ἔρχεται)» (Α΄ Κορ. 16,21-22).
«Οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν». Ναί, Κύριε, καταλαβαίνουμε τὸ λόγο σου· καμμία εἰρήνη δὲν κατακτᾶται χωρὶς πόλεμο. Καὶ ἔδωσες πρῶτος τὸ παράδειγμα. Ἡ εἰρήνη σου ἦρθε ὡς ἀποτέλεσμα πολέμου. Καὶ ἡ ἐπικράτησι τῆς βασιλείας σου γίνεται μόνο ὅταν ἐμπνεώμεθα ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας σου. Μάχαιρα = ἀπόφασι θανάτου γιὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ.
Κύριε! στὰ σβησμένα θυσιαστήρια τῶν καρδιῶν μας ῥίξε σπινθῆρες ἀπ᾽ τὴ φωτιὰ ποὺ ἔφερες. Χωρὶς μάχαιραν, ζῆλο καὶ ἀπόφασι θανάτου γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο, τίποτα δὲν γίνεται.
Πόσο τά ᾽χουμε ἀνάγκη αὐτά! Ἂς τὰ ζητήσουμε μετὰ δακρύων ἀπὸ τὸν Κύριο.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἄρθρο ποὺ δημοσιεύθηκε στὸ περιοδικὸ «Χριστιανικὴ Σπίθα» [Κοζάνη, φ. 138/Ἰαν. 1953] καὶ ἀναδημοσιεύθηκε στὸ βιβλίο Φλογέρα Α΄, Ἀθῆναι 1992, σσ. 137-148)