Νεκτάριος Δαπέργολας, Όχι, όλοι μαζί δεν μπορούμε!

του Νεκτάριου Δαπέργολα,
Διδάκτορος Ιστορίας
Καθώς πλησιάζουμε σε μία ακόμη εκλογική διαδικασία, είναι πιο σαφές από κάθε άλλη φορά ότι ως λαός ζούμε μέρες απίστευτης παρακμής. Μέρες μιας άνευ προηγουμένου πολιτικής αποσάθρωσης, κοινωνικής διάλυσης και εθνικής κατάρρευσης, που δεν είναι ασφαλώς παρά οι μοιραίες συνέπειες μιας βαθύτατης πνευματικής κρίσης. Μετά από μία μακρά περίοδο ιστορικής αμνησίας, πολιτισμικής διάβρωσης και ηθικής καταρράκωσης, μετά από δεκαετίες συστηματικού αφελληνισμού και αποχριστιανισμού, μετά από δεκαετίες οργανωμένης και μεθοδικής αποδόμησης και μαζικής λοβοτομής, που απονεύρωσαν και ευνούχισαν πνευματικά τον λαό μας (με πλήρη φυσικά συνέργεια και συνενοχή και του ιδίου), ήρθαν εν τέλει και οι ταφόπλακες των μνημονίων, του εθνικού ξεπουλήματος, της αθρόας λαθρομετανάστευσης και της νομοθετικής επιβολής όλης της διαστροφικής νεοταξικής ατζέντας. Τις ταφόπλακες που έβαλαν ξεδιάντροπα εθελόδουλες κυβερνήσεις της υποτέλειας αλλά και της πλέον αντίχριστης κι εθνομηδενιστικής υστερίας, για να ολοκληρώσουν – μέσω της οικονομικής καταστροφής, της κοινωνικής διάλυσης, της δημογραφικής αλλοίωσης, της εθνικής υποδούλωσης και του πλήρους πνευματικού ξεχαρβαλώματος – τη θανατική μας καταδίκη. Η κατάρρευση γύρω μας δείχνει να είναι ολοκληρωτική, αν δεν γίνει κάποιο μεγάλο θαύμα, και η πορεία προς τον πλήρη αφανισμό αναπόδραστη πλέον και προδιαγεγραμμένη.
Ταυτόχρονα όμως ζούμε δυστυχώς και μέρες απίστευτης (και απίστευτα τραγικής) ελαφρότητας. Ενώ το σκοτάδι καλύπτει την πατρίδα και όλα γύρω μας γκρεμίζονται, ενώ όλοι οι θεσμοί νοσούν θανάσιμα και το υπάρχον πολιτικό σκηνικό συνεχίζει να ανακυκλώνει τα αμαρτωλά του αδιέξοδα μέσα στον κουρνιαχτό των ανομιών του, «κόμματα» και «κινήματα» συνεχίζουν να εμφανίζονται καθημερινά σωρηδόν, ως άλλο ένα επίσης τραγελαφικό «σημείο των καιρών», για να εντείνουν κι αυτά με τη σειρά τους τον εμπαιγμό (της ζωής μας, της πίστης μας, της πατρίδας μας – και φυσικά της νοημοσύνης μας). Πονηροί και γόητες που έχουν ενσκήψει γύρω μας ως «λύκοι βαρείς, μη φειδόμενοι του ποιμνίου» (για να παραφράσουμε και τη Γραφή). Δήθεν μεταρρυθμιστές, ανατροπείς και επίδοξοι σωτήρες, δήθεν ανένδοτοι και αποφασισμένοι εθναμύντορες και υπερασπιστές ύψιστων πνευματικών αξιών, στην πραγματικότητα όμως πρόκειται είτε για υποκριτές κι υστερόβουλους πατριδοκάπηλους και χριστεμπόρους, είτε απλώς για κάποιους θλιβερά εγκλωβισμένους ανάμεσα στις ιδεοληπτικές αγκυλώσεις τους και στην αμετροεπή πλάνη της οίησής τους. Και εννοείται βέβαια ότι δεν αναφερόμαστε εδώ ούτε σε άκρως φαιδρές οργανώσεις της…γειτονιάς, ούτε σε χυδαίες και απροκάλυπτες απάτες που κανονικά μόνο σε ψυχικά διαταραγμένους θα μπορούσαν να απευθύνονται. Αν το πράτταμε, ο κατάλογος θα μεγάλωνε επικίνδυνα. Εδώ αναφερόμαστε μόνο στις φαινομενικά πιο σοβαρές περιπτώσεις, όσες δηλαδή δεν κινούνται απελπιστικά πολύ κάτω από τα όρια της εξαπάτησης, της γελοιότητας, της γραφικότητας και της βλακείας.
Για να θυμηθούμε όμως και τον Καβάφη, όλοι τους «βλάπτουν την Συρία το ίδιο». Όλοι τους υπάρχουν αυτή τη στιγμή αποκλειστικά και μόνο για να θολώνουν τα νερά, να εξοντώνουν κάθε πραγματική ελπίδα στον βωμό του προσωπικού τους βολέματος ή του προσωπικού τους…αλάθητου, να σκανδαλίζουν και να απογοητεύουν (για μια φορά ακόμη) τους καλοπροαίρετους, να σπιλώνουν κάθε αυθεντική έννοια πατριωτισμού (κατ’ αναλογίαν με τον τρόπο που το έχουν ήδη πράξει διάφορα νεοπαγανιστικά και φασιστικά μορφώματα ή έτερες πατριδοκάπηλες κομματικές μαζώξεις), να κυοφορούν τον κίνδυνο στιγματισμού ακόμη και του εκκλησιαστικού ή και του μοναστικού χώρου (ειδικά όσοι υποδύονται τους χριστιανούς ή επικαλούνται έως και ευλογίες γερόντων και στήριξη μοναστηριών), να παίζουν (συνειδητά ή υποσυνείδητα – παντελώς αδιάφορο) τον ρόλο της εφεδρείας, του συστημικού στυλοβάτη, του αναχώματος για κάθε υγιές κι αυθεντικό που πάει να γεννηθεί.
Τι νόημα έχει λοιπόν, με δεδομένα όλα αυτά, το πολυδιαφημισμένο εσχάτως αίτημα της ενότητας και ενοποίησης του δήθεν πατριωτικού χώρου; Ενοποίησης ποιου χώρου ακριβώς; Αυτού που βρίθει από πράκτορες, πεμπτοφαλαγγίτες, επαγγελματίες διασπαστές, απατεώνες, αριβίστες ή (στις καλύτερες των περιπτώσεων) οιηματίες ανόητους με αρχηγικά σύνδρομα κι εγωπαθείς νευρώσεις; Και ενότητας επίσης με ποιους ακριβώς; Με τον κάθε ανελλήνιστο, τον κάθε καιροσκόπο που έμαθε να ψελλίζει κάποια κενά (για τον ίδιο) ρήματα υπέρ πίστεως και πατρίδος (απλά για να κάνει τη δουλειά του), τον κάθε αλιβάνιστο που έχει τη γελοία αυταπάτη ότι αυτός ο τόπος μπορεί να σωθεί μόνο με πολιτικές κινήσεις και δυνάμεις ανθρώπινες, τον κάθε περίεργο με τον οποίο ούτε κοινές αφετηρίες και αναφορές έχουμε, ούτε κοινά βιώματα και φυσικά ούτε και κοινούς στόχους; Ας το ξεκαθαρίσουμε λοιπόν expressis verbis: όχι, δεν έχει απολύτως κανένα νόημα. Όχι, το σύνθημα «όλοι μαζί», πού τόσο αβασάνιστα φωνάζουν κάποιοι, είναι απολύτως έωλο, βλακώδες και αποπροσανατολιστικό. Γιατί απλούστατα όλοι μαζί δεν μπορούμε. Δεν μπορούμε, αλλά ούτε και θέλουμε. Γιατί δεν πρέπει να θέλουμε. Γιατί πολύ απλά, οτιδήποτε θα προέκυπτε πάνω σε μία τέτοια βάση, δεν θα ήταν μόνο θνησιγενές, αλλά και ολέθριο.
Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι και στην πράξη κανείς απ’ όλους αυτούς «δεν κάνει προκοπή». Η ανεπάρκεια ή η πλήρης ανυπαρξία τους είναι πράγματι (κατά περίπτωση) τόσο οφθαλμοφανείς, που ακόμη κι αν αρχικά ίσως φαίνεται με την παρουσία τους ότι μπορεί να εγκυμονήσουν κινδύνους μιας κάποιας «ζημιάς», ο ρόλος τους αποκαλύπτεται καθημερινά, η αναξιοπιστία τους ξεμπροστιάζεται, τα όποια ίχνη ζημιάς αποκαθίστανται. Η Παναγιά τη «μαζεύει» τη ζημιά τους – πώς θα ήταν άλλωστε δυνατό να επιτρέψει σε κάποιους να χτίσουν όνειρα πνευματικής αναγέννησης της ορθόδοξης κι αγιοτόκου πατρίδας πάνω σε λογισμούς άθεης φιλαυτίας ή σε κάποιους άλλους να χτίσουν πολιτικές καριέρες, επικαλούμενοι το όνομά Της υποκριτικά! Αυτό είναι κάτι που το ζούμε κατά καιρούς με τρόπο εντυπωσιακό. Αλλά και πρόσφατα, πόσες φορές ακούσαμε για απόπειρες συντονισμού και ενοποίησης διαφόρων, με στόχο την κοινή κάθοδο στις εκλογές (κοινό τε γαρ και το…ευγενές όραμα της εισόδου στη Βουλή για λεφτά και εξουσία) και πόσες φορές αυτές οι απόπειρες απέτυχαν εν τη γενέσει τους και ξεμπροστιάστηκε η υστεροβουλία, η αήθεια και η αρρωστημένη τους φιλαυτία; Το ίδιο θα γίνει και εφεξής. Η χάρη του Θεού μας φυλάει πάντοτε. Και μας φυλάει ευτυχώς και από όλους αυτούς.
Όσοι πάλι ρωτούν αν θα προκύψει επιτέλους κάποια στιγμή και κάτι διαφορετικό, κάτι αυθεντικά ανιδιοτελές, κάτι που θα αποσκοπεί αποκλειστικά στη βοήθεια της πατρίδας κι όχι στο να χτίσει ολόφρεσκες καριέρες βουλευτών και νέου τύπου κομματαρχών, κάτι που θα στοχεύει στο να σηκωθούμε επιτέλους λίγο ψηλότερα και όχι στο να θεραπεύσει εγωισμούς, νευρωτικές απόπειρες αυτοδικαίωσης, ένστικτα επιβίωσης πρώην διαδρομιστών και λογής βολεμένων του συστήματος, ας το ξαναπούμε για μια ακόμη φορά: εδώ που έχουμε φτάσει, στο έσχατο αυτό σημείο συλλογικής πνευματικής παρακμής, εθνικού ξεπεσμού και πολιτικής κατάπτωσης, «για να γυρίσει ο ήλιος», χρειάζεται πρωτίστως μεγάλο θαύμα άνωθεν, αλλά και πολύς κόπος δικός μας. Κόπος πνευματικός όμως κυρίως, κόπος έμπρακτης μετάνοιας, για να ενεργοποιήσουμε το έλεος του Θεού, για να «εκβιάσουμε» το θαύμα. Είναι απολύτως βέβαιο ότι αν το είχαμε πράξει μέχρι τώρα, τα πράγματα θα ήταν ήδη πολύ διαφορετικά. Ποτέ δεν είναι αργά ωστόσο (ο Θεός περιμένει πάντοτε τη μεταστροφή μας – και για Εκείνον δεν υπάρχει τίποτε αδύνατο, αναπόδραστο και τετελεσμένο). Αν περαιτέρω μπορούν να γίνουν και κάποιες άλλες δράσεις και ενέργειες (κοσμικού, κοινωνικού ή πολιτικού χαρακτήρα), καλό είναι να γίνουν. Αυτές οφείλουμε όμως να τις θεωρούμε εντεταγμένες στο σωστό πλαίσιο, να μην τις υπερτιμούμε, να τις βλέπουμε μόνο ως συμπλήρωμα όλων των παραπάνω. Και για να μην έχουμε ωστόσο ακόμη και ως προς αυτό αυταπάτες: είναι βέβαιο μεν ότι μέσα στον λαό μας υπάρχουν ικανοί και καθαροί άνθρωποι της αγνής πίστης και της ανιδιοτελούς φιλοπατρίας που κάποτε θα κληθούν να παίξουν ρόλο στην αναγέννηση της πατρίδας, αυτοί όμως είναι ακόμη κρυμμένοι, άφθαρτοι, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Και θα τους εμφανίσει ο Θεός, όταν έρθει η ώρα. Η ώρα πάντως αυτή, είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι δεν έχει έρθει ακόμη. Και θα εξακολουθήσει να αργεί, όσο εμείς θα συνεχίζουμε να μεριμνούμε για τόσα πολλά και μάταια, τη στιγμή που ενός κυρίως έστι χρεία.
Ο έχων νουν ψηφισάτω…

Share Button