Ἕνα μονοπάτι σὲ κορδέλες ἀνεβαίνει στὴν κορυφὴ τοῦ βράχου, ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρά του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη δὲν ὑπάρχει καμιὰ ὁμαλὴ διάβαση. Στὸ μέρος ἐκεῖνο οἱ ἐρημῖτες ὅταν ἀποφασίσουν νὰ ἀφήσουν τὰ ἡσυχαστήριά τους, πηγαινοέρχονται ἀπὸ ἀνεμόσκαλες ἢ πιασμένοι ἀπὸ ἁλυσίδες, σὲ γλιστερὰ περάσματα, ἀπάνω ἀπὸ ἀβύσσους. Ψηλότερα ἀπὸ τὰ Καρούλια, βρίσκονται τὰ Κατουνάκια, σὲ μιὰ ὀρεινὴ περιοχὴ τῆς Ἐρήμου κάπως ὁμαλότερη. Ἐκεῖ πρόκειται νὰ φιλοξενηθοῦμε, στὸν ἀγιογραφικὸ οἶκο τῶν Δανιηλαίων, σὲ ὓψος, καθώς μοῦ λένε, ἀπάνω ἀπὸ τριακόσια πενήντα μέτρα.Ὁ φίλος μας ὁ πολιτικὸς διοικητὴς ἔχει ὀργανώσει τὴ μετακίνησή μας μὲ πολλὴ μεθοδικότητα, ἀλλιῶς, βέβαια, δὲν θὰ εἶταν εὔκολο νὰ τραβήξουμε στὴν τύχη, σ’ αὐτὰ τὰ ἄγρια μέρη. Τὰ Κατουνάκια ἔχουν εἰδοποιηθεῖ. Ὁ πατὴρ Γερόντιος, ἀπὸ τοὺς προϊσταμένους τοῦ ἁγιογραφικοῦ οἲκου, μεσόκοπος, ζωντανὸς καὶ ἀνοιχτόκαρδος μοναχός, βρίσκεται στὴν προβλῆτα τῶν Καρουλιῶν καὶ μᾶς περιμένει. Ἔφερε κι ἕνα μουλάρι γιὰ νὰ σηκώσει τὶς ἀποσκευές μας. Παίρνουμε σιγά-σιγὰ τὸν ἀνήφορο, γεμάτο πέτρες κοφτερὲς ποὺ κυλοῦν κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μας, ἐνῷ ὁ συνοδός μας μιλᾶ γιὰ τὴ ζωὴ τῶν ἐρημιτῶν.— Ἐδῶ λίγο παραπάνω, μᾶς λέει, ἀσκητεύει ἕνας Ρῶσος μοναχός, ἕνας πρίγκιπας τῆς παλαιᾶς Ρωσίας. Μεγάλος θεολόγος, ὀνομαστός. Μὰ δὲν μιλᾶ ἑλληνικά. Ἂν ξέρετε ξένες γλῶσσες, μποροῦμε νὰ δοκιμάσουμε νὰ τὸν δοῦμε.Ναί, ἔχουμε ἀκούσει ἀρκετὰ γιὰ τὸν πατέρα Νίκωνα, τὸ Ρῶσο πρίγκιπα τῶν Καρουλιῶν. Ὁ πατὴρ Παῦλος, στὴ Μεγίστη Λαύρα, μᾶς σύστησε θερμὰ νὰ τὸν πλησιάσουμε. Θὰ θέλαμε πολὺ νὰ τὸν συναντήσουμε, ἂν εἶχε διάθεση νὰ μᾶς δεχτεῖ.__
Θὰ προσπαθήσω, λέει ὁ πατὴρ Γερόντιος. Εἶναι πολὺ γέρος καὶ ἀποφεύγει τὶς συζητήσεις.— Πῶς ζεῖ; ρωτοῦμε.Ἔχει ἕναν παραγιὸ ποὺ τοῦ μπλέκει καλάθια. Ρῶσος κι αὐτός, μὰ ἔμαθε ἐλληνικὰ καὶ τοῦ κάνει καὶ τὸ διερμηνέα. Πουλοῦν τὰ καλάθια καὶ πορεύονται. Ὁ Νίκων βρίσκεται ἐδῶ καμιὰ τριανταριὰ χρόνια, ἴσως καὶ περισσότερα. Εἶταν ἀξιωματικὸς στὸ στρατὸ τοῦ Τσάρου. Ταξίδεψε πολύ, γνώρισε καλὰ τὸν κόσμο. Λένε πὼς ἔχει συγγένεια μὲ βασιλιάδες.Σταματοῦμε ἐμπρὸς σ’ ἕνα περιφραγμένο πεζοῦλι ὅπου βρίσκεται ἕνα ταπεινὸ κελλί. Ὁ πατὴρ Γερόντιος μᾶς συστήνει νὰ περιμένουμε ἀπ’ ἔξω καὶ μπαίνει νὰ ζητήσει τὴν ἄδεια νὰ παρουσιαστοῦμε. Ἐπιστρέφει σὲ λίγο καὶ μᾶς λέει ὅτι ὁ πατὴρ Νίκων θὰ μᾶς δεχτεῖ, ἀλλὰ στὸ πόδι. Δὲν θὰ μᾶς βάλει νὰ καθήσουμε γιατὶ δὲν θέλει νὰ μᾶς κρατήσει πολλὴ ὥρα.Προχωροῦμε σ’ ἕνα μισοσκότεινο καμαράκι ὅπου ὁ παραγιός, καθισμένος χάμω, μπλέκει τὰ καλάθια του. Εἶναι μορφὴ Ρώσου καλογἐρου κλασική, θὰ ἔλεγα, μὲ καστανόξανθα γένια, βλέμμα ἀνοιχτὸ κι ἐκεῖνον τὸν ἀπροσδιόριστο σλαβικὸ ἀέρα ποὺ περιέχει ζωικὴ ὁρμὴ καὶ μυστικοπάθεια, ἀνθρωπιὰ ἀπέραντη καὶ καταστροφή. Μᾶς χαμογελᾶ καὶ συνεχίζει τὴ δουλειά του. Ἀπὸ ἕνα διπλανὸ δωμάτιο, προβάλλει ὁ πατὴρ Nίκων, χαμογελαστὸς κι αὐτὸς καὶ μᾶς χαιρετᾶ. Εἶναι ἴσιος, μᾶλλον ὑψηλός, μὲ λίγα ἄσπρα γένια. Δὲν φαίνεται καθόλου κουρασμένος, οὔτε σωματικὰ οὔτε διανοητικά, παρὰ τὴ μεγάλη του ἡλικία. Τουναντίο, βαδίζει μὲ ἄνεση καὶ τὸ βλέμμα του σπιθοβολεῖ, ὁλοζώντανο. Ἔχει μιὰ γοητεία παράξενη, πολὺ ἰσχυρή, ποὺ κατακτᾶ ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τὸ συνομιλητή του. Ἡ ὄψη του ὑποβάλλει μιὰ βαθιά, ἄδολη, πολυδουλεμένη καὶ πολὺ ἔμπειρη πνευματικότητα, μιὰ ἤρεμη ἐγκαρτέρηση, μιὰ ἀδιατάρακτη ἐσωτερικὴ γαλήνη καί, μαζί, μιὰν ἐξαίρετη εὐγένεια καταγωγῆς καὶ ἤθους, μιὰ πολὺ μεγάλη ἀρχοντιά.
Ἡ παραμικρή του κίνηση ἀναδίνει μιὰ κομψότητα, μιὰ λεπτότητα, μιὰ χάρη ποὺ δὲν βρίσκονται πιὰ στὴ σημερινὴ κοινωνία καὶ πού μοῦ φάνηκαν σὰν ἐπιβιώσεις ἀνακτορικὲς ἀπὸ ἕναν ἄλλον αἰώνα. Μᾶς μίλησε πρῶτα ἀγγλικά, ὕστερα ἡ συζήτηση κύλησε αὐθόρμητα στὰ γαλλικά. Μεταχειριζότανε καὶ τὶς δύο γλῶσσες τέλεια. Εἴπαμε μερικὰ πράματα γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος, γιὰ τὶς ἐντυπώσεις μας ἀπὸ τὴν ἐπίσκεψή μας.— Ἐδῶ μᾶς φυλάει ἡ Παναγία, εἶπε. Μιλήσαμε λίγο καὶ γιὰ τὸν κόσμο καὶ εἴδαμε πὼς εἶταν ἐνήμερος γιὰ τὴ γενικὴ κατάσταση τῶν πραγμάτων. Ἄφησε νὰ διαφανεῖ ἡ ἀπογοήτευσή του γιὰ τὴν ἐξέλιξη τοῦ πολιτισμοῦ μας. Τοῦ εἶπα ὅτι πιστεύω σὲ μιὰ μελλοντικὴ πνευματικὴ ἀναγέννηση ποὺ θὰ ἀκολουθήσει, μιὰ μέρα, τὴ σημερινὴ ὑποχώρηση τῶν ἀξιῶν τοῦ πνεύματος. Πρόσθεσα, μάλιστα, ὅτι θεωρῶ πιθανό, σὲ μιὰ τέτοια ἀνόρθωση, νὰ παίξει μεγάλο ρόλο ἡ πατρίδα του, ἡ Ρωσία. — Ὄχι, κύριε, ἀποκρίθηκε σιγανά, μ’ ἕνα ὕφος• γεμάτο κατανόηση καὶ ἐπιείκεια, σὰν νὰ ἤξερε καλὰ τί ἐννοοῦσα καὶ σὰν νὰ τὸ εἶχε ξεπεράσει ἀπὸ πολὺν καιρό. Ὄχι, κύριε, δὲν θὰ γίνει τέτοιο πράμα σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, οὔτε στὴν πατρίδα μου οὔτε ἀλλοῦ.Μὲ κοίταξε στὰ μάτια μ’ ἕναν τρόπο σὰν νὰ ἤθελε νὰ μοῦ δώσει μιὰν εἴδηση ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ τὴν εἶχα ὑπ’ ὄψη μου. Δὲν ἐπέμενε ὅμως σ’ αὐτὸ ποὺ ἔλεγε, ἁπλῶς τὸ σημείωνε.— Ζοῦμε τὸ τέλος τῶν καιρῶν, εἶπε.Καὶ καθὼς κόμπιαζα κάπως, μὲ ρώτησε ἂν διάβασα τὴν Ἀποκάλυψη. Ναί, τὴν εἶχα διαβάσει.— Ἐκεῖ τὰ βλέπετε ὅλα καθαρά, εἶπε. Κι αὐτὰ ποὺ γίνονται καὶ τὰ ὅσα θὰ συμβοῦν.Προτοῦ φύγουμε, τὸν παρακαλέσαμε νὰ μᾶς εὐλογήσει. Στάθηκε μιὰ στιγμή. Εἶστε ὀρθόδοξοι; ρώτησε.— Ναί.— Ὢ τότε… εἶπε μὲ μία κίνηση ποὺ σήμαινε πώς, ἀφοῦ εἴμασταν ὀρθόδοξοι, δὲν ὑπῆρχε δυσκολία σ’ αὐτὸ ποὺ τοῦ ζητούσαμε.Μᾶς εὐλόγησε καὶ τοῦ φιλήσαμε τὸ χέρι.
Σὰν ξαναπήραμε τὸ μονοπάτι, ὁ πατὴρ Γερόντιος μοῦ ζήτησε νὰ τοῦ μεταφράσω ἑλληνικὰ τὴ συζήτηση. Τοῦ τὰ εἶπα ὅλα.— Σωστά σᾶς μίλησε, εἶπε. Πολὺ σωστά. Αὐτὰ πιστεύουμε ὅλοι μας ἐδῶ.Στὰ πόδια μας τώρα χαίνει ὁ γκρεμνὸς τῶν Καρουλιῶν. Γιὰ νὰ μᾶς τονώσει στὸν ἀνήφορο, ὁ συνοδός μας κόβει καὶ μᾶς προσφέρει κλωνάρια ἀπὸ μιὰν ἐρημική, μεγάλη φασκομηλιὰ ποὺ κανεὶς δὲν ξέρει πῶς ξεπετάχτηκε, σὲ μιὰ στροφὴ τοῦ μονοπατιοῦ, (ἀπὸ τοὺς βράχους. Τόσο ἔντονη εὐωδιὰ δὲν θυμοῦμαι νὰ αἰσθάνθηκα ἄλλη φορὰ ἀπὸ θάμνο. Εἶναι ἄραγε τὸ κλίμα ποὺ τῆς δίνει τὸ χάρισμα νὰ ἀναδίνει τόσο ἄρωμα; Εἶναι μήπως ἡ δύναμη ποὺ πρέπει νὰ βάλει τὸ φυτὸ γιὰ νὰ μπορέσει νὰ ὑπάρξει καὶ νὰ φουντώσει μέσα στὴν τόση ξηρότητα; Μὲ θέλγει τόσο ποὺ κρατῶ τὰ φύλλα της ἀκατάπαυστα κοντὰ στὸ πρόσωπό μου.Φτάσαμε στὴν κορυφὴ τῶν Καρουλιῶν. Προχωροῦμε λίγο ἀκόμα, ἀπὸ ἕνα κάπως ὁμαλότερο μονοπάτι, στὶς ὑπώρειες τῆς μεγάλης κορυφῆς τοῦ Ἄθω, καὶ βρισκόμαστε μέσα σ’ ἕνα μεγαλόπρεπο τοπίο ποὺ ἁπλώνεται πλατιὰ στὴ νοτιοδυτικὴ πλευρὰ τῆς χερσονήσου. Ἀλλεπάλληλες μεγάλες χαράδρες σκίζουν τὸ βουνὸ καὶ σχηματίζουν μιὰ σειρὰ βραχώδη παραπετάσματα ποὺ κατεβαίνουν ὥς τὴ θάλασσα. Ἀρκετὰ σκόρπια κελλιὰ βλέπουμε σὲ πετρώδεις πλαγιές, ἀνάμεσα σὲ ἄγριους θάμνους, πιὸ προσιτὰ ὅμως ἀπὸ κεῖνα τῶν Καρουλιῶν, σὰν ἐξοχικά, ἀπόμερα καλύβια γεωργῶν. Πρὸς τὰ ἀπάνω εἶναι τὰ Κατουνάκια. Τὰ ἡσυχαστήρια ποὺ βλέπουμε σκορπισμένα στὴν ἀπέναντί μας πλαγιὰ ἀποτελοῦν τὴ Μικρὴ Ἁγία Ἄννα. Πέρα ἀπὸ ἄλλες χαράδρες ἀπλώνεται ἀμφιθεατρικὰ ἡ καθαυτὸ Ἁγία Ἄννα, μεγάλη σκήτη, ὁλόκληρο χωριό, σὰν τὰ Καυσοκαλύβια, μὲ πολλὲς οἰκοδομὲς καὶ φουντωμένα περιβόλια.
Ἐκεῖ πιὰ ἡ Ἔρημος ἔχει τελειώσει.Ἀφήνουμε δίπλα μας ἕνα μικρὸ ἐλαιώνα, φυτεμένο σὲ πεζούλια, περνοῦμε μιὰ ἀγροτικὴ πόρτα, προχωροῦμε κάτω ἀπὸ μιὰ κληματαριά. Βρισκόμαστε σ’ ἕναν ὡραῖο κῆπο σὰν ταράτσα ποὺ ἀγναντεύει, ἀπὸ πολὺ ψηλά, τὴ θάλασσα. Ὁ ἥλιος βασιλεύει ἀπέναντί μας, ὁλοπόρφυρος. Στεκόμαστε μερικὰ λεπτὰ μαγεμένοι ἀπὸ τὴ σιγή, ἀπὸ τὰ φλογερὰ χρώματα τοῦ οὐρανοῦ, ἀπὸ τὴ δύναμη αὐτῆς τῆς φύσης. Τελειότερο περίγυρο γιὰ ν’ ἀφοσιωθεῖ κανεὶς ὁλότελα στὴ ζωὴ τοῦ πνεύματος δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ. Ὁ νοῦς, ἐδῶ, ἀπορίχνει αὐθόρμητα ὅ,τι περιττὸ καὶ μάταιο σέρνει μαζί του καὶ συγκεντρώνεται στὰ οὐσιώδη. Ἡ ἔξαρση, σὲ μιὰ τέτοια ἀτμόσφαιρα, πρέπει νὰ εἶναι συνηθισμένη κατάσταση, κανόνας ζωῆς. Ἀκοῦμε νερὸ νὰ κελαρύζει. Τὸ ἔφεραν πρόσφατα οἱ Δανιηλαῖοι, ἀπὸ μακριά, στὴν καρδιὰ τῆς Ἐρήμου, καὶ γλύκαναν κάπως τούτη τὴ γωνιά της. Εἲμαστε στὸν περίβολο τοῦ ἁγιογραφικοῦ τους οἴκου. Ὁ προϊστάμενός του, ὁ γέροντας Στέφανος, μᾶς περιμένει καὶ προχωρεῖ, εὐγενικὸς καὶ γλυκομίλητος, νὰ μᾶς καλωσορίσει.