Πολέμησε για να νικήσεις την ολοκληρωτική ελπίδα στο Θεό
Είναι πολύ αναγκαίο σε αυτόν τον πόλεμο, το να μην εμπιστευώμαστε τον εαυτόν μας, όπως είπαμε· παρόλα αυτά, εαν απελπισθούμε μόνο, δηλαδή, εάν αποβάλουμε, μόνον κάθε πεποίθησι του εαυτού μας, βέβαια, ή τραπούμε σε φυγή, ή θα νικηθούμε, και θα κυριευθούμε από τούς εχθρούς. Γι’ αυτό, κοντά στη ολοκληρωτική απάρνησι τού εαυτού μας, χρειάζεται ακόμη και η πλήρης ελπίδα και εμπιστοσύνη στο Θεό, ελπίζοντας δηλαδή από αυτόν μόνο κάθε καλόν και κάθε βοήθεια και νίκη.
Γιατί, καθώς από τον εαυτό μας, όπου είμαστε το τίποτα, τίποτα άλλο δεν περιμένουμε, παρά γκρεμίσματα και πτώσεις, για τα οποία και πρέπει να μην έχουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας τελείως, κατά αυτό τον τρόπο θα απολαύσουμε οπωσδήποτε από τον Θεόν κάθε νίκη, αμέσως μόλις οπλίσουμε την καρδιά μας με μίαν ζωντανή ελπίδα σε αυτόν, ότι θα λάβουμε την βοήθειά του σύμφωνα με εκείνο το ψαλμικό «σ’ αυτόν έλπισε η καρδιά μου και βοηθήθηκα» (Ψαλμ. 27,9).
Αυτήν την ελπίδα, μαζί και βοήθεια, μπορούμε να πετύχουμε για τέσσερις λόγους.
α) Γιατί την ζητάμε από ένα Θεό, ο οποίος με το να είναι Παντοδύναμος, ό,τι θέλει μπορεί να το κάνη και στη συνέχεια μπορεί να βοηθήση και μάς.
β) Γιατί, την ζητάμε από ένα Θεό ο οποίος, όντας άπειρα σοφός, όλα, τα πάντα γνωρίζει με πλήρη τελειότητα, και επομένως γνωρίζει όλο εκείνο πού ταιριάζει στη σωτηρία μας.
γ) Γιατί ζητάμε αυτή την βοήθεια, από ένα Θεό, ο οποίος, για να είναι ατέλειωτα αγαθός, με μία αγάπη και θέλησι πού δεν περιγράφεται, είναι πάντα έτοιμος για να δώση απο ώρα σε ώρα, και από στιγμή σε στιγμή, όλη τη βοήθεια πού μάς χρειάζεται, για την πνευματική και ολοκληρωτική νίκη τού εαυτού μας, αμέσως όταν τρέξουμε στην αγκαλιά του με σταθερή ελπίδα.
Και πώς είναι δυνατόν, ο κάλος εκείνος Ποιμένας μας, πού έτρεχε τριαντατρία χρόνια αναζητώντας το χαμένο πρόβατο, με τόσο δυνατές φωνές, πού βράχνιασε ο λάρυγκας, πού περπάτησε δρόμο τόσο κοπιαστικό και ακανθώδη, πού έχυσε όλο του το αίμα και έδωσε τη ζωή, πώς είναι δυνατόν, λέω, τώρα πού αυτό το πρόβατο ακολουθεί πίσω του, και με επιθυμία φωνάζει, και τον παρακαλεί, να μη γυρίση σε αυτό τούς οφθαλμούς του;
Πώς μπορεί να μην το ακούση; και να μην το βάλη στους θείους του ώμους, κάνοντας γιορτή με όλους τούς Αγγέλους τού ουρανού; και αν ο Θεός μας δεν παύει από το να γυρεύη με μεγάλη επιμέλεια και αγάπη, να βρη κατά την ευαγγελική παραβολή, τη χαμένη δραχμή, τον τυφλό και κωφό αμαρτωλό, πώς γίνεται τώρα να εγκαταλείψη αυτόν, πού σαν χαμένο πρόβατο, φωνάζει και καλεί τον δικό του Ποιμένα; και ποιος θα πιστέψη ποτέ, πώς ο Θεός, πού χτυπάει πάντα την καρδιά τού ανθρώπου, επιθυμώντας να μπη μέσα και να δειπνήση, σύμφωνα με την ιερή Αποκάλυψι (1), δίνοντας σε αυτόν τα χαρίσματά του, ότι, όταν τού ανοίγη την καρδιά ο άνθρωπος και τον προσκαλή, αυτός θα έπρεπε να κάνη με την θέλησί του τον κωφό και να μη θέλη να μπη;
Ο δ’ τρόπος για ν’ απόκτηση κάποιος αυτήν την στο Θεόν ελπίδα και βοήθεια, είναι το να τρέξη με την μνήμη του στην αλήθεια των θείων Γραφών, οι οποίες, σε τόσα μέρη ας δείχνουν φανερά, ότι δεν έμεινε πότε ντροπιασμένος και αβοήθητος, όποιος έλπισε στον Θεό. «Κοιτάξτε τις αρχαίες γενεές και στοχασθήτε· ποιος εμπιστεύθηκε στον Κύριο και καταντροπιάσθηκε;» (Σειραχ 2,9) (2).
Με τα τέσσαρα λοιπόν αυτά όπλα οπλίσου, αδελφέ μου. Και άρχισε το έργο, και πολέμησε για να νικήσης· και βέβαια από αυτά θα αποκτήσης, όχι μόνον την ολοκληρωτική ελπίδα στον Θεό, αλλά και την ολοκληρωτική απελπισία στον εαυτό σου, για την οποία δεν παραλείπω να σού υπενθυμίσω και σε αυτό το κεφάλαιο, ότι έχεις πολλή ανάγκη από την γνώσι της· επειδή, στον άνθρωπο είναι τόσον πολύ προσκολλημένη η εμπιστοσύνη στον εαυτό του, ότι είναι κατά κάποιον τρόπο κάτι και τόσο λεπτή, πού σχεδόν πάντα ζη κρυφά μέσα στην καρδιά μας, και μάς φαίνεται πώς δεν έχομε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας και έχομε ελπίδα στο Θεό.
Οπότε, για να φεύγης εσύ, όσο μπορείς, αυτή την μάταιη ὑπόληψι, και να εργάζεσαι με την έλλειψι εμπιστοσύνης στον εαυτό σου και με την ελπίδα στο Θεό, είναι ανάγκη να προπορεύεται η σκέψις της αδυναμίας σου, πιο πριν από την σκέψη της παντοδυναμίας τού Θεού, και πάλι αυτές οι δυο μαζί να προπορεύωνται πριν από κάθε μας πράξι.
1. Τα λόγια της Αποκαλύψεως είναι αυτά: «Να, στέκομαι μπροστά στην πόρτα και κτυπώ. Αν κάποιος ακούση την φωνή μου και μού ανοίξη την πόρτα, θα μπω στο σπίτι του και θα δειπνήσω μαζί του κι αυτός μαζί μου» (3, 20).
2. Για αυτό και ο βασιλεύς Αύγαρος, αφού αναστήλωσε την αχειροποίητη εικόνα τού Κυρίου μας, πάνω στην Πόρτα της πόλης Έδεσσα, έγραψε και αυτά τα λόγια σε αυτή «Χριστέ ο Θεός, ο εις σε ελπίζων, ουκ αποτυγχάνει ποτέ» (από τον Συναξαριστή της ις’ τού Αυγούστου).
«Αόρατος Πόλεμος»
Αγίου Νικόδημου του Αγιορείτη, Κεφάλαιο Γ, Μέρος 1ο