Οι Εντολές των Μακαρισμών του Κυρίου Γέροντος Ιωσήφ

 


Αδελφοί και πατέρες, σε προηγούμενη κατήχηση αναφερθήκαμε στις σωματικές πράξεις, ως βοηθητικά μέσα της έμπρακτης μετάνοιας. Σήμερα θα αναφερθούμε στις εντολές, που βρίσκονται στους μακαρισμούς του Κυρίου μας και όπως οι θείοι Ευαγγελιστές μας τους περιγράφουν. Θα προσπαθήσουμε με τη βοήθεια της εμπειρίας των Πατέρων μας, να αναλύσουμε τον τρόπο με τον οποίο καταλήγει κάποιος στο έπαθλο τον θείου μακαρισμού, που θα είναι ο σκοπός της πίστης και του αγώνα μας.

Πρώτη εντολή και καθήκον ο θείος φόβος. «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Παρ. α, 7). Ο φόβος του Κυρίου, δεν είναι ο κατά κόσμο πανικός της δειλίας και του τρόμου, αλλά η υποταγή στο θέλημα αυτού που αγαπούμε. Προέρχεται από αγάπη και σεβασμό, όπως συμβαίνει στα παιδιά, που η φροντίδα και η σπουδή τους είναι να μη λυπήσουν το φιλόστοργο πατέρα τους, τον οποίο δεν φοβούνται, αλλά αγαπούν. Αυτό λέγεται «φόβος του Πατρός». Τέτοιο φόβο και μεις χρωστούμε στο Θεό και Πατέρα μας. Με την επήρεια αυτού του φόβου, επειδή δεν θέλουμε να προσκρούσουμε στην αγάπη του, τηρούμε με ακρίβεια τις εντολές του.

Όπως κάθε αρχή γίνεται από το Θεό, έτσι και στους θείους μακαρισμούς. Η προφητική διόπτρα εκφράζει τα ιδιώματα του θείου φόβου ως βάσης κάθε καλής αρχής με τον εξής τρόπο: «Πνεύμα σοφίας και συνέσεως, πνεύμα βουλής και ισχύος, πνεύμα γνώσεως και ευσεβείας, πνεύμα φόβου Θεού» (Ησ. ια, 2, 3).

Αλλά και ο Κύριός μας στον πρώτο του μακαρισμό «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι», στο θείο φόβο αναφέρεται. Τι είναι η μακάρια ταπείνωση παρά απόλυτος θείος φόβος και ολοκληρωτική υποταγή και εξάρτηση; Οι πρακτικώτεροι τρόποι για την απόκτηση του θείου φόβου, που προέρχεται από την ταπείνωση, είναι η υπόμνηση των πολλών σφαλμάτων και χρεών μας και η υπόμνηση των θείων ευεργεσιών, που ο καθένας αξιώθηκε από το Θεό. «Μη επιλανθάνου πάσας τας ανταποδόσεες αυτού» (Ψαλμ. ρβ, 2).

Η βαρύτητα της ενοχής μας και η αμέτρητη φιλανθρωπία του Θεού σε μας, όταν με ησυχία και προσοχή υπολογίζονται, γεννούν την κατά Θεό λύπη και το πένθος, το άξιο μέσο του δεύτερου μακαρισμού.

Από την εμμονή στο πένθος, γεννιέται το δάκρυ και ο «κλαυθμός». Το βεβαιότερο δείγμα ότι η προσευχή πλησίασε την πόρτα του ελέους και έγινε μάλλον δεκτή, αφού η έννοια του πένθους παρατείνεται. Στην μακάρια αυτή στάση και θέση του πένθους και του κλαυθμού, ποιο από τα πάθη και τις έξεις της διαστροφής του παλαιού ανθρώπου μπορεί να πλησιάσει ή να προκαλέσει; Ποια επιθυμία εμπαθής, ποιος θυμός εκδίκησης, ποια ακηδία ή ραθυμία, ποιος γογγυσμός ή άλλη έννοια του εμπαθούς βίου και των παλιών συνηθειών τολμά να εμφανιστεί στη διάνοια και καρδιά που κλαίει, όταν το βέλος του κλαυθμού και του πόνου βρίσκεται παρόν;

Όχι μόνο τις παράλογες ορμές των παθών και συνηθειών καταργεί το πένθος, αλλά και αυτές ακόμα τις φυσικές ανάγκες της βιολογικής σύστασης αποκοιμίζει, ώστε, κατά τη Γραφή, «επιλανθάνεται του φαγείν τον άρτον αυτού» (Ψαλμ. ρα, 4), ο κατακτητής του δεύτερου μακαρισμού, της μακαριώτατης πραότητας. Σ αυτήν ο «Κύριος διδάξει πραείς οδούς αυτού» (Ψαλμ. κδ, 9).

Πόσο είναι απαραίτητη, σε μας τους μοναχούς, η ιερώτατη στολή της πραότητας, για να έχουμε αρμονία στη ζωή μας και ειρηνική διαβίωση! Ζούμε, στη μονή, ένα πλήθος ανθρώπων από διαφορετικά γένη και φυλές, με διαφορετικές γνώμες. Και πρέπει να έχουμε ειρηνική συμβίωση και συμφωνία. Ποιά γνώμη, διάθεση και συμπεριφορά, θα είναι ικανή να προκαλεί αυτήν τη συμφωνία, παρά η μακάρια πραότητα, που είναι ο χαρακτήρας του Κυρίου μας;

Γι αυτό, παρακαλώ, παραμένετε ακούραστα και επίμονα στα στοιχεία που προανάφερα, που προκαλούν την ευλογία με τη Χάρη του Χριστού. Ας μην ξεχνούμε αυτήν τη βάση του δικού μας προορισμού, της θεοειδούς μας φύσης και προσωπικότητας. Μόνο η ειρηνική και πράη θέληση και συμπεριφορά μας καθιστά αντίτυπα του προτύπου μας. «Αυτού γάρ εσμεν ποίημα, κτισθέντες εν Χριστώ Ιησού… και αυτός γάρ εστιν η ειρήνη ημών και άρα ουν ουκέτι εσμέν ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού» (Εφ. β, 10, 14, 19). Δεν θέλουμε και μεις να ακούσουμε από τον Κύριό μας, όπως οι θεοφόροι Πατέρες των οποίων συνεχίζουμε την πορεία, «μακάριοι οι πραείς, ότι υμείς κληρονομήσετε την γην» ; (Πρβλ. Ματ. ε, 5). Τι άλλο είναι η πραότητα, παρά ύλη ταπείνωσης, ομοίωμα θείας στολής και μορφής;

Και στην καθημερινή μας ζωή, που συνεχώς δεχόμαστε νέους μοναχούς, ευέλπιδες της ουράνιας στρατιάς και άρα αδαείς και άπειρους της εν Χριστώ ζωής, ποια άλλη δική μας συμπεριφορά θα είναι ικανή να τους βαστάσει και να τους παιδαγωγήσει, για να αποκτήσουν τις αρετές, από την πραότητα και υπομονή; Το σημερινό κοινωνικό βίωμα, που με πόνο αντιμετωπίζουμε, δεν είναι η πραγματική παραμόρφωση και ολική συντριβή της προσωπικότητας; Που θα εφαρμοστεί η καθολική εντολή του Κυρίου μας, το «αγαπάτε αλλήλους» (Ιω. ιγ, 34) και «μηδείς το εαυτού ζητείτω αλλά το του ετέρου» (Α Κορ. ι, 24), όταν ο βύθιος δράκοντας διέστρεψε τα πάντα και στο δικό του ευαγγέλιο ανερυθρίαστα κηρύττει «ο θάνατός σας ζωή μου» και τα υπόλοιπα της «ολικής διαστροφής»;

«Στώμεν καλώς», αδελφοί, κρατώντας απαραχάρακτα το δικό μας πρόγραμμα, «ίνα τοις έμπροσθεν επεκτεινόμενοι» (Φιλ. γ, 13) αποταχθούμε, «ανεχόμενοι εν σπλάγχνοις Χριστού» (Φιλ. α, 8) τις άδυναμίες των μορφούμένων «εν Χριστώ», «αλλήλων τα βάρη βαστάζοντες» (Α Κορ. ι, 24). Λένε οι Πατέρες μας, πράγμα άλλωστε και σε μας γνωστό, ότι «ο βαστάσας ρήμα ασυνέτου ή προπετούς εις ώραν παραφοράς, επλήρωσε πάσαν την Γραφήν» και απέδειξε σύντομα τη φύση και το χαρακτήρα του τέλειου «εν Χριστώ» αναγεννημένου ανθρώπου, που δικαιούται να αισθάνεται υιός Θεού.

Όταν η Γραφή αναφέρει ότι ο Κύριος «διδάξει πραείς οδούς αυτού» (Ψαλμ. κδ, 9), δεν σημαίνει αυτό ότι από μέρους και «εν καιρώ» θα δεχθονν θεία πληροφορία, αλλά θείο και μόνιμο φωτισμό, που αποκτά ο νους του πράου και ταπεινού, τη Χάρη και αξία της πρώτης θεοείδειας. Έτσι γνωρίζει το βάθος και πλάτος και ύψος των αβυσσαλέων κριμάτων του Θεού και ουδέποτε φοβάται ή απορεί, ή διερωτάται «πως» και «γιατί». Τα πάντα διευθύνονται και λειτουργούν στο λαβύρινθο της φαινομενικής σύγχυσης και παρόλο που στα δικά μας μάτια φαίνονται παράξενα και ασυμβίβαστα, δεν είναι τίποτε λανθασμένο ή άδικο ή παραθεωρημένο. Η θεοπρεπής και απόλυτη θεία δικαιοσύνη αποδίδει στον καθένα και στον κατάλληλο χρόνο, αυτό που του ανήκει και που προκάλεσε με την πρόθεση και διαγωγή του και σε ποσότητα και σε ποιότητα. Όταν, με τη Χάρη, ο νους δεχτεί αυτόν το φωτισμό, τότε βασιλεύει η ειρήνη. Μοιάζει σαν να κάθεται σε ψηλό θεωρείο και να θαυμάζει την ακριβή και θεοπρεπή διοίκηση του δημιουργού, που ρυθμίζει τα πάντα κατά τη θεοπρεπή του δικαιοσύνη, οδηγώντας τα στο σκοπό της αρχικής δημιουργίας τους.

Η δύναμη που κάνει τον πιστό να παραμένει αμετάβλητος στις φαινομενικές ανωμαλίες και μετατροπές, είναι η βέβαιη πίστη, η πίστη της θεωρίας κατά την πατερική ορολογία, που τον εισάγει στους κόλπους της αλάνθαστης κηδεμονίας του Θεού και Πατέρα του. Ουδέποτε βλέπει η κρίνει αυτά που συμβαίνουν, όπως εκτυλίσσονται, αλλά διακρίνει την πανσθενουργό και αλάνθαστη πρόνοια του δημιουργού τους.

Απ’ εδώ αρχίζει η τέταρτη εντολή, που περιέχει ο μακαρισμός «μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην» (Ματ. ε, 4), δηλαδή το πλήρωμα της γεμάτης αρετές ζωής. Ο άνθρωπος διψά και πεινά κάθε δικαιοσύνη, δηλαδή κάθε σωματική και ψυχική αρετή. Αν και τις γεύεται και κατατρυφά σ αυτές, ο ερεθισμός της χάρης προκαλεί στους αγωνιστές της αυταπάρνησης και αυτοθυσίας, περισσότερη πείνα και δίψα. Όσο αισθάνεται την αποκάλυψη μερικών κρυμμένων μυστηρίων του Θεού, τόσο φλέγεται σε μεγαλύτερη δίψα. Και παρόλο που η θεία Χάρη με πολλούς τρόπους τον παρηγορεί, δεν καταπαύει η δίψα του λόγω της ακαταληψίας του Θεού.

Στο πλήρωμα αυτού του θείου φωτισμού, αν και ανθρωπίνως αυτά είναι ακατάληπτα και άρα ανερμήνευτα, φτάνει ο άνθρωπος στην πέμπτη εντολή, στο «μακάριοι οι ελεήμονες» (Ματ. ε, 7), που είναι το πλησιέστερο ιδίωμα του Θεού. Καμμιά άλλη αρετή δεν πλησιάζει και δεν περιγράφει τον απερίγραπτο, δεν ορίζει τον αόριστο, δεν εκφράζει τον ανέκφραστο, όσο η ελεημοσύνη. Τόση είναι η ύπαρξη και πραγματικότητα της ελεημοσύνης μέσα στο θείο είναι, που κατά τη Γραφή υπερνικά τη θεία δικαιοσύνη, «επεί κατακαυχάται έλεος κρίσεως». Ποια άλλη ίδιότητα της θείας παντοκρατορίας τον αναγκάζει να προνοεί για τα δημιουργήματα παρά η ελεημοσύνη του; Αν και η παρακοή, η απείθεια και η αποστασία των γύρω μας κτισμάτων παρατείνει την αυθάδεια, δεν ηττάται η ελεημοσύνη και συμπάθεια του πανάγαθου Θεού. Και αυτός είναι ο λόγος που υπάρχουμε και ελπίζουμε σε ανάσταση και σωτηρία, αφού, με την κένωσή του, μας παρέδωσε τη χάρη και εξουσία της ανάπλασής μας. Σ αυτήν την αρετή, ο Κύριός μας, επιμένει να τον μιμηθούμε. Και είναι δίκαιο τα παιδιά να φέρουν το χαρακτήρα του πατέρα τους. « Γίνεσθε ουν οικτίρμονες, καθώς και ο πατήρ υμών οικτίρμων εστί» (Λουκ. στ, 36). Τι άλλο σημαίνει το ότι «οφείλομεν υπέρ των αδελφών τας ψυχάς τιθέναι» (Α Ιω. γ, 16); Ασφαλώς αυτό είναι προϊόν της αγάπης. Και η αγάπη τι άλλο είναι και με ποιο τρόπο εφαρμόζεται, παρά μόνο με την ελεημοσύνη; Όταν ο άνθρωπος αξιωθεί, από τη Χάρη, αυτήν την αρετή και εργασία, δικαιωματικά κληρονομεί το μισθό με το «εν ω μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν» (Ματ. ζ, 2).

Οι σύντομες αυτές περιγραφές μας πείθουν για τα αποτελέσματα και τους καρπούς των κόπων και προσπαθειών, όσων αγωνίζονται να τηρούν τις εντολές, που ο πνευματικός νόμος επιβάλλει σ όσους θέλουν να σωθούν. Αρχίζοντας από τις σωματικές εργασίες της απάρνησης των δικών μας εμπαθών ορέξεων και παθών, προχωρούμε στην άρνηση των εμπαθών νοημάτων. Μεταλλάσσουμε, με κόπο και με τον κατάλληλο τρόπο, το πονηρό στο αγαθό, το κακό στο καλό, το παράλογο στο λογικό και σωστό, σύμφωνα με το θείο θέλημα και με τη θεία εντολή.

Σημειώσαμε με συντομία τα ιδιώματα της λεγόμενης πρακτικής, κατά τους Πατέρες μας, και φθάσαμε στην πέμπτη βαθμίδα. Η θεία αυτή σκάλα, οδηγεί ψηλότερα στις διαβαθμίσεις της θεωρίας, που ανήκουν στους συνετούς εργάτες που τήρησαν την πρακτική. Το επόμενο σκαλοπάτι είναι το «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» (Ματ. ε, 8). Εδώ δεν χρειάζονται σχόλια ή ερμηνείες. Αμέσως πληροφορούμαστε το αποτέλεσμα, που είναι όχι μόνο ο πόθος όλων των λογικών όντων, αλλά και ο σκοπός και το νόημά της κτιστής φύσης, που αν και εκτροχιάστηκε, για την ανθρώπινη παράβαση, την επανέφερε η θεία παναγάπη στην ισορροπία. Αρκεί να αποδείξει έμπρακτα ο άνθρωπος την υγιή και σωστή ομολογία έναντι της πρώτης προδοσίας και άρνησης.

Share Button