Είναι γεγονός αναντίλεκτο πως ο πόνος αποτελεί μια βασική πτυχή της ζωής του μεταπτωτικού ανθρώπου και συνυφαίνεται με το διφυές της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο Μέγας Βασίλειος, δίνοντας τη διάσταση και το διφυές του ανθρώπινου προσώπου, παρατηρεί: «΄Ανθρωπος εστίν νους και προσφόρως τη πρεπούση σαρκί ενδεδυμένος». Δηλαδή ο άνθρωπος είναι κράμα υλικό και πνευματικό.
Η υλική του υπόσταση συνδέεται με το σώμα ενώ η πνευματική του υπόσταση με την ψυχή, η οποία κατά το μεγάλο αυτόν Πατέρα της Εκκλησίας μας «Νοερά ουσία εστίν». Υπ’ αυτήν την έννοια, έχουμε δύο είδη πόνου, το σωματικό και τον ψυχικό.
Κατά την Πατερική Γραμματεία: «Μηδενός των ανθρώπων ο βίος όλος μακάριος εστίν». Δηλαδή κανενός ανθρώπου η ζωή δεν ταυτίζεται απόλυτα με την ευτυχία. Περισσότερες είναι οι λύπες και ο πόνος παρά οι χαρές. Άλλωστε, μην ξεχνούμε πως το κλάμα είναι η πρώτη επαφή του ανθρώπου με τον κόσμο μόλις γεννηθεί.
Για τους Πατέρες της Ανατολής, μόνο ο Τριαδικός Θεός ως απαθής στέκει πιο πάνω από τον πόνο. Λέει γι’ αυτό ο Μέγας Βασίλειος: «Το γαρ δια παντός ευ πράττειν μόνο Θεού εστίν».
Πρέπει να τονίσουμε πως η Πατερική σοφία ασφαλώς δεν επικροτεί τον πόνο αλλά προσδίδει σ’ αυτόν, όταν αντιμετωπίζεται θεοπρεπώς, σωτηριολογικές προεκτάσεις. Μ’ αυτό το σκεπτικό ο Ιερός Χρυσόστομος αναφέρει: «Τίποτε δεν αποδιώχνει την πονηρία και τις μικρότητες, όπως ο πόνος και η αρρώστια, γιατί καταφέρνουν να μαζέψουν το νου του ανθρώπου που σκορπίζεται στα υλικά και εφάμαρτα πράγματα και να τον στρέψουν προς τον εαυτό του και σε τελευταία ανάλυση, να τον οδηγήσουν προς το Θεό του».
Ο άνθρωπος λοιπόν που πονεί, που είναι άρρωστος, είναι σε θέση να φιλοσοφεί σωστά τη ζωή και να ιεραρχεί τις αξίες της, κάτι που πολλές φορές αδυνατεί να κάνει ο άνθρωπος, ο άσχετος με τον πόνο και την αρρώστια, που έχει την ψευδαίσθηση πως είναι αιώνιος πάνω στη γη και κατατρύχεται από τα πάθη, τις αδυναμίες και τις μικρότητες. ΄Ετσι, κατά τον ΄Αγιο Μάξιμο τον Ομολογητή: «Πολλές φορές ο Θεός επιτρέπει τον πόνο στη ζωή μας για να εμβαθύνομε στο αληθινό και ουσιώδες νόημά της και να μάθουμε να απορρίπτουμε τα δευτερεύοντα και επουσιώδη».
Ο πόνος και στις δύο διαστάσεις του, είτε ως σωματικός, είτε ως ψυχικός, θεωρείται από τους Πατέρες της Εκκλησίας ως όρος απαραίτητος για τη μόρφωση και την καλλιέργεια των αρετών από τον άνθρωπο. Ο ΄Αγιος Διάδοχος ο Φωτικής, ένας μεγάλος φιλοκαλικός πατέρας, σημειώνει: «Ο άνθρωπος εάν μη δια πόνου δοκιμασθεί, ου δύναται χωρήσαι τη σφραγίδι της του Χριστού αρετής».
Στην Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία μας ο πόνος και οι θλίψεις θεωρούνται ως «χαλινός, χαλινούν το ανθρώπινο φύσημα» δηλαδή κατά τη θεολογία του Αγίου Ιωάννη του Καρπάθιου, στον οποίο ανήκει η πιο πάνω θέση, ο πόνος ταπεινώνει τον άνθρωπο, φυγαδεύει την αλαζονεία και την έπαρση και καθιστά το ανθρώπινο πρόσωπο δεκτικό της Θείας Χάριτος.
Σάββα Αλεξάνδρου Θεολόγου
Βοηθού Διευθυντή Α΄ Λανιτείου Λυκείου Β’