Η ετοιμαζομένη «Μεγάλη Σύνοδος», οι τρεις Άγιοι, οι οποίοι έσωσαν την πιστότητα της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως, η Ουνιτίζουσα Δύσις και η μη αδρανοποίησης της Πατερικής Παραδόσεως.
ΣΤΗ ΔΙΑΚΡΙΒΩΣΗ τῶν πνευματικῶν σχέσεων Ἀνατολῆς–Δύσεως ὁ χῶρος τῆς θεολογίας, στόν ὁποῖον ἡ ἔνταση φθάνει συχνά σέ ὁριακά σημεῖα, ἐπιτρέπει ἀσφαλέστερες καί ὁπωσδήποτε σαφέστερες διαπιστώσεις. Ἰδιαίτερα πρόσφορες παρουσιάζονται, μάλιστα, οἱ περιπτώσεις προσώπων, πού ἔχουν χαρακτηρισθεῖ ὡς ἀντιδυτικοί και ἀντιμετωπίζονται, ἀκόμη καί σήμερα, με ὑπερκριτικό πνεῦμα, ἐνίοτε δέ καί μέ σφοδρότητα ἀπό τή δυτική ἤ δυτικίζουσα ἱστοριογραφία. Τέτοια πρόσωπα εἶναι κατ᾽ ἐξοχήν ὁ Μέγας Φώτιος († 891), ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς († 1357) καί ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός († 1444), γιά νά μείνουμε στήν περίοδο τῆς ἀποστασιοποιήσεως Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Χριστιανοσύνης, δηλαδή στούς αἰῶνες μετά τήν ἐπικράτηση τοῦ φραγκογερμανικοῦ στοιχείου στή Δύση[1]….
1. Ὁ ἀντιδυτικισμός τῶν Ἀνατολικῶν δέν ἦταν ἀθεμελίωτος, οὔτε ὀφειλόταν σέ ἁπλή μισαλλοδοξία. Στηριζόταν σέ πολύ καλή γνώση τῆς Δύσεως καί τῶν ἀμεταβλήτων διαθέσεών της ἀπέναντι στήν Ἀνατολή.
2. Ἡ ἐκφράγκευση, ἄλλωστε τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης συνδέθηκε μέ ἀποστροφή πρός τήν Ὀρθοδοξία καί ἔντονο ἀνθελληνισμό, ἀφοῦ ὁ Ἑλληνισμός (graecitas) ἦταν ὁ κύριος ἐκφραστής της. Εἶναι δέ γνωστά πλέον τά μέτρα, πού ἔλαβε ὁ Καρλομάγνος, ὁ μεγαλύτερος ὑβριστής τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικότητος, γιά τή δυσφήμιση στή Δύση τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς, ὅταν ἀπέτυχε ἡ προσπάθειά του, γιά ἑνοποίηση τῆς Εὐρώπης ὑπό τό σκῆπτρο του. Ὁ ἀντιδυτικισμός τῆς Ἀνατολῆς συνιστοῦσε περισσότερο αὐτοάμυνα καί αὐτοπροστασία. Εἶχε, πρῶτα, ἐρείσματα πνευματικά.
Ἡ ἀντιδυτική θεωρία καί στάση τῶν Ἀνατολικῶν εἶχε ὅμως και προϋποθέσεις πολιτικοκοινωνικές. Τήν ὑποταγή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Δύσεως στή φραγκογερμανική φεουδαρχία, μὲ τὴ βαθμιαία ἐκφράγκευση καὶ τοῦ πατριαρχείου τῆς Π. Ρώμης (μέχρι τὸ 1046). Τὶς ἐξελίξεις αὐτὲς συνειδητοποίησε πρῶτος ὁ Μ. Φώτιος, διαισθανόμενος τὸ ρόλο τοῦ πολεμίου του πάπα Νικολάου Α´ [3] ὡς πρώτου πραγματικοῦ φραγκοφίλου πάπακουΐσλιγκ (π. Ρωμανίδης) [4] καὶ διέγνωσαν μὲ ἀκρίβεια ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ ὁ ἅγιος Μᾶρκος Εὐγενικός, μετὰ μάλιστα τὴν ἅλωση τοῦ 1204 καὶ τὴ Σύνοδο τῆς Φλωρεντίας (1439), ἀντίστοιχα. Ἔτσι, συγκροτήθηκε μὲ ἀπόλυτη βεβαιότητα ἡ συνείδηση τῶν Ἀνατολικῶν ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ταυτότητα, ποὺ ἦταν γιὰ τοὺς Ἀνατολικοὺς καὶ ἐθνική, δὲν ἠπειλεῖτο τόσο ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανούς, ὅσο ἀπὸ τοὺς δυτικοὺς “ψευδαδέλφους”, κάτι ποὺ θὰ κωδικοποιηθεῖ τόν 18ον αἰώνα ἀπό τὸν ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό[5].
Εἶναι ὅμως σήμερα ἀπόλυτα σαφὲς ὅτι οἱ Ἀνατολικοὶ δὲν διέκριναν μεταξὺ Λατίνων καὶ Ρωμαίων ἤ Γραικῶν, ἀλλά μεταξὺ Τευτονοφράγκων (Λατινοφράγκων) καὶ Ρωμαίων ἀνατολῆς καὶ δύσεως[6].
Γι᾽ αὐτὸ τὴν Καρλομάγνεια προσθήκη στὸ Σύμβολο (809) κατεδίκασαν ὅλοι, ἑλληνόφωνοι καὶ λατινόφωνοι Ρωμαῖοι τῶν πέντε ρωμαϊκῶν (ὀρθοδόξων) Πατριαρχείων (Π. καὶ Ν. Ρώμης, Ἀλεξανδρείας, Ἀντιοχείας καὶ Ἱεροσολύμων)[7].
Οἱ πατερικοὶ θεολόγοι τῆς Ἀνατολῆς ἀγωνίζονταν ὑπὲρ τῆς ἑνότητος Ἀνατολικῶν καὶ Δυτικῶν Ρωμαίων, (Βυζαντινῶν). Εἶναι ἱστορικὰ ἀπόλυτα δικαιωμένη ἡ θέση τοῦ π. Ἰ. Ρωμανίδη, ὅτι «οὐδέποτε ἔγινε σχίσμα μεταξύ τῶν Ρωμαίων Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ἀλλὰ μεταξὺ Φράγκων καὶ Ρωμαίων ἀπό τὸν θ’ αἰώνα». Τὸ σχίσμα «μετεφέρθη γεωγραφικῶς μόνον εἰς τὴν πρεσβυτέραν Ρώμην, ὅταν οἱ Φράγκοι ἐξέβαλαν τούς Ρωμαίους ἀπὸ τόν παπικὸν θρόνον καὶ ἐπέβαλον τοὺς Τευτονοφράγκους (Γερμανούς), Λατινοφράγκους (Φραντζέζους) καὶ Ἰταλολογγοβαρδοφράγκους, οἵτινες καὶ τελικῶς ἐπεκράτησαν καί ἐπικρατοῦν μέχρι σήμερον»[8].
2. Στούς τρεῖς αὐτοὺς μεγάλους Πατέρας μας ὀφείλουμε τὴν ὀρθὴ διάγνωση τῆς δυτικοευρωπαϊκῆς ἀλλοτριώσεως. Ὁ Μέγας Φώτιος, ὅπως δείχνει καὶ τὸ ἔργο του “Λόγος περὶ τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μυσταγωγίας” [9], διέκρινε στήν προσθήκη τοῦ Filioque τὴ συντελεσθεῖσα ἤδη ἀλλοτρίωση τῆς Δύσεως στὶς προϋποθέσεις τῆς θεολογήσεως καὶ σύνολη τὴν ἐκκλησιαστικὴ θεολογία καὶ πράξη.
Ὁ Φώτιος διαισθάνθηκε ὅτι ἡ προσθήκη ἦταν ἔργο τῶν Φράγκων. Ἄλλωστε, αὐτὸ ἔγινε μὲ τὴν παρέμβαση τοῦ Καρλομάγνου στὴ σύνοδο τοῦ Ἄαχεν τὸ 809. Γι᾽ αὐτό, φειδόμενος τῶν Ρωμαίων “Βυζαντινῶν” τῆς Δύσεως, δὲν ἀναφέρει ὀνομαστικά τούς Φράγκους, κάτι ποὺ θὰ συμβεῖ καὶ στὴ Σύνοδο τοῦ 879, 8η Οἰκουμενικὴ Ἱ. Σύνοδο τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ κατεδίκασε τὸ Filioque καὶ τοὺς ἐπιχειρήσαντες τὴν προσθήκη του στὸ ἱερό Σύμβολο. Ἂν ὅμως ὁ Μ. Φώτιος διέγνωσε πρῶτος τὴν ἀλλοτρίωση τῆς “χριστιανικῆς” Δύσεως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς εἶναι ἴσως ἐκεῖνος, ποὺ εἶχε ἐναργέστερη τὴν ἐπίγνωση, ὅτι στὴν περίπτωση τῶν καινοτομιῶν τῆς δυτικῆς ἐκκλησίας δὲν ἔχουμε ἁπλῶς μιὰ νέα “αἵρεση” τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλά ριζικὴ ἀλλοτρίωση τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως.
Οἱ αἰῶνες, ποὺ ἀκολούθησαν, συνέθεσαν μία τραγικὴ ἐμπειρία, ποὺ ἐπιβεβαίωσε τὶς ἐπισημάνσεις τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Ὁ Ντοστογιέφσκυ, λ.χ. ἔχοντας σαφέστατη πλέον ἐντύπωση γιὰ τὴν ἀλλοτριωμένη Δύση, θὰ καταλήξει ἀβίαστα στὸ συμπέρασμα, ὅτι «ὁ ρωμαϊκὸς καθολικισμὸς δὲν εἶναι πιὰ χριστιανισμός: «Ὁ καθολικισμὸς τῆς Ρώμης –παρατηρεῖ– εἶναι χειρότερος καὶ ἀπὸ τὸν ἀθεϊσμὸ (…). Ὁ ἀθεϊσμὸς κηρύττει μονάχα τὸ μηδέν, ὁ καθολικισμὸς ὅμως προχωράει πιὸ πέρα ἀκόμα: κηρύττει ἕνα διαστρεβλωμένο Χριστό, ἕνα Χριστὸ ἀντίθετο τοῦ Χριστοῦ. Κηρύττει τὸν Ἀντίχριστο[10]».
Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, τέλος, ἐματαίωσε τὴν θεσμικὴ ἀναγνώριση καί, συνεπῶς, καταξίωση τῆς δυτικῆς ἀλλοτριώσεως, μὲ τὴν ὡς οἰκουμενικὴ συγκληθεῖσα σύνοδο Φεράρρας-Φλωρεντίας (1438/9). Ἀπέδειξε, ἐξ ἄλλου, ὅτι ἡ ἡσυχαστικὴ παράδοση, ἡ καρδιὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς αὐθεντικῆς χριστιανικότητας, δὲν κλείσθηκε στὸν 14ο αἰώνα, ἀλλὰ συνεχίσθηκε, διασυνδέοντας τὴν Ὀρθοδοξία τῆς ἐποχῆς του μὲ τὴ χριστιανικὴ ἀρχαιότητα.
3. Ἡ σφοδρή, συχνὰ κριτικὴ τῶν Ἁγίων μας αὐτῶν στὴ Δύση δὲν πρέπει νὰ νοεῖται ὡς ἐμπάθεια ἤ καθολικὴ ἀπόρριψη, ἀλλ᾽ ὡς ἀντίσταση στὴν προσπάθεια ἐπεκτάσεως τῆς ἀλλοτριώσεως, δηλαδὴ τῆς πνευματικοκοινωνικῆς νόσου, καὶ στὴν Ἀνατολή.
Ὁ Μ. Φώτιος ἀπέρριψε τὶς δογματικοκανονικὲς καινοτομίες τῆς Δύσεως, γιὰ νὰ σώσει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς Κυριακοῦ Σώματος[12]. Καὶ ἡ ἐκκλησιαστική ἑνότητα στηρίζεται ἐπί τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκεκαλυμμένης Παναληθείας. Ἑνότητα, ἑδραζομένη ἐπί τῆς αἱρέσεως, οἱασδήποτε αἱρέσεως, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀπέκρουσε τὸν κίνδυνο τοῦ σχολαστικισμοῦ καὶ τῆς ἐκφιλοσοφήσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς θεολογίας, γιὰ νὰ σώσει τὴν αὐθεντικότητα τῆς ἐκκλησιαστικότητος καὶ τὴ δυνατότητα σωτηρίας, τὴν ὁποία ὁ δυτικὸς πλέον Βαρλαὰμ μετέθετε ἀπό τὴν χάρη στὴν ἀνθρώπινη γνώση (φιλοσοφία)[13]. Καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ δὲν πρόκειται γιὰ ἀπόρριψη συλλήβδην τῆς Δύσεως καὶ τῆς δυτικῆς χριστιανοσύνης, ἀλλὰ γιὰ ἀγαπητική προσπάθεια ἀναπροσανατολισμοῦ καὶ ἐπιστροφῆς των στὴν παραδοθεῖσα διὰ τῶν Ἁγίων χριστιανικότητα.
Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ στὴν περίπτωση τοῦ ἁγίου Μάρκου. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν διετήρησε γιὰ μία ἀπό τὶς κρισιμότερες φάσεις στὴ συνάντηση Ἀνατολῆς–Δύσεως. Δὲν ἦταν μισαλλόδοξος, ἀντιδυτικός, οὔτε προκατειλημμένος κατὰ τῆς Ἑνώσεως. Ἔβλεπε ὅμως τὴν ἕνωση ὡς συνάντηση στὴν ἀποστολικὴ παράδοση καὶ ὄχι ὡς ὑποταγὴ στόν παπισμὸ καὶ τὴν ἀλλοτρίωση. Αὐτὸ φαίνεται στὶς συζητήσεις, ποὺ διεξήγαγε στὴ Σύνοδο μὲ τοὺς αὐθεντικότερους ἐνσαρκωτές καὶ ἐκφραστὲς τοῦ δυτικοῦ πνεύματος[14].
Ὑποσημειώσεις:
1. Γιά τά προβλήματα αὐτά βλ. James C. Russel, The Germanization of Early Medieval Christianity (A sociohistorical Approach to Religious Transformation), New York-Oxford 1994 (πλούσια βιβλιογραφία). π. Ἰω. Σ. Ρωμανίδου, Ρωμηοσύνη-Ρωμανία-Ρούμελη, Θεσσαλονίκη και Τοῦ ἰδίου, Ρωμαῖοι ἤ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
2. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία. Οἱ Ἕλληνες στήν Ὀθωμανική Αὐτοκρατορία, Ἀθήνα 19984, σ. 86 ἐ.ἑ.
3. Βλ. τήν ἀλληλογραφία τοῦ Μ. Φωτίου μαζί του (PG 102, 585 ἐ. ἑ.).
4. π. Σ. Ρωμανίδου,Δογματική και Συμβολική Θεολογία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τόμ. Α´, Θεσσαλονίκη 1973, σ.35
5. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία, ὅπ. π., σ.87
6. π. Ἰω. Σ. Ρωμανίδου, Ρωμαῖοι…, σ.66.
7. Στό ἴδιο.
8. Στό ἴδιο, σελ. 67.
9. PG 102, 263-391.
10. Ὁ Ἠλίθιος Δ,VIII–Οἱ δαιμονισμένοι Β, I, VIII.
11. Βλ. π. Γ. Μεταλληνοῦ, Ἡσυχαστές καί Ζηλωτές. Πνευματική ἀκμή καί κοινωνική κρίση στόν Βυζαντινό 14ο αἰώνα, στόν τόμο τοῦ ἰδίου, Ἑλληνισμός μαχόμενος, Ἀθήνα 1995, σ. 13-41 (ἐδῶ: 34 ἐ.ἑ.).
12. Τό πρόβλημα τῆς συνεχείας τῆς παραδόσεως, ὡς δυνατότητος σωτηρίας, θέτουν συνεχῶς οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὅπως λ.χ. ὁ Μ. Φώτιος (ΡG. 102, 389 Α): «Σὺ δὲ οὔπω βούλει συνιδεῖν, εἰς οἵους σὲ κρημνοὺς καὶ βάραθρα ψυχικῆς διαφθορᾶς ἐναπορρίπτει καὶ κατορύττει τό μὴ βούλεσθαί σε Χριστῷ μηδὲ τοῖς αὐτοῦ μαθηταῖς πείθεσθαι, μηδὲ ταῖς οἰκουμενικαῖς ἕπεσθαι συνόδοις, μηδὲ πρὸς τὰς λογικάς ἑφόδους, καὶ αὐτάς διὰ τῶν ἱερῶν προϊούσας λογίων μηδαμῶς τὸν νοῦν ἐπιστρέφειν, ἀλλὰ κατηγορεῖς μὲν τοῦ κοινοῦ Δεσπότου, καταψεύδῃ δὲ τοῦ γενναίου Παύλου, κατεξανίστασαι δὲ τῶν οἰκουμενικῶν καὶ ἁγίων συνόδων, διασύρεις δὲ Πατέρας καὶ τοὺς σοὺς ἀρχιερεῖς καὶ πατέρας ὡς ἀληθῶς Πατέρων τῆς διανοίας ἐξοστρακίζων ἐς κόρακας ἀποπέμπεις καὶ πρὸς τὰς λογικάς κωφεύεις θεωρίας・ καὶ πάντα σοὶ κατεπόθη τὰ σωτήρια εἰς τὸ τῆς ἐπισφαλοῦς προλήψεως πόθος…». Καὶ ὁ ἅγιος Μᾶρκος: «Πρῶτον μὲν ἐστιν ἀναγκαιοτάτη ἡ εἰρήνη (…) καὶ ἡ ἀγάπη・ δεύτερον δὲ ὅτι παρέβλεψεν ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία τὴν ἀγάπην καὶ διελύθη ἡ εἰρήνη・ τρίτον ὅτι ἀνακαλουμένη νῦν ἡ Ρωμαϊκὴ Ἐκκλησία τὴν τότε καταλειφθεῖσαν ἀγάπην, ἐσπούδασεν ἵνα ἔλθωμεν ἐνταῦθα καὶ ἐξετάσωμεν τὰς μεταξὺ ἡμῶν διαφοράς・τέταρτον, ὅτι ἀδύνατόν ἐστιν ἀνακαλέσασθαι τὴν εἰρήνην, ἐάν μὴ λυθῇ τὸ τοῦ σχίσματος αἴτιον καὶ πέμπτον, ἵνα καὶ οἱ ὅροι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ἀναγνωσθῶσιν, ὡς ἄν φανῶμεν καὶ ἡμεῖς σύμφωνοι τοῖς ἐν ἐκείναις πατράσι καὶ ἡ παροῦσα σύνοδος ἐκείναις, ἀκόλουθος≫. (Νικ. Π. Βασιλειάδη, Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς καὶ ἡ Ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, Ἀθῆναι 1972, σ. 85-86).
13. Βλ. π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Ἡσυχαστές καί Ζηλωτές, ὅπ. π.
14. Βλ. V. Laurent, Les Memoires du grand Ecclesiarque de l’ Eglise de Constantinople SYLVESTRE SYROPOULOS sur le concile de Florence (1438-1439), Paris 1971. Πρβλ. Νικ. Βασιλειάδη, ὅπ. π.
16. Βλ. π. Ἰω. Σ. Ρωμανίδου, Church Synods and Civilisation, Θεολογία, τ. 63, 1992, σ. 423-450. Καί Ἑλληνικά: Θεολογία, τ. 66 (1995) σ.646-680
Από την εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», 28/1/2011. zoiforos.gr. «Αντιδυτικοί» Πατέρες, ευεργέται της Ευρώπης του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
Τῇ πρώτη Κυριακὴ μηνὸς Νοεμβρίου Μνήμην ἐπιτελοῦμεν τῶν ἐν Ἁγίοις Πατέρων ἡμῶν καὶ προμάχων τῆς Ὀρθοδοξίας· Φωτίου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμά, καὶ Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ.