ΠΡΕΠΕΙ ΟΜΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΑ
Ἀπομαγνητοφωνημένο ἀπόσπασμα ὁμιλίας τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου, ἀπό τήν ἱστοσελίδα floga.gr, πού ἔγινε στά πλαίσια τῶν κατηχητικῶν ἀναλύσεων τῆς Β᾽ πρός Τιμόθεον ἐπιστολῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, στόν Ἱερό Ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου, Δικηγορικῶν Γλυφάδας, τήν Πέμπτη 27-11-2014.
[…]
Ἡ Ἐκκλησία γιά ὅλα αὐτά τά πράγματα δέν παίζει. Θέλει αὐτά τά πράγματα νά ἐλεχθοῦν διαχρονικά. Καί θά σᾶς πῶ τώρα τόν τρόπο τοῦ διαχρονικοῦ ἐλέγχου· ἔχει σημασία ἔστω νά ξέρετε μονάχα. Γιατί, τό τονίζω, ἡ προσπάθειά μας εἶναι ἐδῶ καί νά μάθετε δύο πράγματα – βασικά νά τά ζεῖτε αὐτά τά πράγματα – νά μπεῖτε στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς θεοπνευστίας, γιατί ὅλοι εἴμαστε προορισμένοι νά εἴμαστε χαριτωμένοι καί ἐμπνευσμένοι ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ – αὐτό εἶναι θεοπνευστία, νά ζοῦμε στήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος – καί πέρα ἀπό αὐτό νά ξέρουμε καί δύο πραγματάκια, καί γιά ὁποιαδήποτε προσπάθεια προσβολῆς γελοιοποιήσεως, ἀντιδράσεως, ξετινάγματος τῶν Ἀληθειῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, νά ἔχουμε νά ποῦμε ἕναν στοιχειώδη λόγο. Ξέρετε, τό θέμα δέν εἶναι νά πείσουμε κανέναν, νά ἔχουμε ἕναν ὑπεύθυνο λόγο καί νά τό ξέρουμε κι ἐμεῖς τουλάχιστον, νά᾽ χουμε μία σταθερότητα σέ αὐτό πού ξέρουμε. Κι ἄν τό καταθέσουμε τό θέμα δέν εἶναι ὁ ἄλλος τό δέχτηκε ἤ δέν τό δέχτηκε. Κι ὁ Χριστός Ἀλήθειες εἶπε καί τόν σταύρωσαν.
[…]
Ἄρα, λοιπόν, ἡ Ἐκκλησία τήν θεοπνευστία τήν ἐλέγχει. Ἀπό τήν ἁγιότητα τῶν προσώπων τήν ἐλέγχει διαχρονικά, τήν ἐλέγχει συνολικά, ὅλοι νά συμφωνοῦν, καί τήν ἐλέγχει ἱστορικά μέ μιά Οἰκουμενική Σύνοδο. Σᾶς τά λέω ὅλα αὐτά γιά νά ἔχετε μιά ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας μας. Πάνω ἀπ᾽ ὅλα εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τό μεῖζον θέμα εἶναι ἡ Ἐκκλησία [καί] ἄν ζοῦμε στήν Ἐκκλησία μέσα, ὅλα αὐτά ξεπερνιῶνται, ἁπλῶς δέν βιαζόμαστε. Γι᾽ αὐτό βλέπετε, μπορεῖ νά ὑπάρχει, τό τονίζω, καί μιά γνώμη καί δύο μεγάλοι Πατέρες νά ἔχουν μιά διαφορετική γνώμη καί ἡ Ἐκκλησία νά πεῖ «αὐτό εἶναι τό σωστό»· δέν σημαίνει [ὅτι] ὁ ἄλλος εἶναι αἱρετικός. Ἡ Ἐκκλησία αὐτό ἐπέλεξε. Εἶναι θεόπνευστη, ἀλλά ἡ θεοπνευστία κρίνεται ὄχι στή μοναδικότητα τοῦ προσώπου, τό κρίνει ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία στό σύνολο καί διαχρονικά. Αὐτό κρατῆστε το παρακαλῶ.
Κι ὅλος αυτός ὁ τρόπος τῆς ἐκφράσεως καί ζωῆς, γιατί μιλᾶμε γιά θεοπνευστία, εἶναι κάτι πολύ δυνατό καί πάρα πολύ ὄμορφο καί ἐκφράζει τήν Ὀρθοδοξία μέσα ἀπό τήν ἀσφάλεια πού [ὅτι] αὐτό εἶναι ἀλήθεια, γιατί ἐλέγχθηκε πολυμερῶς καί πολυτρόπως. Ἐλέγχθηκε. Δέν ἔχουμε ἐμεῖς ἀμφιβολίες ἄν εἶναι ἀλήθεια ἤ δέν εἶναι ἀλήθεια. Ἀλλά προπάντων, τό πιό σπουδαῖο, εἶναι νά λειτουργεῖ ἡ Ἐκκλησία. Νά εἴμαστε μέλη τῆς Ἐκκλησίας, νά ἀσκούμεθα, γιατί οἱ θεοφόροι Πατέρες ἀσκοῦνται νά ἁγιάζουν τή ζωή τους, καί ἀπό κεῖ μέσα ὅλοι μας, καί σεῖς ἀκόμη, μπορεῖ νά μετέχετε σ᾽ αὐτή τή διεργασία τῆς ζυμώσεως τῆς παραδόσεώς μας. Ἄν εἴσαστε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καί ἀσκημένοι, πόσοι ἀσκηταί ἦταν ἀπομακρυσμένοι στά βουνά καί εἶπαν ἀλήθειες συγκλονιστικές, βλέπετε, ὅπως ἡ περίπτωση τοῦ ἁγίου ἐκείνου πού βγῆκε στή Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνας κι εἶπε μιά ἀλήθεια.
Πόσοι εἶπαν πράγματα τά ὁποῖα ἔγιναν συγκλονιστικά! Ποιός γνώριζε τόν ἅγιο Νικόλαο τόν Καβάσιλα (1.322 – 1.391 μ.Χ.). Ἦταν ἕνας μοναχός πού ἦταν στήν Κωνσταντινούπολη καί ζοῦσε τό ἔτος χίλια τριακόσια κάτι… Ποιός τόν εἶχε ἀκούσει; Εἶπε τόσο συγκλονιστικά πράγματα γιά τή Λειτουργία, καί ἡ Ἐκκλησία τά μελέτησε διαχρονικά καί λέει αὐτή εἶναι ἡ παράδοσή μας, ἔ, αὐτά λέμε κι ἐμεῖς. Βλέπετε καί κείμενα ἀπό ἀνθρώπους πού δέν γνωρίζει κανείς. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως γνωρίζει. Κι ὅταν γίνει γνωστός καί ἀποδεκτός ἀπ᾽ ὅλους τούς ἄλλους Πατέρες, τότε αὐτό γίνεται παράδοση. Κρατῆστε αὐτά τά στοιχεῖα καί προπάντων νά κρατᾶτε τό πνεῦμα τῆς ἐκκλησιολογίας. Προσέξτε. Τό πνεῦμα τῆς ἐκκλησιολογίας. Νά λειτουργεῖ ἡ Ἐκκλησία.
Θά σᾶς δώσω τώρα ἕνα παράδειγμα. Ξέρω ὅτι σέβεστε τήν Ἐκκλησία, ἀλλά καμιά φορά δέν ξέρετε. Θά σᾶς δώσω ἕνα παράδειγμα πολύ πρακτικό, γιά νά καταλάβετε πρακτικά, ἀπό ἕνα παράδειγμα τώρα ἐπίκαιρο, νά καταλάβετε πῶς λειτουργεῖ ἡ Ἐκκλησία.
Πρίν ἀπό λίγες μέρες μοῦ στέλνει κάποιος μέ τό κινητό ἕνα μήνυμα, μοῦ λέει: «Πάτερ Κωνσταντῖνε, βρίσκομαι κάπου μέ τή γυναίκα μου ἐκδρομή στά Μετέωρα καί σ᾽ ἕνα μοναστήρι γυναικεῖο μοῦ λένε “ὑπόγραψε αὐτό τό κείμενο κατά τοῦ Πατριάρχη”. Τί νά κάνω;», μοῦ λέει, «ναί ἤ ὄχι;».
Δέν ξέρω τί θά ἀπαντούσατε, ἀλλά ἄν δέν εἴχατε νοῦ ἐκκλησιαστικό, ὅ,τι καί νά λέγατε, καί ναί καί ὄχι, θά ἦταν λάθος. Καί ναί νά λέγατε [θά ἦταν] λάθος, καί ὄχι [θά ἦταν] λάθος, ἄν δέν σκεφτεῖτε ἐκκλησιολογικά. Σᾶς τό κάνω σάν ἄσκηση, σάν παράδειγμα γιά νά καταλάβετε τί σημαίνει. Καί δέστε, στήν Ἐκκλησία δέν ἔχουμε οὔτε προτεσταντισμό, καθένας νά σηκώνεται νά λέει τά δικά του, οὔτε Βατικανό, νά εἶναι ὁ λαός φιμωμένος, νά μήν μπορεῖ νά μιλήσει. Εἶναι τό ξεπέρασμα καί τοῦ Βατικανοῦ – μονολιθικότητα, ἐγωισμός – καί [τό ξεπέρασμα] τῆς ἀνταρσίας, τῆς ἀναρχίας – ὁ καθένας λέει ὅ,τι θέλει καί τελειώσαμε. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἄλλα μέτρα. Σᾶς τό λέω πολύ πρακτικά, γιατί εἶναι πράγματα τοῦ σήμερα. Καί λένε ἔχουμε αὐτά κατά τοῦ Πατριάρχη.
Ἐγώ δέν θά σκεφτῶ ἄν εἶμαι φίλος τοῦ Πατριάρχη, τίποτ᾽ ἀπ᾽ ὅλα αὐτά, ἐγώ θά σκεφτῶ τήν Ἐκκλησία. Κι ἡ πρώτη ἀπάντηση εἶναι: ποιός στό δίνει αὐτό τό κείμενο νά τό ὑπογράψεις; Μοῦ λέει: τό μοναστήρι. Γιατί; Τό μοναστήρι ἔχει ἕνα σῶμα, τούς μοναχούς. Ἄν τό μοναστήρι μέ τόν ἡγούμενο ἔχει μιά ὁποιαδήποτε ἔνσταση, τό σῶμα αὐτό νά γράψει ἕνα κείμενο, προσέξτε, ὄχι στόν Πατριάρχη· ἀκοῦστε τήν Ὀρθοδοξία μας τώρα. Τό σῶμα αὐτό, ἄν συμφωνεῖ ὅλο τό σῶμα, ἄν συμφωνεῖ – ὄχι μέ τό ζόρι κάποιος νά καθηλώσει κάποιους – ἄν συμφωνεῖ, ἐν ὁμοφωνίᾳ, ἔχει σημασία [αὐτό], κι ἔχουν μιά διαμαρτυρία μέ τόν Πατριάρχη, γιά ὁποιοδήποτε θέμα, ἔχουν τό δικαίωμα – βλέπετε δέν εἴμαστε Βατικανό – νά μιλήσουν κατά τοῦ Πατριάρχη. Πῶς; Πρῶτα νά συμφωνήσουν ὅλοι. Πρῶτα-πρῶτα ὅλο τό σῶμα. Ἐσύ δέν εἶσαι σῶμα. Εἶσαι μέλος τῆς Μονῆς τάδε τῶν Μετεώρων; Ὄχι, δέν εἶσαι. Τί σχέση ἐσύ ἔχεις ἐκεῖ πέρα μέσα; Ἐσύ εἶσαι σέ μιά ἐνορία, ἐσύ τή φωνή σου θά τήν ἐκφράσεις μέσα ἀπό τήν ἐνορία σου καί ἀπό τή Μητρόπολή σου. Λοιπόν, ἄν ἔχουν κάτι αὐτοί οἱ μοναχοί-μοναχές, νά γράψουν ἕνα κείμενο, ὅ,τι θέλουν, κανείς στήν Ἐκκλησία μας δέν κατακρίνεται, οὔτε εἶναι αἱρετικός ἐπειδή εἶπε τή γνώμη του γιά ὁποιοδήποτε [θέμα]. Ἐμεῖς δέν ἔχουμε κανέναν πάπα. Ἐμεῖς ἔχουμε Ὀρθοδοξία. Ἔχουν τό δικαίωμα νά ποῦν: αὐτό εἶναι λάθος. Αὐτό θά τό κρίνει ἡ Ἐκκλησία. Ἀλλά ἔχουν τό δικαίωμα νά τό ποῦν. Προσέξτε, αὐτό εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Ποῦ θά τό ποῦνε; Ὄχι φωνασκώντας καί μαζεύοντας ὑπογραφές. Πόσες μοναχές εἶναι ἐκεῖ, τριάντα; Οἱ τριάντα. Ὄχι νά μαζεύουν ὅλον τόν κόσμο ἀπό τά περίχωρα, ἀπ᾽ τήν Πελοπόννησο μέχρι τά Τρίκαλα καί τή Βόρεια Ἑλλάδα, νά πάρουν ὑπογραφές γιά νά δείξουν δύναμη. Αὐτό εἶναι σύστημα κοσμικό – ἄν δείχνουμε τή δύναμή μας διά τῶν πολλῶν ὑπογραφῶν. Λάθος! Πέφτει στήν παγίδα, ἔτσι, τό μοναστήρι. Πρῶτο στοιχεῖο λοιπόν. Νά γράψουν οἱ ἀδελφές, ἄν συμφωνοῦν ὅλες, καί ν᾽ ἀκούσουν καί τή γνώμη καί τῆς τελευταίας μοναχῆς, ὅμως, ἔ; Νά ὑπάρχει ὁμοφωνία γιά τόσο μεγάλα θέματα. Κι αὐτό πού γράφουν, θά τό γράψουν ποῦ; Στόν Ἐπίσκοπό τους. Κάπου ἀνήκουν, ἔ; Ὑπάρχει ἕνας Ἐπίσκοπος στήν περιοχή. Τόν περιφρονοῦν; Θά πάρει τήν ἐπιστολή τους καί καθηκόντως ὁ Ἐπίσκοπος, συμφωνεῖ ἤ διαφωνεῖ, θά γράψει ἕνα γράμμα στό Πατριαρχεῖο καί θά πεῖ ὅτι ἔχω αὐτή τήν ἔνσταση ἀπό κεῖ. Τό θέμα εἶναι νά γίνει μέ τό πνεῦμα τῆς ἐκκλησιολογίας. Καί φυσικά, ἄν ἡ Μητρόπολη αὐτή ἀνήκει κατευθείαν στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, πρῶτα στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος στό Πατριαρχεῖο. Αὐτή εἶναι ἡ σειρά, αὐτός εἶναι ὁ τρόπος. Ἐλέγχουμε καί τόν ἑαυτό μας δηλαδή. Κι εἶπα στούς φίλους αὐτούς: «Δέν θά ὑπογράψετε, φυσικά, ἀλλά μπορεῖτε νά τό πεῖτε στόν παπά τῆς ἐνορίας σας, ἄν ἔχετε ἐσεῖς ὁποιαδήποτε ἔνσταση μέ τόν Πατριάρχη, ὁποιοδήποτε ἄλλο θέμα, νά γράψετε ἕνα γράμμα στόν Ἐπίσκοπό σας, ὁ Ἐπίσκοπος νά τό προωθήσει, καθηκόντως, πρός τήν Ἱερά Σύνοδο καί στό Πατριαρχεῖο. Αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία. Εἶναι τόσο τρομερό; Τήν Ἐκκλησία δέν πρέπει νά τήν ξεχνᾶμε. Τότε γινόμαστε προτεστάντες, λέει ο καθένας ὅ,τι θέλει καί φωνάζει καί φωνασκεῖ. Εἶναι ἐλεύθερος νά πεῖ ὅ,τι θέλει, κανείς δέν τόν κατακρίνει. Καί θά τόν συγχαρῶ, πέρα ἀπ᾽ τό ἄν εἶχε λάθος ἤ ὄχι, τό ὅτι εἶχε τήν τόλμη νά πεῖ τήν ἀλήθεια, ὅπως τήν εἶπε ἐκεῖνος, κι ἄς ποῦμε: ἔκανες λάθος. Ἡ Ἐκκλησία δέν σέ μαλώνει ἐπειδή ἔκανες λάθος. Σέ μαλώνει, ὅμως, γιατί λειτουργεῖς ὡς παρασυναγωγή.
Κι ἄν ξέρετε τούς Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ λέξη παρασυναγωγή ἔχει μιά λέξη ἐκκλησιαστική, λέγεται τυρεία. Εἶναι τό χειρότερο πράγμα. Εἶναι τό κομμάτιασμα τῆς Ἐκκλησίας. Μαζεύονται μερικοί, πέντε-δέκα, κάνουν μιά δική τους ἀπόφαση καί τήν περνᾶνε στόν κόσμο φωνασκώντας. Ἔ, αὐτό δέν γίνεται.
Ἐμεῖς ἐδῶ δέν ἔχουμε παρασυναγωγή. Ἔτσι λειτουργεῖ ἠ Ἐκκλησία μας. Κρατῆστε τά μέτρα πῶς νά λειτουργεῖτε. Πού σημαίνει οὔτε ἡ φωνή σᾶς ἀφαιρεῖται, οὔτε γίνεστε παρασυναγωγή, νά μαζεύεστε δέκα ἄνθρωποι. Ποιοί; Ποιός σᾶς μάζεψε; Εἶχε γίνει τότε τό πράγμα, πρίν ἀπό ἕνα-δυό χρόνια τό ἴδιο πράγμα εἶχε γίνει, μαζεύτηκαν, ξέρω ᾽γώ, τετρακόσιοι ἱερεῖς, πολύ γνωστά ὀνόματα, κι ἔγραψαν ἕνα κείμενο κατά τοῦ 666, αὐτή ἡ ἱστορία. Κι ἔκαναν μιά διαμαρτυρία. Ἐσεῖς ποιοί εἶστε; Ὅλοι ἀνήκετε σέ μιά τοπική Ἐκκλησία, ἐνορίες, Μητροπόλεις. Ποιοί εἶστε; Ποιοί μαζευτήκατε; Πῶς μαζευτήκατε ἀπό ὅλα τά μέρη τῆς Ἑλλάδας καί ὑπογράφετε; Ἔχει ἡ Ἐκκλησία τέτοια συστήματα;
Κρατῆστε τα αὐτά γιά νά μήν εἶστε καί θύματα παρασυναγωγῶν. Καί μπορεῖ τά θέματα τά ὁποῖα προβάλλουν νά εἶναι καίρια καί σπουδαῖα. Κανείς δέν ἀρνεῖται τά σπουδαῖα τά θέματα. Ἀλλά ἀρνοῦμαι τήν παρασυναγωγή – κι ἐκεῖ ἐπανέρχομαι τώρα στό θέμα τῆς θεοπνευστίας – χάνεται ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί λειτουργεῖ ὁ ἐγωισμός μας. Ἀφήνουμε τήν Ἐκκλησία. Ποιός ἔχει θεοπνευστία; Ἡ Ἐκκλησία, τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Πῶς βγῆκε ἡ Ἁγία Γραφή; Ἀπ᾽ τήν Ἐκκλησία βγῆκε ἡ Ἁγία Γραφή. Κι οἱ Ἀπόστολοι ποῦ ἔζησαν; Μέσα στήν Ἐκκλησία ἔζησαν. Ἦταν ὑπάκουοι στήν Ἐκκλησία τους, εἶπαν τή γνώμη τους, μερικοί ἀπ᾽ αὐτούς ἐδιώχθησαν κιόλας. Ἀλλά μετά, διαχρονικά – ἡ Ἐκκλησία πάντα αὐτό κάνει – ἄν ἐδιώχθησαν, ἀποδεικνύεται ὅτι εἶχαν τήν ἀλήθεια. Καί ἀναδεικνύονται ὡς θεοφόροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Νά λοιπόν, ἡ θεοπνευστία εἶναι πολύ μεγάλο θέμα. Ἀλλά πρῶτα-πρῶτα, πρίν νά σκεφθοῦμε ἄν αὐτό εἶναι σωστό ἤ λάθος, νά μποῦμε στόν χῶρο τῆς θεοπνευστίας ἐμεῖς, προσωπικά δηλαδή. Εἶναι ἡ προσωπική μας ζωή, ἔ! Οἱ θεοφόροι ἄνθρωποι, Χριστιανοί καί πατέρες, φτιάχνονται ἐν ἀσκήσει καί ἐν μετανοίᾳ. Καθαρίζει ὅλο τό εἶναι τους, ἡ ψυχή τους, τό σῶμα τους, ὁ νοῦς τους. Καί μποροῦν νά ποῦν λόγο ἀληθείας. Κι αὐτό μπορεῖ κανείς νά μήν τό ἀκούει, ἀλλά ἀποκλείεται αὐτό νά μήν ἀκουστεῖ μετά. Θά περάσει, γι᾽ αυτό μετά βλέπετε «εἰς πᾶσαν τήν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος αὐτῶν». Ἀλλά ἐμεῖς βιαζόμαστε, βλέπετε, νά περάσει ἡ δική μας «θεοπνευστία».
Ἐμεῖς καταθέτουμε αὐτό πού ἔχουμε νά ποῦμε, μπορεῖ αὐτό πού λέμε νά εἶναι λάθος, δέν φοβόμαστε, δέν τό λέμε ἐπίτηδες τό λάθος. Λέμε τή γνώμη μας, δέν εἴμαστε φοβισμένοι. Κανείς δέν μᾶς κρίνει σάν αἱρετικούς. Λέμε τή γνώμη μας. Καί θά κρίνει τή γνώμη μας διαχρονικά μ᾽ αὐτή τήν, ἄν ἐπιτρέπεται ἡ λέξη, μεθοδολογία ἡ Ἐκκλησία μας.
Ἄρα ἔχω τό δικαίωμα νά πῶ ὅ,τι θέλω, ἀφοῦ δέν τό λέω μέ κακό τρόπο. Μπορεῖ καί τώρα πού κάνω ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς. Προσπαθῶ ἐδῶ πάντοτε νά παραμένω πιστός στήν ἑρμηνεία τῶν Πατέρων, γιατί δέν ξέρω ἐγώ πολλά, δέν ἔχω κάποια εἰδική θεοπνευστία νά κάνω δική μου ἑρμηνεία. Ἐγώ προσπαθῶ νά εἶμαι μέ τούς Πατέρες. Ἀλλά στή ρύμη τοῦ λόγου μπορῶ νά πῶ τή δική μου τή γνώμη γιά κάτι. Ἔχω τό δικαίωμα νά τό πῶ. Δέν τό κάνω ἐπίτηδες νά πῶ κάτι κακό. Στή ρύμη τοῦ λόγου λέω καί τή δική μου τή γνώμη γιά ἕνα θέμα. Αὐτό θά τό κρίνει ἡ Ἐκκλησία. Κι ἄν ἡ Ἐκκλησία μοῦ πεῖ ἐν τῷ συνόλῳ της ὅτι κάνεις λάθος, θά πῶ εὐχαριστῶ πάρα πολύ. Καί δέν ἔγινα αἱρετικός. Ἄν ὅμως ἐπιμείνω καί λέω: Ὄχι, αὐτό εἶναι τό σωστό, τότε γίνομαι αἱρετικός.
Κρατῆστε αὐτή τήν ἰσορροπία, δηλαδή ἔχω καί τήν ἐλευθερία νά μιλάω, πού δέν θέλω νά μιλάω ἐγώ, νά μιλᾶνε οἱ Πατέρες θέλω ἐγώ. Αὐτό προσπαθῶ, ἀλλά εἶναι ἀνθρώπινο. Ἀναλύω κείμενα, μπαίνω στίς μοντέρνες καταστάσεις καί παίρνω θέση γιά διάφορα θέματα. Κανείς δέν εἶναι ἀλάθητος καί μπορεῖ νά κάνουμε λάθη, πού δέν εἶναι ἠθελημένα λάθη. Αὐτό θά τό κρίνει ἡ Ἐκκλησία καί θά μοῦ πεῖ ὅτι κάνεις λάθος.
[Ἄλλο] ὅμως ἄν εἶναι θέματα δογματικά καί πολύ βαθιά, ὅπως ἦταν τό θέμα τῶν μεταμοσχεύσεων πού τό πολεμήσαμε, γιατί ἔχουμε μιά ὁλόκληρη θεολογία, μιά ἀνθρωπολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἐκεῖ δέν λέγαμε τά δικά μας. Πολεμούσαμε μία αἵρεση, ὅταν φωνάζαμε. Ἀλλά πέρα ἀπ᾽ αὐτό, κρατῆστε αὐτό: Νά ᾽στε ἄνθρωποι ἀσκημένοι, φωτισμένοι ἀπ᾽ τόν Θεό, ταπεινοί, ἁγιασμένοι, χαριτωμένοι, κοντά στήν Ἐκκλησία. Τό πᾶν νά εἶναι γιά σᾶς ἡ Ἐκκλησία. Καί μέσα ἀπό κεῖ ἀναδύεται ἡ Ἀλήθεια. Κι ἔχετε νά πεῖτε λόγο. Θά τόν καταθέτετε τόν λόγο σας, καί μετά, ἡ Ἐκκλησία θά κρίνει τό σωστό ἤ τό λάθος. Δέν θά ᾽χετε ἐγωισμό θά πεῖτε: «Ἐγώ». Αὐτό ἔκαναν μερικοί πού εἶπαν: «Ἐγώ ξέρω τήν ἀλήθεια, κάνω καί μιά ὀργάνωση γιά νά τήν περάσω. Μαζεύω καί χίλιες ὑπογραφές γιά νά τήν περάσω». Μά αὐτά εἶναι κοσμικά μέτρα. Γι᾽ αὐτό ἀρνοῦμαι τή δημοκρατία αὐτοῦ τοῦ τύπου. Δέχομαι τή δημοκρατία τοῦ τύπου τοῦ διοικητικοῦ, τοῦ κρατικοῦ ἤ τοῦ συνοδικοῦ γιά θέματα πρακτικά, νά ᾽χουμε κάπου νά πάρουμε ἀποφάσεις γρήγορα. Ἄν θά ἔχουμε πέντε καθαρίστριες ἤ δέκα καθαρίστριες στό συνοδικό μέγαρο.
Πιστεύω νά καταλαβαίνετε, λοιπόν, τή θεοπνευστία πού εἶναι πολύ μεγάλο θέμα, γι᾽ αὐτό λέει: Πᾶσα Γραφή θεόπνευστος.
[…]
Ἐρώτηση: Ἄκουσα χθές στόν σταθμό τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας κι ἕνας ἱερέας ἔλεγε ὅτι οἱ συμπροσευχές ἐγείρουν ἀκοινωνησία…
π. Κ.: Τό ᾽χω ἀναλύσει πλήρως κατά τούς Κανόνες, γιατί εἶναι πολύ μεγάλο θέμα. Τά ᾽χω πεῖ κι ἄλλη φορά. Ἡ λέξη συμπροσευχή ἔχει ἕνα αἰχμηρό σημεῖο: Συλλειτουργία, συμμετοχή στό ἴδιο Ποτήριο. Αὐτό σημαίνει. Προσευχή δέν εἶναι ἕνα γενικό θέμα. Προσευχόμαστε γιά νά καταλήξουμε στό Ποτήριο. Καί κάτι ἀκόμη. Ἀπέναντι ἔχει ἕνα ξενοδοχεῖο ἐδῶ τώρα, ἔτσι; Καί σήμερα τό βράδυ κάναμε ἑσπερινό, αὔριο τό πρωί θά κάνουμε λειτουργία. Καί τριάντα τουρίστες ἀπό κεῖ μπῆκαν μέσα καί στάθηκαν, ἔκαναν ὅ,τι ἔκαναν. Ἔκανα συμπροσευχή, εἶμαι αἱρετικός; Πεῖτε μου.
Πρέπει νά μελετήσουμε γιατί ἡ Ἐκκλησία ἔβγαλε τέτοιον Κανόνα, πρῶτα γιατί ἡ συμπροσευχή σημαίνει συλλειτουργία καί συλλειτουργία δέν γίνεται ποτέ. Βλέπεις, ὅσες συναντήσεις νά γίνονται τοῦ πάπα μέ τόν Πατριάρχη, κοινή λειτουργία δέν γίνεται ποτέ, οὔτε θά γίνει ποτέ, οὔτε θά τή δεχθοῦμε ποτέ. Λειτουργία δέν θά γίνει, κοινό Ποτήριο δέν θά γίνει. Τά ἄλλα εἶναι μιά παρουσία, γειά σου, τί κάνεις, καλά εἶσαι, I love you, κ.λπ., ἔτσι; Αὐτό εἶναι ἡ συμπροσευχή. Καί νά σκεφτεῖς καί τό ἄλλο, ὅταν ἐκδίδετο ὁ Κανόνας αὐτός, οἱ αἱρετικοί τί ἔκαναν; Ἕνα γκρούπ αἱρετικῶν, τετρακόσιοι ἄνθρωποι, μπαίναν στήν Ἐκκλησία μέσα καί τήν καταλάμβαναν. Ἔκαναν ντού. Γιά νά ἀλλοιωθεῖ τό ἦθος. Καί ἡ Ἐκκλησία εἶπε: Μή δεχθεῖτε τέτοια συστήματα μαζικά, εἰσβολῆς. Πρέπει νά δοῦμε καί τί κρύβεται πίσω.
Ἐρώτηση: Ποιός κανόνας εἶναι αὐτός στόν ὁποῖο ἀναφερόμαστε;
π. Κ.: Ἄνοιξε τό Πηδάλιο. Ἄνοιξε τό Πηδάλιο νά διαβάσεις λιγάκι. Ξέρεις τί ὡραῖο βιβλίο εἶναι; Μιά χαρά εἶναι.
Ἐρώτηση: Ἐπειδή αὐτή τή στιγμή ὁ ὀρθόδοξος λαός δέν ξέρει…
π. Κ.: Ὄχι. Ὁ ὀρθόδοξος λαός δέν μπορεῖ νά λέει δέν ξέρω. Θά κάτσει νά βγάλει τά μάτια του, νά διαβάσει.
Ἐρώτηση: Ἔχω ἀπορία, πῶς γίνεται ἕνας μέσα στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, γιατί δέν χρειάζεται νά δεχτεῖ τήν ἱεραρχία καί ἔχοντας ὑπακοή στόν πνευματικό του, νά ἔχει καί στό μητροπολίτη, καί στόν ἀρχιεπίσκοπο, καί στόν Πατριάρχη. Πῶς γίνεται δηλαδή οἱ ἄνθρωποι νά σπᾶνε αὐτή τήν ἁλυσίδα καί τόσο ἐπιπόλαια νά κάνουνε κρίσεις γιά τήν κορυφή ὅλου τοῦ οἰκοδομήματος, ἀφοῦ πρέπει νά στηριχθοῦμε ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος;
π. Κ.: Ἔχεις δίκιο, μέ μιά παρατήρηση. Ὅλα ὅπως τά λές εἶναι πανέμορφα, συμφωνῶ μαζί σου. Μέ μιά διαφορά. Ἐδῶ δέν ἔχουμε οὔτε πάπα, οὔτε Βατικανό. Κανείς δέν εἶναι ἀλάθητος. Κι ἔχουμε τό δικαίωμα καί τή δυνατότητα, εὐσεβῶς, μέ πολύ καλά λόγια, χωρίς νά κάνουμε κόμματα, παρατάξεις, διχασμούς, νά ποῦμε τή γνώμη μας. Δέν ἔχουμε πάπα, εὐτυχῶς. Ἔχουμε Πατριάρχη, πού οὐσιαστικά στήν Ὀρθοδοξία δέν ἔχει καμμία ἐξουσία. Ἡ ἐξουσία τοῦ Πατριάρχη ἐκκλησιαστικά εἶναι σ᾽ ἕνα μικρό κομμάτι, τό 1/4 τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὄχι ὅλη ἡ Κωνσταντινούπολη. Τό 1/4, γιατί ἡ Κωνσταντινούπολη ἔχει ἄλλους τρεῖς ἐπισκόπους. Ἡ μόνη του εὐθύνη εἶναι ἐκεῖ τοῦ Πατριάρχη, τίποτα ἄλλο. Οὔτε Ρώμη, οὔτε Βατικανό, οὔτε παγκόσμια ἐξουσία. Ἁπλῶς, εἶναι αὐτός πού σέ μιά Σύνοδο πρέπει κάποιος νά συντονίσει. Εἶναι ὁ πρῶτος ἀνάμεσα στούς ἴσους. Αὐτή [εἶναι] ἡ εὐθύνη του, κάποιος νά συντονίζει ὅλους μαζί. Ὁ Πατριάρχης εἶναι ἕνας Ἐπίσκοπος, πού ἐκφράζει καί τήν ταπείνωση τῆς Ὀρθοδοξίας μας οὐσιαστικά. Δέν εἶναι πάπας. Ἔχει τήν εὐθύνη ὅμως, τήν ἐξουσία, ὅταν πάει νά μιλήσει. Καί μάλιστα, πρόσεξε, τό ᾽χω φωνάξει πολλές φορές καί παρεξηγήθηκα. Ὁ μόνος πού ᾽χει εὐθύνη νά μιλήσει μέ τόν πάπα εἶναι ὁ Πατριάρχης. Γιατί, λέει τό Κανονικό Δίκαιο τῆς Ἐκκλησίας μας: Ἀπό ποῦ ἔφυγε κάποιος; Ἀπό κεῖ πού ἔφυγε, πρέπει αὐτός νά ᾽χει τήν εὐθύνη γιά τή θεραπεία του. Κι ἔφυγαν ἀπό τή μία Ἐκκλησία, τήν καθολική. Ὅταν εἶχε ἔρθει ὁ πάπας ἐδῶ στήν Ἀθήνα, εἶχα φωνάξει στόν Ἀρχιεπίσκοπο τότε, λάθος κάνεις. Δέν εἶσαι ἁρμόδιος. Μόνο ὁ Πατριάρχης μπορεῖ νά μιλεῖ μ᾽ αὐτόν, γιατί ἀπ᾽ αὐτόν ἔφυγαν, ὄχι ἐσύ. Αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία μας. Κι ἔχει δικαίωμα, ὅπως λέει τό Πηδάλιο, ἄν κάποιος ἔφυγε καί ἀποσκίρτησε, τήν εὐθύνη τοῦ χαμένου παιδιοῦ νά γυρίσει πίσω. Αὐτή εἶναι ἡ εὐθύνη τοῦ Πατριάρχη καί πρέπει νά συνεχίσει τίς προσπάθειές του γι᾽ αὐτό. Κι ἀποκλείεται νά γίνει ὁποιαδήποτε ἕνωση καί κοινό Ποτήριο καί κοινή προσευχή. Ἀποκλείεται. Ἄν γίνει, πρῶτος ἐγώ δέν θά ᾽μαι μαζί του. Αὐτό δέν γίνεται. Ἀλλά ἡ εὐθύνη, ὅτι μόνο αὐτός νά μιλάει, εἶναι εὐθύνη του καί πρέπει νά τό κάνει. Ἀλλά κανείς ἄλλος. Οὔτε ὁ Ἀθηνῶν, οὔτε ὁ Θεσσαλονίκης, οὔτε ὁ Κύπρου, πού πῆγε στήν Κύπρο, οὔτε ὁ Κύπρου. Κανείς. Ἀπ᾽ αὐτόν [τόν Πατριάρχη] ἔφυγαν. Νά ξέρουμε Ὀρθοδοξία λίγο. Ἡ Ὀρθοδοξία δέν πουλιέται ἔτσι. Λένε μερικοί: εἶσαι Πολίτης [Κωνσταντινοπολίτης]… Δέν εἶναι ὅτι ἐπειδή εἶμαι Πολίτης, εἶμαι μέ τόν Πατριάρχη.
Ἀφοῦ ὥς τώρα τά πράγματα εἶναι ἔτσι, δέν ἔχω λόγο. Ἄν ἔκανε κάποιο λάθος συγκλονιστικό, θά τό ᾽λεγα ἐγώ. Ὥς τώρα δέν πουλήθηκε τίποτα ἀπό τήν Ὀρθοδοξία.
Κι εἶπα θά τή λέμε τή γνώμη μας. Ὄχι νά δημιουργοῦμε ταραχή στόν λαό μας. Λέμε λοιπόν τή γνώμη μας, καί γιά τόν Ἐπίσκοπό μας καί γιά τόν Πατριάρχη, ἀλλά ὑπεύθυνη γνώμη. Ὄχι ὅ,τι μᾶς λένε τά μέσα μαζικῆς ἐνημερώσεως καί κάτι φυλλάδες θρησκευτικές πού δημιουργοῦν μίσος καί ταραχή. Κι ἔχουμε μυαλό καί σκεπτόμαστε, δέν εἴμαστε φυτά. Καί δέν πουλιόμαστε. Ἐγώ σᾶς εἶπα: Ἄν γίνει ἕνωση, ὅπως πάει νά γίνει ἔτσι, ἄν θά γίνει, δέν θά γίνει, πρῶτος ἐγώ δέν θά ᾽μαι μαζί τους.
Τί ἄλλο νά πῶ; Δέν πουλάω τήν Ὀρθοδοξία μέ τίποτε, γιά χατήρι ὁποιουδήποτε. Ἀλλά τώρα δέν εἶναι τά πράγματα ἔτσι. Εἶναι ἐκεῖ πού ξεκίνησαν τό 1961 μέ τόν Ἀθηναγόρα. Σχεδόν δέν προχώρησαν καθόλου. Ὁ Ἀθηναγόρας ἔλεγε: διάλογος τῆς ἀγάπης. Νά βρεθοῦμε νά ποῦμε καλημέρα, βρέ παιδιά. Δέν εἶπε ποτέ διάλογος θεολογικός.
Κάποτε τόλμησαν καί δέν βγαίνει ὁ θεολογικός διάλογος, ἔ; Δέν βγαίνει θεολογικός διάλογος. Τί νά βγεῖ, ἀφοῦ ἀλλοίωσαν τήν Ὀρθοδοξία μας, πῶς νά βγεῖ; Νά δεχθοῦμε τά δικά τους δέν γίνεται. Ἐκεῖ θά κολλήσουμε. Αὐτό θά γίνει, ἄν θά γίνει, μιά μέρα – πού τό θέλουμε ὅλοι τήν ἕνωση – μέ τή χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, χωρίς νά πουληθεῖ τίποτε, μά τίποτε, οὔτε κεραία μία, ἀπό τήν Ὀρθοδοξία μας. Δέν πουλᾶμε τίποτα ἀπό τήν ἁγία Ὀρθοδοξία, γιά τήν ὁποία μαρτύρησαν οἱ Πατέρες οἱ θεοφόροι, ἐδῶ καί αἰῶνες.
Δέν εἴμαστε καί βλάκες.
(Πηγή: www.floga.gr)