Κατά τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ θάνατος δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά διάβαση ἀπό τήν παροῦσα, φθαρτή ζωή στήν μελλοντική καί αἰώνια (πρβλ. Πάσχα), γι’ αὐτό καί ὀνομάζεται, ἀποκαλεῖται, κοίμηση καί οἱ χῶροι ταφῆς κοιμητήρια. Εἶναι ἐπίσης γνωστό ὅτι γιά τήν ἐπιστήμη ὁ θάνατος εἶναι ἡ τελεία καί ὁριστική παύση τῶν λειτουργιῶν πού κρατοῦν στή ζωή τό σῶμα καί διάλυση τῆς ψυχοσωματικῆς ὀντότητας τοῦ ἀνθρώπου.
Μέ ὅσα θά ἀναφερθοῦν παρακάτω ἀσχολούμαστε μέ τόν σωματικό θάνατο διότι σύμφωνα μέ τήν Ὀρθόδοξη διδασκαλία, θάνατος εἶναι καί ἡ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Μάλιστα ἡ ἁμαρτία ὀνομάζεται πρόσκαιρος θάνατος διότι ἐάν δέν «ἀντιμετωπισθεῖ» ἔγκαιρα, δηλαδή διά τῆς μετανοίας, μπορεῖ νά ὁδηγήσει στόν αἰώνιο θάνατο, τουτέστιν τήν αἰώνια καταδίκη τοῦ ἀνθρώπου στήν κόλαση.
Δυστυχῶς ὅμως ὁ θάνατος παρ’ ὅλον ὅτι ἔχει αὐτό τόν χαρακτῆρα γιά τούς χριστιανούς, ἀντιμετωπίζεται συνήθως μέ ἀμηχανία καί μεγάλη θλίψη. Μπροστά στόν θάνατο ἑνός ἀγαπημένου προσώπου τά πάντα «χάνονται»… Γι’ αὐτούς τούς λόγους ἀλλά καί διότι ὑπάρχει μιά σχετική ἀγνωσία γιά τήν ὅλη διαδικασία, ἡ ὁποία ἄλλωστε ἔχει ἐμπλουτισθεῖ μέ ἀρκετές προκαταλήψεις καί δεισιδαιμονίες, παρουσιάζεται, ἐν συντομίᾳ, τό πρακτικό μέρος τῆς ὅλης διαδικασίας καί –κυρίως– τό θεολογικό, ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, κεκαθαρμένη ἀπό τίς δοξασίες, τίς δεισιδαιμονίες καί διάφορες μή χριστιανικές πρακτικές.
Πρό τῆς κοιμήσεως
Πρίν ἀσχοληθοῦμε μέ τά τῆς κοιμήσεως ἑνός χριστιανοῦ θά πρέπει νά ἀναφερθοῦμε καί στά ὅσα προηγοῦνται. Ἐπιτακτική λοιπόν φροντίδα κάθε ὀρθοδόξου, πιστοῦ χριστιανοῦ θά πρέπει νά εἶναι ἡ συνεχής μετάνοια καί ἐπαφή του μέ τά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ ἐξομολόγηση καί ἡ μετάληψη τοῦ Παναγίου Σώματος καί Αἵματος τοῦ Κυρίου μας. Κι αὐτό ἁπλῶς διότι ὁ θάνατος ἔρχεται «ὡς κλέπτης καί ὡς ληστής» πολλές φορές, δηλαδή αἰφνίδιος. Ὅταν ὅμως προηγεῖται κάποια ἀσθένεια ἔχουμε τήν εὐκαιρία νά προετοιμασθοῦμε καλύτερα γιά τήν αἰώνια ζωή.
Ἔτσι λοιπόν, ὅταν εἶναι πολύ ἄρρωστος καί ἑτοιμοθάνατος ὁ συγγενής μας, φροντίζουμε νά καλέσουμε πνευματικό-ἐξομολόγο, ὥστε νά κάνει τήν τελευταία του ἐξομολόγηση καί νά λάβει ἄφεση ἁμαρτιῶν. Αὐτό βέβαια γίνεται μόνον ἐφ’ ὅσον ἔχει σώας τάς φρένας καί ἔχει σαφῆ ἐπαφή μέ τό περιβάλλον, ὥστε νά συμμετέχει μετά λόγου γνώσεως καί ἐπίγνωση τῶν πράξεών του στά Μυστήρια. Ἐπιχρίεται μέ ἁγιασμένο ἔλαιο (Εὐχέλαιο) καί τέλος κοινωνεῖ τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Δυστυχῶς σέ ὁρισμένους ἀνθρώπους ἡ ἐπιθανάτια ἀγωνία παρατείνεται ἐπί μακρόν καί ὑπάρχει διάχυτη ἡ πεποίθηση ὅτι τοῦτο συμβαίνει ἐξαιτίας κάποιας ἀδικίας ἤ σοβαρῆς ἁμαρτίας τοῦ ἑτοιμοθανάτου. Σ’ αὐτήν τήν περίπτωση συνήθως καλεῖται αὐτός ἤ αὐτοί πού ὑποθέτουν πώς ἔχει ἀδικήσει γιά νά τόν συγχωρήσουν. Ἐπίσης καλεῖται Ἱερέας γιά νά τελέσει τήν σχετική «Ἀκολουθία εἰς ψυχορραγοῦντα», παρακαλώντας τόν Θεό νά συγχωρήσει τίς ἁμαρτίες τοῦ ἑτοιμοθανάτου, ἰδιαίτερα στήν περίπτωση πού ἔχει χάσει τήν ἐπαφή μέ τό περιβάλλον καί ταλαιπωρεῖται κατ’ αὐτόν τόν τρόπο.
Φροντίδες πρός τόν κεκοιμημένο
Ὅταν συμβεῖ τό ἀναπόφευκτο ἐπιβάλλονται ἄμεσα κάποιες ἐνέργειες, δείγματα στοργῆς καί σεβασμοῦ, ἀλλά καί παρηγοριά τῶν συγγενῶν. Συνήθως καλεῖται γιατρός, ὁ ὁποῖος θά ἐκδώσει τό λεγόμενο «πιστοποιητικό θανάτου» καί ἔπειτα εἰδοποιεῖται Ἱερέας, ὁ ὁποῖος θά τελέσει «Τρισάγιο». Αὐτό πού κάνουμε στή συνέχεια εἶναι νά ἀνάψουμε μία λαμπάδα στό σημεῖο πού ξεψύχησε καί νά θυμιάσουμε τόν χῶρο. Ἐκεῖ ἄλλωστε θά παραμείνει ἀναμμένο καντῆλι γιά 40 ἡμέρες. (Ἀποβλητέα βεβαίως ἡ συνήθεια νά τοποθετεῖται ποτῆρι μέ νερό καί ψίχα ψωμιοῦ, ὥστε «νά ξεδιψάει ἡ ψυχή τοῦ πεθαμένου». Πρόκειται γιά εἰδωλολατρικό ἔθιμο).
Σήμερα πιά καλεῖται κάποιο γραφεῖο κηδειῶν, τό ὁποῖο ἀναλαμβάνει συνήθως τίς ὑπόλοιπες ἐνέργειες, πού στό παρελθόν ἀναλάμβαναν οἱ συγγενεῖς καί φίλοι τοῦ κεκοιμημένου.
Ἕνα πρώτιστο μέλημα, δεῖγμα στοργῆς καί ἀγάπης, εἶναι τό νά κλείσουν τά μάτια καί τό στόμα του οἱ ἀγαπημένοι του. Αὐτό πού γινόταν στήν συνέχεια ἦταν ἡ πλύση τοῦ σώματος καί ἡ ἔνδυση τοῦ κεκοιμημένου μέ καινούρια (συνήθως) ροῦχα, καθ’ ὅσον αὐτά δηλώνουν τό «καινόν τῆς ἀφθαρσίας ἔνδυμα», πού πρόκειται νά λάβει αὐτός εἰσερχόμενος στήν αἰωνιότητα. Ἀκολούθως δένεται τό σαγόνι, τά χέρια (τακτοποιημένα σέ σχῆμα σταυροῦ ἐπάνω στό στῆθος) καθώς καί τά πόδια.
Ἔπειτα ὁ κεκοιμημένος συνηθιζόταν στό παρελθόν νά ἐκτίθεται, διότι ἡ θέα του ὠφελεῖ ὄχι μόνο ὡς ἡ τελευταία παρουσία του ἀνάμεσα στά ἀγαπημένα του πρόσωπα, ἀλλά καί ὡς προτροπή καί ὑπενθύμιση πρός τούς ὑπολοίπους γιά τήν κατάληξη τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ σορός τοποθετεῖται στραμμένη πρός τήν ἀνατολή. Κατά τόν Μέγα Βασίλειο μέ τή στροφή αὐτή δείχνουμε ὅτι ἐπιζητοῦμε τήν ἀρχαία μας πατρίδα, τόν Παράδεισο, τόν ὁποῖο φύτευσε κατά τήν Ἁγ. Γραφή ὁ Θεός «κατ’ ἀνατολάς», στήν Ἐδέμ. Κατά δέ τόν ἱερό Χρυσόστομο διότι «διά τοῦ σχήματος αὐτοῦ προσημαίνομεν τήν ἀνάστασιν».
Στά χέρια του τοποθετοῦμε μία εἰκόνα «διά τήν εἰς Χριστόν πίστιν» του, ἀφοῦ ἄλλωστε στά χέρια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ παρέδωσε τήν ψυχή του. Ἀνάβουμε ἔπειτα μία λαμπάδα πρός τήν κεφαλή καί μία πρός τά πόδια διότι «δι’ αὐτοῦ δηλοῦμεν ὅτι προπέμπομεν τούς νεκρούς μας εἰς τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ ὡς ἀθλητάς» (ἱερός Χρυσόστομος). Οἱ λαμπάδες συμβολίζουν τό ἄρρητο καί θεῖο ἀκατάπαυστο φῶς, στό ὁποῖο καλεῖται νά εἰσέλθει ὁ κεκοιμημένος κατά τόν Ἅγ. Συμεών Θεσσαλονίκης.
Τέλος προσφέρεται καί θυμίαμα τό ὁποῖο συμβολίζει ἀφ’ ἑνός μέν τήν ψυχή ἡ ὁποία πορεύεται πρός τόν Θεό καί ἀφ’ ἑτέρου (τό κάρβουνο πού γίνεται στάχτη) τό σῶμα, τό ὁποῖο θά κατατεθεῖ ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου προῆλθε, δηλαδή τή γῆ. Εἶναι ἐπίσης καί ἐξιλέωση τοῦ Θεοῦ ὑπέρ τοῦ νεκροῦ. Σέ ἀρκετές περιοχές ἐξακολουθεῖ τό λεγόμενο «ξενύχτισμα» τῶν κεκοιμημένων ἀπό συγγενεῖς καί φίλους, συνήθεια ἡ ὁποία δυστυχῶς ἐξέλιπε στίς πόλεις καί ὄχι μόνο. Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐπιζητοῦν τήν γρήγορη διεκπεραίωση τῆς ὅλης διαδικασίας, ἡ ὁποία ἐνίοτε τούς εἶναι ἀρκετά δυσάρεστη καί ἀντιπαθής.
Νεκρώσιμος Ἀκολουθία
Ἐάν ὁ κεκοιμημένος βρίσκεται στό σπίτι πρίν ἀπό τήν ἔναρξη τῆς ἀκολουθίας καλεῖται Ἱερέας καί ἀφοῦ τελέσει Τρισάγιο, ἐν πομπῇ, μεταφέρεται στόν Ἱερό Ναό ὅπου θά τελεσθεῖ ἡ Νεκρώσιμος Ἀκολουθία. Πρόκειται γιά τήν ἐκλεκτότερη ἴσως ἀκολουθία τῆς Ἐκκλησίας μας, μέ τήν ὁποία δέεται νά ἀναπαύσει ὁ Θεός τόν κεκοιμημένο καί εὔχεται νά εἶναι μακαρία ἡ μνήμη του. Παραδίδουμε μέ αὐτήν στόν ζωοδότη Θεό καί Δημιουργό τήν ψυχή του καί Τόν παρακαλοῦμε νά τόν εἰσαγάγει στή δόξα Του. Συγχρόνως ὅμως εἶναι καί διδασκαλία πρός τούς ζῶντες. Προκαλεῖ ἀνάμικτα συναισθήματα παρηγοριᾶς καί αἰσιοδοξίας, μέσα στήν θλίψη καί ἀπογοήτευση στήν ὁποία συνήθως οἱ πολλοί περιπίπτουν. Εἶναι ἀκόμη καί μιά εὐκαιρία γιά μετάνοια ἀφοῦ συνήθως ἐξαιτίας τέτοιων γεγονότων προκαλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά συνειδητοποιήσει τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου καί ὅσων τόν συνοδεύουν.
Ἡ Νεκρώσιμος Ἀκολουθία κατακλείεται μέ ἕνα θαυμασιώτατο τροπάριο, τό «Δεῦτε τελευταῖον ἀσπασμόν» μέ τόν ὁποῖο (ἀσπασμό) τονίζει ἡ Ἐκκλησία πώς ὑπάρχει κοινωνία μεταξύ ζώντων καί κεκοιμημένων. Παρ’ ὅλον ὅτι εἶναι προσωρινός αὐτός ὁ ἀσπασμός παραμένει ὀδυνηρός. Στόν ἴδιο ἄλλωστε δρόμο πρόκειται νά βαδίσουμε ὅλοι γιά νά φθάσουμε ἐκεῖ ὅπου δέν θά ἀποχωρισθοῦμε ποτέ ὁ ἕνας τόν ἄλλον, κατά τόν Ἅγ. Συμεών Θεσσαλονίκης. Δυστυχῶς ὅμως ἀκόμη καί σ’ αὐτόν τόν ἀσπασμό ἀποφεύγουμε νά ἀσπασθοῦμε τόν δικό μας ἀγαπημένο, ἄνθρωπο ἀσπαζόμενοι μόνον τήν εἰκόνα πού κρατοῦν οἱ πρός τοῦτο ἐπιτετραμμένοι ὑπάλληλοι τοῦ γραφείου κηδειῶν ἤ τό φέρετρο. Φθάσαμε στό σημεῖο σέ πολλές περιπτώσεις νά τόν παρακολουθοῦμε μέσα ἀπό ἕνα τζάμι καί βέβαια στήν οὐσία νά μήν τόν ἀσπαζόμαστε σ’ αὐτόν τόν τελευταῖο ἀσπασμό. Τό ξύλινο ἤ γυάλινο λοιπόν σκέπασμα πρέπει νά ἀπομακρύνεται κατά τήν Ἀκολουθία. Αὐτή ἄλλωστε εἶναι ἡ παράδοσή μας καί ἔτσι γινόταν ἀνέκαθεν, ὅπως θά θυμοῦνται οἱ μεγαλύτεροι στήν ἡλικία.
Ἔπειτα ἀπό τήν Νεκρώσιμη Ἀκολουθία καί τόν τελευταῖο ἀσπασμό, σχηματίζεται νεκρώσιμη πομπή. Προηγεῖται ὁ Τίμιος Σταυρός, ὡς σύμβολο νίκης κατά τοῦ θανάτου, ἀκολουθοῦν οἱ λαμπάδες, οἱ ἱεροψάλτες, οἱ Ἱερεῖς, ὁ κεκοιμημένος καί τέλος οἱ συγγενεῖς καί φίλοι. Τελεῖται πρό τοῦ τάφου γιά ἄλλη μία φορά Τρισάγιο, λύνεται τό σαγόνι, τά χέρια καί τά πόδια, χύνεται σταυροειδῶς κρασί ἤ τό καντῆλι πού ἄναβε καθ’ ὅλη τήν ὥρα τῆς ἐκθέσεώς του στό σπίτι καί στό Ναό, τό ὁποῖο συμβολίζει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τούς καλούς ἀγῶνες τοῦ κεκοιμημένου. Συνηθίζεται σέ ὁρισμένες περιοχές νά τοποθετεῖται καί ἕνας Σταυρός ἀπό κερί στό στόμα ἤ στό μέτωπό του. Τέλος ὁ Ἱερέας ρίχνει λίγο χῶμα ἐπάνω στόν κεκοιμημένο λέγοντας «Γῆ εἶ καί εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γέν. 3,19) δηλώνοντας τή διάλυση τοῦ σώματος καί τήν ἐπιστροφή του στό χῶμα ἀπό τό ὁποῖο συνετέθη. Στή συνέχεια τό ἴδιο κάνουν καί ὅλοι οἱ παριστάμενοι. Ἄς σημειωθεῖ πώς καί ἐντός τοῦ μνήματος τοποθετεῖται τό φέρετρο μέ κατεύθυνση πρός ἀνατολάς δηλώνοντας τήν ἀνάσταση πού πρόκειται νά λάβουν.
Μετά τήν ταφή ἀκολουθεῖ ἡ λεγόμενη «παρηγοριά», «μακαρία» ἤ «νεκρόδειπνο», ἡ ὁποία στίς πόλεις ἔχει περιορισθεῖ καί ἀποτελεῖται ἀπό καφέ, παξιμάδι καί κονιάκ. Σέ ἄλλες περιοχές ποικίλει ἀνάλογα μέ τά τοπικά ἔθιμα. Παλαιότερα ἐπρόκειτο γιά γεῦμα τό ὁποῖο παρέθετε ἡ οἰκογένεια πρός ὅλους τούς παρισταμένους (καί ὄχι μόνον πρός τούς στενούς συγγενεῖς) κατά τήν κηδεία, ἰδιαιτέρως πρός τούς Ἱερεῖς καί τούς πτωχούς «γιά νά συγχωρέσουν» τόν κεκοιμημένο. Αὐτό ἀποτελεῖ ἐπίσης κατάλοιπο τῶν ἀρχαίων «ἀγαπῶν», τῶν κοινῶν δηλαδή δείπνων τῶν χριστιανῶν, ὅπου ὡς κοινότητα συγκεντρώνονταν καί συνέτρωγαν πλούσιοι καί πτωχοί.
Ἐκδήλωση σεβασμοῦ ἀποτελεῖ καί ἡ προσφορά λουλουδιῶν στόν κεκοιμημένο. Δυστυχῶς ὅμως ἔχει πάρει τέτοια καί τόση ἔκταση ἡ ὁποία εἶναι λυπηρή καί ἀδικαιολόγητη. Ἀμέτρητα χρήματα καταναλίσκονται σέ λουλούδια καί στεφάνια. Οἱ Ἱεροί Ναοί κατά τίς Κηδεῖες καί τά Μνημόσυνα μετατρέπονται σέ ἀνθοκήπια μέ ἀποτέλεσμα νά χρειάζεται περισσότερος χῶρος γι’ αὐτά παρά γιά τούς παρισταμένους. Παρουσιάζεται δέ ὡς «ἀπαράβατη παράδοση καί νόμος τῆς Ἐκκλησίας» ἀπό ὁρισμένους ὁ στολισμός τοῦ φερέτρου καί τοῦ Ναοῦ μέ ἀμέτρητα λουλούδια!
Ὡραιότατη συνήθεια καί φυσικά χρησιμότερη ἡ προσφορά χρημάτων «ἀντί στεφάνου» σέ Φιλανθρωπικά Ἱδρύματα ἤ Ἱ. Ναούς, συνήθεια πού ἐξακολουθεῖ καί ὑπάρχει, δυστυχῶς ὅμως περισσότερο στήν ἐπαρχία. Εἶναι κι αὐτή μία πράξη ἐλεημοσύνης ὑπέρ ἀναπαύσεως τῆς ψυχῆς τοῦ κεκοιμημένου.
Ἀπό τίς βασικές φροντίδες μετά τήν ταφή ἀποτελοῦν τό τακτικό ἄναμμα τοῦ κανδηλιοῦ στό μνῆμα, ἡ θυμίασή του καί ἡ τέλεση Τρισαγίων. Θά πρέπει ἐπίσης ἐδῶ νά ἐπισημανθεῖ πώς δέν χρειάζονται ἐξεζητημένοι στολισμοί καί ἀκρότητες στά μνήματα τῶν κεκοιμημένων μας. Μιά ἁπλή ἐπένδυση, ἡ τοποθέτηση ὁπωσδήποτε τοῦ Σταυροῦ καί τῶν στοιχείων τοῦ κεκοιμημένου ἀρκοῦν.
Εἶναι βέβαια γνωστό πώς ἡ ταφή ἑνός προσφιλοῦς προσώπου συνοδεύεται ἀπό διάφορες ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις πένθους μέ τίς ὁποῖες δεικνύεται πρός τά ἔξω ἡ θλίψη γιά τήν ἀπώλεια αὐτοῦ τοῦ προσώπου ἐκ μέρους τῶν συγγενῶν. Γιά παράδειγμα χρησιμοποιοῦνται μαῦρα ἐνδύματα, οἱ γυναῖκες ἀφήνουν τά μαλλιά νά μακραίνουν ἀπεριποίητα, οἱ ἄντρες δέν ξυρίζουν τά γένια (συνήθως γιά 40 ἡμέρες ἤ καί περισσότερο ἤ καί ποτέ πιά), ἀπέχουν ἀπό τίς διασκεδάσεις, οἱ γυναῖκες πού φοροῦν μαντῆλι τό δένουν μέ εἰδικό δέσιμο (κυρίως στήν ἐπαρχία), στό σπίτι τά κάδρα καί οἱ καθρέφτες σκεπάζονται κλπ., συνήθειες τίς ὁποῖες ἡ Ἐκκλησία ἁπλῶς ἀνέχεται καί σέ καμμιά περίπτωση δέν ἐπιβάλλει. Ἐθιμικά δέ ἡ διάρκεια τοῦ πένθους ποικίλει ἀνάλογα μέ τήν περιοχή καί τόν βαθμό συγγενείας μέ τόν κεκοιμημένο.
Ἡ μνημόνευση τῶν κεκοιμημένων
Μιά καλή καί εὐλαβής ἐπίσης συνήθεια εἶναι ἡ τέλεση σαρανταλείτουργου γιά τόν κεκοιμημένο, ἡ προσφορά δηλαδή τῆς ἀναίμακτης θυσίας, τῆς Θείας Λειτουργίας, ἡ ὁποία σκοπό ἔχει νά προκαλέσει τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἀπελθόντα καί τήν ἀνάπαυσή του. Συνήθως στούς Ἐνοριακούς Ναούς σαρανταλείτουργο τελεῖται μόνον κατά τήν πρό τῶν Χριστουγέννων τεσσαρακονθήμερη νηστεία, δηλαδή ἀπό τήν 15η Νοεμβρίου καί ἑξῆς μέχρι τήν 25η Δεκεμβρίου. Ἀρκετές ὅμως εἶναι οἱ Ἱερές Μονές –κυρίως οἱ ἀνδρικές– ὅπου τελεῖται καθημερινῶς ἡ Θεία Εὐχαριστία καί στίς ὁποῖες δύνανται νά προσφεύγουν ὅσοι ἐπιθυμοῦν νά τελέσουν σαρανταλείτουργο γιά τήν ψυχή τοῦ κεκοιμημένου προσφιλοῦς συγγενῆ τους. Οὕτως ἤ ἄλλως ὅμως δέν θά πρέπει ποτέ νά ξεχνοῦμε τούς κεκοιμημένους μας κατά τίς Θεῖες Λειτουργίες. Ἐκεῖνοι ἔχουν μεγαλύτερη καί περισσότερη ἀνάγκη ἀπό τούς ζῶντες καθ’ ὅσον «ἐν τῷ Ἅδῃ οὔκ ἐστι μετάνοια».
Θά πρέπει νά γνωρίζουμε πώς κάθε φορά πού τελεῖται ἡ Θεία Λειτουργία ἐξάγονται ἀπό τό πρόσφορο μερίδες (μικρά ψιχουλάκια) ὅταν ὁ Ἱερέας μνημονεύει τά ὀνόματα πού προσάγουν οἱ χριστιανοί μέ τό πρόσφορο. Οἱ μερίδες αὐτές τῶν ζωντανῶν καί τῶν κεκοιμημένων μπαίνουν μπροστά ἀπό τόν ἅγιο Ἄρτο καί τίς μερίδες τῆς Θεοτόκου καί τῶν Ἁγίων καί ἐξάγονται «ὑπέρ ἱλασμοῦ καί ἀφέσεως τῶν ἑαυτῶν ἁμαρτιῶν» διά τῆς μεσιτείας τῆς Θεοτόκου καί πάντων τῶν ἁγίων, τῶν ὑπηρετῶν τοῦ Θεοῦ καί γι’ αὐτό τοποθετοῦνται σ’ αὐτή τή θέση.
Γιατί ἐξάγονται οἱ μερίδες τῶν ζώντων καί τῶν κεκοιμημένων; Ὁ Ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης λέγει ὅτι ἡ μερίδα, τήν ὁποία ἐξάγει ὁ λειτουργός Ἱερέας ὑπέρ ἑνός ζῶντος ἀδελφοῦ «ἐγγύς τοῦ θείου Ἄρτου κειμένη, ἐν τῷ Ἐκεῖνον ἱερουργηθῆναι καί σῶμα γενέσθαι Χριστοῦ, εὐθύς ἁγιασμοῦ καί αὕτη μετέχει». Καί συνεχίζει: «ἡ μερίδα αὐτή τοποθετεῖται στό ἅγιο Ποτήριο, ἑνώνεται μέ τό ἅγιο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καί μεταδίδει τήν χάρη στήν ψυχή ἐκείνου γιά τόν ὁποῖο προσφέρθηκε. Γίνεται ἔτσι μιά νοερά κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστό».
Τόν ἁγιασμό, πού μεταδίδει ἡ θεία Κοινωνία στούς ζῶντες δέν τόν στεροῦνται οἱ κοιμηθέντες. Γι’ αὐτόν τόν λόγο ὁ λειτουργός, ἀφοῦ μνημονεύσει ὅσους ζῶντας ἀδελφούς ἐπιθυμεῖ, συνεχίζει μέ τήν μνημόνευση τῶν κοιμηθέντων ἀδελφῶν.
Ἡ Χάρις, πού δέχονται ἀπό τόν Κύριο οἱ κοιμηθέντες ἀδελφοί μας, δέν εἶναι λιγότερη ἀπό ἐκείνην πού δεχόμαστε οἱ ζῶντες. Διότι ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός μεταδίδει τόν ἑαυτόν Του καί στούς κοιμηθέντας «κατά τρόπο πού μόνον Αὐτός γνωρίζει».
Στόν βίο τοῦ Ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου ἀναφέρεται ὅτι, ὅταν ὁ Ἅγιος συνάντησε μέσα στήν ἔρημο τό κρανίο ἑνός ἱερέως τῶν εἰδώλων, ἄκουσε φωνή πού τοῦ εἶπε ὅτι «ὅποια ὥρα σπλαγχνισθεῖς αὐτούς, πού εἶναι στήν κόλαση καί προσευχηθεῖς γι’ αὐτούς, παρηγοροῦνται λίγο».
Οἱ Ἅγιοι γνώριζαν καί γνωρίζουν τήν παρηγοριά πού δέχεται ἡ ψυχή, ἰδιαίτερα μέ τήν λειτουργική προσφορά. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει ὅτι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι νομοθέτησαν τήν μνημόνευση τῶν κεκοιμημένων κατά τήν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας ἐπειδή γνώριζαν ὅτι οἱ ψυχές τους «θά ἔχουν πολύ κέρδος καί μεγάλη ὠφέλεια». Ἀλλοῦ προτρέπει: «ἄς μήν κουρασθοῦμε βοηθῶντας ἐκείνους πού ἔφυγαν ἀπό τήν παροῦσα ζωή προσφέροντας ὑπέρ αὐτῶν καί ζητοῦντες νά γίνουν δεήσεις ὑπέρ αὐτῶν. Τοῦτο διότι ἐνώπιόν μας εὑρίσκεται ἡ κοινή ἐξιλέωση τῆς οἰκουμένης, δηλαδή ὁ Χριστός».
Μνημονεύονται οἱ κεκοιμημένοι γιατί ἡ Ἐκκλησία ζεῖ καί ἐλπίζει στήν ἀνάσταση. Ἡ προσευχή της προσφέρει ὠφέλεια στούς νεκρούς. Ἄλλωστε ἀπό τή φύση της ἀγκαλιάζει καί τούς κεκοιμημένους καί τούς ζωντανούς.
Καί ὄχι μόνο μποροῦμε, ἀλλά ἔχουμε ὑποχρέωση νά φροντίζουμε γιά ὅλους μέ αὐτόν τόν τρόπο, ἰδιαιτέρως γιά τούς κεκοιμημένους. Ἡ Ἐκκλησία δέεται πρός τό Θεό γιά τά μέλη της αὐτά, τίς κεκοιμημένες δηλαδή ψυχές πού ἴσως βρίσκονται στή δύσκολη περίσταση καί ὀδυνῶνται. Δέεται νά ἀμβλύνει τόν πόνο τους καί νά τίς παρηγορήσει. Κατά πόσο αὐτό πραγματοποιεῖται ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά γνωρίζουμε. Αὐτό θά ἐξαρτηθεῖ ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί κατά πόσο συντρέχουν οἱ κατάλληλες πρός τοῦτο ὑποκειμενικές συνθῆκες ἀπό μέρους τῶν ψυχῶν αὐτῶν.
Θά πρέπει νά ἀναφερθεῖ πώς ἡ Ἐκκλησία μνημονεύει ὅλα ἀνεξαιρέτως τά μέλη της, ἀκόμη κι αὐτούς τούς διαβόητους ἁμαρτωλούς, διότι δέν εἶναι σέ θέση νά γνωρίζει ἄν λίγο πρίν τό θάνατό τους οἱ ἄνθρωποι αὐτοί μετάνοιωσαν καί ὁ Θεός δέχθηκε αὐτήν τήν μετάνοια.
Συνοψίζουμε λοιπόν λέγοντας ὅτι οἱ μερίδες τῆς προθέσεως ἐξάγονται καί προσφέρονται πρός ἱλασμόν ζώντων καί τεθνεώτων. Μέ τήν ὅλη τελεσιουργία ἁγιάζονται καί μεταβιβάζουν τόν ἁγιασμό σ’ ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, στούς ἁγίους δηλαδή καί τούς ἁμαρτωλούς πιστούς, ὑπέρ τῶν ὁποίων προσφέρεται ἡ μυστική θυσία. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ φράση πού λέγεται ὅταν μεταφέρονται οἱ μερίδες στό Ἅγιο Ποτήριο: «ἀπόπλυνον Κύριε, τά ἁμαρτήματα τῶν ἐνθάδε μνημονευθέντων δούλων σου τῷ αἵματί σου τῷ τιμίῳ».
Στέρηση Ἐκκλησιαστικῆς Κήδευσης
Δυστυχῶς κάποιοι ἀπό τούς κεκοιμημένους στεροῦνται ἐκκλησιαστικῆς κήδευσης σύμφωνα μέ τούς Ἱερούς Κανόνες καί αὐτοί εἶναι:
• Οἱ μή βαπτισμένοι (ἐσχάτως ἐξαιροῦνται τά νήπια χριστιανῶν γονέων τά ὁποῖα ἐπρόκειτο νά βαπτισθοῦν καί γιά τά ὁποῖα προβλέπεται εἰδική Ἀκολουθία). • Οἱ μή χριστιανοί, αἱρετικοί κλπ. • Ἐκεῖνοι πού φονεύονται σέ μονομαχία ἤ ἀπό τραύματα πού προκλήθηκαν σέ μονομαχία. • Οἱ αὐτόχειρες ἤ αὐτοκτονοῦντες (ἐξαιροῦνται ὅσοι ἀπό ἐκείνους δέν εἶχαν σώας τάς φρένας, οἱ ψυχικά ἀσθενεῖς, γιά ὅσους ἔγινε ἐξ ἀμελείας δηλαδή ἐπρόκειτο γιά ἀτύχημα καί τέλος γιά ὅσους αὐτόχειρες πρίν πεθάνουν μετενόησαν γιά τήν πράξη τους). • Οἱ ἀφορισμένοι.
Τά Ἱερά Μνημόσυνα
Μετά τήν Νεκρώσιμο Ἀκολουθία καί τήν ταφή ἕπονται κάποιες ἰδιαίτερες ἀκολουθίες, οἱ ὁποῖες τελοῦνται σέ καθορισμένες ἡμέρες ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων ἀδελφῶν μας καί τοῦτο διότι οἱ ἡμέρες αὐτές ἔχουν ἕναν ἰδιαίτερο συμβολισμό.
Καί πρῶτα τελοῦνται τά λεγόμενα τρίτα ἤ τριήμερα μνημόσυνα τά ὁποῖα λαμβάνουν χῶρα τήν τρίτη ἀπό τήν κοίμηση ἡμέρα. Συμβολίζουν τήν τριήμερο παραμονή τοῦ Κυρίου στόν Τάφο «διά τριῶν ἡμερῶν ἐγερθέντα» ἤ πρός τιμήν τῆς Ἁγ. Τριάδος, κατά τίς ἀποστολικές διαταγές καί τόν Ἅγιο Ἰσίδωρο τόν Πηλουσιώτη.
Τά ἐννιάμερα ἤ ἔνατα πάλι γιά τό ἱερό τοῦ ἀριθμοῦ (3×3) ἤ διότι μᾶς ὑπενθυμίζουν τά ἐννέα τάγματα τῶν ἁγίων Ἀγγέλων, στά ὁποία ζητᾶμε νά συναριθμηθεῖ ὁ κεκοιμημένος, ὡς ἄυλος πιά καί αὐτός. Τά σαράντα ἤ τεσσαρακοστά τελοῦνται «διά τήν τοῦ Σωτῆρος Ἀνάληψιν», ἡ ὁποία ἔλαβε χῶρα σαράντα ἡμέρες μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Κατά τήν ἡμέρα αὐτή ἔχει ἤδη καί αὐτός ὅπως ὁ Κύριος «ἁρπαγεῖ ἐν νεφέλαις» γιά νά συναντήσει τόν Κριτή καί νά κριθεῖ, κατά τόν Ἅγ. Συμεών Θεσσαλονίκης. Κατά τίς Ἀποστολικές Διαταγές τελοῦνται «κατά τόν παλαιόν τύπον», διότι ἔτσι πένθησε καί ὁ Ἰσραηλιτικός λαός τόν Μωυσῆ.
Τά τρίμηνα, ἑξάμηνα, ἐννιάμηνα καί τρίχρονα, πολλαπλάσια τῆς τριάδος, συμβολίζουν τήν «Τριάδα, τόν τῶν ὅλων Θεόν» καί γίνονται «εἰς δόξαν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ὑπέρ τοῦ μεταστάντος».
Τό ἐτήσιο τέλος Μνημόσυνο, τό ὁποῖο τελεῖται κατά τήν ἐπέτειο τῆς κοιμήσεως, κατά τήν πίστη δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας, τήν ἡμέρα τῆς ἀληθινῆς γεννήσεώς τους, τῆς μεταστάσεως.
Κατ’ αὐτές τίς ἡμέρες συνηθίζεται οἱ συγγενεῖς νά προσάγουν κόλλυβα εἴτε στόν Ναό, εἴτε στόν τάφο τοῦ κεκοιμημένου ὥστε νά τελεσθεῖ Τρισάγιο (στά τριήμερα, ἐννιάμερα, τρίμηνα, ἑξάμηνα, ἐννιάμηνα καί τρίχρονα) ἤ Μνημόσυνο (στά σαράντα ἤ τόν χρόνο) ὑπέρ ἀναπαύσεώς του. Κανονικά αὐτό πρέπει νά λαμβάνει χῶρα κατά τήν τέλεση Θείας Λειτουργίας γιά τούς λόγους πού ἤδη ἔχουν ἀναφερθεῖ, συνήθεια πού ἐξακολουθεῖ σέ ἀρκετές ἀκόμη περιοχές, κυρίως ἐπαρχιακές. Συνοδεύονται δέ τά κόλλυβα, ὅταν θά τελεσθεῖ τό Μνημόσυνο ἤ τό Τρισάγιο κατά τήν Θεία Λειτουργία, μέ ὅλα τά ἀπαραίτητα γιά τήν τέλεση τῆς ἀναίμακτης θυσίας, τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἐφ’ ὅσον εἰς μνήμην τοῦ κεκοιμημένου τελεῖται αὐτή, συνοδεύονται δηλαδη μέ τό πρόσφορο, τό νᾶμα, τό λάδι γιά τά κανδήλια, τά κεριά, καί τό θυμίαμα.
Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ἐπίσης καθιερώσει κάποιες συγκεκριμένες ἡμέρες κατά τίς ὁποῖες πρέπει νά τελοῦνται τά Ἱερά Μνημόσυνα.
Κατά πρῶτον τά Σάββατα. Κάθε Σάββατο εἶναι ἀφιερωμένο σύν τοῖς ἄλλοις καί στούς κεκοιμημένους, μέσα στόν ἑβδομαδιαῖο κύκλο ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας μας. Κατ’ αὐτήν τήν ἡμέρα θά ἔπρεπε νά τελοῦνται καί τά μνημόσυνα καί ὄχι τήν Κυριακή, ἡ ὁποία εἶναι ἡμέρα ἀφιερωμένη στήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Γιά διαφόρους λόγους ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἀνέχεται καί ἐπιτρέπει τήν τέλεσή τους ἀκόμη καί Κυριακή.
Γιά μιά ἀκόμη φορά θά πρέπει νά τονισθεῖ πώς ἡ ἐπιδειξιομανία δέν ἔχει τόπο στά Ἱερά Μνημόσυνα. Οἱ ἀμέτρητοι καί ἀτελείωτοι στολισμοί καθώς καί οἱ φωτογραφίες ἐπάνω στούς δίσκους τῶν κολλύβων μόνον κομπασμό καί ἐγωισμό ὑποδεικνύουν. Δυό βάζα μέ μερικά λουλούδια καί φυσικά ὁ δίσκος μέ τά κόλλυβα ἀρκοῦν. Πολλοί γνωρίζουν ὅτι θά σχολιασθοῦν καί θά κατακριθοῦν ἀπό συγγενεῖς, γνωστούς καί φίλους ἐάν πράξουν μέ σύνεση καί χωρίς ἐξεζητημένους στολισμούς καί δυστυχῶς παρασύρονται. Δέν θά πρέπει ὅμως νά συμβαίνει κάτι τέτοιο. Δέκα ἀντί δυό βάζα μέ λουλούδια, ἐκεῖνο τό πανί ἤ τό ἄλλο στό τραπέζι, δέν προσθέτουν τίποτε παραπάνω στήν ψυχή ἤ στήν μνήμη τοῦ κεκοιμημένου. Ἀντιθέτως προσθέτουν οἱ ἐλεημοσύνες, οἱ Θεῖες Λειτουργίες, τά Μνημόσυνα καί οἱ ἀγαθοεργίες.
Ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ἐπίσης ὁρίσει δυό φορές τόν χρόνο νά γίνονται κοινά Μνημόσυνα. Αὐτά γίνονται τό Σάββατο πρίν τήν Κυριακή τῶν Ἀπόκρεω καί τό Σάββατο πρίν ἀπό τήν Πεντηκοστῆ καί τά ὁποῖα ὀνομάζονται Ψυχοσάββατα.
Ὁ λόγος πού καθιερώθηκε τό πρῶτο εἶναι ὁ ἑξῆς: Ἐπειδή πολλοί κατά καιρούς κοιμήθηκαν στήν ξενιτειά ἤ στή θάλασσα ἤ στά ὄρη καί στούς γκρεμούς ἤ καί ἐπειδή μερικοί δέν εἶχαν συγγενεῖς ἤ λόγῳ πτωχείας δέν ἀξιώθηκαν τῶν διατεταγμένων μνημοσύνων, «οἱ θεῖοι Πατέρες φιλανθρώπως κινούμενοι ἐθέσπισαν τό μνημόσυνο αὐτό ὑπέρ πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος εὐσεβῶς τελευτησάντων Χριστιανῶν». Ἐπειδή δέ τήν Κυριακή τῶν Ἀπόκρεω θυμόμαστε τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου καί οἱ κεκοιμημένοι μας ἀκόμη δέν κρίθηκαν ὁλοκληρωτικά, τούς μνημονεύουμε αὐτή τήν ἡμέρα καί, ἐπικαλούμενοι τό ἄπειρο ἔλεός Του, Τόν παρακαλοῦμε μέ τό Μνημόσυνο πού κάνουμε, νά τούς ἀναπαύσει.
Εἶναι ὅμως ταυτόχρονα καί μία εὐκαιρία γιά ἐμᾶς νά θυμηθοῦμε τόν θάνατο, «νά ξυπνήσουμε» τρόπον τινά, τήν συνείδησή μας καί νά τραποῦμε σέ μετάνοια.
Τό δεύτερο Ψυχοσάββατο τοῦ ἔτους, πού εἶναι τήν παραμονή τῆς Πεντηκοστῆς, εἶναι μιά ἀκόμη εὐκαιρία λόγῳ τῆς ἐπελεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νά ἐπικαλεσθοῦμε τόν φωτισμό Του ἀλλά καί νά παρακαλέσουμε γιά τήν ἀνάπαυση τῶν ψυχῶν.
Τά Μνημόσυνα τελοῦνται ἀπαραιτήτως σέ συνάρτηση μέ τή Θεία Λειτουργία καί μέ τή συνοδεία κολλύβων καί αὐτό γιατί τά κόλλυβα ἔχουν ἕνα ἰδιαίτερο συμβολισμό. Ὅπως δηλαδή ὁ κόκκος τοῦ σιταριοῦ πέφτει στή γῆ καί θάπτεται καί χωνεύεται καί σαπίζει σ’ αὐτή χωρίς νά φθείρεται καί φυτρώνουν ἀπό τήν ὕλη τοῦ νέοι κόκκοι πλουσιότεροι καί ὡραιότεροι, χωρίς νά ὑπολείπονται σέ τίποτε ἀπό τήν οὐσία ἐκείνου πού θάφτηκε καί χωνεύτηκε, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί τό νεκρό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου θάπτεται στή γῆ καί σαπίζει, ἔπειτα ἀπό τήν ἴδια οὐσία θά ἀναστηθεῖ ἄλλο σῶμα, τό ὁποῖο, παρ’ ὅλο πού δέν θά εἶναι φθαρτό καί σαπέν, σέ τίποτε δέν θά ὑπολείπεται ἀπό τήν ὕλη του. Ἀλλά καί ὁ Κύριος μίλησε γιά τήν ἀνάστασή Του μέ τήν παραβολή τοῦ κόκκου καί τοῦ σίτου (Ἰωάν. 12,24).
Γιά ὅλον αὐτό τόν ἰδιαίτερο συμβολισμό θά πρέπει νά διατηρηθεῖ ἡ τέλεση τῶν Ἱερῶν Μνημοσύνων μέ κόλλυβα καί μόνον κόλλυβα. Δυστυχῶς ὑπάρχει ἡ καινοφανής συνήθεια νά προσάγονται γιά τήν τέλεση Τρισαγίων διάφορα εἴδη, ὅπως κουλουράκια κτλ. Γιά τούς λόγους πού ἀναφέρθηκαν θά πρέπει νά θεωρηθεῖ ἀπορριπτέα αὐτή ἡ συνήθεια.
Ὑπάρχουν ὅμως καί κάποιες ἡμέρες κατά τίς ὁποῖες δέν τελοῦνται μνημόσυνα.
Ἐν πρώτοις ἡ περίοδος ἀπό τό Σάββατο τοῦ Ἁγ. Λαζάρου μέχρι καί τήν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ. Τοῦτο «διά νά δεσπόζη τό Πάθος τοῦ Κυρίου καί Αὐτός μόνον νά λατρεύεται ἐξ ὅλης τῆς καρδίας τῶν πιστῶν, ἐν τελείᾳ μεταρσιώσει καί κατανύξει, ἐντός τοῦ κλίματος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, νά ὑποχωροῦν δ’ οἱ πάντες καί τά πάντα ἐνώπιον Αὐτοῦ, οὕτω παραγγέλει ἡ Μήτηρ Ἐκκλησία, ὅπως τήν κοινήν Ἀνάστασιν πρό τοῦ θείου Πάθους πιστούμενοι καί τά βάϊα τῆς νίκης τοῦ Χριστοῦ φέροντες ἀνά χείρας καί πολλῷ μᾶλλον Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι μνημονεύωμεν ἀποκλειστικῶς καί μόνον τοῦ Χριστοῦ καταργήσαντος μέν τόν θάνατον, φωτίσαντος δέ ζωήν καί ἀφθαρσίαν, περιορίζωμεν δέ τάς πενθίμους καί τελετικάς ἐκδηλώσεις». Κατά συνεκδοχῆν δέ καί σέ ὅλες τίς ἑορτές τοῦ Κυρίου, τίς Δεσποτικές δηλαδή. Ἐπίσης στίς Θεομητορικές ἑορτές, δηλαδή τῆς Παναγίας καί τήν 14η Σεπτεμβρίου.
Σέ περίπτωση δέ πού συμπίπτει τό μνημόσυνο προσφιλοῦς μας προσώπου κατά τίς ἡμέρες ἤ περιόδους αὐτές, καλόν εἶναι νά ἐρχόμαστε σέ συνεννόηση μέ τόν Ἱερέα τοῦ Ναοῦ ὅπου θά τό τελέσουμε (καί μάλιστα ἀρκετές ἡμέρες πρωτύτερα), ὥστε νά μᾶς ἐνημερώσει γιά τήν καλύτερη καί σωστότερη ἡμερομηνία τελέσεώς του.
Ἀνακομιδή λειψάνων
Συνηθίζεται σήμερα ἡ ἀνακομιδή τῶν κεκοιμημένων νά λαμβάνει χῶρα τρία χρόνια μετά τήν κοίμησή τους, ἰδίως στίς μεγαλουπόλεις ἐξαιτίας τῆς ἐλλείψεως χώρου. Σέ ἀρκετές ὅμως περιοχές, ὅπου δέν ἀντιμετωπίζεται τέτοιο πρόβλημα, γίνεται καί ἀργότερα.
Κατά τόν Μέγα Βασίλειο ἐπειδή ὅλα τά σώματα δέν εἶναι τῆς αὐτῆς κράσεως ἐπιβάλλεται καί ὁ διαχωρισμός, ἀνάλογα μέ αὐτήν (τήν κράση), γιά τήν ἀνακομιδή τῶν τεθνεώτων. Σ’ αὐτό συμβάλλουν καί οἱ καιρικές συνθῆκες, οἱ ὁποῖες ἐπικρατοῦν σέ μία χῶρα, σέ μία περιοχή, ὅπως ἐπίσης καί ἡ ποιότητα τοῦ χώματος στό ὁποῖο θάπτεται κάποιος.
Ὑπάρχουν ὅμως καί ἄλλα αἴτια τῆς μή διαλύσεως ἑνός σώματος ἐκτός ἀπό τά προαναφερθέντα, γιά παράδειγμα ὁ ἀφορισμός ἀπό κάποιον Ἱερέα ἤ Ἐπίσκοπο ἤ ἡ ἀδικία ἐκ μέρους τοῦ νεκροῦ σέ κάποιον ὅσο ζοῦσε. Τότε οἱ συγγενεῖς θά πρέπει νά μεταθέσουν τό σῶμα σέ ἄλλο τόπο, ἄλλη γῆ, καί νά προσκαλέσουν τόν Ἀρχιερέα ὁ ὁποῖος θά ἀναγνώσει ἐπί τοῦ λειψάνου τίς κεκανονισμένες εὐχές, ὥστε νά συγχωρηθεῖ. Πρέπει ἀκόμη, ἐάν εἶναι γνωστή ἀπό τούς συγγενεῖς, ἡ ἀδικία καί ὁ ἀδικηθείς νά κληθεῖ καί ἐκεῖνος νά τόν συγχωρήσει, γιά νά διαλυθεῖ ὁ δεσμός.
Ἡ ὅλη διαδικασία ὅμως δέν συμβιβάζεται μέ τήν γνωστή ματαιοδοξία ὁρισμένων, οἱ ὁποῖοι γιά λόγους ἐπιδείξεως καί κομπασμοῦ καί ὄχι λόγῳ εὐλαβείας, καλοῦν Ἀρχιερέα κατά τήν Νεκρώσιμο Ἀκολουθία ἤ τό Μνημόσυνο. Ἐφ’ ὅσον ὁ Ἱερέας πρεσβύτερος τελεῖ τό μυστήριο τῶν μυστηρίων, τήν Θεία Εὐχαριστία, πόσο μᾶλλον αὐτές τίς Ἀκολουθίες.
Ὅλα αὐτά γράφθηκαν μέ πόνο ψυχῆς καθ’ ὅσον ἐπικρατεῖ ἀγνωσία ἐπί τοῦ θέματος καί πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐξαιτίας της πολλές φορές σκανδαλίζονται διερωτώμενοι γιά ὅσα καί γιατί συμβαίνουν. Σκοπός λοιπόν ὅσων προαναφέρθηκαν δέν εἶναι ἡ ἐπιστημονική κάλυψη τοῦ θέματος ἀλλά ἡ ποιμαντική, ἡ ἐνημέρωση γιά ὅσα δέν εἶναι εὐρέως γνωστά ἤ ἔχουν ἑκουσίως καί ἀκουσίως παραποιηθεῖ. Ἐλπίζουμε πώς ὠφέλησαν καί δέν ἔβλαψαν.