Ὁ Ἰωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός ὡς αὐτοκράτωρ καί ὡς μοναχός
Συνεκτικός ἱστός ὄχι μόνο τοῦ Βυζαντίου, ὡς πολυεθνικοῦ σχήματος, ἀλλά καί τῶν ἐπιμέρους ἐθνικῶν συνιστωσῶν του ἦταν ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη.
Τό συνάγουμε καί ἀπό τίς ἑξῆς δύο θεμελιώδεις διαπιστώσεις: α) Ὅτι ὁ Ἡσυχασμός ἀποδείχθηκε ἐθνικό σωσίβιο ἀνθεκτικότατο ὄχι μόνο γιά τούς Ἕλληνες ἀλλά καί γιά τούς Σλάβους.(1) β) Ὅτι ἡ «ἑλληνίζουσα» πρόταση ὑπῆρξε τελείως οὐτοπική. (2) Ἄς ὑπενθυμίσουμε, ἐπιπροσθέτως, ὅτι ὁ ἀποκλεισμός μιᾶς τρίτης λύσης -οὔτε παπική Τιάρα οὔτε τουρκικό Σαρίκι- εἶχε τελεσιδικίσει στά πεδία τῶν μαχῶν.
Ἡ μόνη «ἀναγέννηση» πού τελεσφόρησε ἦταν ἡ ἡσυχαστική. Χάρη στό ἡσυχαστικό κίνημα ἡ Ἐκκλησία κατόρθωσε νά ἀποσυνδεθεῖ ἀπό τούς δύο ἄλλους πόλους τῆς βυζαντινῆς «τρόικας» (τό Θρόνο καί τή Σχολή) καί νά ἀποφύγει τήν σύν-κατάρρευση. Ἀναγνωρίζοντας ὡς φορέα τῆς
θρησκευτικῆς αὐθεντίας τόν ταπεινό ἀσκητή (καί ὄχι τόν μεγαλόσχημο θρησκευτικό ἀξιωματοῦχο), ὁ Ἡσυχασμός ἐπέτρεψε στήν Ἐκκλησία νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τίς καθεστωτικές δουλεῖες της καί νά ξαναβρεῖ τόν αὐτοθυσιαστικό ἑαυτό της. Ἔδωσε ἔτσι τή δυνατότητα στόν Ἑλληνισμό νά ἀναδιπλωθεῖ στήν προσωποκεντρική αὐθεντικότητα τῆς Πίστης του καί νά ἐνεργοποιήσει, μέσω αὐτῆς, τήν οἰκουμενική του λειτουργικότητα, ἡ ὁποία εἶχε ἀρχίσει νά ἐξαρθρώνεται καί στό πνευματικό ἐπίπεδο. Ἡ ἐπιτυχία τῆς ἡσυχαστικῆς ἀναγέννησης, ἐπιβεβαιώνοντας τή μοναδικότητα τῆς στρατηγικῆς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀναδεικνύει τήν κατανόηση τῆς ἱστορικῆς σημασίας τοῦ Ἡσυχασμοῦ σέ σημεῖο-κλειδί γιά τήν ὑπέρβαση τῶν ἀγκυλωτικῶν νεωτερικῶν ἀναγνώσεων τῆς ἱστορίας τοῦ νεότερου Ἑλληνισμοῦ.(3)
Σύμφωνα μέ μία ἀξιοσημείωτη κρίση τοῦ Γιώργου Καραμπελιᾶ, ἄλλη θά ἦταν ἡ ἐξέλιξη τῆς σχέσης «Φιλοσοφίας καί Ἡσυχίας», ἄν τό ἱστορικό περιβάλλον δέν εἶχε διαμορφωθεῖ τόσο ἀντίξοο ἀπό πολιτική ἄποψη. Θά ἀποφευγόταν τουλάχιστον ἡ ἀδυναμία εἰρηνικῆς συνύπαρξης Φιλοσοφίας καί Ἡσυχίας. (4) Ἡ ἱστορία τοῦ βασιλιᾶ Ἰωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνοῦ (1341-1354) (5) προτείνεται, ἀπό τήν ἄποψη αὐτή, ὡς ἀφετηρία γόνιμου προβληματισμοῦ. Στό πρόσωπο τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ συνέπεσαν καί οἱ τρεῖς πόλοι τῆς κατά τόν Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο (1815-1881) βυζαντινῆς «τριαρχίας»: ὁ ἀκαταπόνητος πολεμιστής βασιλιάς, ὁ ἐπιφανής ἕλλην λόγιος καί ὁ ἡσυχαστής μονάχος (Ἰωάσαφ). Ἡ μορφή τοῦ καβαφικοῦ «Κύρ Γιάννη» εἶναι ἰδιαζόντως τραγική, γιατί ἡ ἑνότητα τῶν τριῶν πόλων πού κατόρθωσε νά ἐνσαρκώσει στό πρόσωπό του εἶχε ἤδη καταστραφεῖ στό ἱστορικό πεδίο. Τονίζω τήν ἀνάγκη μελέτης τῆς τριπολικῆς σχέσης Λόγου, Πίστης καί Πολιτικῆς, ἐπειδή δέν εἶναι ἄσχετη μέ τήν κατοπινή σχιζοείδεια τῆς ταυτότητας τοῦ Ἑλληνισμοῦ.(6)
Ἐπανερχόμενος στό θέμα τῆς «ἀναγέννησης», ὀφείλω νά ἐπισημάνω ὅτι, γιά νά ἔχουμε ἀξιόπιστη εἰκόνα, πρέπει νά δοῦμε καί τί εἴδους «ἀναγέννηση» ἔλαβε χώρα (ἄν ἔλαβε) στούς δύο ἄλλους πόλους τοῦ βυζαντινοῦ συστήματος: τόν βασιλικό θεσμό καί τήν ἑλληνική λογιοσύνη. Ποιές ἦταν ἐκεῖ οἱ «ἀναγεννητικές» ἀπόπειρες, ποιό χαρακτήρα εἶχαν καί γιατί δέν τελεσφόρησαν; Ἄς ὑποθέσουμε, γιά τήν οἰκονομία τῆς συζήτησης, ὅτι, ἄν ὑπῆρχαν «ἀναγεννήσεις», ὁμόλογες τῆς ἡσυχαστικῆς, καί στίς δύο ἄλλες συνιστῶσες τοῦ βυζαντινοῦ σχήματος καί ἐπιτύγχαναν, ἴσως κατόρθωνε τό Βυζάντιο νά ἀποφύγει τήν κατάρρευση.
Στό σημεῖο ὅμως αὐτό πρέπει νά διατυπώσω τήν ἀπορία μου: Γιατί οἱ νεωτερικοί νόες μας, οἱ κατά τά ἄλλα τομώτατοι, ἀρνοῦνται πεισματικά νά ἀναγνωρίσουν τήν «ἀναγέννηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ» ἐκεῖ ὅπου ὄντως ὑπῆρξε καί χάρη στήν ὁποία ὄντως ἐπιβίωσε ὁ Ἑλληνισμός, δηλαδή τήν ἡσυχαστική ἀναγέννηση; Γιατί ἡ μεταξύ τους κρατοῦσα ἄποψη εἶναι, ἀντιθέτως, ὅτι «φταίει ὁ ἡσυχασμός», ποὺ δέν μπόρεσαν οἱ ἄλλες «ἀναγεννήσεις» νά ἐπιτύχουν τήν ἀποτροπή τῆς κατάρρευσης;
———————————–
1. Γιά τόν μή ἐνημερωμένο ἀναγνώστη σημειώνω ὅτι ἡ λεγόμενη «ἡσυχαστική ἔριδα» ξεκίνησε ἀπό τήν ἐπίθεση τοῦ «ἑλληνίζοντος» μονάχου Βαρλαάμ ἀπό τήν Καλαβρία ἐναντίον τῆς ἀσκητικῆς πνευματικότητας τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί διαίρεσε τό Βυζάντιο σέ δύο ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα. Τήν ὑπεράσπιση τῶν «ἱερῶς ἡσυχαζόντων» ἀνέλαβε ὁ μοναχός Γρηγόριος Παλαμᾶς, ὁ κατοπινός ἐπίσκοπος Θεσσαλονίκης καί Ἅγιος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἡ διαμάχη συμπεριέλαβε ὅλα τά μεγάλα πνευματικά ζητήματα, μέ ἄξονα τή θεολογία τῶν Ἀκτίστων Ἐνεργειῶν, βάσει τῆς ὁποίας κατοχυρώνεται στό πεδίο τῆς Πίστης ἡ μετοχή τοῦ προσώπου στήν ἀπόλυτη ἐλευθερία. Μέ τή θεολογία τῶν Ἐνεργειῶν ὁ Ἡσυχασμός ἐπαναβεβαίωσε τήν πίστη στήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ὄρθωσε ἔτσι ἀποτελεσματικό φράγμα στήν ἀνελεύθερη δυτική καί ἀνατολική πνευματικότητα, σώζοντας τήν ἑλληνικότητα στό πεδίο ὁρισμοῦ της: τό πνευματικό-ψυχικό.
2. Ἡ «ἑλληνίζουσα» πρόταση προσέλαβε καί τυπικά ἐθνοκρατικά χαρακτηριστικά ἀπευθυνόμενη στό βασιλιά Μανουήλ Β’ Παλαιολόγο (1391-1425) ἀπό τόν Πλήθωνα-Γεμιστό (1355-1452), τό μέντορα τῆς «ἀναγέννησης» τῶν ἑλληνικῶν γραμμάτων στήν Ἰταλία. Ὡς πλατφόρμα ἐθνοκρατικῆς «ἀναγέννησης» τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἡ πρότασή του κρίνεται ἐντελῶς ἐξωπραγματική.
3. Μία μνημοτεχνική κωδικοποίηση τοῦ «ἡσυχαστικοῦ» διχασμοῦ εἶναι ἡ ἑξῆς: Παλαμικοί/Ἀντιπαλαμικοί. Καντακουζηνικοί/Παλαιολογικοί. Ἀντιουμανιστές/Οὑμανιστές. Συντηρητικοί/Κοινωνικοί μεταρρυθμιστές. Ἀντιλατίνοι/Λατινόφρονες. (Hans George Beck, Ἡ Βυζαντινή χιλιετία, σ. 338, μτφρ. Δημοσθένης Κούρτοβικ, ἔκδ. ΜΙΕΤ, Ἀθήνα 1990.)
4. Ὁ Γιῶργος Καραμπελιᾶς εἶναι ἀπό τούς ἐλάχιστους νεωτερικούς στοχαστές μας πού ἀντιλαμβάνεται τόν κρίσιμο ρόλο τοῦ Ἡσυχασμοῦ γιά τήν ἐπιβίωση τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἐπιπλέον, διαπραγματεύεται τή σχέση «Φιλοσοφίας καί Ἡσυχίας» μέ τέτοια ἐπάρκεια, πού ἐκπλήσσει ἀκόμα καί τόν ἐναυρυνόμενο ὡς «εἰδικό» στό θέμα Μητροπολίτη Ναυπάκτου (βλ. βιβλιοκριτική του στό: http ://www.alopsis.gr).
5. Γιά τή ζωή καί τό ἔργο τοῦ Ἰωάννη Καντακουζηνοῦ, βλ. Donald Μ. Nicol, Ἰωάννης Καντακουζηνός, Ὁ ἀπρόθυμος αὐτοκράτορας, μτφρ. Κατερίνα Χαλμάκου, ἔκδ. Γκοβόστης, Ἀθήνα 2008.
6. Ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς χαρακτήρισε τό 1354, χρονιά πού ὁ Δημήτριος Κυδώνης μετέφρασε τή Θεολογική Σοῦμα τοῦ Ἀκινάτη, ὡς ἱστορικό ὁρόσημο μεγαλύτερης πολιτισμικῆς σημασίας ἀπό τό 1453, ἔτος τῆς Ἁλώσεως τῆς Πόλης ἀπό τούς Τούρκους. (Ὀρθοδοξία καί Δύση στή νεώτερη Ἑλλάδα, σ. 9, ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1992.) Ἡ μετάφραση ὅμως ἦταν ἔργο τοῦ Ἡσυχασμοῦ. Ἡ ἀπόφαση γιά τή γνωριμία τῶν Ἑλλήνων μέ τό διανοητικό τέρας τῆς καθολικῆς Δύσης ἦταν τοῦ βασιλιᾶ Ἰωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνοῦ, συνειδητοῦ ἡσυχαστῆ καί φίλου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Δέν ἦταν ἀπόφαση τῶν «λατινοφρόνων». Βέβαια, ὁ Κυδώνης, «χαμένος στή μετάφραση», ἔγινε καθολικός. Ἡ ἐξέλιξη τοῦ Κυδώνη ἔχει τή σημασία της, ἀλλά δέν ἀγγίζει τήν οὐσία τοῦ ζητήματος. Ποιό ἦταν ἄραγε τό σκεπτικό τῆς πολιτικῆς ἀπόφασης; (Γιά τό σχῆμα τῆς σχιζοείδειας στή δομή τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς ταυτότητας, τίς καταβολές τῆς ὁποίας καλούμαστε νά ἀναζητήσουμε στήν ἐποχή αὐτή, βλ. Πέρα ἀπό τό Ἄτομο, σσ. 361-365.)
Ὁ σύγχρονος μηδενισμός, Ἐκδόσεις Ἁρμός
Ἡ σημασία τοῦ Ἡσυχασμοῦ
Ζιάκας Θεόδωρος
http://www.agiazoni.gr/article.php?id=70217273460698756422&PHPSESSID=a2f72a5a8667b7d212ce06a0de3ccf1b
http://www.paterikiorthodoxia.com/2012/11/2921.html
Αναρτήθηκε από ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΖΙΟΡΤΖΙΟΣ στις 7:38 π.μ.