Μέ δέος, συστολή καί ἐπίγνωση τῆς προσωπικῆς μου ἀδυναμίας τολμῶ σήμερα νά παρουσιάσω στή ἀγάπη σας ἕνα καινούργιο βιβλίο, πού πιστεύω πώς θά γίνει πνευματικό ἐντρύφημα χιλιάδων ψυχῶν τῆς γενεᾶς «τῶν ζητούντων τόν Κύριον». Πρόκειται γιά τό βιβλίο πού πρόσφατα ἐκδόθηκε μέ τόν τίτλο: «Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΜΟΥ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΚΑΙ ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ» τοῦ Γέροντος ᾿Εφραίμ Φιλοθεΐτου, Ἔκδοσις ῾Ιερᾶς Μονῆς ῾Αγίου ᾿Αντωνίου ᾿Αριζόνας Η.Π.Α. 2008.
῞Οπως ἀναφέρει στόν πρόλογο τοῦ βιβλίου ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Στέφανος ᾿Αναγνωστόπουλος, ὑπῆρχαν «πλῆθος ἀπό προφορικές καί γραπτές διδαχές, συμβουλές, ὑποδείξεις καί πατρικές νουθεσίες τοῦ πατρός ᾿Εφραίμ τοῦ Φιλοθεΐτου, πού ἔχουν ὡς ἀναφορά τήν ὑποδειγματική ζωή τοῦ ὁσίου Γέροντός του, δηλαδή τοῦ Γέροντος ᾿Ιωσήφ τοῦ ῾Ησυχαστοῦ καί Σπηλαιώτου».
῾Η προσφορά τοῦ αἰδεσιμολογιωτάτου Πρωτοπρεσβυτέρου π. Στεφάνου ἔγκειται στό γεγονός ὅτι «οἱ πολύτιμες αὐτές ἁγιοπνευματικές ἀναφορές τοῦ πατρός ᾿Εφραίμ (Φιλοθεΐτου) στόν ὅσιο Γέροντά του συνελέγησαν (ἀπό τόν ἴδιο) μέ ἰδιαίτερη προσοχή στό βιβλίο αὐτό, γιά νά γνωρίσει τό πλήρωμα τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας τόν μεγάλο ἡσυχαστή τοῦ 20ου αἰῶνος, τόν θεόπτη, τόν ἀσκητή, τόν ἀπλανῆ ἐργάτη τῆς νοερᾶς προσευχῆς καί τόν ἀναβιωτή τῆς Παλαμικῆς παραδόσεως» (σ. 9-10). ῾Ο π. Στέφανος ᾿Αναγνωστόπουλος γιά δύομισυ χρόνια κοπίασε καί ἀναλώθηκε γιά νά διαμορφώσει, νά συνδέσει καί νά ἐπιμεληθεῖ κείμενα ἐμπειρικά πού μᾶς διέσωσε ἡ ἀγάπη τοῦ Γέροντος ᾿Εφραίμ Φιλοθεΐτου. Τούς εὐχαριστοῦμε καί τούς δύο γιά τήν πνευματική αὐτή προσφορά τους.
Φρονῶ ὅτι τό βιβλίο αὐτό θά ἀποτελέσει ἕνα σύγχρονο ἁγιορείτικο γεροντικό, χρησιμότατο στήν πνευματική πορεία τόσο τῶν μοναχῶν, ὅσο καί τῶν λαϊκῶν. Δέν εἶναι ἕνα βιβλίο θεωρητικό, διανοητικό, ἀλλά ἕνα βιβλίο πού μᾶς διασώζει καταγεγραμμένες πνευματικές ἐμπειρίες τοῦ Γέροντος ᾿Ιωσήφ τοῦ ἡσυχαστοῦ, ἀλλά καί πνευματικές ἐμπειρίες πού εἶχαν ὅσοι συνδέθηκαν πνευματικά μαζί του, ὅπως ὁ Γέροντας ᾿Εφραίμ ὁ Φιλοθεΐτης, ὁ παπα-᾿Εφραίμ ὁ Κατουνακιώτης, ὁ πρῶτος συνασκητής του ὁ Γερο-᾿Αρσένιος, ὁ παπα-Χαράλαμπος ὁ μετέπειτα ἡγούμενος τῆς Μονῆς Διονυσίου τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους καί πολλοί ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι ἀξιώθηκαν ὑψηλῶν πνευματικῶν καταστάσεων χάρις στήν καθοδήγηση καί προσευχή τοῦ Γέροντός τους ᾿Ιωσήφ τοῦ ἡσυχαστοῦ, ἀλλά καί στήν ἄκρα ὑπακοή, ἀγάπη καί εὐλάβεια πού ἐπέδειξαν στό πρόσωπο τοῦ Γέροντά τους.
Στίς μέρες μας ἔχουμε κουρασθεῖ καί ἔχουμε στεγνώσει ἀπό τή στεῖρα ἀκαδημαϊκή θεολογία, τή θεολογία τῶν σαλονιῶν καί τῆς θολοκουλτούρας καί σάν τά διψασμένα ἐλάφια ἀναζητοῦμε τή γνήσια θεολογία, πού εἶναι καρπός τῆς ἐρήμου, τῆς ἀσκήσεως, τῆς ὑπακοῆς καί τῆς προσευχῆς. Μιά τέτοια θεολογία μᾶς προσφέρει ὁ Γέροντας ᾿Ιωσήφ, στό ἀπό καιρό ἐκδοθέν βιβλίο ὑπό τοῦ Γέροντος ᾿Εφραίμ Φιλοθεΐτου: «῎Εκφρασις μοναχικῆς ἐμπειρίας» (1979) -πού ἀποτελεῖ μιά πολύτιμη συλλογή ἐπιστολῶν τοῦ Γέροντος «πρός μοναστάς καί κοσμικούς»-, ὅσο καί στό παρόν πόνημα πού παρουσιάζουμε. ῾Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί ῾Αγίου Βλασίου κ. ῾Ιερόθεος Βλάχος ἔχει γράψει σχετικά μέ τόν Γέροντα ᾿Ιωσήφ: «῾Η πραγματική ᾿Ορθόδοξη Θεολογία εἶναι ἐμπειρία, εἶναι γνώση τοῦ Θεοῦ πού δίδεται σέ ἐκεῖνον τοῦ ὁποίου ἡ καρδιά καί ὁ νοῦς ἔχουν καθαρθεῖ καί φωτισθεῖ. Θεολόγοι κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, εἶναι “οἱ διαβεβηκότες ἐν θεωρίᾳ“, καί κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο εἶναι κυρίως οἱ θεόπτες. Στήν Καινή Διαθήκη ἡ θεολογία ταυτίζεται μέ τήν Προφητεία καί ὁ θεολόγος μέ τόν Προφήτη, ὁ ὁποῖος δέχεται τόν δοξασμό, μετέχει δηλαδή τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Μέ αὐτήν τήν ἔννοια ὁ ἀείμνηστος γέροντας ᾿Ιωσήφ, ὅπως φαίνεται στό βιβλίο αὐτό πού σχολιάζουμε (ἐννοεῖ τήν «ΕΚΦΡΑΣΙ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ» πού προαναφέραμε), εἶναι ἕνας θεολόγος, πού γνωρίζει τόν Θεό ἐξ ἐμπειρίας καὶ ὁδηγεῖ ἁπλανῶς τούς ἀνθρώπους σέ αὐτήν τήν γνώση, πού ταυτόχρονα εἶναι κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό» (πηγή Διαδύκτιο: htp://www.parembasis.gr, Μάρτιος 2000).
Ὁ Γέροντας ᾿Ιωσήφ εἶναι ὁ θεοδίδακτος ἀνανεωτής καί συνεχιστής τῆς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί ὅλης τῆς χορείας τῶν Νηπτικῶν Πατέρων, σέ μιά ἐποχή μάλιστα πού ἡ ἡσυχαστική παράδοση στό ῞Αγιον Ὄρος εἶχε σιγήσει. ῞Οπως ἀναφέρει ὁ Γέροντας ᾿Εφραίμ ὁ Φιλοθεΐτης, νεαρό καλογέρι τότε, ἀπέφευγε νά συνομιλεῖ μέ τούς ἄλλους ῾Αγιορεῖτες πατέρες γιατί θά τόν δηλητηρίαζαν. «Πῶς; Μέ τό νά μοῦ ποῦν ὅτι ὁ Γέροντάς μου εἶναι πλανεμένος, ὅτι δέν βαδίζει καλά, ὅτι δέν ζῇ ὅπως ὅλοι οἱ ἄλλοι ῾Αγιορεῖτες πατέρες. Διότι τότε ἡ πλειονότητα τῶν πατέρων θεωροῦσαν τήν νῆψι καί τήν Νοερά προσευχή ἐπικίνδυνα πράγματα, ταυτόσημα μέ τήν πλάνη. Μέ τέτοια λόγια θά χαλοῦσαν μέσα μου τήν πίστι καί τήν ἐμπιστοσύνη στόν Γέροντα ἀπό τόν πόλεμο τῶν λογισμῶν» (σ. 348). Μήπως ἡ ἱστορία δέν ἐπαναλαμβάνεται; Μήπως δέν ὑπάρχουν καί σήμερα ζηλωτές στό ῞Αγιον ῎Ορος πού ἀμφισβητοῦν τούς συγχρόνους ἁγίους Γέροντες, πού ἔχουν καταξιωθεῖ στήν συνείδηση τοῦ λαοῦ μας ὁ ὁποῖος καί ἐπικαλεῖται ταπεινά τήν πρεσβεία τους;
Πνευματική ζωή δίχως πνευματικό καθοδηγητή δέν γίνεται. Γ᾿ αὐτό, τόν πρῶτο καιρό πού πῆγε στό ῞Αγιον ῎Ορος ὁ Γέροντας ᾿Ιωσήφ μαζί μέ τόν συνασκητή του π. ᾿Αρσένιο: «ἀπό τά τέλη τοῦ Φθινοπώρου τοῦ 1929 μέχρι τά μέσα τοῦ 1930 περιπλανῶντο ἄοικοι, ἄστεγοι, ἀκτήμονες, σάν τούς ἀρχαίους “βοσκούς”. Σπιθαμή πρός σπιθαμή ἔψαχναν ὅλα τά καλύβια, ὅλες τίς σπηλιές, ὅλες τίς χαράδρες τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους, στήν προσπάθειά τους νά βροῦν ὅσα περισσότερα ψήγματα μποροῦσαν ἀπό τήν ἡσυχαστική παράδοσι. Εἶναι ἀλήθεια, ὅμως, ὅτι ἡ παλιά ζύμη εἶχε σχεδόν ἐξαφανισθῆ καί γι᾿ αὐτό πολύ θλιβόταν ὁ Γέροντας ᾿Ιωσήφ. ῾Υπῆρχαν βέβαια ἀρκετοί ἀγωνιστές, ἀλλά δέν εἶχαν τό χάρισμα τῆς πνευματικῆς νηπτικῆς καθοδηγήσεως» (σ. 93).
᾿Εδῶ ταιριάζουν ἀπόλυτα τά λόγια τοῦ ὑμνογράφου τῶν ἀναβαθμῶν: «Τοῖς ἐρημικοῖς ἄπαυστος (=ἀκατάπαυστος) ὁ θεῖος πόθος ἐγγίνεται (=γεννιέται), κόσμου οὖσι τοῦ ματαίου ἐκτός». Καί πράγματι ὁ νεαρός Φραγκίσκος γεννημένος στήν Πάρο τό 1897 δέν ἔμεινε γιά πολύ στόν μάταιο αὐτό κόσμο. ῾Η ἐνάρετη μητέρα του μέ θεία ὀπτασία πληροφορεῖται ὅτι ὁ γιός της δέν θά εἶναι γιά πολύ ἀκόμα κοντά της. ῾Η Βουλή τοῦ Θεοῦ τόν προόριζε γιά ἄλλα πράγματα. Παραμένει μέχρι νά γίνει ἔφηβος στήν οἰκογένειά του καί στά δεκαοκτώ του τόν βρίσκουμε στόν Πειραιᾶ ἐργαζόμενο μέχρι νά στρατευθεῖ στό πολεμικό ναυτικό. ᾿Απολυόμενος ἀσχολεῖται μέ τό ἐμπόριο ὡς μικροπωλητής μέ κέντρο τήν ᾿Αθήνα.
῾Ο νεαρός Φραγκίσκος μελετᾶ βίους ἁγίων ἀπό τό “Νέον ᾿Εκλόγιον” τοῦ ῾Αγίου Νικοδήμου τοῦ ῾Αγιορείτου καί πυρπολούμενος ἀπό θεῖο ἔρωτα ἀποφασίζει νά γίνει μοναχός. ᾿Αξιώθηκε μάλιστα καί θείου ὁράματος, μέ τό ὁποῖο τόν καλοῦσε ὁ Θεός στήν νέα του ζωή.
Μετά ἀπό πολλές περιπέτειες καταλήγει στό ῞Αγιον ῎Ορος σέ ἡλικία εἰκοσιτεσσάρων ἐτῶν. Παραμένει γιά λίγο καιρό κοντά στή συνοδεία τοῦ Γέροντος Δανιήλ «καί στή συνέχεια ἔζησε ὡς ἐρημίτης μέσα σέ σπηλιές , μέ αὐστηρή νηστεία, ἀγρυπνία, πτωχεία καί ἀδιάλειπτη προφορική προσευχή. ῞Υστερα ἀπό δύο χρόνια σκληρῶν παλαισμάτων καί κακοπαθειῶν καί ἀφοῦ ἔλαβε οὐρανόθεν καί ὑπερφυῶς τήν Νοερά καί καρδιακή προσευχή, δίκην ἁπαλῆς αὔρας, προερχομένης ἀπό τό ἐκκλησάκι τῆς Μεταμορφώσεως στή κορυφή τοῦ ῎Αθωνα, συνεδέθη μετά τοῦ γέροντος ᾿Αρσενίου, μέ τόν ὁποῖον παρέμειναν ἀχώριστοι μέχρι τήν ὁσιακή κοίμησί του» (σ. 7).
Κατόπιν, γνωρίζεται μέ τόν φημισμένο παπα-Δανιήλ -ἔγκλειστο ἄσκητή, λίαν σιωπηλό, καί ἐφ᾿ ὅρου ζωῆς λειτουργό, ἀπό τόν ὁποῖο καί ἔλαβε τήν εὐλογημένη παράδοση τῆς συνεχοῦς θείας μεταλήψεως. Αὐτός ὁ Γέροντας «τόση χάρι βίωνε, ὥστε ὅταν τελείωνε ἔπρεπε νά περάσῃ μιά ὥρα γιά νά συνέλθῃ ἀπό τή Χάρι τῆς θείας ἱερουργίας. Καί μόλις συνερχόταν, ἀμέσως πήγαινε στό κελλί του, γιά νά συνεχίσῃ καί ἐκεῖ τά δάκρυα ὧρες ὁλόκληρες». Σ᾿ αὐτόν τόν ἁγιασμένο ἡσυχαστή ἐξομολογοῦντο οἱ δύο ὑποτακτικοί. Γνώριζε μάλιστα μέ κάθε λεπτομέρεια καί ἀκρίβεια τά κρυπτά τῶν καρδιῶν τους «γι᾿ αὐτό καί ὁ παπα-Δανιήλ ἔμπαινε κατευθείαν στήν οὐσία τοῦ προβλήματος καί τούς ἔδινε τίς ἀπαραίτητες συμβουλές» (σ. 66). ᾿Από αὐτόν τόν Γέροντα πῆρε τό πρόγραμμα καί τήν τάξη ὁ Γέρων ᾿Ιωσήφ, τό ὁποῖο καί παρέδωσε ἀργότερα στούς ὑποτακτικούς του καί ἐκεῖνοι μέ τή σειρά τους στίς πολυάριθμες συνοδεῖες τους ἐντός καί ἐκτός τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους καί τῆς ῾Ελλάδας.
῾Ο Γέροντας ὑπῆρξε καταπληκτικός βιαστής στήν ἀναζήτηση καί κατάκτηση τῆς θείας ἀγάπης. Γι᾿ αὐτό καί πλέοντας στό πέλαγος τῆς θείας ἀγάπης ἀναφωνοῦσε: «Παῦσον γλυκεῖα ΑΓΑΠΗ, τά ὕδατα τῆς Σῆς Χάριτος, ὅτι αἱ ἁρμονίαι τῶν μελῶν μου διελύθησαν» (σ. 8). ῞Ολα τά παραπάνω δέν ὑπῆρξαν τυχαῖες συμπτώσεις γιά τόν Γέροντα. Διεξήγαγε μακροχρόνιους αἱματηρούς ἀγῶνες μέ τούς δαίμονες. ᾿Αγρυπνοῦσε ὀκτώ μέ δέκα ὧρες καθημερινά. Ζοῦσε μέ αὐστηρότατη νηστεία, ἐγκράτεια καί ἀκτημοσύνη, ἀγόγγυστη ὑπομονή. ῎Εκανε ἀπόλυτη ὑπακοή στόν μετέπειτα ἁπλοῦν Γέροντά του ᾿Εφραίμ τόν βαρελᾶ, καθώς καί στόν συμμοναστή τοῦ Γέροντος ᾿Εφραίμ τοῦ Βαρελᾶ Γερο-᾿Ιωσήφ. «Μέ ὅλες του τίς δυνάμεις δόθηκε ὁ Φραγκίσκος στήν μακαρία ὑπακοή, κάνοντας ὅ,τι μποροῦσε, μ᾿ ὅλη του τήν καρδιά, γιά νά τούς ἀναπαύσῃ. ᾿Αγάπησε τούς Γεροντάδες του περισσότερο καί ἀπό τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό. Δέν ἔκανε ὑπακοή σάν ἀγγαρεία, ἀλλά μέ χαρά, πού πηγάζει ἀπό ἀγάπη. Διότι ὅταν πραγματικά ἀγαπᾶς κάποιον, τότες αὐθόρμητα κάνεις ὅ,τι μπορεῖς γιά νά τόν ἀναπαύσῃς» (σ. 72). Οἱ δύο συνασκητές, ὁ Φραγκίσκος καί ὁ π. ᾿Αρσένιος ζοῦσαν σάν ἄγγελοι κοντά στά δύο γεροντάκια. «῾Ετοίμαζαν τό φαγητό, καθάριζαν τό σπίτι καί ἔκαναν ὅ,τι χρειάζονταν μέ χαρά καί ἀγάπη. (…) Τόση ἀγάπη εἶχαν στά γεροντάκια πού τά χείλη τους ἔσταζαν μέλι. Οὔτε πραγματικά παιδιά τους νά ἦταν» (…) «Καί δέν ἄργησαν νά δοῦν τούς καρπούς. Χάρις στήν ὑπακοή, ὅπως ἦταν φυσικό, βρῆκαν πολύ ἄνεσι στήν προσευχή» (…) «Καί πράγματι, καθ᾿ ὅλη ἐκείνη τήν περίοδο, τά δάκρυά του (τοῦ Φραγκίσκου) ἔτρεχαν, ἔτρεχαν ἀσταμάτητα σάν ποτάμι. Καί ἡ καρδιά του φλεγόταν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πνευματικοῦ του πατρός» (σ. 74). Γι᾿ αὐτό καί ὁ Γέροντας πάντοτε ἐκθείαζε τήν ὑπακοή καί τή θεωροῦσε ὡς τή μεγαλύτερη ἀρετή. ῾Η ζωή τῶν δύο συνασκητῶν ἦταν μιά ζωή σιωπῆς καί προσευχῆς «ἐν τοῖς ὄρεσι καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» (῾Εβρ. ια΄, 38). ῎Εψαχναν νά βροῦν σπιθαμή πρός σπιθαμή ὅλα τά σπήλαια καί τά καλύβια τῆς περιοχῆς τῶν Κατουνακίων. ῎Εκαναν μεγάλους ἀγῶνες πάντοτε μέ τήν εὐλογία τοῦ πνευματικοῦ τους. Παράλληλα μελετοῦσαν καθημερινά τά ἀσκητικά συγγράμματα τῶν Πατέρων, πρωτίστως τήν ῾Αγία Γραφή, ἰδίως τήν Καινή Διαθήκη καί τούς Ψαλμούς, καθώς καί τούς Βίους τῶν ἁγίων «πού ξεκουράζουν τόν νοῦ, γλυκαίνουν τήν καρδιά, ἐμπλουτίζουν τήν διάκρισι καί διεγείρουν τόν ζῆλο γιά μεγαλύτερα ἀσκητικά κατορθώματα» (σ. 76). ῞Ενα ἀπό τά γεραντάκια, ὁ Γερο- ᾿Ιωσήφ ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ. ᾿Αργότερα, μέ πρόταση τοῦ Γέροντος ᾿Εφραίμ, ὁ Φραγκίσκος κείρεται μεγαλόσχημος μοναχός σέ ἡλικία εἴκοσι ὀκτώ ἐτῶν (31η Αὐγούστου 1925) καί λαμβάνει τό ὄνομα τοῦ μεταστάντος Γέροντος ᾿Ιωσήφ. Τό 1928 οἱ δύο ὑποτακτικοί μετακομίζουν μέ τό γέροντά τους γιά περισσότερη ἡσυχία στήν Σκήτη τοῦ ἁγίου Βασιλείου, ὥστε ἀπερίσπαστα νά καλλιεργήσουν τήν εὐχούλα. ᾿Αναγκάστηκαν νά κτίσουν ἀπό τήν ἀρχή τά κελλάκια τους μέ πολύ πενιχρά ὑλικά. «Σάν τά κοτέτσια ἦταν (τά κελλιά τους) , ὅπου ἡ πόρτα καί τό παράθυρο ἦταν ἕνα καί τό αὐτό. ᾿Αλλά ἡ θέα ἀπό ἐκεῖ ἦταν κάτι τό ἐξαιρετικό» (σ. 86). Μετά τήν κοίμηση καί τοῦ Γέροντος ᾿Εφραίμ οἱ δύο ὑποτακτικοί κληρονόμησαν ὡς ἐφόδιο καί σκέπη τήν εὐχή τῶν Γεροντάδων τους. ῾Ο ᾿Ιωσήφ σέ ἡλικία τριάντα δύο ἐτῶν ἔγινε κανονικός Γέροντας. Μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντός τους ᾿Εφραίμ οἱ δύο ὑποτακτικοί ἐπεδόθησαν σέ ἀκόμα μεγαλύτερους ἀγῶνες:νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή. Κύριο μέλημά τους ἡ νοερά προσευχή. Τό 1938 μετακομίζουν στίς ἀπόκρημνες σπηλιές τῆς Μικρᾶς ῾Αγίας ῎Αννης. Σ᾿ ἕνα ἀπό τά σπήλαια ὑπῆρχε ἡ ᾿Εκκλησία τοῦ Τιμίου Προδρόμου. ᾿Εκεῖ διαμόρφωσαν τόν χῶρο, ἔκτισαν καί μερικά κελλιά καί παρέμειναν στό σπήλαιο αὐτό ἕως τό 1947. Τό 1951 μεταφέρονται στήν Νέα Σκήτη, στήν καλύβη τοῦ Εύαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου. ῾Η ἀναχώρηση γιά τήν οὐράνια πατρίδα τοῦ Γέροντος ᾿Ιωσήφ ἔγινε στίς 15 Αὐγούστου, ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ὅπως τόν εἶχε πληροφορήσει ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Δέν θά σταθοῦμε σέ περισσότερα βιογραφικά-ἐξωτερικά στοιχεῖα γιά τή ζωή τοῦ Γέροντος ᾿Ιωσήφ, ἀλλά θά προσπαθήσουμε νά δώσουμε μέ ἁδρές γραμμές μιά πνευματική βιογραφία τοῦ Γέροντος, ὅσο αὐτό εἶναι δυνατό. Αλλά πρίν προχωρήσουμε, ἄς ἀφήσουμε τόν Γέροντα ᾿Εφραίμ τόν Φιλοθεΐτη νά μᾶς τόν περιγράψει μέ γλαφυρό τρόπο: «Ἦταν κοντός στό ἀνάστημα, μέ μέτρια σωματική διάπλασι καί εἶχε μεγάλα, εἰρηνικά, γαλανά μάτια. Τά πρώην καστανά μαλλιά του εἶχαν γίνει γκρίζα, ἀφοῦ ἦταν πενήντα ἐτῶν τότε. Παρ᾿ ὅτι πού δέν φρόντιζε νά χτενίζεται, νά κόβῃ τά νύχια του, δηλαδή νά περιποιεῖται τό σῶμα του, ἐν τούτοις ἡ παρουσία του εἶχε μιά παράξενη χάρι, κάτι τό ἐπιφανές καί ἔνδοξο, πού θά νόμιζε κανείς ὅτι πρόκειται γιά βασιλιά! ᾿Αφοῦ δέν πλενόταν ποτέ, μερικοί ἐπισκέπτες περίμεναν νά μυρίζῃ, ἀλλά τούς ἔκανε ἐντύπωσι πώς ὄχι μόνο δέν μύριζε, ἀλλά εἶχε καί μιά λεπτή εὐωδία. Αὐτό ἦταν κάτι τό ὑπερφυσικό, ἀφοῦ πάντα δούλευε σκληρά καί ἵδρωνε πάρα πολύ. Τό παρουσιαστικό του ἦταν γλυκύτατο. Μόλις τόν ἔβλεπες, γαλήνευες. ῞Οπως ἦταν τό ἐξωτερικό του εἰρηνικό, ἔτσι ἦταν καί τό ἐσωτερικό του. Τό πρόσωπό του ἦταν ἱλαρό» (σ. 226). Τήν ἴδια αἴσθηση ἀποκόμιζε κανείς ὅταν συναστρεφόταν τόν μακαριστό ᾿Ιάκωβο Τσαλίκη, τό εὐῶδες αὐτό ἄνθος τῆς θείας χάριτος. ῏Ηταν γλυκύς καί προσηνής πρός ὅλους. Δέν σοῦ ἔκανε καρδιά νά τόν ἀποχωρισθεῖς. Φαινόταν οὐράνιος, θεῖος, πραγματικά χαριτωμένος. Βλέπετε, τά γνωρίσματα τῆς χάριτος εἶναι κοινά στούς ἐκλεκτούς τοῦ Θεοῦ.
Φανταστεῖτε τόν Γέροντα ᾿Ιωσήφ, τόν αὐστηρό ἀσκητή, τόν ἄνθρωπο πού πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἀγαποῦσε τήν ἡσυχία καί τήν προσευχή νά ὁμιλεῖ γιά χάρη τῶν ἀδελφῶν. Ποιός ἄραγε δέν θά ᾿θελε νά στέκεται καί νά τόν ἀκούει; Νά μιά ὡραία περιγραφή: «Στίς διηγήσεις του ἦταν χαριέστατος. ῞Οταν μιλοῦσε, ἤθελες συνεχῶς νά τόν ἀκοῦς. Πάμπολλα μᾶς ἔλεγε, διότι γνώριζε πολλούς παλαιούς μοναχούς. Ζωντανή παράδοσις. Θά μπορούσαμε νά γράψουμε ἕνα νέο Γεροντικό». Καί ὁ ἀπώτερος σκοπός του: «῎Ετσι μᾶς τόνωνε, μᾶς δυνάμωνε, μᾶς τόνωνε τήν πίστι καί μᾶς ἑτοίμαζε γιά τήν παλαίστρα τῶν πνευματικῶν ἀγώνων» (σ. 298). ῾Ως ἔμπειρος πνευματικός πατέρας παρακολουθοῦσε διακριτικά κάθε μέλος τῆς συνοδείας. ῎Ηξερε τόν χαρακτῆρα καί τίς δυνατότητες τοῦ καθενός. Τίποτε δέν τοῦ ξέφευγε. Σέ ἄφηνε νά φᾶς τά μοῦτρα σου γιά νά ἐπέμβει ἔπειτα ὡς ἔμπειρος πνευματικός ἰατρός καί νά βάλει τό νυστέρι στήν πληγή, γιά νά βγάλει τό ἀπόστημα. ῎Αν ἤθελες νά μείνεις στήν συνοδεία του, ἔπρεπε νά τοῦ κάνεις ἀπόλυτη ὑπακοή. ῎Αν δέν ἔχεις διάθεση νά ἀκούσεις καί νά ἐφαρμόσεις κυρίως τίς συμβουλές τοῦ ἰατροῦ, τότε γιατί νά ἔρθεις κοντά του. «᾿Επειδή εἶχε περάσει καί δοκιμάσει ὅλα τά ἀσκητικά παλαίσματα, ἤξερε ἀκριβῶς πῶς ἕλκεται καί πῶς διατηρεῖται ἡ θεία χάρις» (….) «Πέρασαν πολλοί καί ὠφελήθηκαν ἀπό τόν Γέροντα, ἀλλά ὅλοι σχεδόν ἔφυγαν. Πέρασαν ἄνθρωποι γραμματισμένοι, μέ μεγάλες σπουδές καί θέσεις, ἀλλά μόλις τούς ἔβαζε ὁ Γέροντας μέσα στό καμίνι τῆς ὑπακοῆς, παρά τήν προθυμία τους, ἔφευγαν. Κανένας δέν μποροῦσε νά μείνῃ κοντά στόν Γέροντα, ἄν δέν ξέγραφε τόν ἑαυτό του ἀπό τή ζωή, γι᾿ αὐτό καί ἡ συνοδεία του δέν ἔγινε ποτέ μεγάλη. ῎Ελεγε χαρακτηριστικά: “Θέλω νά κάνω μοναχό, ἀληθινό μοναχό! ῎Οχι νερόβραστα πράγματα”. (σ. 183).
῾Η ἀλήθεια εἶναι πώς ὁ Γέροντας εἶχε ἕνα πολύ αὐστηρό τυπικό, γι᾿ αὐτό ἔπρεπε νά δείξεις τέλεια αὐταπάρνηση, ἄν ἤθελες νά παραμείνεις κοντά του. ῎Αν ὅμως τά κατάφερνες καί ἔμενες, τότε κέρδιζες πραγματικά τόν Παράδεισο. Γι᾿ αὐτό ὁ π. Ἐφραίμ ὁ Φιλοθεΐτης δεκαετίες ἀργότερα, ὅταν ἐπισκέφθηκε τό ἐγκαταλελειμμένο ἐκκλησάκι τοῦ κελλιοῦ τοῦ Γέροντος μέ φανερή συγκίνηση καί ποταμούς δακρύων ἔλεγε στό συνοδό του: «Αἰωνία του ἡ μνήμη! Αἰωνία του ἡ μνήμη! Χορτάσαμε χάρι! Χορτάσαμε χάρι! ᾿Εδῶ ἐπί τρία χρόνια κοντά στόν Γέροντα ᾿Ιωσήφ ἤπια νερό, ἀπό τό νερό τοῦ παραδείσου» (σ. 182).
Γιά νά χορτάσεις ὅμως χάρη, ὅπως ὁ Γέροντας ᾿Εφραίμ, ἔπρεπε νά δώσεις αἷμα γιά νά λάβεις πνεῦμα» κατά τό πατερικό. ῾Ο δρόμος τῆς μακαρίας ζωῆς τῶν ἡσυχαστῶν δέν εἶναι στρωμένος μέ ροδοπέταλα, ἀλλά μέ ἀγκάθια. Εἶναι δρόμος αἱματηρός. Ζωή μαρτυρική. Στήν ἔρημο δέν ἔχεις τίς παρηγοριές πού προσφέρει ἕνα ὀργανωμένο κοινόβιο. ῾Η λέξη ἄνεση εἶναι ξεγραμμένη ἀπό τό λεξιλόγιο τοῦ ἐρημίτη. Γιά νά ἔρθει ἡ οὐράνια παρηγοριά θά πρέπει νά ξεχάσεις τήν ἀνθρώπινη.Τό λιτό φαγητό τους ἦταν ἐλαχιστότατο. Τό νερό ἀνύπαρκτο. ῞Ο,τι χρειάζονταν τό κουβαλοῦσαν στήν πλάτη τους ἀπό μακριά. Οἱ ἀχθοφορίες εἶχαν γίνει σχεδόν ὁ καθημερινός τους σύντροφος. Μαγειρεύανε ἔξω στό ἁγιάζι καί τή βροχή. ῾Ο ἀέρας νά λυσσομανᾶ, νά σβήνει τήν φωτιά, νά σκορπᾶ τά ντεζερέδια στόν κατήφορο. Καί νά εἶσαι καί γριπιασμένος καί νά πρέπει νά βγαίνεις στά βράχια καί στόν παγωμένο ἀέρα νά πλένεις τά λιγοστά κι αὐτά τσίγκινα πιατάκια. «Γιά τά πιάτα εἶχε ἀκόμη καί μιά ἄλλη πρωτότυπη τακτική ὑγιεινῆς ὁ Γέροντας. Μόλις τελειώναμε τό γεῦμα, ρίχναμε νερό μέσα σ᾿ αὐτά καί τό ἀπόπλυμα, ὅποιο κι ἄν ἦταν , κατόπιν τό πίναμε» (σ. 256) . ᾿Από ἀποφάγια δέν πέταγαν τίποτε. ῎Επρεπε ὅλα νά φαγωθοῦν, ἀκόμα κι ἄν εἶχαν ξινίσει, κι ἄν εἶχαν σκουληκιάσει. ᾿Από ἔλλειψη νεροῦ τό πρόσωπό τους τό ἔπλεναν μέ τά δάκρυά τους. Σκληρή ζωή θά πεῖτε. ᾿Αλλά νά τό συμπέρασμα: «Σάν τρωγλωδῦτες ζούσαμε καί ὅμως μᾶς σκέπαζε ὁ Θεός καί δέν καταλαβαίναμε τήν δυσκολία. ῏Ηταν μαρτυρική ἡ ζωή μας, ἀλλά τρισχαριτωμένη» (σ. 257). ῾Η ἐπιλογή τοῦ Γέροντος δέν ἦταν ἀναγκαστική, ἀλλά συνειδητή. ῎Ηθελε τόν μοναχό ἁπλό, λιτό, μέ ἐλάχιστα πράγματα, ἀκτήμονα. ῾Η διδασκαλία τοῦ Γέροντος ἦταν ὅτι : «ὅταν ὑστερῆται κανείς καί ὑπομένῃ, τότε ἔρχεται ἡ εὐλογία ἀπό τόν Θεό».
῾Η ἄσκηση δέν περιοριζόταν μόνο στά ἐξωτερικά, πού ἔχουν πραγματικά τή δυσκολία τους. Νά πῶς περιγράφεται ἡ ἄσκηση τῆς προσευχῆς: «Συνήθως ἔκαναν Νοερά προσευχή ὄρθιοι, γιά νά καταπολεμήσουν τόν ὕπνο γιά 7-8 ὧρες, μέ ἀπόλυτη συγκέντρωσι, ταπείνωσι καί συντριβή βυθίζοντας τό νοῦ μέσα στήν καρδιά. Κατόπιν ἄρχιζαν τίς μετάνοιες, πού ἦσαν περίπου 3.500 γιά τόν καθένα τους, καί ἐάν ἔκανε κρύο καί περισσότερες! Διότι σπανίως ἄναβαν σόμπα, γιά νά μήν τούς πολεμᾶ ὁ ὕπνος. Μετά τίς μετάνοιες ἀκολουθοῦσε ὁ ἀπαραίτητος μοναχικός τους κανόνας μέ κομποσχοίνια» (σ. 67).
Σέ αὐτό τό σημεῖο πρέπει νά ἐπισημάνουμε ὅτι ὁ Γέροντας ἤ καλύτερα πτυχές τῆς ζωῆς τοῦ Γέροντα μᾶς γίνονται γνωστές μέσα ἀπό τίς σχέσεις του μέ τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι καί μᾶς διασώζουν τίς σχετικές πληροφορίες. Καί οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέν εἶναι ἄλλοι ἀπό τούς ὑποτακτικούς τῆς συνοδείας του. Μιά συνοδεία πού ἦταν συντονισμένη στούς πνευματικούς σκοπούς πού εἶχε βάλει ὁ Γέροντας. Μιά συνοδεία ἑνωμένη καί ἀγαπημένη, ἄν καί ἐλάχιστα τά μέλη της ἐπικοινωνοῦσαν μεταξύ τους πρός ἀποφυγήν τῆς ἀργολογίας. ῏Ηταν ὅμως ἑνωμένη, διότι ἦταν προσευχομένη, διότι ἡ προσευχή καί ὑπακοή στό πρόσωπο τοῦ Γέροντος τούς διασφάλιζε. Στήν εὐλογημένη αὐτή συντροφιά δέν ὑπῆρχε χῶρος γιά νά εἰσχωρήσει ὁ διάβολος, διότι τοῦ ἔκοβαν κάθε δικαίωμα ἀκολουθώντας τήν πνευματική γραμμή πού χάραζε ἡ πεῖρα καί ἡ διακριτικότητα τοῦ Γέροντα.
Κύριο μέλημα, λοιπόν τῆς εὐλογημένης αὐτῆς συνοδείας ἦταν τό ἔργο τῆς προσευχῆς. ῞Ολα κινοῦνταν γύρω ἀπό αὐτόν τόν ἄξονα. Καί ἡ ἄσκηση καί ἡ σιωπή καί ἡ ἐργασία καί ἡ κατ᾿ ἰδίαν μελέτη καί ἡ ὑπακοή ἀπέβλεπαν στό πῶς ἡ προσευχή καί ἡ ἰδίως ἡ ἄσκηση τῆς Νοερᾶς προσευχῆς θά γινόταν μέ τόν καλύτερο καί πιό καρποφόρο τρόπο. Τό ἡμερήσιο πρόγραμμα τῆς συνοδείας τό καθόριζε ἡ καθημερινή πολύωρη ἀγρυπνία. Σηκωνόντουσαν μέ τό ἡλιοβασίλεμα καί ἔπιναν μόνο ἕνα καφέ πού τούς βοηθοῦσε στό κόπο τῆς ἀγρυπνίας. Οἱ ἀσθενέστεροι μποροῦσαν νά πάρουν ἕνα μικρό κέρασμα γιά περισσότερη τόνωσή τους. ῾Ο Γέροντας καί ὁ πατήρ ᾿Αρσένιος, ὡς παλαιότεροι, συνήθως ἔκαναν περισσότερη ἄσκηση καί προσευχή, δίνοντας ἔτσι καί τό παράδειγμα στούς νεωτέρους. ῎Επαιρναν τήν εὐχή τοῦ Γέροντα καί χωρίς νά ἀνταλλάξουν οὔτε μία κουβέντα μεταξύ τους πήγαιναν στό κελλάκι τους.
Εδῶ ἀξίζει νά θυμηθοῦμε τήν προτροπή τοῦ Κυρίου μας: «σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸ ταμεῖόν σου, καὶ κλείσας τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ» ( Ματθ. στ΄, 6). ᾿Εκεῖ, λοιπόν, στό «ταμεῖον» τους ἔδιναν τόν καλύτερο ἑαυτό τους στόν Θεό: «μετά τήν ἔγερσι ἔπρεπε νά προσέχουμε πολύ τίς αἰσθήσεις μας, ὥστε νά προσφέρουμε τήν ”ἀφρόκρεμα” τοῦ νοός στήν προσευχή. Οὔτε συνομιλίες, οὔτε μετεωρισμοί, οὔτε τίποτα» (σ. 267). ᾿Ακολουθοῦσαν τή μέθοδο προσευχῆς πού τούς εἶχε διδάξει ὁ Γέροντας καί ἔτσι ἔρχονταν σέ κατάνυξη, συντριβή καί μετάνοια καί «ἀμέσως μετά τήν συντριβή καί τήν ταπείνωσι τῆς καρδίας ἄρχιζαν τήν εὐχή» (σ. 268).
῾Ο Γέροντας ὡς πνευματικός στρατηγός ἔδινε τό σύνθημα καί ἡ ἐργασία τῆς προσευχῆς ἄρχιζε. ῾Ο ἴδιος ἔλεγε γιά τόν ἑαυτό του: «῾Η νοερά προσευχή εἰς ἐμένα εἶναι ὅπως ἡ τέχνη τοῦ καθενός, καθ᾿ ὅτι ἐργαζόμουν αὐτήν τριανταέξ καί ἐπέκεινα χρόνια», δηλαδή σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς μοναχικῆς του ζωῆς (σ. 269). ᾿Αλλά ἴσως κάποιος ἀπορήσει: γιατί τόση προσευχή καί μάλιστα ἀγρυπνία, δέν φτάνει ἕνα ἁπλό τρισάγιο, τό πιστεύω ἤ μερικές προσευχοῦλες πού ἔχουν τό προσευχητάρια ἤ δικές μας αὐτοσχέδιες προσευχές; ῾Η ἀλήθεια εἶναι πώς κάπου ἔχουμε χάσει τίς ρίζες τίς ὀρθόδοξης παράδοσης, ἐπηρεασμένοι προφανῶς ἀπό ἕνα δυτικό τρόπο πνευματικῆς ζωῆς ἀκόμα καί στά πνευματικά. ῞Ομως ἡ ἁγιορείτικη ἀγρυπνία καί μάλιστα αὐτή ἡ «ἐν γνώσει ἀγρυπνία» πού γινόταν στά ὄρη καί στίς σπηλιές τοῦ ῾Αγίου ῎Ορους ἔχει ἄλλη χάρη καί δίνει πλούσιους καρπούς: «῾Η ἐν γνώσει ἀγρυπνία μετά δακρύων, γεννᾷ τήν ψυχική παράκλησι, γεμίζει τήν καρδιά ἀπό χαρά, κάνει τόν νοῦ ἀνάλαφρο, δίδοντας φτερά γιά νά πετᾶ στά νοητά ὕψη καί στίς διάφορες θεωρίες, ἀπό τίς ὁποῖες πλουτίζει ἡ ψυχή πλοῦτο κάλλους θείων γνώσεων. ᾿Εὰν ὅμως δέν ἀγρυπνῆ ὁ μοναχός, ἀλλά καί κάθε χριστιανός, ἀπό ἀμέλεια καί ἀκαταστασία, μένει στερημένος θεϊκῆς παρακλήσεως. ῾Η καρδιά του εἶναι ἄδεια καί κενή ἀπό χαρά, ὁ δέ νοῦς του σκοτισμένος καί γεμᾶτος ἀπό βρώμικους λογισμούς. Τό ἀνικανοποίητο αὐτό τῆς ψυχῆς ἀπό τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, τόν ὠθεῖ στήν κατάκρισι, στήν ἀργολογία, στή ραθυμία, στήν παρρησία, νομίζοντας ὅτι ἔτσι ἐκτονώνεται, ἐνῶ δυστυχῶς δηλητηριάζεται ψυχικά μέ ἄδηλα ἀποτελέσματα» (σ. 293).
Μιά κυρία κάποτε μοῦ ἐξομολογήθηκε ὅτι ἀργεῖ πολύ νά τήν πάρει ὁ ὕπνος τό βράδυ καί βρισκόταν σέ κατάσταση ἀθυμίας καί ἀμηχανίας. Τότε ἐγώ τῆς συνέστησα νά διαβάζει βιβλία τῆς ᾿Εκκλησίας μας, νά λέει τήν εὐχή μέ τό κομποσχοινάκι. Μετά ἀπό καιρό ἦρθε καί μέ εὐχαρίστησε, γιατί γέμισε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τίς «κενές» βραδινές της ὧρες καί μάλιστα ἔκανε μιά πολύ εἰλικρινῆ καί συνειδητοποιημένη ἐξομολόγηση.
Οἱ ἄνθρωποι σήμερα καί ἰδίως οἱ νέοι μας δέν «ἀγρυπνοῦν», ἀλλά ξενυχτοῦν καί νομίζουν ὅτι ὁ μεταμεσονύκτιος αὐτός διασκορπισμός θά τούς προσφέρει ἱκανοποίηση στό ἐσωτερικό τους ἀνικανοποίητο. Οἱ νέοι μας σήμερα εἶναι ὀργισμένοι, τά «σπᾶνε» ὄχι μόνο στά νυχτερινά κέντρα, ἀλλά καί στούς δρόμους, στά ὁδοφράγματα καί τίς πορεῖες διαμαρτυρίας. Διανυκτερεύουν ὡς καταληψίες στά σχολεῖα σάν τά διανυκτερεύοντα φαρμακεῖα καί οἱ ψυχοῦλες τους εἶναι ταραγμένες καί ἄδειες. ῎Ας τά σκεφτόμαστε αὐτά τά παιδιά λέγοντας ἕνα Κύριε ἐλέησον καί κάποτε κάποτε χύνοντας ἕνα δάκρυ. Δυστυχῶς φέτος στήν ᾿Αθήνα, ἀλλά καί στίς ἄλλες πόλεις θά ζήσουμε ματωμένα Χριστούγεννα. ῾Ο Γέροντας ᾿Ιωσήφ μέ τήν παρρησία πού ἔχει στό θρόνο τοῦ Θεοῦ ἄς προσευχηθεῖ γι᾿ αὐτά τά παιδιά, γιά τούς γονεῖς τους, γιά ὁλόκληρη τήν ἑλληνική κοινωνία.
῎Αν χρωστᾶμε κάτι σήμερα οἱ νεοέλληνες στόν Γέροντα ᾿Ιωσήφ, εἶναι κυρίως ἡ προσφορά του στήν ἀνανέωση καί ἀναζωπύρωση τῆς παραδόσεως περί Νοερᾶς καρδιακῆς προσευχῆς. Τό καλύτερο προσωνύμιο γιά τόν Γέροντα θά ἦταν, νομίζω, ὁ Δάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς. ῾Η καλλιέργεια τῆς προσευχῆς τοῦ ᾿Ιησοῦ γιά μᾶς τούς ἀμυήτους φαντάζει κάτι ἀπρόσιτο καί ἀπροσπέλαστο. Γι΄ αὐτούς, ὅμως, πού ἔζησαν κοντά στόν Γέροντα ἦταν ἀναπόσπαστο μέρος τῆς ζωῆς τους. ᾿Εφάρμοζαν λέγοντας τό «Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με» τό παύλειο: «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσ. ε΄, 17). ῎Ελεγαν τήν εὐχή παντοῦ καί πάντοτε: στό ναό, στό κελλί, στό ἐργόχειρο, στίς συχνές ἀχθοφορίες τους, παντοῦ. Τηροῦσαν μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια τήν ἐπιθυμία τοῦ Γέροντά τους. Κάθε ἀρχή ὅμως καί δύσκολη. ῎Ετσι ὅπως μᾶς λέει ὁ Γέροντας ᾿Εφραίμ ὁ Φιλόθεΐτης στήν ἀρχή δυσκολεύτηκε πολύ: «Στήν ἀρχή εἶχα πολλές δυσκολίες στήν προσευχή. Δέν μποροῦσα νά προφέρω καθόλου τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Νόμιζα ὅτι φρακάριζε τό μυαλό μου, ὁ ἐνδιάθετος λόγος δέν ἐκινεῖτο μέ τίποτε. Οὔτε τό “Κύριε” δέν μποροῦσα νά πῶ. Προσπαθοῦσα μέ ὅλες μου τίς δυνάμεις, ἀλλά δέν προχωροῦσε. “Τί γίνεται τώρα ἐδῶ;” ῾Ο Γέροντας μοῦ ἔλεγε:-Μή στενοχωριέσαι, βαβούλη μου. Μόνο ἐπίμενε ἐδῶ. Χτύπα καί θά σπάσῃ. Εἶναι ὁ φλοιός. ῞Αμα σπάσῃ ὁ φλοιός τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ὅπως ὁ σπόρος πού εἶναι μέσα στή γῆ καί ἀρχίζει νά βγάζῃ φύτρο, σπάζει τήν κρέμα τῆς γῆς πού ἔχει ξεραθεῖ, κι ἔτσι φυτρώνει. Καί ἄμα φυτρώσῃ, θά μεγαλώσῃ, θά ἀνθίσῃ, θά καρποφορήσῃ. Καί τότε θά χαίρεσαι ἀπολαμβάνοντας τούς καρπούς τοῦ Πνεύματος…καί θά σοῦ ἀνοίγεται ἡ ὄρεξις γιά περισσότερη καρποφορία καί πνευματική ἀπόλαυσι» (σ. 231).
῾Ο ἀρχάριος ὑποτακτικός δυσκολεύεται. Πέφτει, ἀλλά σάν τό μικρό παιδί τόν σηκώνει ὁ Γέροντας καί ξαναπροσπαθεῖ. ῾Η διακριτική καθοδήγηση τοῦ δασκάλου εἶναι ἀπαραίτητη. ῾Ο Γέροντας δέν συνήθιζε νά λέει πολλά λόγια περί εὐχῆς. ῎Εδινε τίς ἀπαραίτητες συμβουλές στήν πράξη. ῾Ο Γέροντας δέν ἦταν αὐτό πού λέει ὁ λαός: “δάσκαλε πού δίδασκες καί νόμο δέν ἐκράτεις“. Καί δίδασκε καί κρατοῦσε πολύ καλά τόν νόμο καί ἐκ πεῖρας συμβούλευε: «῾Η στάσις του ἦταν “προχώρα καί ἐγώ σέ παρακολουθῶ”. Καί ὁ λόγος ἐγίνετο πρᾶξις. Μέ τήν εὐχή τοῦ Γέροντα κοπιάζαμε στήν προσευχή. Καί ἐρχόταν φορές νά κάνουμε τρεῖς, τέσσερις, πέντε ὧρες Νοερά προσευχή, μέ σκυμμένο τό κεφάλι, καί τό νοῦ κολλημένο μέσα στό βάθος τῆς πνευματικῆς καρδιᾶς. Καμμιά φορά σήκωνα τό κεφάλι νά πάρω ἀέρα, ἀλλά ἡ γλυκύτητα μέ τραβοῦσε πάλι μέσα στήν καρδιά! ῾Η ψυχή μου εἶχε γευθῆ καί ἔλεγε: “Μή ζητᾶς τίποτε ἄλλο, αὐτό εἶναι. Αὐτός εἶναι ὁ πολύτιμος οὐράνιος θησαυρός. ᾿Απόλαυσέ τον!” ᾿Αλήθεια! Πολλές φορές οἱ προσευχές τοῦ Γέροντός μου μέ βοήθησαν νά ἀποκτήσω πνευματική αἴσθησι τῆς θεία Παρουσίας. ᾿Αλλά ἐμεῖς οἱ νεώτεροι ἦταν ἀδύνατον νά φτάσουμε τίς πνευματικές πτήσεις τοῦ ὑψιπέτου Γέροντος ᾿Ιωσήφ» (σ. 277, 278).
῾Ο Γέροντας διαρκῶς συμβούλευε: «σιωπή καί εὐχή». ῎Ετσι εὐλογεῖτο ἡ ἐργασία, ἁγιαζόταν τό στόμα, ἡ γλῶσσα, ἡ καρδιά, ὁ χῶρος, ὁ χρόνος, ὅλος ὁ ἄνθρωπος. «῾Ο μαναχός πού λέει ἀδιαλείπτως τήν εὐχούλα, ὁπλίζεται μέ τέτοια θεϊκή δύναμη, πού καθίσταται ἀπρόσβλητος ἀπό τούς δαίμονες, ἀφοῦ αὐτή τούς καίει καί τούς μαστιγώνει» (σ. 279). ῾Ο Γέροντας τόνιζε πώς ἡ ὑπακοή φέρνει τήν προσευχή στόν ἄνθρωπο καί ὄχι ἡ προσευχή τήν ὑπακοή. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Γέροντας ᾿Εφραίμ ὁ Φιλοθεΐτης, νεαρό καλογέρι τότε καί εὐρισκόμενος ἐν ὑπακοῇ ἔλεγε: «Γέροντα, μ᾿ αὐτήν τήν εὐχή τρέχουν ποτάμι τά δάκρυα ἀπό τά μάτια μου καί καίει μιά φωτιά τήν καρδιά μου γιά τόν Χριστό» (σ. 170).
᾿Εδῶ πρέπει νά τονισθεῖ ὅτι ἡ Εὐχή, δέν ἔχει ἀτομοκεντρικό χαρακτήρα, ἀλλά στό «ἐλέησόν με» περικλείει ὅλη τήν ἑνιαία ἀνθρώπινη φύση, ὅλον τόν κόσμο. ῾Η Νοερά προσευχή, ὅμως, γιά νά καρποφορήσει θά πρέπει νά βρεῖ καί τό κατάλληλο ἔδαφος. ῾Ο Γέροντας ᾿Ιωσήφ ἤξερε νά διακρίνει ποιά ἄτομα ἦταν καλοδιάθετα καί γόνιμο ἔδαφος γιά νά εὐδοκιμήσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. ῎Ετσι κάποτε, ὅταν εἶδε τόν πατέρα ᾿Ιωαννίκιο –δέν ἀνῆκε στή συνοδεία του- εἶδε μέ τούς νοερούς ὀφθαλμούς του ὅτι ἦταν «καλό παιδί» καί εἶπε μέσα του: «Στάσου νά μάθουμε τή Νοερά προσευχή σ᾿ αὐτό τό καλογέρι». Καί τό καλογέρι αὐτό ἄγευστο ὥς ἐκείνη τή στιγμή ἀπό τά οὐράνια αὐτά πράγματα, ἄκουγε μέ προσοχή καί διάθεση ὑπακοῆς τά ἁπλά λογάκια τοῦ Γέροντα. Πῆρε καί τή συγκατάθεση ἀπό τόν πνευματικό τοῦ πατρός ᾿Ιωαννικίου, τόν παπα-᾿Ανανία καί ἄρχισε νά τοῦ διδάσκει τά τῆς εὐχῆς. «῎Ετσι ὅταν ὁ πατήρ ᾿Ιωαννίκιος ἦταν στή βάρκα μόνος του, μέσα στήν ἀπομόνωσι καί τήν ἡσυχία τῆς νυκτερινῆς θαλάσσης, φώναζε ἀκατάπαυστα τήν εὐχούλα. “Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ… Κύριε ᾿Ιησοῦ Χριστέ…” Σέ λίγο ἡ προσευχή ἄρχιζε νά λέγεται ἄνετα καί νά τοῦ δημιουργῇ καρδιακή θέρμη, ὁπότε ὁ νέος μοναχός ἐπιδόθηκε ὁλόψυχα σ᾿ αὐτήν τήν εὐλογημένη ἐργασία. ῎Ετσι αὐτό τό καλογέρι ἔμαθε καί ἔλαβε τήν εὐχή ἀπό τόν Γέροντα ᾿Ιωσήφ, διότι ἦταν καθαρό. Εἶχε γίνει ἕνας ἀπό τούς πιό καλούς μοναχούς τῆς Σκήτης (τῆς Μικρᾶς ῾Αγίας ῎Αννης) καί τό ὄνομά του τό θυμοῦνται ὅλοι οἱ παλαιοί πατέρες». (σ. 210). ῾Ο μοναχός αὐτός προσβλήθηκε ἀπό φυματίωση. ῾Ο Γέροντας τοῦ συμπαραστάθηκε πολύ. Μέ τόν ἀγῶνα του, ἀλλά καί μέ τίς προσευχές τοῦ Γέροντος ᾿Ιωσήφ κέρδισε μιά ὡραιότατη θέση στήν ἀγκαλιά τοῦ Χριστοῦ μας, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα μέ τόση θέρμη πρόφερε… (σ. 210).
῾Ο Γέροντας ᾿Ιωσήφ δέν ἀπολυτοποιοῦσε τήν χάρη πού δίνει ἡ Νοερά προσευχή. ῎Εδινε μεγάλη σημασία καί στήν Θεία Λειτουργία, τό μυστήριο τῶν μυστηρίων. ᾿Αρχικά στή συνοδεία του λειτουργοῦσαν κάθε Σαββατοκύριακο καί μετεῖχαν τῆς Θείας Μεταλήψεως. ᾿Αργότερα, ὅταν ἀπέκτησε ἡ συνοδεία ἱερεῖς, λειτουργοῦσαν καθημερινά. ῾Ο Γέροντας ἀγαποῦσε πολύ νά μεταλαμβάνει συχνά. «῏Ηταν ἀπό τούς λίγους ἐκείνους ῾Αγιορεῖτες, οἱ ὁποῖοι ὑπεστήριζαν τήν συχνή θεία κοινωνία» (σ. 378). ῎Αν καί ὁ ἴδιος δέν ἦταν λειτουργός, ὅμως ἀξιωνόταν νά βλέπει θαυμαστά πράγματα. «(ἀναφερόμενος στό Γέροντα ᾿Εφραίμ τόν Φιλοθεΐτη, πού τότε ἦταν διάκονος): «-Κούτσικο, τόν εἶδες αὐτόν πού ἦταν κοντά σου; -Ποιόν Γέροντα; -῞Οταν ἐθύμιαζες ἔξω, σέ ἀκολουθοῦσε ἕνας ῎Αγγελος μέ μιά λαμπάδα. Προχωροῦσε αὐτός καί ᾿σύ ἐθύμιαζες. Δέν τόν ἔβλεπες; ῾Ο Γέροντας ἔβλεπε, ἀλλά ἐγώ ποῦ νά δῶ!!! ῎Αλλη φορά πάλι πού λειτουργούσαμε, ὁ παπα-Χαράλαμπος ὡς ἱερεύς κι ἐγώ ὡς διάκονος, κατά τόν καθαγιασμό τῶν τιμίων Δώρων ὁ Γέροντας μπῆκε μέσα στό ἱερό βῆμα. Καί μετά πού τελειώσαμε τή θεία Λειτουργία, μέ ἀκατανόητα λόγια μᾶς εἶπε: -Συμμετεῖχα κι ἐγώ σ᾿ αὐτό τό ΟΠΟΙΟ κάνατε ἐκεῖ μέσα. –Τί; Γέροντα; -Νά, αὐτό πού ἱερουργεῖτε. ᾿Εκεῖ μέσα εἴσαστε ῎Αγγελοι καί ὄχι κοινοί ἄνθρωποι. Καί μόλις μπῆκα κι ἐγώ μέσα μέ πῆρε κι ἐμένα αὐτή ἡ Χάρις» (σ. 378).
῾Ο Γέροντας ἦταν ὁ ἀθόρυβος παρατηρητής τῶν πάντων. ῏Ηταν, θά λέγαμε, ὁ προπονητής τῶν ἱερέων πού λειτουργοῦσαν στό ταπεινό ἐκκλησάκι τῆς καλύβης του. Πρίν τήν θεία Λειτουργία, εἶχε προηγηθεῖ ὁ προσωπικός κανόνας μέ ὁλονύκτιο ἀγρυπνία, νοερά προσευχή, μετάνοιες, δάκρυα. Εἶχε καλλιεργηθεῖ τό ἔδαφος γι᾿ αὐτό κι ὁ παπα-Εφραίμ ὁ Κατουνακιώτης ἔβλεπε ὁλοζώντανη τή Χάρη: «Συχνά στή θεία Λειτουργία ὁ παπα-᾿Εφραίμ ἔβλεπε τήν θεία Χάρι ὁλοζώντανη, ψηλαφητή, νά γεμίζῃ ὅλο τό ἐκκλησάκι. Διά τοῦτο ἔλεγε ἐμπειρικά ὅτι: “Τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον δέν ὁρᾶται, ἀλλά ἡ χάρις Του ὁρᾶται ”» (σ. 177).
῾Ο Γέροντας ᾿Ιωσήφ ἦταν, ὅπως εἴπαμε στήν ἀρχή, ὁ Θεολόγος τῆς ἐμπειρίας καί τῆς χάριτος. ῞Ομως μέ τό φτωχό ἀνθρώπινο λεξιλόγιο δέν μποροῦσε νά περιγράψει τίς ἐμπειρίες τοῦ ἀκτίστου πού βίωνε, νά διηγηθεῖ τά ἀπόρρητα μυστήρια τῆς θεολογίας. ᾿Επειδή ὁ ἴδιος βίωνε τέτοιου εἴδους ὑπερφυσικές καταστάσεις, μποροῦσε ὡς φωτισμένος ἀπό τό ῞Αγιο Πνεῦμα νηπτικός πατήρ νά γράφει: «῾Ο ἀληθὴς μοναχός, ὅταν ἐν τῇ ὑπακοῇ καὶ τῇ ἡσυχίᾳ καθαρίσῃ τὰς αἰσθήσεις καὶ γαληνιάσῃ ὁ νοῦς, καὶ καθαρισθῇ ἡ καρδία του, τότε λαμβάνει χάριν καὶ φωτισμὸν γνώσεως καὶ γίνεται ὅλος φῶς, ὅλος νοῦς, ὅλος διαύγεια, καὶ βρύει θεολογίαν, ὅπου ἄν γράφουν τρεῖς δέν προλαμβάνουν τὸ ρεῦμα τῆς Χάριτος, ὅπου βρύει κυματωδῶς καὶ σκορπίζει εἰρήνην καί ἄκραν ἀκινησίαν παθῶν εἰς ὅλον τό σῶμα. Φλογίζεται ἡ καρδία ἀπὸ θείαν ἀγάπην καὶ φωνάζει: “Κράτει, ᾿Ιησοῦ μου, τὰ κύματα τῆς Χάριτός σου, ὅτι ἀναλύομαι ὡσεὶ κηρός”» (ἀπό τίς ᾿Επιστολές του, σ. 302). Οἱ ἴδιες καταστάσεις πού περιγράφει στό πιό πάνω ἀπόσπασμα τῆς ἐπιστολῆς του χαρακτηρίζουν τόν ἴδιο: «Πολλές φορές , ὅταν ἔβγαινε ἀπό τήν πολύωρη ἀγρυπνία του μέ Καρδιακή προσευχή, τό πρόσωπό του ἦταν ἀλλοιωμένο καί φωτεινό καί τό Φῶς ἐκεῖνο, μέσα στό ὁποῖο λουζόταν συνεχῶς ἡ ψυχή του, κατά καιρούς, περιέλουζε ἐμφανῶς καί τό σῶμα του. ῾Ο Γέροντας ἦταν μέτοχος τοῦ ἀκτίστου Φωτός καί τό ἔβλεπε ὡς ὁ θεόπτης»(σ. 303). ῾Ο Γέροντας εἶχε ξεπεράσει τά στάδια τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ καί εἶχε φθάσει στήν ἀνώτατη βαθμίδα, τή θέωση.
Αὐτός, λοιπόν, ὁ ἀδάμας τοῦ πνεύματος, αὐτός ὁ βιαστής τῆς φύσεως, αὐτό τό καθαρόν δοχεῖον τῆς χάριτος, δέν ἔμεινε ἀπρόσβλητος ἀπό τίς ἐπιθέσεις τοῦ ἀρχεκάκου. ῎Εχουμε ἤδη πεῖ γιά τή συκοφαντία τῆς πλάνης πού τοῦ εἶχαν προσάψει. Ὡς ἡσυχαστής εἶχε ἕνα αὐστηρό πρόγραμμα καί προσπαθοῦσε νά τό τηρεῖ μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. ῎Αν καί ἐνημέρωνε πότε δέχεται, ἐν τούτοις ὁρισμένοι σκανδαλίζονταν καί ἄρχισαν νά διαδίδουν τήν κατηγορία ὅτι ἦταν πλανεμένος. ῾Ο Γέροντας ἔβλεπε ὅτι πίσω ἀπ᾿ ὅλα αὐτά ἦταν ὁ διάβολος, γι᾿ αὐτό καί τούς ἀντιμετώπιζε μέ πατρική ἀγάπη: «῏Ηταν δέ πολύ προσεκτικός , σ᾿ αὐτούς πού σκανδαλίζονταν νά μήν τούς κατακρίνῃ, γι᾿ αὐτό καί ἔλεγε: “῎Ας λένε ἐναντίον μου, τέτοια μάτια ἔχουν, ἔτσι βλέπουν. Δέν φταῖνε οἱ ἄνθρωποι, τά μάτια τους δέν βλέπουν σωστά”» (σ. 199). ᾿Ακόμα καί τήν ψυχή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἄγγιξε ὁ πόνος πού προξενεῖ ἡ συκοφαντία καί ἡ λύπη πού προξενεῖ ἡ συκοφαντία ἄγγιξε τήν καθαρή ψυχή του. ῎Ελεγε, λοιπόν, σέ κάποιο φίλο του: Πρέπει ὅλα νά τά σκεπάζουμε, ὅλα νά τά ὑπομένουμε καί νά ἀφήνουμε τήν δικαίωση τοῦ ἑαυτοῦ μας στόν Κύριο, ὁ ὁποῖος δέν θά μᾶς παραβλέψει, διότι “῾Ο συκοφαντῶν πένητα παροξύνει τὸν ποιήσαντα αὐτόν”» (Παρ. ιδ΄, 31· Ε.Π.Ε. 3, 192-194, §1).
Βέβαια, πίσω ἀπό ὅλα αὐτά κρυβόταν στήν πραγματικότητα τό ὕπουλο πάθος του φθόνου, ὅπως παραδέχθηκαν ἐναπομείναντες παλαιοί πατέρες . ᾿Ακόμα καί ὁ πατήρ Παΐσιος εἶχε πέσει θῦμα αὐτῶν τῶν καλοθελητάδων καί δέν τόν συνάντησε, ἄν καί τό ἤθελε πολύ. ᾿Αργότερα, ὅταν κατάλαβε τί εἶχε συμβεῖ -διαβάζοντας τό βιβλίο “῎Εκφρασις μοναχικῆς ἐμπειρίας” μονολογοῦσε: «Τί ἔχασα, τί ἔχασα!». Μέχρι καί Μητροπολίτης ἔφθασε σέ σημεῖο νά υἱοθετήσει κατηγορίες ἠθικῆς φύσεως ἐναντίον τοῦ Γέροντος. (σ. 105).
῾Η μεγαλύτερη δοκιμασία γιά τήν ὁποία ὁ Γέροντας πόνεσε πολύ ἦταν ὅταν οἱ πατέρες τῆς Σκήτης τῆς Μικρᾶς ῾Αγίας ῎Αννης ἀποφάσισαν νά τόν διώξουν υἱοθετώντας τίς παραπάνω κατηγορίες περί πλάνης. ῾Ο Γέροντας κατέφυγε ποῦ ἀλλοῦ, στήν γλυκιά του μανούλα, τήν Παναγία μας: «-Συγχώρησόν με, Μανούλα μου, ὅπου ἐν ἀγνοίᾳ μου σέ λυπῶ. Δέσποινά μου, μή ἐγκαταλείπῃς με. Τότε ἄκουσα τή μακαρία καί μελισταγῆ φωνή της νά λέγῃ: -Γιατί ἀπελπίζεσαι; ἔχε τήν ἐλπίδα σου εἰς ἐμένα» (σ. 206). «᾿Από ἐκείνη τήν στιγμή ἡ Παναγία μας φώτισε τούς προεστῶτας τῆς Σκήτης, πού ἦταν ἐναντίον του, νά μακροθυμήσουν… Παρ᾿ ὅλα αὐτά, ὅμως, καί ἐνῶ ὁ διωγμός κατέπαυσε, οἱ κατηγορίες καί οἱ θλίψεις ἔρχονταν ἡ μία κατόπιν τῆς ἄλλης» (σ.207) .
Οἱ δοκιμασίες ποῦ ὑπέμεινε ὁ Γέροντας μᾶς θυμίζουν τίς δοκιμασίες τοῦ ῾Αγίου Νεκταρίου. ῞Ομως ὁ Κύριος δέν ἀφήνει τούς ἐκλεκτούς Του. Τούς προστατεύει καί τούς ὀχυρώνει: «Οἱ πεποιθότες ἐπὶ Κύριον, ἐοίκασιν ὄρει τῷ ἁγίῳ, οἳ οὐδαμῶς σαλεύονται, προσβολαῖς τοῦ Βελίαρ» (ἀναβαθμός β΄ ἤχου). ῞Ομως, ἄν καί ὁ Γέροντας δέν σαλεύθηκε οὔτε καί κλονίσθηκε ἀπό τά φοβερά αὐτά χτυπήματα τοῦ μισοκάλου, ἐν τούτοις οἱ φοβερές αὐτές κατηγορίες δέν φαίνεται νά ἄφησαν ἀνέπαφο τόν ἐσωτερικό του κόσμο, γι᾿ αὐτό καί μέ πόνο ψυχῆς γράφει στήν ἀδερφή του: «᾿Ηξεύρεις τί εἶναι νὰ μὴν πειράζῃς, νὰ σὲ πειράζουν; Νὰ μὴν κλέπτῃς, νὰ σὲ κλέπτουν; Νὰ εὐλογῇς, νὰ σὲ καταρῶνται; Νὰ ἐλεῇς, νὰ σὲ ἀδικοῦν; Νὰ ἐπαινῇς, νὰ σὲ κατακρίνουν; Νὰ ἔρχωνται χωρὶς λόγον νὰ σὲ ἐλέγχουν, νὰ σὲ φωνάζουν διηνεκῶς πλανεμένον, ἐφ᾿ ὅρου ζωῆς; Καὶ νὰ ἠξεύρῃς ὅτι δὲν εἶναι ὡς λέγουν. Καὶ νὰ βλέπῃς τὸν πειρασμὸν ὅπου τοὺς κινεῖ. Καὶ σὺ νὰ μετανοῇς καὶ νὰ κλαίῃς ὡς αἴτιος, ὅτι εἶσαι τοιοῦτος» (σ. 202).
῾Ο Γέροντας μέ τούς καθαρούς ὀφθαλμούς τῆς ἡγιασμένης ψυχῆς του ἔβλεπε τίς κινήσεις τοῦ πειρασμοῦ, διέκρινε τά πνεύματα τῆς πονηρίας. Εἶχε, βέβαια, τό φυσικό παράπονο τοῦ ἀδικουμένου, δέν εἶχε ὅμως μέσα του τήν τάση τῆς ἐκδικήσεως, τῆς ἀνταποδόσεως. ᾿Ακολουθοῦσε τό ὑπόδειγμα τοῦ ἠγαπημένου του ᾿Ιησοῦ, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα πρόφερε ἀδιαλείπτως: «λοιδορούμενος, οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει, παρεδίδου δὲ τῷ κρίνοντι δικαίως» (= ὅταν τόν ἔβριζαν, δέν ἀνταπέδιδε τίς ὕβρεις, ὅταν ὑπέφερε, δέν ἀπειλοῦσε, ἀλλά ἄφηνε τήν κρίση σ᾿ ἐκεῖνον, πού μπορεῖ νά κρίνει δίκαια) (Α΄ Πέτρ. β΄ , 23). Στρεφόταν στό εὐλογημένο καταφύγιό του, τήν προσευχή κι ἀπό ἐκεῖ ἀντλοῦσε δύναμη καί χάρη, διότι ἀνθρωπίνως θά εἶχε γονατίσει. ῎Ηξερε ἐκ πεῖρας ὅτι «ὀφθαλμοὶ Κυρίου ἐπὶ δικαίους καὶ ὦτα αὐτοῦ εἰς δέησιν αὐτῶν, πρόσωπον δὲ Κυρίου ἐπὶ ποιοῦντας κακά» (= τά μάτια τοῦ Κυρίου εἶναι προσηλωμένα στούς δίκαιους καί τά αὐτιά του στήν προσευχή τους, τό πρόσωπο ὅμως τοῦ Κυρίου εἶναι ἐναντίον ἐκείνων πού κάνουν τό κακό) (Α΄ Πέτρ. γ΄, 12).
Πῶς μποροῦσε, λοιπόν, αὐτό τό χρυσάφι πού βγῆκε ἀτόφιο ἀπό τό φοβερό καμίνι τῶν πειρασμῶν νά μήν φωτίζει καί νά μή βοηθεῖ ὅσους τόν εἶχαν ἀνάγκη; ῞Ο,τι μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά τόν Χριστό, τά ἴδια ἰσχύουν κατ᾿ ἀναλογία καί γιά τόν πολύπαθο Γέροντα ᾿Ιωσήφ: « ἐν ᾧ γὰρ πέπονθεν αὐτὸς πειρασθείς, δύναται τοῖς πειραζομένοις βοηθῆσαι» (=διότι ἐπειδή ὑπέφερε ὁ ἴδιος μέ ὅσα δοκιμάσθηκε, εἶναι ἱκανός νά βοηθήσει ἐκείνους πού δοκιμάζονται) (῾Εβρ. β΄, 18). Ἔτσι βοήθησε ὡς πνευματικός πατέρας τόσο τά μέλη τῆς συνοδείας του, ἀλλά καί κάθε ἄνθρωπο πού τοῦ ζητοῦσε πνευματική στήριξη. Εἶχε ἀποκτήσει τό χάρισμα τῆς διοράσεως καί τό χρησιμοποιοῦσε καταλλήλως στή διακονία τοῦ μυστηρίου τῆς ἐξομολογήσεως: «῾Ο Γέροντας ᾿Ιωσήφ ἦταν πολύ πεπειραμένος. ῞Οταν τόν ἐπισκεπτόμασταν κατά τίς νύχτες γιά ἐξομολόγησι, πολλές φορές ἔπαιρνε αὐτός τήν πρωτοβουλία καί μᾶς ἐξηγοῦσε λεπτομερῶς τό πρόβλημά μας καί τήν λύσι του, προτοῦ τοῦ περιγράψουμε τί μᾶς ἀπασχολοῦσε! Δηλαδή, γνώριζε τήν ἐσωτερική μας κατάστασι καί μᾶς ἐξηγοῦσε σέ τί ὀφείλεται καί πῶς πρέπει νά τήν ἀντιμετωπίζουμε, εἴτε πρόκειται γιά λογισμούς εἴτε γιά πάθη εἴτε γιά ἐνέργειες τῆς Χάριτος. Δέν εἶχε ἀνάγκη νά ἐρωτήσῃ, γιά νά ἀναλύσῃ τά προβλήματα καί ν᾿ ἀπαντήσῃ. Μέ μιά ἁπλῆ ματιά διάβαζε τούς λογισμούς μας. Διότι ἀφ᾿ ἑνός μέν εἶχε τεράστια ἀσκητική ἐμπειρία, ἀφ᾿ ἑτέρου δέ εἶχε τήν Χάρι τῆς διοράσεως. Θαυμάζαμε πῶς ἤξερε τόν ἐσωτερικό μας κόσμο τόσο καλά, ἐνῶ ἐμεῖς οἱ ἴδιοι δυσκολευόμασταν νά τόν περιγράψουμε! ῾Ως τόσον ὅμως, συνήθως δέν φανέρωνε ξεκάθαρα ὅτι διάβαζε τούς λογισμούς μας. Φυσικά ἐμεῖς δέν τοῦ κρύβαμε τίποτε, ἀλλά καί νά θέλαμε, ἄλλωστε, νά τοῦ κρύψουμε κάτι, δέν μπορούσαμε, διότι μᾶς τό ἔλεγε ἐκεῖνος» (σ. 244).
῾Ο Γέροντας ἀπό τήν πολλή του ἀγάπη συμβούλευε εἴτε αὐτοπροσώπως εἴτε μέ γράμματα μέ προθυμία. ᾿Ακόμα καί στίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ζωῆς του, ἄν καί δέν μποροῦσε νά γράψει ἰδιοχείρως, ὑπαγόρευε σέ ἄλλους τίς ἐπιστολές πού ἀπευθύνονταν σέ πονεμένους ἀνθρώπους. ῞Οταν ἔπασχε κάποιος, ὁ Γέροντας συνέπασχε καί μάλιστα πολλές φορές ἔκλαιγε, ἐφαρμόζοντας στήν κυριολεξία τό παύλειο: «κλαίειν μετά κλαιόντων» (Ρωμ. ιβ΄, 18).
Μερικές φορές ὁ Γέροντας φερόταν ἀπότομα καί ἐπέπληττε μέ μεγάλη αὐστηρότητα τά μέλη τῆς συνοδείας του, τούς ἔκανε αὐτό πού λέμε πραγματικά καψόνια, ἔχοντας βέβαια τόν σκοπό του. ῾Ο Γέροντας ᾿Εφραίμ ὁ Φιλοθεΐτης εἶχε ἀκούσει ἀπό τόν Γέροντα μόνο δύο φορές στή ζωή του τό ὄνομά του. Οἱ συνήθεις πρός αὐτόν προσφωνήσεις τοῦ Γέροντα ἦταν: «Βαβούλη», «κούτσικο» κ. ἄ. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό καί συνάμα διδακτικό τό περιστατικό μέ τόν παπα-Χαράλαμπο. ῞Οταν ὁ παπα-Χαράλαμπος εἶχε πάει στήν ἀρχή κοντά στόν Γέροντα, ἐκεῖνος ἄρχισε τό συνηθισμένο σφυροκόπημα (τήν συνηθισμένη ἐν σοφίᾳ καί γνώσει παιδεία του): «Ἄρχισε, λοιπόν, νά προσφωνῇ (ὁ Γέροντας) καί τόν Χαράλαμπο μέ διάφορα ἐπίθετα. Γιά παράδειγμα, συνήθιζε νά τοῦ λέει:“῎Ελα δῶ ρέ. ῾Ο δόκιμος Χαράλαμπος στίς ἀρχές ἔλεγε μέσα του: “Ρέ; Τί ρέ! ῎Ονομα δέν ἔχω; Δούλευα μέ κοσμικούς στή Νομαρχία καί ποτέ δέν ἄκουσα νά μιλοῦν μ᾿ αὐτόν τόν τρόπο. Πάντα στόν πληθυντικό μοῦ ἀπευθύνονταν: Τί γίνεστε κύριε Γαλανόπουλε; ἤ σᾶς εὐχαριστῶ, σᾶς παρακαλῶ. ᾿Εδῶ μέχρι στιγμῆς δέν ἄκουσα οὔτε ἕνα εὐχαριστῶ ἤ ἕνα παρακαλῶ. Παράξενοι ἄνθρωποι!“ Μετά ὅμως τήν ἐξαγόρευσι τῶν λογισμῶν του, τόν περίλαβε ὁ Γέροντας καί τοῦ φανέρωσε ὅλη τήν ἐσωτερική του κατάστασι. – ῞Ωστε στόν κόσμο ἤσουν ἀγωνιστής ἔ;᾿Ενήστευες, ἀγρυπνοῦσε, ἀσκήτευες, ἤσουν ἔξυπνος, ἐργατικός, τίμιος! Καί ἀπό ὅλα αὐτά τί κατάφερες; Νά μᾶς κουβαλήσης ἐδῶ ἕνα σωρό κενοδοξία, ἐγωΐσμό καί αὐτοπεποίθησι. Τώρα πού κόπηκαν οἱ ἔπαινοι δέν εἶναι καλά, ἔ;» (σ. 367, 368). ῾Η τακτική αὐτή τοῦ γέροντος ἀπέβλεπε στόν νά διασφαλίσει τόν νεαρό ὑποτακτικό στό λιμάνι τῆς ταπεινώσεως. Μεταχειριζόταν ὅλα τά μέσα μέ παιδαγωγικό τρόπο γιά τήν ὠφέλεια τῶν παιδιῶν του: «῾Η αὐστηρότητά του ἀπέβλεπε στήν κάθαρσί μας ἀπό τά πάθη καί στό νά μήν πάρουν τά μυαλά μας ἀέρα» (σ. 288). Στό βάθος αὐτό ἦταν μιά ἔξυπνη τακτική. ῾Η καρδιά του ἦταν γεμάτη ἀγάπη.
῞Ομως στήν ᾿Εξομολόγηση ἦταν τελείως διαφορετικός: «῎Αν καί ὁ Γέροντας ἦταν ἀπίστευτα αὐστηρός ἀπέναντί μας κατά τήν διάρκεια τῆς ἡμέρας, ὅμως κατά τήν ὥρα τῆς ᾿Εξομολογήσεως ἦταν γεμᾶτος πολλή ἀγάπη καί μέ ἤπιο τρόπο μᾶς ἐξηγοῦσε γιά ποιό λόγο κάναμε ἐκεῖνο τό λάθος, ποιές ἦσαν οἱ αἰτίες πού τό προκάλεσαν…» (σ. 243). ῾Η ἀγάπη τοῦ Γέροντος ξεχειλίζει λίγες ἡμέρες πρίν τήν κοίμησή του σέ ἐπιστολή πού ἔστειλε στόν παπα-᾿Εφραίμ τόν Κατουνακιώτη: «Σπλάγχνα μου θεῖα καί ἱερά, ἀγαπητόν μου τέκνον παπα-Εφραίμ, ἔχεις τά πατρικά φιλιά μου. ῎Εχεις ὁλόκληρον τήν ἀγάπην μου, ἔχεις τήν εὐχήν μου,…» (σ. 430).
῾Ο Γέροντας ᾿Ιωσήφ δέν τά εἶχε καλά μέ τούς γιατρούς καί τά φάρμακα. Τά ἄφηνε ὅλα στά χέρια του Θεοῦ. Ὅμως στά τέλη τοῦ βίου του φάνηκε πιό συγκαταβατικός. «᾿Εσύ εἶσαι φιλάσθενο παιδί (ἔλεγε στόν Γέροντα Ἐφραίμ τόν Φιλοθεΐτη). Θά πᾶς καί στόν γιατρό. Μήν κοιτᾶς τί ἔκανα καί τί πίστευα ἐγώ καί ὁ πατήρ ᾿Αρσένιος. ᾿Εσύ εἶσαι ἀδύναμος.῞Αμα χρειασθῇς γιατρό καί φάρμακα, νά πᾶς. Αὐτό τό μάθημα δέν τό εἶχα μάθει τόσα χρόνια, τώρα ὅμως στά γεράματα τό ἔμαθα. Τώρα πού ἦρθα στό τέλος, εἶδα ὅτι πρέπει νά εἶμαι συγκαταβατικός στούς γιατρούς καί τά φάρμακα» (σ. 266). ῞Ολες αὐτές οἱ ταλαιπωρίες τόν εἶχαν καταβάλει. «῎Εφθασε, λοιπόν, νά εἶναι ὅλος μιά πληγή» (σ. 406). Μόνο στά τέλη τοῦ βίου του πῆγε αὐτός καί ἡ συνοδεία του σέ μέρος πιό ἤπιο στίς καιρικές συνθῆκες (Στή Νέα Σκήτη). Τότε ἐλαττώθηκαν καί οἱ ὑπερβολικοί σωματικοί κόποι γιά νά μποροῦν νά ἐπιδίδονται πιό ἀποτελεσματικά στή Νοερά προσευχή. Τότε ἐπέτρεψαν στούς ἑαυτούς τους λίγη παρηγοριά: ἔπαψαν νά τρῶνε συνεχῶς ἀλάδωτα φαγητά (συνεχεῖς νηστεῖες), γιατί κατάλαβε ὁ Γέροντας ὅτι ἡ νέα γενιά δέν ἔχει δυνάμεις γιά συνεχεῖς νηστεῖες. «῎Ετσι ἀρχίσαμε νά τρῶμε λαδερά φαγητά στίς καταλύσιμες μέρες, ἀκόμα καί τυρί καί ψάρι, ἄν εἴχαμε» (σ. 406). ῾Ο Γέροντας τόνιζε ἐκ πεῖρας τήν ἀνάγκη ἐξευρέσεως πνευματικοῦ ὁδηγοῦ, ὥστε μέ λιγότερο κόπο στά σωματικά νά ἐφαρμόζεται ἕνα «αὐστηρό τυπικό στό θέμα τῆς προσευχῆς καί τῆς ἐγκράτειας». Βλέπετε, καμμία ὑποχώρηση στά πνευματικά, ἀλλά ἕνας διακριτικός ἑλιγμός, μία συγκατάβαση γιά νά ἐπιτελοῦνται καλύτερα τά πνευματικά. ῾Ο Γέροντας ἀναπαύθηκε μέ τό καινούργιο τυπικό πού ἐφάρμοσαν στή Νέα Σκήτη, γι᾿ αὐτό καί αὐτός ὁ φοβερός ἀσκητής ἔγραφε σέ κάποια ἐπιστολή: «Ζοῦμε, χάριτι Θεοῦ πολύ εὐχάριστα. Ἔχομεν καί μίαν βαρκούλα, ὅπου ψαρεύουν (ἐννοεῖ τά μέλη τῆς συνοδείας). Πιάνουν χάνους, πίνες, ἀχινούς. ῾Ο ᾿Ιωσήφ εἶναι ἐπί τῆς λέμβου ὁ καπετάνιος. Καί πάλιν κύριον ἔργον ἡ Νοερά προσευχή. Πάλιν πένθος καί δάκρυα. Πάλιν νῆψις καί θεωρία. Πλούσια τά πνευματικά ἐλέη τοῦ Κυρίου!» (σ. 407).
῞Ομως ἡ εὐχάριστη αὐτή ζωή δέν κράτησε, ὅπως φαίνεται, καί πάρα πολύ. ῾Ο Γέροντας, ἄν καί ἦταν ἑξήντα χρόνων, φαινόταν γέρος ἑβδομήντα πέντε ἐτῶν. Οἱ ἀσθένειες τόν ταλαιπώρησαν πολύ. Τό τέλος φαινόταν νά πλησιάζει. «Τόν πρόσβαλαν δύο σοβαρές ἀσθένειες: ὁ ἄνθρακας (δερματική ἀσθένεια) καί ἡ καρδιακή ἀνεπάρκεια, ἡ μία κατόπιν τῆς ἄλλης, καί ἐπέφεραν τό τέλος τῆς ἐπιγείου ζωῆς του» (σ. 420). ῾Ο ἴδιος εἶχε μιά νηφάλια ἀντιμετώπιση τῶν πραγμάτων. Εἶχε πλήρη συνείδηση τῆς καταστάσεώς του. ῾Η συνείδησή του ἦταν λαμπικαρισμένη καί καθαρή: δέν τόν ἔλεγχε γιά τίποτε. ᾿Επιθυμοῦσε νά πεθάνει γιά νά πάει τό γρηγορότερο στόν ἠγαπημένο του Χριστό (Φιλ. α΄, 23). Καταλάβαινε ὅτι ἡ ἀσθένεια ἦταν ἕνα κάλεσμα ἀπό τόν Θεό: «εἶναι κατά βάθος ἀπό τόν Θεό -ἔλεγε-χείρ Κυρίου ἐπάνωθέν μου» (σ. 431). Δέν ἔτρεμε μπροστά στό γεγονός τοῦ θανάτου. ῏Ηταν προετοιμασμένος. ῞Ολη του ἡ ζωή ἦταν μιά διαρκής προετοιμασία γιά τόν θάνατο. Προγευόταν τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἤδη ἀπό αὐτήν τήν ζωή, γι᾿ αὐτό καί μποροῦσε καί ἔγραφε μετά λόγου γνώσεως: «῾Ο θάνατος, ὅπου εἰς τούς πολλούς εἶναι μέγας καί τρομερός, εἰς ἐμένα εἶναι μία ἀνάπαυσις, ἕνα γλυκύτατον πρᾶγμα, ὅπου μόλις ἔλθῃ θά μέ ξεκουράσῃ ἀπό τάς θλίψεις τοῦ κόσμου. Καί τόν περιμένω ἀπό στιγμῆς εἰς στιγμήν. Εἶναι μέγας ὄντως, ἀλλά πολύ μεγάλος ἀγών νά σηκώσῃ κανείς ὅλα τά βάρη τοῦ κόσμου σήμερον, ὅπου ὅλοι ζητοῦν ἀπό τόν ἄλλον νά πληρωθοῦν ὅλαι αἱ ἐντολαί. Δι᾿ αὐτά καί δι᾿ ὅλα ἐγώ ἔγινα πτῶμα. Παρακαλῶ τόν Θεόν νά μέ πάρει νά ἡσυχάσω» (σ. 417).
Εἶναι πολύ συγκινητικές οἱ ἐκδηλώσεις τῶν ἀγαπημένων του πνευματικῶν τέκνων προκειμένου νά τόν κρατήσουν στή ζωή. Κάνουν κάθε δυνατή ἀνθρώπινη προσπάθεια. ῾Ο Γέροντας ᾿Εφραίμ, «τό κούτσικο», γίνεται λαγός νά πάει νά φέρει γιατρό. ῞Ολοι ξενυχτοῦν διαδοχικά μέ βάρδιες στό προσκεφάλι του. Προσπαθοῦν νά κρύψουν τόν λυγμό τους, προσεύχονται, λένε διαρκῶς τήν εὐχή πού τούς δίδαξε ὁ ἀγαπημένος τους Γέροντας. ῾Ο ἴδιος τά ἀντιλαμβάνεται καί ἀφηγεῖται: «ἡ συνοδεία μου κλαίει, κἄν θέλω, κἄν δέν θέλω, δέν μέ ἀφήνουν νά πεθάνω». Καί παρακάτω συνεχίζει: «Οἱ ἀδελφοί σου δέν ἡσυχάζουν. Ζητοῦν νά μέ ζωντανέψουν» (σ. 431). Καί πῶς νά ἡσυχάσουν. Οἱ ἐκδηλώσεις τους εἶναι ἐκδηλώσεις ἀνθρώπινης εὐγνωμοσύνης στό ἄνθρωπο ἐκεῖνο διά τοῦ ὁποίου ἔνιωσαν μέσα τους ζωντανή τήν παρουσία τοῦ ἁγίου Θεοῦ. Στόν ἄνθρωπο πού προσπαθοῦσε σέ ὅλη του τή ζωή νά τούς μεταγγίσει τόν παράδεισο πού ζοῦσε μέσα του. Προσπαθοῦσαν μέ κάθε τρόπο νά τόν ἀναπαύσουν, κυρίως μέ τήν ὑπακοή τους καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν του. Εἶναι ἐπίσης πολύ χαρακτηριστικά τά λογάκια πού εἶπε στόν «ζαρωμένο καί πιό ἄχρηστο» (σ. 433), ὅπως τόν ἀποκάλεσε Γέροντα ᾿Εφραίμ τόν Φιλοθεΐτη πρίν τήν ὁσιακή κοίμησή του ὁ Γέροντας ᾿Ιωσήφ: «-῞Οπως μέ ἀνέπαυσες παιδάκι μου, ὁ Θεός νά σέ ἀναπαύσῃ. ᾿Ε, αὐτό ἦταν γιά μένα ἡ μεγαλύτερη εὐτυχία ! Καί τόν ρώτησα κατόπιν: -Γέροντα, θά μοῦ κάνεις καμμιά προσευχή τώρα; -῎Ελα παιδί μου, σκῦψε τό κεφαλάκι σου. Μέ ἀγκάλιασε, μοῦ πῆρε τό κεφάλι μου πάνω στό στῆθος του καί ἔβαλε τά χεράκια του πάνω. Μέ σταύρωσε, μέ σταύρωσε, μέ σταύρωσε καί μοῦ εἶπε πολλές δικές του εὐχές βγαλμένες μέσα ἀπό τήν καρδιά του. Αὐτό ἦταν ἡ μεγαλυτέρα ἀμοιβή ὅλων τῶν κόπων τῆς ὑπακοῆς μου. Δέν ἤθελα τίποτα ἄλλο στή ζωή μου» (σ. 436).
«᾿Επιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος» (῾Εβρ. ια΄, 32), ἀδελφοί μου, ἄν συνεχίσω μέ αὐτόν τόν ρυθμό. Νομίζω, ὅσα εἴπαμε εἶναι ὑπεραρκετά γιά νά καταλάβουμε, ἔστω νοητικά, τά ὕψη τῆς ἁγιότητος στά ὁποῖα εἶχε φτάσει ὁ Γέροντας ᾿Ιωσήφ. Τά ὑπόλοιπα γιά τό ὁσιακό τέλος του καί ὅλες τῆς λεπτομέρειες του βίου του θά τά μάθετε ἐντρυφώντας μέσα στό πολύ ἀξιόλογο καί ἐποικοδομητικό αὐτό βιβλίο, πού ἀξίζει νά κοσμεῖ τήν βιβλιοθήκη κάθε χριστιανοῦ.
Πολλοί θά θέλαμε νά εἴμαστε οἱ ζαρωμένοι καί ἄχρηστοι, ὅπως ὁ π. ᾿Εφραίμ ὁ Φιλοθεΐτης, πού θά σκύβαμε στήν ἐπιθανάτια κλίνη τοῦ Γέροντος ᾿Ιωσήφ καί θά παίρναμε τήν εὐχή του καί τήν προσευχή του. Εἶμαι σίγουρος πώς ἡ μεγάλη ἀγάπη τοῦ Γέροντος δέν θά μᾶς ἀφήσει πεινασμένους καί διψασμένους, ἄν καί ἐμεῖς βαδίσουμε στά χνάρια τοῦ Γέροντος ᾿Ιωσήφ τοῦ ᾿Ησυχαστοῦ καί Σπηλαιώτου. ῎Ας ἔχουμε τήν εὐχή του. ᾿Αμήν.