Μεγάλη ημέρα για την Ορθοδοξία μας σήμερα καθώς στις 2 Δεκεμβρίου κοιμήθηκαν τέσσερις σύγχρονες οσιακές μορφές, τέσσερις σύγχρονοι γέροντες.

1. Όσιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης ο διορατικός και θαυματουργός

Στο σημερινό Συναξάρι της Εκκλησίας μας, τιμάται η μνήμη ενός συγχρόνου με εμάς ανθρώπου, ο οποίος παιδιόθεν επόθησε τον Θεόν και μας βεβαίωσε με τον οσιακό βίο του, πως κάθε εποχή είναι ικανή να αναδείξει Αγίους εις την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Ο άγιος Πορφύριος, (κατά κόσμον Ευάγγελος Μπαϊρακτάρης), γεννήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου του 1906 στην Εύβοια. Προερχόταν, ο μακάριος Πατήρ, από πολυμελή πτωχική αλλά ευλαβέστατη οικογένεια, από την οποία και γαλουχήθηκε με τα ιερά νάματα της Ορθοδοξίας.

Αφού εργάσθηκε από τα επτά έτη του σε διάφορες δουλειές, ακολούθησε στα 14 (κατά άλλους στα 16) τον θείο πόθο του για αφιέρωση στον Θεό.
Διαβάστε εδώ τη συνέχεια

2. Γέρων Αμβρόσιος, πνευματικός μονής Δαδίου

Ο Γέροντας Αμβρόσιος Λάζαρης, ο πνευματικός της ιεράς Μονής Παναγίας της Γαυριώτισσας του Δαδίου, αποτελεί μια αγιασμένη ιερατική μορφή, που κράτησε από τη θέση της διακονίας του αναμμένη τη δάδα της πνευματικής ζωής και φώτισε τα πέρατα του κόσμου.

Ο Ιερομόναχος Αμβρόσιος Λάζαρης γεννήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1912 στα Λαζαράτα Λευκάδος και ανήκε σε πολύτεκνη οικογένεια πέντε τέκνων. Το κοσμικό του όνομα ήταν Σπυρίδων. Ο πατέρας του υπηρέτησε για χρόνια στους Βαλκανικούς πολέμους με ξεχωριστό θάρρος και τόλμη. Αργότερα υπηρέτησε ως γραμματοδιδάσκαλος στη Λευκάδα και μαρτυρίες αναφέρουν ότι ήταν πολύ αυστηρός και αυταρχικός. Αντίθετα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες η μητέρα του ήταν πολύ ήπιος και ήρεμος άνθρωπος και ο Γέροντας της είχε αδυναμία. Ο Γέροντας Αμβρόσιος έκρυβε, όχι τυχαίως, μέσα στο γιγαντώδες σώμα του μια λεπτή παιδική ψυχή φλεγόμενη από θείο έρωτα.

Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν δύσκολες στο χωριό και η πείνα θέριζε όλες τις οικογένειες, με αποτέλεσμα ο Γέροντας στην παιδική του ηλικία να στερηθεί πολλά. Αναγκάστηκε πολύ νωρίς να σταματήσει το σχολείο, προκειμένου να βοηθήσει την οικογένεια, εργαζόμενος ως εργάτης σε κτήματα των συγχωριανών του. Γράμματα δεν έμαθε πολλά, όμως χάρη στη μητέρα του είχε καλή επαφή με τον Χριστό και την Εκκλησία. Από πολύ νωρίς εξέφραζε την πίστη του στον πνευματικό κόσμο, επισκεπτόμενος τους ναούς και απομακρυσμένα εξωκκλήσια.

Οι κουβέντες εύστοχες και συχνά αυστηρές με ύφος έντονο που όμως έκρυβε τις μεγάλες ευαισθησίες και την ασίγαστη λαχτάρα του να μην χάσουν οι άνθρωποι την ψυχή τους. Με πηγαίο χιούμορ και βλέμμα που ακτινογραφούσε. Ένας χαρακτήρας τόσο ιδιαίτερος, με πίστη ακλόνητη και αδιατάραχτη προς τον Χριστό, την Παναγία και τις άγιες πνευματικές οντότητες. Μάλιστα, επειδή είχε ωραίο παράστημα επιλέχθηκε στους ευζώνους στο στρατό. Το βλέμμα του ήταν πάντα καθάριο και αγνό. Την ομορφιά του, τη δύναμη και τα νιάτα του προσέφερε με προθυμία στο Χριστό, καθώς αυτό που τον ενδιέφερε ήταν ο πλούτος της ψυχής και τις πίστης στο Θείο Λόγο.

Αμέσως μετά το στρατό πήγε στο Άγιο Όρος. Με το που έμεινε στο Μοναστήρι έπαψε να έχει επαφές με την οικογένειά του. Εκείνοι τον επισκέπτονταν και εκείνος τους εξεδήλωνε την αγάπη του, όπως για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη και τους βοηθούσε μέσα από τις προσευχές του. Τα υλικά αγαθά και το παρελθόν του τον άφηναν αδιάφορο. Για εκείνον αλλού βρισκόταν ο πλούτος, η κατοικία και η αληθινή ευτυχία.

Βγήκε από το Άγιο Όρος, με προτροπή του αγαπημένου του φίλου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου, πήγε στην Ιερά Μονή της Παναγίας της Γαυριώτισσας στο Δαδί. Στα χρόνια της ιταλογερμανικής Κατοχής, ηγούμενος της Μονής από τον Οκτώβριο του 1940 και για 2,5 χρόνια υπήρξε ο Αρχιμανδρίτης Γερμανός Δημάκος (με το ψευδώνυμο Ανυπόμονος κατά την περίοδο της Αντίστασης), μετέπειτα ηγούμενος της Μονής Αγάθωνος από το 1950 και μετά, με μεγάλο πνευματικό, κοινωνικό και πολιτιστικό έργο. Η ηγουμένη τότε της Μονής, Γερόντισσα Παρθενία, είχε ζητήσει από τον Γέροντα Πορφύριο, που πολύ εκτιμούσε, κάποιον καλό Πνευματικό και εκείνος πρότεινε τον Γέροντα Αμβρόσιο.

Ο τότε Μητροπολίτης Φθιώτιδος Αμβρόσιος τον χειροτόνησε πρώτα ιεροδιάκονο μετονομάζοντας τον Σπυρίδωνα σε Αμβρόσιο και λίγες ημέρες αργότερα εκάρη πρεσβύτερος με τον τίτλο του Αρχιμανδρίτου. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα του έδωσε την ευλογία για «το της πνευματικής αξίας λειτούργημα» (του Πνευματικού). Όμως, επειδή η Μονή Δαδίου ήταν πολύ φτωχή και δύσκολα τα χρόνια πήγε ως εφημέριος σε διάφορους ναούς, ενισχύοντας οικονομικά τη Μονή. Στην Ιερά Μονή Δαδίου ο Γέροντας από το 1954 ήταν ο Πνευματικός και εκεί έζησε, προσευχήθηκε, βοήθησε την Γερόντισσα να ανακατασκευάσει το Μοναστήρι, στήριξε πλήθος ανθρώπων στις ποικίλες δυσκολίες που αντιμετώπιζαν. Φανερώθηκε από τον Θεό στον κόσμο κυρίως τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του.

Η περιφρόνηση των υλικών αγαθών, οι αγώνες του κατά της ψυχολέθρου αμαρτίας, η αγάπη του για τους πονεμένους ανθρώπους και η αφοσίωσή του στα Μοναχικά ιδεώδη τον κατέστησαν έσοπτρο του Αγίου Πνεύματος «ακτινοβόλους αστραπάς εισδεχόμενον».

Στο πρόσωπό του συγκεντρώνονται πολλά χαρίσματα και αρετές, που οδήγησαν πλήθος ψυχών απλανώς προς τον Κύριο. Ο χαρακτήρας του συνδύαζε την αδιατάρακτη πίστη του προς τον Χριστό, την Παναγία Μητέρα του και τις Άγιες πνευματικές Οντότητες, τις οποίες έπλασε ο Θεός, αλλά και την αγάπη του προς τους ανθρώπους. Διαρκώς εφάρμοζε τη μετάνοια ως τον μόνο και σίγουρο δρόμο που οδηγεί στον Παράδεισο και αγαλλιάζει τις πονεμένες ψυχές.

Ο Γέροντας είχε αποκτήσει το χάρισμα της νοεράς προσευχής, της ευχής του Ιησού (Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με), η οποία έβγαινε από μέσα του αβίαστα, καρδιακά. Ο ίδιος είχε πει κάποτε ότι είχε ωφεληθεί πολύ από τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή, καθώς και από τον Σοφρώνιο του Έσσεξ.

Είχε το χάρισμα της θεωρίας, της αγάπης, της σοφίας, το προορατικό και διορατικό χάρισμα, καθώς και το χάρισμα να μιλάς στην ψυχή των ανθρώπων. Οι νουθεσίες του, οι ομιλίες του πάνω σε διάφορα θέματα ήταν πάρα πολλές. Συχνά έλεγε: Ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι ο Σωτήρας μας, ο οποίος ήρθε στη Γη για να πιάσει τον άνθρωπο από τα χέρια και να τον ανεβάσει στον ουρανό. Κανένας άλλος τρόπος δεν θα μπορούσε να υπάρξει που να απαλλάξει τον άνθρωπο από την ενοχή και την καταδίκη μετά την πτώση των πρωτοπλάστων. Κι εμείς οι απόγονοι αυτών φέραμε τα ιδιώματα του γήινου ανθρώπου, φέραμε τις αδυναμίες και όλα τα παρεπόμενα που ακολουθούν τον σύγχρονο άνθρωπο στην παρούσα ζωή του».

«Βλέπουμε πόσο υποφέρουν οι άνθρωποι σήμερα, γι’ αυτό και με την ταπεινή μας αδυναμία να λέμε πολλές φορές την ημέρα «Δέσποινα Παναγία μας έλα και σώσε μας γιατί χανόμαστε. Έλα, Εσύ είσαι η δύναμη η θεϊκή» και βλέπουμε ότι η Παναγία όταν με την καρδιά μας, με την ψυχή μας, με ειλικρίνεια στην καρδιά και με πίστη σταθερή πούμε και επικαλεστούμε το όνομά Της το Άγιο, τότε η Παναγία μας δε θα μας εγκαταλείψει, μέχρι τέλους θα βρίσκεται εδώ μέσα, σ’ αυτόν τον ταλαίπωρο κόσμο της εποχής».

Είναι κατάδηλο ότι ήταν συνδεδεμένος με τον Κύριο του σύμπαντος, ο Οποίος τον χρησιμοποιούσε ως αγγελιαφόρο και ως δίαυλο, προκειμένου να μεταφέρει στους άλλους ανθρώπους το θέλημά Του, το μήνυμά Του, το σχέδιό Του. Επομένως ο πιστός, που είχε ανάγκη από τη βοήθεια του Θεού, μπορούσε να την δέχεται μέσα από αυτόν τον επίγειο Άγγελό Του, όπως και μέσα από άλλους «ασυρματιστές του Θεού», ήτοι τους Γέροντες Παϊσιο, Πορφύριο, Ιάκωβο Τσαλίκη. Αγαπημένος του φίλος ήταν ο Γέροντας Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης.

Ήταν άνθρωπος της προσευχής, της μετανοίας. Για την εξομολόγηση τόνιζε ότι είναι το μυστήριο της φιλανθρωπίας του Θεού και ότι πρέπει να εξομολογούμαστε στον πνευματικό τα πάντα. Έλεγε μάλιστα ότι η ελευθερία που παίρνουμε από το Άγιο Πνεύμα, όταν φανερώνουμε τους λογισμούς μας, είναι τεράστια. Με τον Γέροντα Πορφύριο είχε κοινά τα χαρίσματα της ταπείνωσης, της μετάνοιας και της αγάπης. Εξάλλου δεν είναι τυχαίο ότι μετά την κοίμηση του Γέροντος Πορφυρίου την 2 Δεκεμβρίου 1991, ο Γέρων Αμβρόσιος κοιμήθηκε λίγα χρόνια αργότερα την ίδια όμως ημερομηνία, την 2 Δεκεμβρίου 2006. Είναι φανερό ότι ο Θεός οικονόμησε να φύγουν την ίδια μέρα.

Όμως και με την Γερόντισσα Παρθενία παρουσίαζε κοινά χαρίσματα, που δεν είναι άλλα από το γνήσιο Ορθόδοξο φρόνημα, την καλοσύνη, την ειρήνη και την προσευχή.

Η ενοίκηση του Παναγίου Πνεύματος στην ύπαρξή του τον κατέστησε οντότητα πολλών προσωπικών θαυμάτων και δέκτη θείων φωτοφανειών. Αυτή η ακτινοβολία που εξέπεμπε είλκυσε ως μαγνήτης πολλούς ανθρώπους κοντά του. Επί πολλές δεκαετίες η αγιασμένη Μάνδρα της Παναγίας στις πλαγιές του Παρνασσού είχε καταστεί ζωοδόχος πηγή για τους «πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην».

Ήταν τόσο αγαπητός που τον επισκέπτονταν καθημερινά πλήθη ανθρώπων, κοσμικών και λαϊκών. Χαρακτηριστική ήταν η αγάπη, η τιμή και η ευλάβεια που έδειχνε προς τους Αγίους. Γι’ αυτό και εδέχθη πολλών Αγίων την επίσκεψη: οι Άγιοι Ανάργυροι, ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο Άγιος Αμβρόσιος των Μεδιολάνων, ο Άγιος Χαρίτων, ο Όσιος Λουκάς, ο Άγιος Ανδρέας, ο Άγιος Γεράσιμος, ο Άγιος Τίτος, ο Άγιος Παντελεήμων, ο Άγιος Νεκτάριος, κ.ά.

Ολοκληρώνοντας την πολύ σύντομη αναφορά μας για τον θεοφώτιστο πνευματικό πατέρα, Γέροντα Αμβρόσιο, σκόπιμη κρίνεται η παράθεση μιας νουθεσίας, που συμπυκνώνει στο περιεχόμενό της το πηγαίο πνευματικό φρόνημα του Γέροντος. «Πρέπει ν’ αποφασίσουμε να βάζουμε το θέλημά μας στο Θέλημα του Θεού. Αυτό είναι μεγάλη υπόθεση, γιατί τότε ελευθερώνεσαι. Αν βάλεις το θέλημά σου στο Θέλημα του Θεού, ο κόσμος να χαλάσει θα είσαι ειρηνικός και ατάραχος. Γιατί καμιά δυσκολία, κανένα πρόβλημα ή καμιά ευτυχία δεν είναι δική μας. Του Θεού είναι. Ο διαχειριστής της ζωής και του θανάτου είναι Άλλος, όχι εμείς. Και ο Γέροντας Αμβρόσιος αυτό μας δίδαξε με τη ζωή του».

3. Γέροντας Κλεόπα Ηλίε

Ο Γέροντας Κλεόπας γεννήθηκε στο χωριό Σούλιτσα του νομού Botosani της Ρουμανίας στις 10 Απριλίου του 1912. Ήταν το πέμπτο από τα δέκα παιδιά της οικογένειας των Αλέξανδρου και Άννας, μάλιστα από τα δέκα παιδιά τα πέντε ακολούθησαν το μοναχικό βίο. Οι γονείς του ήταν ζωντανό παράδειγμα χριστιανικής ζωής, το σπίτι τους ήταν μια κατ΄ οίκον εκκλησία όπως ο ίδιος ο γέροντας διηγόταν.

Από την γέννησή του για δύο μήνες συνεχώς ο Κωνσταντίνος -κοσμικό όνομα του γέροντα- ήταν συνεχώς. Δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα και έκλαιγε μέρα και νύχτα, έτσι που όλοι ανησυχούσαν για τη ζωή του. Μη γνωρίζοντας τι να κάνει η μητέρα του επειδή δύο άλλα αδέλφιά του πέθαναν σε νηπιακή ηλικία· πήγε στον ερημίτη Κόνωνα Georgescu ο οποίος ήταν πνευματικός στην Cozancea και με την βοήθειά του η Παναγία θεράπευσε τον μικρό Κωνσταντίνο.

Στα τέλη του 1927, ο μεγαλύτερος αδερφός του, Γεώργιος εισήλθε στην Ιερά Σκήτη Sihastria ο οποίος στην κουρά του ονομάστηκε Γεράσιμος μοναχός, ενώ το χειμώνα του 1929, ο Κωνσταντίνος και ο αδελφός του Βασίλειος αποφάσισαν και αυτοί να μονάσουν στην ίδια Σκήτη (μοναστήρι). Έγινα δεκτοί μετά από τον Ηγούμενο της Σκήτης π. Ιωαννίκιο Moroi.

Την άνοιξη του 1931 ο ρασοφόρος Βασίλειος αδελφός και συνασκητής του π. Κλεόπα, ασθένησε και σε τρεις μέρες κοιμήθηκε εν ειρήνη. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1933 ο π. Γεράσιμος, μεγαλύτερος αδελφός του γέροντα παρέδωσε και αυτός την ψυχή του στα χέρια του Χριστού.

Μέχρι το 1935 ο Γέροντας έβοσκε τα πρόβατα της Σκήτης όπως έκαναν και τα άλλα του αδέλφια. Ο ίδιος έλεγε για την περίοδο εκείνη ότι: «Για χρόνια ήμουν βοσκός προβάτων στη σκήτη όπως και οι αδελφοί μου, είχα δε μεγάλη πνευματική χαρά.

Το 1935, ο δόκιμος Κωνσταντίνος κλήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία στο Botosani.

Όταν δε απολύθηκε· περί τα τέλη Ιουλίου 1937 ο ηγούμενος αποφάσισε την κουρά του σε μοναχό. Με την κουρά του πήρε το όνομα Κλεόπας.

Ο ηλικιωμένοε ηγούμενος π. Ιωαννίκιος, ηλικίας 82, ο οποίος ήταν πλέον σχεδόν τυφλός τον διόρισε τον Ιούνιο του 1942 -σε ηλικία μόλις 30 χρόνων- αναπληρωτή ηγούμενο.

Ηγούμενος εκλέχθηκε σε διαδοχή του μακαριστού π. Ιωαννικίου στις 3 Σεπτεμβρίου 1944. Στις 27 Δεκεμβρίου 1944 χειροτονήθηκε διάκονος ενώ στις 23 Ιανουαρίου 1945 πρεσβύτερος και εγκαταστάθηκε επίσκοπο Γαλακτίωνα επίσημα ηγούμενος της Σκήτης Sihastria.

Μεταξύ των ετών 1945-1946 ανακαινίζει εξωτερικά αλλά και εσωτερικά τη σκήτη, έτσι το 1947 ανυψώθηκε από εξαρτηματική Σκήτη σε ανεξάρτητη Μονή.

Όταν ήλθαν οι κομμουνιστές στην εξουσία, συνελήφθη και ανακρίθηκε για πέντε ημέρες στο Targu Neamt, κατόπιν αφέθηκε ελεύθερος τόσο γρήγορα όσο είχε συλληφθεί. Οι γύρω του συνειδητοποιώντας ότι θα έχει συνεχώς προβλήματα με τις κομμουνιστικές αρχές τον συμβούλευσαν να κρυφτεί για λίγο στα βουνά. Έτσι ο π. Κλεόπας έκανε μια ξύλινη καλύβα βαθιά στο δάσος έδαφος, 6 χλμ. Μακριά από το μοναστήρι. Έξη μήνες μετά από την αποχώρησή του στα βουνά ο γέροντας Κλεόπας αποκαταστάθηκε και πάλι ως ηγούμενος στη Μονή Sihăstria προς χαρά τόσο των μοναχών όσο και των προσκυνητών.

Στις 30 Αυγούστου 1949 γίνεται ηγούμενος της Μονής Slatina-Suceava και μεταφέρεται εκεί με 30 μοναχούς από τη Μονή Sihastria, μετά την απόφαση του Πατριάρχη Ιουστινιανού. Μέχρι την άνοιξη του 1952 η Μονή Slatina ανθούσε φθάνοντας να είναι μεταξύ των πιο οργανωμένων μοναστηριών της Ρουμανίας.

Αλλά ο διάβολος ο οποίος ποτέ δεν κοιμάται, έβαλε την κρατική ασφάλεια να προβεί σε ενδελεχή έρευνα σχετικά με την μοναστική κοινότητα της Μονής. Έτσι φθάνοντας ένα βράδυ τα όργανα ασφαλείας, ερεύνησαν την Μονή και τελικά συνέλαβαν μερικούς από τους πατέρες της Μονής με επικεφαλής τον π. Κλεόπα και τους ιερομ. π. Αρσένιο Papacioc και μοναχό π. Κωνσταντίνο Dumitrescu.

Τότε ο π. Κλεόπας και ο ιερομόναχος π. Αρσένιος Papacioc παρέμειναν στα βουνά Stânişoarei καθόλη τη διάρκεια των ταραχών στη Μονή Slatina. Οι πατέρες αντιμετωπίζουν με στωικότητα το κρύο, την πείνα, τη δίψα. Και συνεχώς προσεύχονταν μέρα και νύχτα για να τους ενισχύει πνευματικά ο Κύριος.

Την άνοιξη του 1955 προσπάθησε να γεφυρώσει το σχίσμα ορισμένων Ορθοδόξων πιστών, οι οποίοι επιμένοντας στη χρησιμοποίηση από την Εκκλησία του Ιουλιανού Ημερολογίου αποκόπησαν από την κοινωνία με το Πατριαρχείο της Ρουμανίας.

Το φθινόπωρο του 1956 ο π. Κλεόπας επέστρεψε και πάλι πίσω στο Μοναστήρι Sihastria. Τώρα η πνευματική ζωή της Μονής Sihastria θα ενισχυθεί ακόμη περαιτέρω.

Η δίωξη των ετών 1959 και 1964 ήταν η πιο δύσκολη περίοδος για τον μοναχισμό της Ρουμανίας στον 20ο αιώνα. Τέλη του 1959 ψηφίστηκε από την αθεϊστική κυβέρνηση στο Βουκουρέστι, ένα ειδικό διάταγμα (διάταγμα 410/1959) με το οποίο οι μοναχοί κάτω των 55 ετών και οι μοναχές πάνω από 50 χρονών εκδιώχθηκαν από όλα τα μοναστήρια. Το διάταγμα τέθηκε από την αστυνομία σε εφαρμογή και έως την άνοιξη του 1960, εκδιώχθηκαν από τα μοναστήρια πάνω από 4000 μοναχοί και μοναχές.

Ο π. Κλεόπας εξετάστηκε από τις αρχές και πιέστηκε ώστε να αποβάλει το μοναχικό σχήμα και να πειριστεί στο σπίτι του αλλά όπως και πολλοί άλλοι μοναχοί, αρνήθηκε να αφαιρέσει το μοναχικό σχήμα και να εγκαταλείψει τη Μονή. Γνωρίζοντας ότι συνεχώς παρακολουθείται από τις κομμουνιστικές κρατικές μυστικές υπηρρεσίες και φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα, αποσύρθηκε και πάλι -για τρίτη φορά- στα βουνά της Μολδαβίας.

Το φθινόπωρο του 1964, όταν η αναταραχή και ο διωγμός της Εκκλησίας κάπως μαλάκωσαν επέστρεψε πίσω στη Μονή και παρέμεινε για 34 χρόνια ως πνευματικός όλων, τόσο των μοναχών όσο και των λαϊκών. Έφθαναν από ολόκληρη τη χώρα και το εξωτερικό, επειδή το όνομά του ήταν γνωστό, γνωστό και αγαπητό από όλους. Καθημερινά δεκάδες άνθρωποι του ζητούσαν συμβουλές και οδηγίες.

Η περίοδος από το Σεπτέμβριο μέχρι και τον Νοέμβριο του 1998 σηματοδότησαν το τέλος του γέροντα. Τώρα ο γέροντας μιλούσε όλο και λιγότερο, και πάντα με σβησμένη φωνή επαναλάμβανε τις ίδιες λέξεις: «Τώρα θα πάω στους αδελφούς μου», «Επιτρέψτε μου να πάω στους αδελφούς μου!» Κατόπιν πάλι έλεγε: «Πηγαίνω στο Χριστό· προσευχήσου για μένα, τον αμαρτωλό!». Έτσι το πρωΐ της Τετάρτης 2 Δεκεμβρίου 1998 2:20΄π.μ. παρέδωσε την ψυχή του στα χέρια του Κυρίου, προσδοκώντας την κοινή ανάσταση και την αιώνια ζωή.

Η κηδεία πραγματοποιήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου από τον Μητροπολίτη Μολδαβίας (νυν Πατριάρχη Ρουμανίας κ.κ. Δανιήλ) και άλλους οκτώ αρχιερείς πολλούς ιερείς, διακόνους και πλήθος πιστών οι οποίοι προέρχονταν από όλα τα μέρη της χώρας.

Στα τέλη του 2005, η Ιερά Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ρουμανίας πληροφόρησε τους πιστούς ότι έχει αρχίσει να μαζεύει στοιχεία για την επίσημη αγιοκάταξη του μακαρίου Γέροντος Κλεόπα· του ήδη αγίου στην συνείδηση πάρα πολλών πιστών.

4. Γέρων Ελπίδιος Νεοσκητιώτης. Ο δίδυμος αδελφός του Ιερομάρτυρος Φιλουμένου

Γεννήθηκε το 1913 στη Λευκωσία και το κοσμικό του όνομα ήταν Αλέξανδρος. Ήταν δίδυμος αδελφός του Ιερομάρτυρος Φιλουμένου, που μαρτύρησε το 1979 στην Παλαιστίνη.
Τα δύο αδέλφια είχαν μάθει από νωρίς την προσευχή και τη μελέτη πατερικών βιβλί­ων. Κάποτε εντυπωσιάστηκαν τόσο πολύ από το βίο του οσίου Ιωάννου του Καλυβίτου και σε ηλικία μό­λις 14 ετών έφυγαν κρυφά από τους γονείς τους για την Ιερά Μονή Σταυροβουνίου. Μέσα στο πνευματικά ανθηρό κλίμα της Μονής και υπό τη φωτισμένη καθοδήγηση του πνευματικού π. Κυπριανού, μυήθηκαν στο πνεύμα της ανατολικής μοναστικής παράδοσης.
Το αυστηρό πρόγραμμα της Μονής κλόνισε όμως επικίνδυνα την υγεία τους και μετά από 6 χρόνια πήγαν στην Παλαιστίνη και έγιναν τακτικά μέλη της Αγιοταφιτικής Αδελφότητος. Το 1937 ο π. Ελπίδιος χειροτονήθηκε διάκονος και το 1940 πρεσβύτερος, ενώ το ίδιο διάστημα ολοκλήρωσε την εγκύκλιο παιδεία του. Υπηρέτησε σε πολλές θέσεις του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων (Ηγούμενος της Μονής του Προδρόμου, Τιβεριάδα, Πατριαρχικός Έξαρχος στη Ναζαρέτ, όπου έλαβε το οφφίκιο του αρχιμανδρίτου).

Τό 1947 προσελήφθη στην υπηρεσία του Πατρι­αρχείου Αλεξανδρείας και απεστάλη για μια πενταετία στη Μοζαμβίκη. Κατόπιν έζησε στην Αθή­να, όπου και έλαβε το Πτυχίο της Θεολογικής Σχολής του Πα­νεπιστημίου (1952-1956). Από το επόμενο έτος υπηρέτησε ως προϊστάμενος του Ι.Ν. Αγίων Πάντων Λονδίνου, ενώ συγχρόνως παρακολούθησε μα­θήματα Ερμηνείας Καινής Διαθήκης και Εκκλησια­στικής Ιστορίας στο Βασιλικό Κολλέγιο. Το 1959 διορίσθηκε από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας Έξαρχος του Θρόνου, πρώτα στην Οδησσό και κατόπιν στην Ελλάδα. Ύστερα από πολλές παρακλήσεις και προτροπές, επανήλθε στην πατρίδα του ως ιεροκήρυκας της Επαρχίας Πάφου και μετά Ηγούμενος της Μο­νής Μαχαιρά.

Δεν έμεινε όμως και εκεί για πολύ. Έτσι, επέ­στρεψε εις την Ελλάδα και ανέλαβε την εφημερία του θεραπευτηρίου του Ερυθρού Σταυρού για 6 χρόνια. Ο ζήλος και η διακονία του παρέμειναν για πολλά χρόνια στη μνήμη των ασθενών και του προσωπικού. Το βαθύ πνευματικό του έργο συνεχίστηκε κατόπιν στον Ι.Ν. Αγίας Τριάδος Αμπελοκήπων όπου μετετέθη. Στο μεταξύ, σπούδασε και στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου.
Όταν, τέλος, αποσύρθηκε από την ενεργό υπηρεσία, πραγματοποίησε αυτό που για δεκαετίες διακαώς επιθυμούσε: την αμεριμνησία της ησυχαστικής ζωής. Ασκήτευσε, έτσι, στη Νέα Σκήτη του Αγίου Όρους, ύστερα από ενύπνια υπόδειξη της Παναγίας.
Η αλήθεια είναι πως καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του δεν παρέλειψε ποτέ τα μοναχικά του καθήκοντα. Από μαθητής ακόμα, συνήθιζε να απομονώνεται τελώντας τις ακολουθίες του νυχθημέρου. Κάποτε, μάλιστα, όταν στο νοσοκομείο διογκώθηκαν οι υποχρεώσεις του, ζητούσε μέσα στην απλότητά του από την αδελφή του και τους ανεψιούς του να διαβάζουν από ένα μικρό κομμάτι της ακολουθίας του, ενώ από τα πνευματικά του τέκνα (ιδίως τις αδελφές νοσοκόμες), να κάνουν λίγες μετάνοιες, για να συμπληρωθεί ο κα­νόνας του.

Στο αγιορείτικο κελλί του, πάλι, συνήθιζε να διαβάζει παρακλή­σεις για όλο τον κόσμο, και εξορκισμούς και ευχές για ό­λους τους μοναχούς της Σκήτης και του Αγίου Όρους. Στις μετακινήσεις του ήθελε να ταξιδεύει μόνος του για να λέει απερίσπαστος την ευχή.
Οι συνασκητές του διηγούνται ότι γνώριζε με λεπτο­μέρειες το μαρτύριο του αδελφού του Φιλουμένου εις την Παλαιστίνην, καθώς άκουγε τούς δαρμούς του και τον ίδιο να του φωνάζει, «αδελφέ μου, με σκοτώ­νουν!». Άλλοτε ευλόγησε το λιγοστό φαγητό μιας φτωχής οικογένειας και αυτό υπερπερίσσευσε. Θαύματα διηγούνται, ακόμη, και κατά τη θητεία του στον Ερυθρό Σταυρό.
Προτίμησε πάντοτε τη ζωή της αφάνειας και της διάκρισης και ποτέ δεν προκάλεσε κανέναν. Όταν στο τέλος της επίγειας ζωής του αρρώστησε βαριά, ήταν εκείνος που ανέπαυε όσους αδελφούς τον επισκέπτονταν για να τον αναπαύσουν. Κοιμήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1983.

Ας έχουμε την ευχή όλων τους!

Share Button