Ο Γόρτυνος Ιερεμίας: «Αυτή είναι η λύση στο οικονομικό μας πρόβλημα…»

1. Σήμερα, ἀδελφοί χριστιανοί, θά σᾶς ἑρμηνεύσω τόν 4ο ψαλμό. Παρακαλῶ, προσέξτε τήν ἑρμηνεία του, γιατί ἔχει νά μᾶς δώσει ἕνα σπουδαῖο νόημα. Ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ αὐτοῦ, πού εἶναι ἕνας πολύ πνευματικός ἄνθρωπος, εἶχε κάποια διαφωνία καί διένεξη μέ μερικούς, τούς ὁποίους ὀνομάζει «υἱούς ἀνθρώπων» (στίχ. 3). Ἡ διαφωνία του μέ αὐτούς, σέ κάποιο σοβαρό θέμα, γιά τό ὁποῖο θά μιλήσουμε παρακάτω, ἔκανε αὐτούς τούς ἀνθρώπους νά γίνονται σκληροί στόν ποιητή μας, «βαρυκάρδιοι», ὅπως τούς λέγει ὁ ψαλμός μας (στίχ. 3). Μιλοῦσαν δηλαδή μέ σκληρότητα πρός τόν ποιητή καί ἔλεγαν εἰς βάρος του «μάταια», δηλαδή, ἀσύστατα πράγματα (στίχ. 3). Ἔλεγαν ψευδεῖς κατηγορίες ἐναντίον του. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ποιητής μας τούς λέγει: «Υἱοί ἀνθρώπων, ἕως πότε βαρυκάρδιοι; Ἱνατί ἀγαπᾶτε ματαιότητα καί ζητεῖτε ψεῦδος;» (στίχ. 3). Οἱ συκοφαντίες αὐτές τῶν κακῶν ἀνθρώπων ἐναντίον τοῦ ποιητοῦ μας τόν ἔθλιβαν πολύ. Ἀλλά, σάν πνευματικός ἄνθρωπος αὐτός, κατέφευγε στόν Θεό, γιά νά λάβει ἐνίσχυση καί προστασία. Μάλιστα ὁ ψαλμωδός θυμᾶται ὅτι καί σέ προηγούμενα χρόνια δοκίμαζε θλίψεις, ἀλλά κατέφευγε στόν Θεό καί ἔβρισκε πάντοτε ἀνακούφιση. Γι᾽ αὐτό καί λέγει ἐδῶ στόν ψαλμό μας: «Ἐν τῷ ἐπικαλεῖσθέ με», ὁσάκις, δηλαδή, ἔκανα τήν προσευχή μου, «εἰσήκουσάς μου ὁ Θεός τῆς δικαιοσύνης» (στίχ. 2). Ἔτσι ὁ ποιητής μας ἔχει καί τώρα τήν πεποίθηση ὅτι ὁ Θεός θά τόν βοηθήσει καί θά τοῦ πάρει τήν θλίψη πού δοκιμάζει. «Οἰκτείρησόν με», λέγει στόν Θεό, «καί εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου» (στίχ. 2). Καί καλεῖ τούς συκοφάντες του νά μάθουν ὅτι ὁ Θεός πάντοτε τόν σώζει καί πάντοτε τόν προστατεύει. Πάντοτε ἀκούει τίς προσευχές του. «Γνῶτε – τούς λέγει – ὅτι ἐθαυμάστωσε Κύριος τόν ὅσιον αὐτοῦ. Κύριος εἰσακούσεταί μου ἐν τῷ κεκραγέναι με πρός αὐτόν» (στίχ. 4).

2. Ὁ ποιητής μας ἐπιτρέπει στούς κατηγόρους του νά ὀργίζονται ἐναντίον του. Ἀλλά, ἄς συγκρατοῦνται καί ἄς μή προχωροῦν σέ ἔργα ὀργῆς. «Ὀργίζεσθε καί μή ἁμαρτάνετε» τούς λέγει (στίχ. 4). Πάλι ὁ ποιητής μας ἐπιτρέπει στούς ἀντιπάλους του νά θυμώνουν μέσα τους καί μέσα στούς κοιτῶνες τους ἐναντίον του (στίχ. 5), ἀλλά νά σιωποῦν καί νά μή λέγουν στούς ἄλλους τά ὅσα σκέπτονται. Αὐτό σημαίνει τό «λέγετε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν καί ἐπί ταῖς κοίταις ὑμῶν κατανύγητε» (στίχ. 5).
2. Ἀλλά δέν εἴπαμε ἀκόμη τό θέμα, τό ὁποῖο δημιούργησε τήν στροφή πολλῶν ἀνθρώπων ἐναντίον τοῦ ποιητοῦ μας, τόν ὁποῖον εἰρωνεύονταν καί συκοφαντοῦσαν. Τό θέμα εἶναι μιά οἰκονομική κρίση πού συνέβηκε ἐκεῖνο τόν καιρό στό Ἰσραήλ καί ὁ ποιητής μας ἔδινε ἄλλη λύση, διαφορετική ἀπό αὐτήν πού ἔδιναν οἱ πολλοί. Γι᾽ αὐτό καί αὐτοί στρέφονταν ἐναντίον του. Οἱ ἄνθρωποι ἀπό τήν συμβᾶσα κρίση στεροῦνταν τά ὑλικά ἀγαθά τους καί πολλοί, ὅπως λέγει ὁ ψαλμός μας, ἔλεγαν: «Τίς δείξει ὑμῖν τά ἀγαθά;» (στίχ. 7). Ὁ ψαλμωδός μας, σάν πνευματικός ἄνθρωπος, ὡς αἰτία τῆς οἰκονομικῆς κρίσης ἔβλεπε τό ὅτι οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἀποστατήσει ἀπό τόν Θεό καί ὅτι παραμελοῦσαν τίς θυσίες τους σ᾽ Αὐτόν. Γι᾽ αὐτό καί ὡς λύση τοῦ προβλήματος, ἔλεγε τήν ἐπιστροφή στόν Θεό, τήν ἐλπίδα σ᾽ Αὐτόν καί τήν προσφορά σωστῆς θυσίας στόν Θεό. «Θύσατε θυσίαν δικαιοσύνης – ἔλεγε – καί ἐλπίσατε ἐπί Κύριον» (στίχ. 6). Αὐτή ἡ ἐλπίδα στόν Θεό πιστεύει ὁ ποιητής μας ὅτι θά τονώσει τόν ἐσωτερικά πεσμένο ἀπό τήν κρίση ἄνθρωπο, θά διώξει τήν μεμψιμοιρία καί θά φέρει τήν χαρά. Θέλει δηλαδή ὁ ποιητής μας κατά πρῶτον νά ἀνορθώσει μέ τό ἀκούμπημα στόν Θεό τόν πεσμένο ἐσωτερικά ἄνθρωπο καί ἔπειτα θά βρεθοῦν τρόποι γιά τήν ἐξοικονόμηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν.
3. Ἀκόμη ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ λέγει καί ἕνα ἄλλο, πολύ σπουδαῖο, ὡς λύση καί αὐτό γιά τό θέμα τῆς οἰκονομικῆς κρίσης. Αὐτό τό ἄλλο πού λέγει εἶναι ὅτι τά ὑλικά ἀγαθά, ὅσα πολλά καί νά εἶναι αὐτά, δέν δίνουν τήν πραγματική εὐτυχία στόν ἄνθρωπο. Ὁ ἄνθρωπος νοιώθει χαρούμενος καί εὐτυχισμένος ὅταν ἔχει καλή κοινωνία καί σχέση μέ τόν Θεό καί ὄχι ὅταν ἔχει ἀφθονία ὑλικῶν ἀγαθῶν. Τό «φῶς τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου» αὐτό γλυκαίνει τήν δόλια καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι λέγει ὁ ποιητής μας: «Ἐσημειώθη ἐφ᾽ ἡμᾶς τό φῶς τοῦ προσώπου σου, Κύριε. Ἔδωκας εὐφροσύνην εἰς τήν καρδίαν μου» (στίχ. 7). Εἶναι αὐτό πού λέγει ἄλλος ψαλμωδός «κρεῖσσον τό ἔλεός σου ὑπέρ ζωάς» (62,4)! Τό «ἔλεος» τοῦ Θεοῦ, τό νά γεύεται δηλαδή κανείς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, αὐτό εἶναι ἀνώτερο ἀπό κάθε ἄλλο ἀγαθό, ἀνώτερο ἀπό κάθε ζωή. Ἔτσι καί ὁ ποιητής τοῦ ψαλμοῦ μας λέγει ὅτι καί νά λυθεῖ ἀκόμη τό οἰκονομικό πρόβλημα ἀποκτώντας ὅλοι ὅλα τά ἐπίγεια ἀγαθά, δέν θά φέρει αὐτό εὐτυχία στούς ἀνθρώπους. Ἡ εὐτυχία τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται μέ τήν σωστή καί στενή κοινωνία του μέ τόν Θεό.
Αὐτήν τήν θέση τοῦ ποιητοῦ μας, ὡς λύση στό οἰκονομικό θέμα, οἱ πολλοί, οἱ «βαρυκάρδιοι» «υἱοί τῶν ἀνθρώπων», τήν εἰρωνεύονταν. Καί ἐπετίθεντο λοιπόν ἐναντίον τοῦ ποιητοῦ μας λαλοῦντες ματαιότητα καί ψεύδη κατ᾽ αὐτοῦ, γιά τά ὁποῖα μίλησε παραπάνω αὐτός (στίχ. 3). Αὐτοί ὅμως, ὑλικοί ὄντες, ἤθελαν μόνο νά εἶναι χορτασμένοι ἀπό τά ὑλικά ἀγαθά, ἀπό σιτάρι, ἀπό κρασί καί ἀπό λάδι: «Ἀπό καρποῦ, σίτου, οἴνου καί ἐλαίου αὐτῶν ἐπληθύνθησαν» (στίχ. 8)! Μέ τήν ἐλπίδα στόν Θεό ὁ ὑπέροχος ποιητής μας πηγαίνει τώρα νά κοιμηθεῖ ἥσυχος καί ἀτάραχος ἀπό τίς διαβολές τῶν ἀντιπάλων του. «Ἐν εἰρήνῃ ἐπί τό αὐτό κοιμηθήσομαι καί ὑπνώσω», λέγει (στίχ. 9). Καί τέλος τονίζει ὅτι μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά τόν κάνει νά «κατοικεῖ», δηλαδή νά διάγει, μέ «ἐλπίδα», μέ ἀσφάλεια, ὅπως λέγει τό Ἑβραϊκό κείμενο. «Σύ, Κύριε, κατά μόνας ἐπ᾽ ἐλπίδι κατῴκισάς με» (στίχ. 9)!
Μέ πολλές εὐχές,
† Ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος καί Μεγαλοπόλεως Ἰερεμίας

Share Button