«Εσείς τη δουλειά σας κι εγώ τη δική μου δουλειά»*
Οταν είχε πρωτοδημιουργηθή η αδελφότης μας στη Νέα Σκήτη, συνέβη ένα γεγονός με κάποιον γέροντα της σκήτης, και τρομακτικό και ωφέλιμο. Οι παλαιοί πατέρες βέβαια το θυμούνται.
Αυτός ο γέροντας ήταν άρρωστος από την καρδιά του, αλλά ο πειρασμός «έβαζε το πόδι του» και δεν τον είχε αφήσει να εξομολογηθή ωρισμένα σφάλματα, που είχαν σχέσι με την κοσμική του ζωή, όταν ήταν ακόμη λαϊκός. Όταν βάρυνε και κατάλαβε ότι πλησιάζει ο καιρός για να φύγη, με ξανακάλεσε με τον αδελφό του, που ήταν και αυτός μοναχός. Ο αδελφός του μου είπε ότι ο άρρωστος ανυπομονεί και να πάω να τον τονώσω, μήπως χάσει την ψυχή του. Απόρησα βέβαια, που μου είπε ότι έχασε την υπομονή του, γιατί ξέρω ότι οι μοναχοί είναι κάπως υπομονετικοί στους πειρασμούς, στην ασθένεια κ.λ.π. Ξεκινήσαμε για το κελλί του.
Όταν αντίκρυσα αυτόν τον Γέροντα είδα ότι δεν ανυπομονούσε, αλλά ότι τον είχαν περικυκλώσει οι δαίμονες. Αφού μείναμε οι δυο μας με τον ασθενή, τον ρώτησα αν τον πλησίασαν πονηρά πνεύματα. Απάντησε καταφατικά. Ήταν εξαγριωμένος, κοίταζε δεξιά – αριστερά και προσπαθούσε να πάρη προφυλακτικά μέτρα σαν να προσπαθούσαν να τον δαγκώσουν σκυλιά λυσσασμένα. Τόνωσα την φωνή μου, για να αποσπάσω την προσοχή του από τους δαίμονες, και τον ρώτησα τι τον έλεγαν τα δαιμόνια. «Ου…! τι μου λένε…, δεν λέγεται». «Όχι, όχι! Για πρόσεξε καλά, του είπα, γιατί αυτά γνωρίζουν καλύτερα τα δικά μας αμαρτήματα απ’ όσο τα ενθυμούμεθα εμείς». Οι δαίμονες τον κατηγορούσαν για διάφορα σφάλματα, που κατά το πλείστον δεν τα είχε εξομολογηθή και του τα θεάτριζαν, για να τον απελπίσουν. Μου τα έλεγε κι εγώ του τα έπαιρνα ελπίζοντας ότι ο Θεός θα κάμη το έλεος Του και σ’ αυτόν τον άνθρωπο σ’ αυτή τη δύσκολη ώρα που βρέθηκε.
Επειδή έβλεπα, όμως, ότι εξακολουθούσε να είναι ανήσυχος, απελπισμένος, εξαγριωμένος, του ζήτησα να φύγω λίγο από κοντά του, για να ζητήσω από τους πατέρες της αδελφότητος να του κάνουν κομποσχοίνι. «Όχι πνευματικέ, μου λέει, κάθισε δίπλα μου». Με παρακαλούσε με αγωνία. Τον έπεισα και απομακρύνθηκα 2-3 λεπτά από κοντά του, για να ζητήσω την προσευχή των πατέρων. Όταν επέστρεψα, τον βρήκα ειρηνικό. Οι δαίμονες, όπως μου είπε, ήταν εκεί, αλλά σιωπούσαν.
Το βράδυ, στην κατ’ ιδίαν αγρυπνία, ένιωσα ότι όλα εκείνα τα δαιμόνια που ήταν στον γέροντα ήλθαν μέσα στο δικό μου κελλί και μου δημιουργούσαν ανησυχία, φασαρία. Στα χρονικά μου για πρώτη φορά γνώρισα τόσα δαιμόνια, τόσο κοντά, τόσο αισθητά να με πολεμούν. Άναψα τη λάμπα να διαβάσω, αλλά που να διαβάσω! Δεξιά-αριστερά δαιμόνια! Δεν φοβήθηκα καθόλου. Ήξερα ότι ήθελαν να με φοβίσουν, για να μη ξαναπάω στον γέροντα, αλλά εγώ τους απάντησα: «Εσείς τη δουλειά σας κι εγώ τη δική μου δουλειά». Επειτα, στη Θεία Λειτουργία, δεν παρουσιάστηκαν καθόλου.
Μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας ξαναπήγα στον άρρωστο, για να τον βοηθήσω με ευχέλαιο, εξομολόγησι και όλα τα απαραίτητα. Τον ρώτησα αν εκτός από τα δαιμόνια είναι εκεί και ο φύλακας άγγελός του. Απάντησε καταφατικά και επίσης ότι περιμένει ανωτέρα διαταγή για να τον «πάρη». «Καλά, του είπα, τον δικό σου άγγελο τον βλέπεις, τους δικούς μας (γιατί ήμουν μαζί με έναν άλλο πνευματικό) δεν τους βλέπεις;» «Τους βλέπω, απάντησε, και μάλιστα οι δικοί σας άγγελοι φέρουν σαν στέμμα στο κεφάλι και κάτι άλλο περισσότερο» (που φανερώνει ότι οι άγγελοι που φυλάγουν τους πνευματικούς έχουν κάτι ιδιαίτερο επάνω τους). Στη συνέχεια μου είπε ότι την Δευτέρα (ήταν Παρασκευή) θα γίνη πανήγυρις (εννοούσε την κηδεία του) και ότι θα παρευρεθούν και κάποια πρόσωπα που έλειπαν εκείνες τις μέρες, πράγμα που έγινε. Στα τελευταία του οι δαίμονες, επειδή είδαν ότι έχασαν αυτοί, λόγω του ότι ο γέροντας εξωμολογήθηκε τις αμαρτίες του, εξαγριώθηκαν και θέλησαν να τον υποσκελίσουν σε κάτι σοβαρό, ώστε να χάση την ψυχή του. Την νύχτα της προπαραμονής του θανάτου του έστειλα τον π. Ιωσήφ, να τον συμπαρασταθούν να του κάνουν κομποσχοίνι και να τον ξενυχτίσουν. Όταν πήγα το πρωί, μου είπε ότι κατά την διάρκεια της νύχτας, παρά λίγο να χάση την ψυχή του εξ αιτίας της πονηρίας των δαιμόνων. Του έδειχναν δηλ. ένα σταμνί γεμάτο με νερό, που ήταν εκεί δίπλα, και του έλεγαν πως, αν το πιη όλο, θα γίνη καλά. Ο γέροντας κατάλαβε πως, αν το έκανε αυτό, θα έσκαζε, αλλά τον νίκησε ο λογισμός να το κάμη, για να τελείωση το βάσανό του. Ζήτησε το σταμνί από έναν πατέρα, αλλά επενέβη άλλος και είπε πως αν το κάμη αυτό θα πεθάνη. Έτσι ξέφυγε κι απ’ αυτή την παγίδα των δαιμόνων.
Μετά την Θεία Λειτουργία της Κυριακής τον βρήκα να κάθεται ειρηνικός σε μια πολυθρονίτσα. «Είμαι πολύ καλά, πνευματικέ μου, μου είπε, ο Θεός να σε ξεπληρώση το καλό που μου έκαμες». Έφυγα, για να ξεκουραστώ λίγο μετά την ολονύκτιο αγρυπνία και με την προοπτική να επιστρέψω ξανά στον ετοιμοθάνατο. Όταν ξύπνησα, έμαθα ότι προ μισής ώρας χτύπησαν οι καμπάνες. Πράγματι ο γέροντας είχε τελειώσει.
Αυτή η περίπτωσις φανερώνει άνθρωπο που δεν ήταν προετοιμασμένος καλά για την έξοδό του. Τώρα θα σας πω και την περίπτωσι του προετοιμασμένου καλώς πνευματικού ανθρώπου, για να δούμε τη διαφορά μεταξύ τους.
Αυτός ο καλώς προετοιμασμένος άνθρωπος είναι ο Γέροντάς μου. Όταν καθόταν για να προσευχηθή, πρώτα σκεπτόταν πως πέρασε την ημέρα, ποιο πάθος τον ενοχλεί, ποια αδυναμία ζη και έπαιρνε νέα απόφασι, για να τα καταπολέμηση να σβήσουν. Αυτή η προεργασία γινόταν κάθε νύχτα στην προσευχή του Γέροντα και τον είχε ετοιμάσει ανθρωπίνως, θα μπορούσα να πω, τέλεια, ώστε να αντιμετώπιση τον θάνατο. «Παιδί μου, πώς θα περάσω το γεφύρι του θανάτου», μου έλεγε. «Από κει και πέρα με τη χάρι του Θεού είναι όλα τακτοποιημένα».
Το ότι ήταν πολύ καλά προετοιμασμένος το έδειξαν οι προθανάτιες καταστάσεις. Μια απ’ αυτές τις καταστάσεις ήταν ότι έκλαιγε από πολύ αγάπη προς τον Χριστό και την Παναγία μας. Δεν είχε κανέναν έλεγχο στη συνείδησή του. Περίμενε τον θάνατο σαν μια πανήγυρι, σαν μια λύτρωσι από την πίεσι εδώ του κόσμου, ανυπομονούσε να δη το Θείο Πρόσωπο και να απολαύση και να χορτάση το κάλλος Του, να μπη μέσα στο αγγελικό τάγμα, το οποίο συνεχώς το εζούσε. Γιαυτό και λίγο πριν τον θάνατό του στενοχωριόταν που δεν έφευγε, ενώ η πληροφορία από Θεού ήταν τέλεια και θετική και η απόφαση παρμένη. «Τώρα, Γέροντα, του είπα εγώ, εμείς θα κάνουμε κομποσχοίνι και εσείς θα φύγετε». Πράγματι σε ένα εικοσάλεπτο της ώρας, εκεί που ο Γέροντας μιλούσε στους πατέρες κοίταξε προς τον ουρανό, είδε κάτι που αυτός μόνο το είδε και δεν μπόρεσε να μας το πη, έκλινε το κεφάλι, έκλεισε τα μάτια και λέγοντας το «φεύγω, αναχωρώ, ευλογείτε, όλα τελείωσαν» δέχθηκε τον ύπνο του μακαρίου άνθρωπου.
Για την μνήμη του θανάτου ο Γέροντας μας έκαμνε πολλές διδασκαλίες με πολλά παραδείγματα και ιστορικά από διαφόρους ανθρώπους και έτσι μας την είχε εμφυτεύσει πολύ βαθειά στην ψυχή μας. Με το πού ξυπνούσαμε το ηλιοβασίλεμα, για να ξεκινήσουμε την αγρυπνία, νιώθαμε αυτή τη μνήμη να μας προκαταλαμβάνη και να μας προδιαθέτη, ώστε να δοθούμε στην προσευχή με κατάνυξι, με περισυλλογή, με πένθος, για να βρούμε λίγο την Χάρι του Θεού.
Πράγματι η ώρα του θανάτου είναι η πιο δύσκολη ώρα του κάθε ανθρώπου. Αυτή την ώρα πλησιάζουν οι δαίμονες, έχουν στα χέρια τους διάφορα χαρτιά με γραμμένα τα διάφορα αμαρτήματα λεπτομερώς. ακόμη και την ώρα, το πρόσωπο και το όνομα του προσώπου, με το οποίο κάναμε κάποια αμαρτία. Τα παρουσιάζουν, για να φοβήσουν τον άνθρωπο και να πουν ότι με τόσα πολλά αμαρτήματα δεν υπάρχει έλεος Θεού και σωτηρία, ο Άδης τον περιμένει, να χάση το θάρρος και την εμπιστοσύνη του στον Ουράνιο Πατέρα και να πιστεύση ότι θα του φερθή σαν δήμιος, που ήλθε η ώρα να πάρη την εκδίκησί του. Η ψυχή συστέλλεται, μαζεύεται, χάνει το ηθικό της και, χωρίς να το θέλη, κάθεται και προσέχει τι λένε οι δαίμονες. Πρέπει νάναι πολύ γενναία η ψυχή, να έχη πολύ μεγάλη μαρτυρία συνειδήσεως μέσα της, ότι είναι εντάξει. ότι όλα όσα λένε οι δαίμονες είναι ψέμματα. κι αν δεν είναι ψέμματα, ότι τα αμαρτήματα έχουν τακτοποιηθή με την ειλικρινή εξομολόγησι.
Τον Αββά Αρσένιο, όταν πλησίαζε η ώρα να φύγη, τον είδαν οι μαθηταί του να κλαίη και απόρησαν. «Κι εσύ, Γέροντα, φοβείσαι τον θάνατο; Εμείς τι έχουμε να πούμε;» Κι ο μέγας στην αρετή και την προετοιμασία Αρσένιος απάντησε: «Παιδιά μου, αυτή την ώρα του θανάτου δεν τη λησμόνησα ποτέ και γιαυτό δεν αμέλησα ποτέ τα καθήκοντα μου».
Η μνήμη αυτή του θανάτου είναι πάρα πολύ δυνατή, συνέχει τον άνθρωπο και τον κάνει προσεκτικό. Λεπτύνει την συνείδησι και την φέρνει στο σημείο να ελέγχη και τα παραμικρά αμαρτήματα και να ωθή τον άνθρωπο να τα τακτοποιή, για νάναι εντάξει απέναντι του Θεού. Από στιγμή σε στιγμή δεν ξέρουμε τι θα μας συμβή. Πόσο πρέπει να είμεθα έτοιμοι με μια προσεκτική ζωή!….
Δεν ξέρουμε τη στιγμή και την ώρα, που θα μας καλέση ο Θεός. Γιαυτό πρέπει να έχουμε προσεκτική ζωή. Σαν μοναχοί να προσπαθούμε ολοένα και να καλυτερεύουμε την ψυχική μας κατάσταση, να μην αδιαφορούμε, να μην παίρνουμε τα πράγματα ρηχά, να κοιτάμε τον σκοπό μας….
Να τηρούμε τα μοναχικά μας καθήκοντα, νάχουμε αγάπη, αδελφοσύνη, να μη πικραίνει ο ένας τον άλλον, να μη σκανδαλίζη ο ένας τον άλλον, να υπομένουμε αλλήλους. Ο ένας να συνεργή στο καλό του άλλου με το καλό παράδειγμα. Να ωφελούμεθα, να ωφελούμε και τους άλλους που μας πλησιάζουν και έρχονται να δουν κάτι καλύτερο στο μοναστήρι. Έχουμε χρέος και για τους αδελφούς μας, τους λαϊκούς. Εκείνος που είναι ωφέλιμος, και στον εαυτό του είναι ωφέλιμος και στον πλησίον του. Όπως, όταν κανείς έχη μικρόβιο κολλητικό, το μεταδίδει και στους άλλους, έτσι γίνεται και στα πνευματικά. Όταν είναι κανείς ψυχικά άρρωστος, μεταδίδει την ασθένειά του και στον άλλον και τον παρασύρει στο κακό. Και θα δώσουμε λόγο, εάν σκανδαλίζουμε τον πλησίον μας….
Αυτά είχα να σας πω σαν συμβουλές και εύχομαι να μας αξιώση ο Θεός να προετοιμαζώμεθα συνέχεια, για να αξιωθούμε της σωτηρίας. Αμήν.
* Αποσπάσματα απομαγνητοφωνημένης ομιλίας προς μοναχούς περί μνήμης θανάτου.
Πηγή: “Αφυπνιστικές οπτασίες και θεϊκές επεμβάσεις”.
Έκδοσις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» Σεπτέμβριος 2003.