Του Αρχιμ. Αντωνίου Φραγκάκη, Ιεροκήρυκος Ι.Μ. Γορτύνης και Αρκαδίας
Ήταν μεσημέρι Μεγάλης Τρίτης 2016.
Φευγαλέα λόγω της εργασιακής πληρότητας που επέβαλλαν οι ρυθμοί των Άγιων ημερών, επισκεφθήκαμε στο κρεβάτι του πόνου τον παλαίμαχο αγωνιστή της ερήμου Γέροντα Νείλο (Θεόδωρο) τον Αγιοφαραγγίτη.
Τον βρήκαμε καταπονημένο σωματικά, σχεδόν ξέπνοο, εξουθενωμένο από την βαριά και επίπονη νόσο που ταλαιπώρησε το αραχνώδες χοϊκό του περίβλημα αλλά ωρίμασε απόλυτα την γενναία του και εν-Χριστωμένη ψυχή.
Παρά την σωματική ταλαιπωρία ήταν θαλερότατος ψυχικά, σε μάχιμη ετοιμότητα και με την συνήθη υψιπετούσα καρδιά και πνευματική
ακμαιότητα. H άνεση που μας χορηγούσε ο στενότατος πνευματικός σύνδεσμος που είχε αναπτυχθεί ανάμεσά μας τώρα και αρκετά χρόνια, έδινε για μια άλλη φορά την δυνατότητα να ρουφήξουμε κάτι από το νέκταρ της ερήμου, τώρα που κατασταλαγμένο και συνολικό ξεχυνόταν από τον κρατήρα της άσκησης και του πόνου, στην περίλαμπρη δεξαμενή της αιωνιότητας.
Κάποια στιγμή παρατήρησα ότι ο Γέροντας ολοπόρφυρος στο πρόσωπο και με κάποια εναγώνια επιμονή, έφτυνε μέσα από την μάσκα του οξυγόνου και κάτι ψιθύριζε. H μεταξύ μας αγάπη μου έδωσε την άνεση του ερωτήματος:
– Γέροντα, γιατί προσπαθείς να φτύνεις συνέχεια μέσα από την μάσκα του οξυγόνου;
Γέροντας: – Φτύνω τον αόρατο.. νά ‘ξερες τί μου κάνει; Έχω να κοιμηθώ πέντε μερόνυχτα…
– Τί σου κάνει Γέροντα;
Γέροντας: Είναι συνεχώς απέναντί μου. Με βρίζει και με απειλεί… Η μορφή του είναι τόσο απαίσια που αν δεν ενδυναμώσει ο Θεός, δεν αντέχει ο άνθρωπος την αγριότητα της παρουσίας του…
– Πώς είναι Γέροντα;
– Σαν χοίρος με χονδρές – αδρές τρίχες (έτσι τον έβλεπε κι ο Γέροντας
Αναστάσιος). Βρωμάει απαίσια… Αλλάζει όψεις… Δεν μπορείς να τον
περιγράψεις… Βγάζει τη γλώσσα του, που είναι τεράστια… από το στόμα του εξέρχονται κοκκινωπές φωτιές…
– Σου μιλάει Γέροντα;
Γέροντας: Αν μου μιλάει; Προσπαθεί να με αποθαρρύνει… Και τι δεν μου λέει… Εγώ -λέει- σού ‘φαγα την σάρκα… εγώ σου λάβωσα τα πνευμόνια… Εγώ έβαλα και σε καταδίωκαν μία ζωή. Εγώ σού έκανα το
τάδε και το τάδε.. Εγώ σ’ έφερε σε αυτή την κατάσταση. Όποιους βάλω στα δίχτυα μου, τους περιποιούμαι καλά… Δικός μου είσαι ρε… Δικός μου… Ακούς;
– Εσύ πώς αντιδράς Γέροντα;
– Γέροντας: Απαντώ με το Χρυσοστομικό λόγιο: «Ανέστη Χριστός και πεπτώκασι δαίμονες». Και τον φτύνω συνέχεια…
Αυτός μου λέει: «Το περιποιήθηκα καλά και το Χρυσοστομάκι σας, που μου πήγαινε κόντρα και τά ‘γραψε αυτά (εννοούσε τον Άγιο Ιωάννη τον
Χρυσόστομο). Τον συγύρισα χειρότερα από σένα. Έβαλα τους δικούς μου και τον διέλυσαν στην εξορία… Αφεντάδες και Δεσποτάδες… Ακούς ρε; Εγώ σας κατευθύνω και τώρα… Θα τ’ αλλάξω όλα στα μπλα μπλα σας (στην διδασκαλία σας)… Όποιος μου πάει κόντρα τον περιποιούμαι καλά… Έλα τώρα να σε… δροσίσω…». Βγάζει την απαίσια γλώσσα
του, την τεντώνει αν και βρίσκεται σε απόσταση κάποια μέτρα μακριά, την κάνει σαν προβοσκίδα ελέφαντα, με ακουμπά σε διάφορα σημεία του προσώπου μου και με καίει αφόρητα… Και συνεχίζει σαρκαστικά: «Αυτό το δώρο από την γλώσσα μου επειδή εσύ με έψηνες με την δική του την γλώσσα… Μπορείς να μου πεις γιατί δίδασκες; Αφού ερχόμουνα και σού ‘λεγα ότι δεν ήταν δουλειά σου να
διδάσκεις και να δίνεις κατευθύνσεις στον κόσμο. Να διδάσκουν οι θεολόγοι, οι δεσποτάδες, μάλιστα… Αλλά όχι κι εσύ να με βαράς… Το ξύλο το απελέκητο!».
Άλλοτε γίνεται τεράστιο φίδι, περιτυλίγει και σφίγγει το σώμα μου και αντιμετωπίζω αφόρητο μαρτύριο. Επιμένω στο «Χριστός Ανέστη και πεπτώκασι δαίμονες» και στο φτύσιμο… Τα είχα αυτά και στην έρημο αλλά και πιο αραιά και νικηφόρα… Ξεκίνησαν εντατικότερα τις τελευταίες ημέρες… Επιμένει και δεν φεύγει…
– Ξέρετε, του είπα, ο Γέροντας Εφραίμ ο Αριζονίτης γράφει, ότι το υφίστανται αυτό προ του τέλους οι μεγάλοι αθλητές για να αποκομίσουν και μαρτυρικό στεφάνι.
Γράφει συγκεκριμένα για την Οσία Μητέρα του Γερόντισσα Θεοφανώ, ότι έβλεπε ο Γέροντας τον Άγγελό της, λίγες ημέρες προ της μακαρίας τελευτής της να αποσύρεται διακριτικά και να παρακολουθεί τον αγώνα της, χωρίς να επεμβαίνει. Την άφηνε μόνη της να παλεύει για να αυξηθεί ο μισθός του αγώνα και της υπομονής. Εκείνη αντιστέκονταν αδιάλειπτα με δύο λέξεις: «Ιησού – Παναγία μου». Τον έβλεπε και κρατούσε στιλέτο και την σημάδευε με άγριες διαθέσεις… Τώρα και εσείς ευρίσκεσθε στην πύλη… Γι’ αυτό συμβαίνουν αυτά… Μήπως και ο Όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης δεν γράφει στην Κλίμακα ότι οι τελευταίοι πειρασμοί των μεγάλων αγωνιστών είναι της απιστίας και της απελπισίας; Μήπως ο σύγχρονος αναγεννητής του Αγιωνύμου Άθωνος Όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής δεν απεκάλυψε στα πνευματικά του παιδιά ότι δέχθηκε τέτοια επίθεση από τον πονηρό στις οριακές ημέρες προ του τέλους, που πάσχιζε με λυσσώδη μανία να του κηρύξει φανταστικές και άκυρες όλες του τις αγιοπνευματικές εμπειρίες;
Μήπως και ο Όσιος Φιλόθεος ο Ζερβάκος όταν πήγε να πληροφορήσει τον επιστήθιο φίλο του, Όσιο Αθανάσιο τον Χαμακιώτη για το επερχόμενο τέλος του δεύτερου, δεν του επέστησε την προσοχή, λέγοντάς του: «Πρόσεξε, αδελφέ, μη σε πειράξει την τελευταία στιγμή ο παγκάκιστος;». Κάτι που βεβαίως έγινε, αλλά ο Γέροντας Αθανάσιος με τα σημερινά ζωομύριστα και μυρίπνοα οστά, εξήλθε τροπαιούχος και από αυτή την τελευταία πνευματική γυμνασία που του παραχώρησε ο αγωνοθέτης Θεός…
Μήπως και ο εμπνευστής και ομόψυχος αδελφός σας, ο Μέγας Αναστάσιος ο Κουδουμιανός, μικρό προ της θριαμβευτικής μεταχωρήσεώς του στην αιωνιότητα, δεν μας φανέρωσε, ότι είχε φοβερή συμπλοκή με τους δαίμονες, κάτι όχι ασυνηθιστο για τον εμπειροπόλεμο πυγμάχο της ασκητικής κονίστρας; Τον έσυραν στο έδαφος, του κατάφεραν δύο περίεργα εγκαύματα στην πλάτη, τα οποία, βέβαια, μετά από παρέλευση ολίγιστου χρόνου, θαυματουργικώς εξαλείφθησαν.
Και ο αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Τιμόθεος, από τους σπάνιους σε χριστοκεντρικότητα και απόθεμα αγιότητος Ιεράρχες, την ημέρα που
εκοιμήθη αιφνιδίως, δέχθηκε επίθεση από σμήνος δαιμόνων… Κατάπληκτος και αναμαλλιασμένος βγήκε στον εξώστη του μοναχικού του ενδιαιτήματος και φώναζε: «Γιατί αφήσατε τους μαύρους να περάσουν, τους μασσώνους που ανέβηκαν επάνω; Μου έκαναν άγρια επίθεση… Τους αντιμετώπισα αλλά ζορίστηκα…». Αυτό έγινε εκείνη την ημέρα δύο φορές.
Έχουμε και πολλά άλλα παραδείγματα Γέροντα. Κάνε κουράγιο…
Ο Γέροντας με πρόδηλη απορία αποτυπωμένη στην έκφραση του προσώπου του, μου απάντησε:
– «Μα εγώ δεν ανήκω στους μεγάλους αθλητές. Υπήρξα ισόβιος ζητιάνος του ελέους τους Θεού στην έρημο διά της μετανοίας… Είμαι ρεμάλι… Μεγάλος αμαρτωλός. Ζητούσα συνεχώς έλεος… Δεν είναι αυτά για ‘μένα. Δεν ανήκω σε αυτούς…».
– Αυτά, απάντησα, Γέροντα, ο Θεός τα ξέρει…
Με ιλαρό πρόσωπο έγνεψε ότι συμφωνεί και έκλεισε τα ολόλαμπρα μάτια του από εξάντληση, περατώνοντας κάθε συζήτηση.
Άλλωστε ασθμένων και με πολύ κόπο, σχεδόν ψιθυριστά, μέχρι εκείνη την ώρα ανταποκρινόταν στον διάλογο. Απόρησα πού βρήκε την δύναμη να μετάσχει τόσο ευκρινώς στη διαγενόμενη συζήτηση.
Ήταν προφανώς ενδυνάμωση Θεού, προκειμένου να αφήσει σαν παρακαταθήκη και την τελευταία του αυτή συγκλονιστική εμπειρία, στην βιωματική φιλοκαλία της Εκκλησίας.
Αυτή η διήγηση ήταν και ο τελευταίος μας διάλογος επί γης…
Ο Γέροντας από την Μεγάλη Τετάρτη το βράδυ είχε πλέον ηρεμήσει απόλυτα και περίμενε με γαλήνη το επικείμενο τέλος.
Είχε λήξει η τελευταία φοβερή μάχη με τον δαίμονα. Νικητής ο παλαίμαχος αθλητής της ερήμου έβλεπε τους παλαιούς Αγιοφαραγγίτες Πατέρες να τον περιστοιχίζουν και τις επουράνιες αγγελικές ταξιαρχίες να υπερίπτανται εμφανώς, να επιστατούν γύρω από την κλίνη του, να λαμβάνουν πρωτοβουλίες και να ετοιμάζουν την έξοδό του.
Εκστατικός έμενε να κοιτάζει και δόξαζε τον Θεό! Έκανε με απροκάλυπτη δυσκολία άπειρες φορές τον σταυρό του.
Το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης ψέλλισε: «Όλα τελείωσαν. Σήμερα φεύγω. Επίκειται η ώρα. Να ειδοποιηθεί ο Αντώνης για την άμεση μεταφορά μου με το ασθενοφόρο στο Κεφάλι (Ερημιτήριο όπου ζούσε στα νοτιοδυτικά Αστερούσια). Θέλω να παραδώσω την ψυχή μου εκεί… Οπωσδήποτε πρέπει να βρεθώ στο Ασκητήριό μου από το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης έως το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής». Λίγο αργότερα είπε ξέπνοα αλλά καθαρά: «Ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος»
Όταν πριν λίγες ημέρες τον είχε επισκεφθεί ζωντανά στο σπίτι που ενοσηλεύετο στις Μοίρες, η κοιμηθείσα κόρη του Σταυρούλα, την ρώτησε ο Γέροντας: «Πώς είναι παιδί μου ο Παράδεισος», και εκείνη απάντησε: «Όπως μου τον περιέγραφες, σεβαστέ μου πατέρα». «Εξήγησέ μου περισσότερο», επέμεινε εκείνος και αυτή συμπλήρωσε:
«Δεν μου έλεγες, όταν σε ρωτούσα εγώ πριν φύγω, ότι εκεί “ουκ έτσι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος; Τελικά αυτό είναι πατέρα».
Τώρα ο Γέροντας προγευόμενος τα έπαθλα του αγωνοθέτη Θεού, τελείωνε τους επίπονους ισόβιους άθλους επαναλαμβάνοντας τούτα τα λόγια και ένα λεπτό αδιόρατο χαμόγελο σφράγιζε την μυστηριώδη έκσταση του θανάτου. Βαριανάσαινε και ατάραχος περίμενε. Το ουράνιο ταξίδι είχε πλέον άμεσα δρομολογηθεί.
Ήταν Μεγάλη Πέμπτη λίγο πριν τα μεσάνυχτα 28-4-2016. Η ένδοξη κοίμησή του υπήρξε «μυστήριο κραυγής όπερ εν ησυχία Θεού διεπράχθη» (Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος) όπως άλλωστε και όλη η
θαυμαστή και πνευματέμφορος βιοτή του.
Μόλις ακούμπησε το κατάστικτο και οσίαθλο σώμα στην ασκητική του κλίνη, αμέσως φτερούγισε η ολόφωτη και θεοτερπής ψυχή του στα άφθαρτα σκηνώματα της δόξης του Χριστού, τον οποίον με μανικό έρωτα αγάπησε και με αδιάλειπτη ησυχαστική στοχοθεσία,
χαρισματικώς προσαπόκτησε.
Ήταν η πανίερη και φοβερή βραδιά που εμυσταγωγείτο το Θείο Πάθος στις καρδιές των πιστών. Και η εσταυρωμένη επίγεια διαδρομή του μαρτυρικού Γέροντος, έπρεπε να βρει εκείνες τις συγκλονιστικές στιγμές την νοηματοδότηση και καταξίωσή της, από Εκείνον που καλεί τους φίλους Του ενεργά στο Σταυρό, προκειμένου να τους αναγνωρίσει δικούς Του και να τους εντάξει πανηγυρικά και στους άληκτους αναβαθμούς της Αναστάσεως..
Aιωνία η μνήμη του. Να έχουμε την ευχή του.
Πηγή: Εφημερίδα Αντίλαλος της Μεσαράς – e-mesara.gr