Διάδοχος Φωτικής (Άγιος) Επιλογές αποφθεγμάτων του Αγίου από το Βιβλίο “Η ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΝΗΠΤΙΚΩΝ”

Η ψυχή όμως που αισθάνεται αγαλλίαση με την αγάπη του Θεού
Γιατί αν δεν εξομολογηθούμε και γι’ αυτά όπως πρέπει, θα δοκιμάσομε κάποιαν άγνωστη δειλία στην ώρα του θανάτου μας. Θα έπρεπε εμείς που αγαπούμε τον Κύριο, να προσευχόμαστε να βρεθούμε τότε χωρίς κανένα φόβο. Γιατί εκείνος που δοκιμάζει τότε φόβο, δε θα περάσει ελεύθερα από τους άρχοντες του ταρτάρου· γιατί αυτοί θα έχουν σαν συνήγορο της κακίας τους τη δειλία της ψυχής. Η ψυχή όμως που αισθάνεται αγαλλίαση με την αγάπη του Θεού κατά την ώρα του θανάτου, πηγαίνει πάνω από όλες τις σκοτεινές παρατάξεις μαζί με τους αγγέλους, πετώντας με τα φτερά της πνευματικής αγάπης, αφού έχει χωρίς κανένα κενό το πλήρωμα του νόμου, την αγάπη(Ρωμ. 13, 10). Γι’ αυτό και κατά την παρουσία του Κυρίου, θα αρπαγούν μαζί με όλους τους αγίους εκείνοι που θα τελειώνουν τον βίο με τέτοια παρρησία, ενώ εκείνοι που και λίγο δειλιάζουν την ώρα του θανάτου, θα αφεθούν μαζί με το πλήθος των άλλων ανθρώπων, σαν υπόδικοι, για να δοκιμαστούν από τη φωτιά της κρίσεως*, και έτσι να δεχτούν την κληρονομιά που τους οφείλεται κατά τα έργα τους από τον αγαθό Θεό μας και βασιλιά Ιησού Χριστό. Γιατί Αυτός είναι ο Θεός της δικαιοσύνης και δικός Του είναι ο πλούτος της αγαθότητας της βασιλείας Του που δίνει σ’ εμάς που τον αγαπούμε, σε όλους τους αιώνες.
*«για να δοκιμαστούν από τη φωτιά της κρίσεως». – Εκείνοι που απέκτησαν την τελειότητα της αγάπης προς το Θεό και ανύψωσαν την ψυχή με τις αρετές, θ’ αρπαχτούν μέσα σε σύννεφα, κατά τον Απόστολο(Α΄ Θεσ. 4, 17), και δε θα υποστούν κρίση. Εκείνοι όμως που δεν απέκτησαν ολόκληρη την τελειότητα, αλλά έχουν αμαρτήματα μαζί με τα κατορθώματα, αυτοί έρχονται στο δικαστήριο της κρίσεως. Και εκεί, με την εξέταση των καλών και των κακών πράξεων, θα είναι σαν να φλογίζονται, και αν βαρύνει η πλάστιγγα των καλών πράξεων, καθαρίζονται από την κόλαση.

υπάρχουν δύο, ας πούμε, κατηγορίες πονηρών πνευμάτων
81. Ο λόγος της πνευματικής γνώσεως μας διδάσκει ότι υπάρχουν δύο, ας πούμε, κατηγορίες πονηρών πνευμάτων. Της μιας είναι λεπτότερα, της άλλης κάπως πιο υλικά. Τα λεπτότερα πολεμούν την ψυχή, τα άλλα συνηθίζουν να αιχμαλωτίζουν την σάρκα με ηδονικές παρακινήσεις. Γι’ αυτό και μάχονται μεταξύ τους οι δαίμονες που πολεμούν την ψυχή και οι άλλοι που πολεμούν το σώμα, αν και έχουν την ίδια πρόθεση να βλάπτουν τους ανθρώπους. Όταν λοιπόν η χάρη δεν κατοικεί στον άνθρωπο, τότε αυτοί φωλιάζουν σαν φίδια στα βάθη της καρδιάς και δεν επιτρέπουν διόλου στην ψυχή να επιθυμήσει το καλό. Όταν όμως η χάρη είναι κρυμμένη μέσα στο νου, τότε οι δαίμονες κινούνται σαν σκοτεινά σύννεφα στα μέρη της καρδιάς και παίρνουν μορφές αμαρτωλών παθών και διαφόρων φαντασιών, για να απομακρύνουν τη μνήμη του Θεού από το νου και έτσι να τον αποσπούν από την ένωσή του με τη χάρη. Όταν λοιπόν οι δαίμονες που πολεμούν την ψυχή μάς διεγείρουν στα ψυχικά πάθη και μάλιστα στην οίηση, η οποία είναι μητέρα όλων των κακών, ας θυμόμαστε τον θάνατό μας και τότε καταντροπιάζομε το φούσκωμα της φιλοδοξίας. Το ίδιο ας κάνομε και όταν οι δαίμονες που πολεμούν το σώμα ερεθίζουν την καρδιά μας σε αισχρές επιθυμίες. Γιατί μόνο η ενθύμηση του θανάτου μπορεί να καταργήσει όλες τις προσβολές των δαιμόνων, επειδή μας επαναφέρει στη μνήμη του Θεού. Αν πάλι οι ψυχικοί δαίμονες από τη μνήμη του θανάτου μάς υποβάλλουν λογισμούς εξουδενώσεως της ανθρώπινης φύσεως, ότι δεν έχει καμιά αξία γιατί συνδέεται με τη σάρκα, (αυτό συνηθίζουν να κάνουν όταν κανείς τους βασανίζει με τη μνήμη του θανάτου), τότε ας σκεφτόμαστε την τιμή και τη δόξα της επουράνιας Βασιλείας, χωρίς όμως και να παραβλέπομε την πικρότητα και το σκοτάδι της κρίσεως· κι έτσι από τη μια θα παρηγορούμε την αθυμία μας και από την άλλη θα συγκρατούμε την επιπολαιότητα της καρδιάς μας.
ούτε να δικάζει πρέπει ποτέ, ούτε δίκη να κινεί εναντίον κανενός
63. Εκείνος που έγινε μέτοχος αγίας γνώσεως και γεύθηκε την γλυκύτητα του Θεού, ούτε να δικάζει πρέπει ποτέ, ούτε δίκη να κινεί εναντίον κανενός, και αν ακόμη του αφαιρέσει κανείς αυτά τα ρούχα που φορεί. Γιατί η δικαιοσύνη των αρχόντων του κόσμου τούτου είναι πολύ κατώτερη από τη δικαιοσύνη του Θεού, ή μάλλον δεν είναι τίποτε απέναντι στη δικαιοσύνη του Θεού. Γιατί ποιά διαφορά υπάρχει ανάμεσα στα τέκνα του Θεού και στα τέκνα του κόσμου, αν όχι η δικαιοσύνη των τελευταίων να είναι ατελής σε σύγκριση με τη δικαιοσύνη των πρώτων; Και έτσι το πρώτο λέγεται ανθρώπινο δίκαιο, και το δεύτερο, θεία δικαιοσύνη. Έτσι και ο Κύριος Ιησούς, ούτε όταν τον κακολογούσαν απαντούσε με ύβρεις, ούτε όταν έπασχε απειλούσε(Α΄ Πέτρ. 2, 230, αλλά και την αφαίρεση των ενδυμάτων Του την υπέμενε σιωπηλός(Ματθ. 27, 28) και υπέφερε πόνους και οδύνες για χάρη της σωτηρίας μας(Ησ. 53, 4). Και το μεγαλύτερο, παρακαλούσε τον Πατέρα για χάρη εκείνων που τον κακοποιούσαν(Λουκ. 23, 34). Οι άνθρωποι όμως του κόσμου δεν παύουν να δικάζονται, αν δεν πάρουν από τους αντίδικους τα πράγματα που ζητούν, και κάποτε με το παραπάνω, παίρνοντας και τους τόκους πριν από το χρέος, ώστε το δίκαιό τους να γίνεται αρχή μεγάλης αδικίας.
Αν η Εύα χρησιμοποιούσε αυτό το όπλο κατά του φιδιού, δεν θα νικιόταν από την εμπαθή εκείνη ηδονή
62. Ο θυμός, περισσότερο από τα άλλα πάθη, ταράζει και συγχύζει την ψυχή· κάποτε όμως και την ωφελεί πολύ. Γιατί όταν τον μεταχειριζόμαστε χωρίς ταραχή κατά των ασεβών ή ασελγών για να σωθούν ή να ντραπούν, τότε προσθέτομε πραότητα στην ψυχή μας, γιατί συμβαδίζομε με το σκοπό της δικαιοσύνης και της αγαθότητας του Θεού. Αλλά και το γυναικώδες φέρσιμο της ψυχής πολλές φορές το μετατρέπομε σε αρρενωπό, όταν οργιστούμε πολύ κατά της αμαρτίας. Και δεν πρέπει να αμφιβάλλομε ότι, όταν βρισκόμαστε σε πολλή αθυμία, αν αγανακτήσομε πνευματικά κατά του δαίμονα της φθοράς, υψωνόμαστε πάνω από την καύχηση του θανάτου. Για να μας διδάξει αυτό ο Κύριος, δύο φορές αγανάκτησε κατά του θανάτου και τάραξε τον εαυτό Του, αν και χωρίς ταραχή μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, και έτσι ανάστησε τον Λάζαρο (Ιω. 11, 33-38). Ώστε, νομίζω ότι ο φρόνιμος θυμός δόθηκε ως όπλο δικαιοσύνης στην ανθρώπινη φύση από τον δημιουργό Θεό. Αν η Εύα χρησιμοποιούσε αυτό το όπλο κατά του φιδιού, δεν θα νικιόταν από την εμπαθή εκείνη ηδονή. Γι’ αυτό, νομίζω ότι εκείνος που μεταχειρίζεται από ζήλο προς την ευσέβεια με σύνεση τον θυμό, θα βρεθεί οπωσδήποτε καλύτερος στη ζυγαριά των ανταποδόσεων από εκείνον που λόγω δυσκινησίας του νου δε θυμώνει ποτέ. Αυτός ο δεύτερος φαίνεται ότι έχει αγύμναστο τον ηνίοχο των ανθρωπίνων φρενών, ενώ ο πρώτος τρέχει πάντοτε στον αγώνα καθισμένος στα άλογα της αρετής και περνά ανάμεσα από τις δαιμονικές παρατάξεις, γυμνάζοντας το τέθριππο άρμα της εγκράτειας με φόβο Θεού. Αυτό το άρμα η Γραφή το ονομάζει «άρμα Ισραήλ»(Δ΄ Βασ. 2, 11) στην ανάληψη του θείου Ηλιού, επειδή στους Ιουδαίους πρώτους φαίνεται ότι μίλησε με διάφορους τρόπους ο Θεός για τις τέσσερις αρετές (φρόνηση, σωφροσύνη, δικαιοσύνη και ανδρεία). Γι’ αυτό και πάνω σε άρμα πυρός αναλήφθηκε ο μέγας αυτός μαθητής της σοφίας· καθώς νομίζω, χρησιμοποίησε φρόνιμα ως άλογα του άρματος τις αρετές του, καθώς τον άρπαξε το Πνεύμα στο φύσημα της πύρινης αύρας.
Γιατί όταν πολυκαιρίσει το ένδοξο και πολυπόθητο αυτό όνομα με τη μνήμη του νου στη θέρμη της καρδιάς
59. Πάντως απαιτεί από μας ο νους, όταν του φράξομε με τη μνήμη του Θεού όλες τις διεξόδους, κάτι να του δώσομε να κάνει που να ικανοποιεί την ενεργητικότητά του. Πρέπει λοιπόν να του δίνομε μόνο το «Κύριε Ιησού» για την ολοκληρωτική εκπλήρωση του σκοπού μας. Γιατί κανείς δεν μπορεί να πει «Κύριος Ιησούς» χωρίς το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος(Α΄ Κορ. 12, 3). Πρέπει όμως ο νους να μελετά αδιάκοπα τα λόγια αυτά μέσα στα βάθη του, ώστε να μην ξεφεύγει σε διάφορες φαντασίες. Όσοι μελετούν ακατάπαυστα στο βάθος της καρδιάς τους το άγιο και ένδοξο τούτο όνομα, αυτοί μπορούν να βλέπουν κάποτε και το φως του νου τους. Και τούτο επειδή, όταν αυτό το άγιο όνομα κρατείται με πολλή επιμονή από τη διάνοια, κατακαίει όλη την ακαθαρσία που σκεπάζει την ψυχή· και αυτό η ψυχή το αισθάνεται έντονα, γιατί ο Θεός μας είναι φωτιά που κατακαίει(Δευτ. 4, 24). Και με αυτό ο Κύριος προσκαλεί την ψυχή σε μεγάλη αγάπη της δόξας Του. Γιατί όταν πολυκαιρίσει το ένδοξο και πολυπόθητο αυτό όνομα με τη μνήμη του νου στη θέρμη της καρδιάς, μας προξενεί οπωσδήποτε συνήθεια να αγαπούμε την αγαθότητά Του, χωρίς να υπάρχει πια κανένα εμπόδιο. Αυτό είναι το πολύτιμο μαργαριτάρι(Ματθ. 13, 46), το οποίο μπορεί κανείς να αποκτήσει αφού πουλήσει όλη την περιουσία του, και για την εύρεση του οποίου να έχει μια ανέκφραστη χαρά.
Το να απέχομε όμως ευχαρίστως από τα πολλά και ευχάριστα φαγητά
43. Όσοι αγωνίζονται για τη σωτηρία τους, πρέπει να φροντίζουν τόσο πολύ να μισούν όλες τις παράλογες επιθυμίες, ώστε να αποκτήσουν τη συνήθεια αυτού του μίσους. Την εγκράτεια όμως των τροφών πρέπει να την ασκούν προσέχοντας ώστε να μη φτάσουν να σιχαθούν καμιά απ’ αυτές, γιατί κάτι τέτοιο είναι επικατάρατο και τελείως δαιμονικό. Δεν απέχομε από τις τροφές γιατί είναι κακές —μη γένοιτο· αλλά αποφεύγομε τις πολλές και απολαυστικές τροφές για να χαλιναγωγούμε τα μέλη της σάρκας που βρίσκονται σε έξαψη. Επίσης και για να μοιράζομε το περίσσευμα στους φτωχούς, κάτι που είναι γνώρισμα ειλικρινούς αγάπης.
44. Το να τρώμε και να πίνομε απ’ όλα όσα μας παραθέτουν, ευχαριστώντας το Θεό, δεν είναι καθόλου αντίθετο με την πνευματική γνώση· γιατί όλα τα δημιουργήματα είναι πολύ καλά(Γέν. 1, 31). Το να απέχομε όμως ευχαρίστως από τα πολλά και ευχάριστα φαγητά, αυτό είναι δείγμα μεγαλύτερης πνευματικής διακρίσεως και γνώσεως. Αλλά δεν θα καταφρονήσομε ευχαρίστως τα ευχάριστα αυτού του κόσμου, αν με όλη μας την πνευματική αίσθηση και με πληροφορία καρδιάς δεν γευθούμε την γλυκύτητα του Θεού.
45. Όταν το σώμα είναι βαρύ από πολλά φαγητά, κάνει το νου δειλό και δυσκίνητο· ενώ όταν ατονεί από την μεγάλη εγκράτεια, κάνει το θεωρητικό μέρος της ψυχής να γίνεται σκυθρωπό και να αποφεύγει τους λόγους. Πρέπει λοιπόν να κανονίζομε τις τροφές ανάλογα με την κατάσταση του σώματος, ώστε όταν είναι υγιές να χαλιναγωγείται όπως πρέπει, και όταν είναι άρρωστο να περιθάλπεται με μέτρο. Γιατί δεν πρέπει να ατονεί στο σώμα ο αγωνιστής, αλλά να έχει την απαραίτητη αντοχή για τον αγώνα, ώστε και οι σωματικοί κόποι να συμβάλλουν ανάλογα στην κάθαρση της ψυχής.

Γιατί τα όνειρα δεν είναι παρά αντίτυπα ανεξέλεγκτων λογισμών
37. Τα όνειρα που φανερώνονται στην ψυχή λόγω της αγάπης του Θεού, είναι κατά κάποιο τρόπο αλάθητα τεκμήρια της υγείας της. Γι’ αυτό ούτε από το ένα σχήμα μεταβάλλονται σε άλλο, ούτε προκαλούν φόβο στην αίσθησή της, ούτε γελούν ή σκυθρωπιάζουν ξαφνικά, αλλά γεμάτα επιείκεια προσεγγίζουν την ψυχή και την γεμίζουν από πνευματική χαρά. Γι’ αυτό και όταν ξυπνήσει το σώμα, με μεγάλο πόθο η ψυχή ζητεί τη χαρά του ονείρου. Οι φαντασίες όμως των δαιμόνων είναι σε όλα αντίθετες· ούτε στο ίδιο σχήμα παραμένουν, ούτε η μορφή τους είναι ατάραχη για πολύ. Γιατί η γαλήνη που δεν την έχουν εξαιτίας της προαιρέσεώς τους, αλλά τη μιμούνται μόνο από διάθεση να πλανήσουν την ψυχή, δεν μπορεί να μείνει σ’ αυτούς για πολύ· αλλά λένε μεγάλα λόγια και πολλές απειλές και παίρνουν συχνά τη μορφή στρατιωτών και κάποτε ψάλλουν με κραυγές στην ψυχή. Από αυτά ο νους, όταν είναι καθαρός, αναγνωρίζει την παρουσία των δαιμόνων από τις φαντασίες και ξυπνά το σώμα· κάποτε και χαίρεται, γιατί μπόρεσε να εννοήσει την πανουργία τους. Γι’ αυτό και μέσα στο όνειρο πολλές φορές τους ελέγχει, οπότε και τους προκαλεί μεγάλη οργή. Αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις όπου και τα αγαθά όνειρα δεν προξενούν χαρά στην ψυχή, αλλά φέρνουν μια γλυκιά λύπη και δάκρυα χωρίς πόνο. Αυτό συμβαίνει σ’ εκείνους που έχουν προκόψει σε πολλή ταπεινοφροσύνη.
38. Εμείς είπαμε σχετικά με τη διάκριση των καλών και των κακών ονείρων, όπως ακούσαμε από εκείνους που έχουν πείρα. Κι ας μας είναι αρκετό και χρήσιμο για την αρετή, το να μη δίνομε ολότελα πίστη σε καμιά φαντασία. Γιατί τα όνειρα δεν είναι παρά αντίτυπα ανεξέλεγκτων λογισμών ή —όπως προείπα— και εμπαιγμοί των δαιμόνων. Όποτε και αν μας σταλεί καμιά φορά από την αγαθότητα του Θεού κανένα όραμα και δεν το παραδεχτούμε, δεν θα οργιστεί γι’ αυτό ο πολυπόθητος Κύριος Ιησούς εναντίον μας· γιατί γνωρίζει ότι αυτό το κάνομε από φόβο της πανουργίας των δαιμόνων. Αυτή η διάκριση που αναφέρθηκε προηγουμένως είναι ακριβής. Συμβαίνει όμως η ψυχή να μολυνθεί από μια ανεπαίσθητη αφορμή —κάτι από το οποίο νομίζω κανείς δεν εξαιρείται— και να χάσει την ακρίβεια της διαγνώσεως και τότε πιστεύει τα κακά όνειρα ως καλά.
39. Ας πάρομε ως παράδειγμα του ζητήματος αυτού, ένα δούλο που τον κάλεσε από την αυλή του σπιτιού ο κύριός του μιά νύχτα ύστερα από μακρά απουσία· και ο δούλος αρνήθηκε τελείως να ανοίξει την πόρτα, από φόβο μήπως παραπλανηθεί από την ομοιότητα της φωνής και γίνει προδότης της περιουσίας του κυρίου του ανοίγοντας σε κάποιον άλλο. Όταν ξημέρωσε, όχι μόνο δεν οργίστηκε ο κύριος εναντίον του δούλου, αλλά και πολύ τον επαίνεσε, γιατί και την φωνή του ακόμη την νόμισε απατηλή, για να μη χαθεί τίποτε από τα πράγματά του.

Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν ἑαυτό του, δέν μπορεῖ νά ἀγαπᾶ τό Θεό
12. Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν ἑαυτό του, δέν μπορεῖ νά ἀγαπᾶ τό Θεό. Ἐκεῖνος πού δέν ἀγαπᾶ τόν ἑαυτό του ἐξαιτίας τοῦ ὑπερβολικοῦ πλούτου της ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, αὐτός ἀγαπᾶ τό Θεό. Ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν ζητεῖ ποτέ τήν δική του δόξα, ἀλλά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Γιατί ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν ἑαυτό του, ζητεῖ τήν δική του δόξα· ἐκεῖνος ὅμως πού ἀγαπᾶ τό Θεό, ἀγαπᾶ τή δόξα τοῦ Δημιουργοῦ του. Εἶναι ἰδίωμα τῆς ψυχῆς πού ἔχει πνευματική αἴσθηση καί ἀγαπᾶ τό Θεό, τό νά ζητεῖ πάντοτε τή δόξα τοῦ Θεοῦ σέ ὅλες τίς ἐντολές πού πράττει καί νά εὐχαριστεῖται στήν δική της ταπείνωση. Γιατί στό Θεό πρέπει ἡ δόξα γιά τή μεγαλωσύνη Του, ἐνῶ στόν ἄνθρωπο ἁρμόζει ἡ ταπείνωση μέ τήν ὁποία γινόμαστε οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ. Ὅ.τι καί ἄν κάνομε, ἄς λέμε πάντοτε κι ἐμεῖς μέ χαρά γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖνο πού ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής: “‘Εκεῖνος πρέπει νά δοξάζεται, ἐνῶ ἐμεῖς νά μικραίνομε”(Ιω. 3,30).
….
15. Ὅταν ἀρχίσει κανείς νά αἰσθάνεται πλουσιοπάροχα τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τότε ἀρχίζει νά ἀγαπᾶ μέ πνευματική αἴσθηση καί τόν πλησίον. Αὐτή ε῟ιναι ἡ ἀγάπη γιἀ τήν ὁποία μιλοῦν ὅλες οἱ Γραφές. Ἡ κατά σάρκα φιλία πολύ εὔκολα διαλύεται, ὅταν βρεθεῖ κάποια ἀσήμαντη αἰτία, γιατί δέν ε῟ιναι δεμένη μέ τήν πνευματική αἴσθηση. Στόν ἄνθρωπο ὅμως πού στήν ψυχή του ἐνεργεῖ ὁ Θεός, καί ἄν συμβεῖ κάποιος ἐρεθισμός, δέν λύνεται ὁ δεσμός τῆς ἀγάπης. Γιατί μέ τήν θερμότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἡ ψυχή ξαναθερμαίνει τόν ἑαυτό της στό καλό καί γρήγορα ξαναφέρνει μέσα της τήν ἀγάπη τοῦ πλησίον μέ πολλή χαρά, ἀκόμη καί ἄν ἔχει ὑβρισθεῖ ἤ ζημιωθεῖ ὑπερβολικά ἀπό αὐτόν· καί μέ τή γλυκύτητα τοῦ Θεοῦ ἐξουδετερώνει τήν πικρία τῆς φιλονεικίας.
Γιατί ὁ Θεός δέν ἔπλασε τίποτε κακό
Τό κακό, οὔτε φυσική ὕπαρξη ἔχει, ἀλλ’ οὔτε καί κανένας εἶναι ἐκ φύσεως κακός. Γιατί ὁ Θεός δέν ἔπλασε τίποτε κακό. Ὅταν κανείς ἐπιθυμήσει τό κακό, τότε τό ἀνύπαρκτο ἀρχίζει καί γίνεται ὑπαρκτό, ὅπως τό θέλει ἐκεῖνος πού τό κάνει. Πρέπει λοιπόν μέ τήν ἐπιμέλεια τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ, νά ἀμελοῦμε τή συνήθεια τοῦ κακοῦ. Γιατί εἶναι πιό δυνατή ἡ φύση τοῦ καλοῦ ἀπό τή συνήθεια τοῦ κακοῦ. Καί τοῦτο γιατί τό καλό ὑπάρχει, ἐνῶ τό κακό δέν ὑπάρχει, παρά μόνο ὅταν τό πράττομε.

Share Button