Πρεσβύτερος Βασίλειος Α. Γεωργόπουλος
ΤΟ ΑΛΑΘΗΤΟ ΤΟΥ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ Η ΚΩΜΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΣΙΞΤΟΥ Ε’
Στις 18 Ιουλίου 1870 στην τετάρτη συνεδρία1 της Α’ Βατικανείου συνόδου -θεωρουμένης εικοστής οικουμενικής για τους Ρωμαιοκαθολικούς- κατόπιν μακράς ιστορικής κυοφορίας2, αλλά και εν μέσω αντιδράσεων3, κατά τη διάρκεια της συνόδου, ο πάπας Πίος Θ’ ανέγνωσε το διάταγμα Pastor aeternus4, με το οποίο ανεγνώριζε ως αλήθεια πίστεως αποκαλυφθείσα από τον Θεό, το αλάθητο του εαυτού του, όλων των προκατόχων του και των διαδόχων του.
Βεβαίως, για την ορθόδοξη θεολογία5, το αλάθητο του επισκόπου Ρώμης ανήκει στο χώρο της παπικής μυθολογίας. Όχι μόνο στερείται των γνωρισμάτων του δόγματος, αλλά αποτελεί ταυτοχρόνως αυθαίρετη και βλάφημη οικειοποίηση γνωρίσματος και ιδιότητος του θεανθρωπίνου σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας.
Αψευδής μάρτυρας των ανωτέρω, είναι η ετυμηγορία της εκκλησιαστικής ιστορίας. Ένα από τα πολλά παραδείγματα για το πόσο αλάθητοι υπήρξαν οι προκάτοχοι του Πίου Θ’ είναι και η κωμική περίπτωση του πάπα Σίξτου Ε’ (1585-1590) και η υπ’ αυτού έκδοση της Vulgata το 1590.
Ο πάπας Σίξτος Ε’, ορμώμενος από την απόφαση της εν Τριδέντω συνόδου6, όπου η Vulgata ανεγνωρίσθη ως αυθεντικό κείμενο για τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, εξέδωσε και κυκλοφόρησε μία νέα έκδοσή της γνωστή στην ιστορία ως έκδοσις Sixtina7. Στο παπικό δεκρετάλιο με το οποίο ανήγγειλε την έκδοση ο πάπας Σίξτος Ε’, ανέφερε ότι, το εν λόγω κείμενο θα ήταν το μοναδικό αυθεντικό κείμενο, και αυτό γιατί το κείμενο είχε διορθώσει «δια της ιδίας χειρός στηριζομένης επί της εξουσίας της αφθονίας της αποστολικής δυνάμεως»8. Ώριζε επίσης, ότι κάθε άλλη έκδοση των Αγ. Γραφών στερούνταν αξίας και ότι όποιος επιχειρήσει να μετατρέψει το νέο κείμενο ήταν αυτομάτως αφορισμένος.
Δύο χρόνια αργότερα ο πάπας Κλήμης Η’ (1592-1605) θα αποσύρει την έκδοση του Σίξτου Ε’ γιατί ήταν γεμάτη πλάνες και σφάλματα «μεταφράσεως, εκφράσεως, και διδασκαλίας»9. Μάλιστα ο Ιησουίτης καρδινάλιος Ροβέρτος Βελλαρμίνος, ένας από τους μεγαλύτερους παπικούς θεολόγους μέχρι σήμερα, άγιος των Ρωμαιοκαθολικών και δεινός υποστηρικτής του παπικού πρωτείου, χαρακτήριζε το κείμενο του Σίξτου Ε’ «ως λαβύρινθο πλανών παντός είδους»10.
Ο ίδιος ο Βελλαρμίνος μάλιστα αναφέρει στην αυτοβιογραφία του, ότι είχε ζητήσει από τον πάπα Γρηγόριο ΙΔ’ (1590-1591) να προστατεύσει την φήμη του Σίξτου Ε’ από τη χλεύη. Πώς; Επανεκδίδοντας διορθωμένη την έκδοση του 1590 με την προσθήκη ενός προλόγου του Βελλαρμίνου με τον οποίο θα εξηγούσε στους πιστούς, ότι ένοχοι των λαθών δεν ήταν ο Σίξτος Ε’ αλλά «οι τυπογράφοι και άλλα πρόσωπα»11.
Το γεγονός αυτό καθ’ εαυτό αλλά και οι θέσεις του Βελλαρμίνου είναι αποκαλυπτικά για το πόσο αλάθητος υπήρξε ο πάπας Σίξτος Ε’ ως προκάτοχος του Πίου Θ’. Ως τελικό σχόλιο στο μικρό άρθρο αυτό, για το τί αποδεικνύει και η περίπτωση του Σίξτου Ε’ σε σχέση με το αλάθητο του Ρώμης, θα θέλαμε να αναφέρουμε την άποψη του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Χρυσάνθου Νοταρά (1707-1731). Αποδεικνύει «τους νεωτερισμούς της δυτικής εκκλησίας, και την νυνί του συναδέλφου (ίν’ ούτω είπω) Ρώμης καινήν και πρόσφατον αμόναρχον μοναρχίαν και εναμάρτητον αναμαρτησίαν, ας τινας οι τε Ανατολικοί οι τε Δυτικοί άγιοι πατέρες ούτε εγίνωσκον, ούτε εφαντάσθησαν ως ούσας νεωτερικά και αλλόκοτα σπέρματα, και εφευρέματα εις την δυτικήν εκκλησίαν, σπαρέντα και φυτευθέντα υπό γνώμης υπερηφάνου, και διεφθαρμένης οιήσεως, και δια την πολυκαιρίαν ριζωθέντα, και καρπούς σαπρούς ποιήσαντα»12.
1. Acta Sanctae Sedi 6 (180) 40-47.
2. Lott, Grundrib der Dogmatik, Freiburg-Basel-Wien 1965, σελ. 346-349. L. Koesterw, «Unfehlbarkeit», LTHK 10 (1938) στ. 378-380.
3. H. KUNG, Unfehlbar? Eine Anfrage Zurich – Einsiedeln – Koln 1980, σελ. 101-108. H. JEDIN, Kleine Konziliengeschichte, Freiburg in Breisgau 1978, σελ. 124-126. Π. ΤΡΕΜΠΕΛΑ, Αι μετά το έργον της Βατικανείου συνόδου υποχρεώσεις μας, Αθήναι 1967, σελ. 33-39.
4. DENZIGER – HUNERMANN, Enchiridion Symbolorum, (19919), 3065-3075. H. KUNG, όπ. σελ. 75-81.
5. Μοναδική στο είδος της, τη σαφήνεια, τη συντομία και το βάθος της κριτική κατά του παπικού αλαθήτου είναι η κριτική ενός γιγαντιαίου θεολογικού αναστήματος του αιώνα μας π. ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ. Βλ. Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, εκδ. ΑΣΤΗΡ, Αθήναι 1981, σελ. 145-162. Βλ. Α. ΔΕΛΗΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ, Αι Εκκλησιολογικαί θέσεις της Ρωμ/κής Εκκλησίας ως δογματικόν πρόβλημα του θεολογικού διαλόγου, (διδ. Διατριβή), Εν Αθήναις 1969, σελ. 124-148.
6. Sessio IV, 2 (8 Απριλίου 1546). Denziger – Hunermann, Enchiridion Symbolorum, 1506-1508.
7. H. Vogels, «Bibelubersetzungen II», LTHK (1931) στ. 306. Α. Χαςτουπη, Εισαγωγή εις την Παλαιάν Διαθήκην, Εν Αθήναις 1986, σελ. 617.
8. Paul Fr. Ballester Convalier, H μεταστροφή μου εις την Ορθοδοξίαν, Αθήναι 1954, σελ. 33 υπ. 1-σελ. 34.
9. Ό.π. σελ. 34.
10. Ό.π. σελ. 34.
11. Ό.π. σελ. 34.
12. ΔΟΣΙΘΕΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Δωδεκάβιβλος, Βιβλία Α’ και Β’, εκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1982, σελ. 11.
“ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ”
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΔΙΔΑΧΗΣ
ΕΤΟΣ Γ . ΤΕΥΧΟΣ 3 . ΙΟΥΛΙΟΣ – ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2001