Ο πιο φυσιολογικός τύπος αδιάλειπτης προσευχής στην ορθόδοξη παράδοση είναι η προσευχή του Ιησού. Η προσευχή του Ιησού είναι ο τύπος εκείνος της επίκλησης που χρησιμοποιούν όσοι εξασκούν την νοητική προσευχή, αυτή που σήμερα αποκαλείται επίσης και «καρδιακή προσευχή». Τα λόγια της προσευχής αυτής (τα λόγια που λέγονται συνηθέστερα) είναι τα εξής: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλό». Η επιλογή αυτού του συγκεκριμένου στίχου έχει θεολογικό και πνευματικό περιεχόμενο.
Πρώτα απ’ όλα, η προσευχή αυτή είναι επικεντρωμένη στο όνομα του Ιησού, επειδή αυτό είναι το όνομα Εκείνου, τον Οποίο « ο Θεός υπερύψωσε » (Φιλιπ. 2,9), το όνομα που δόθηκε στον Κύριο από τον ίδιο τον Θεό (βλ. Λουκ. 1,31), το όνομα που είναι « υπέρ παν όνομα » (Φιλιπ. 2,9· βλ. και ‘Εφεσ. 1,21).
«…ουδέ γαρ όνομά εστιν έτερον υπό τον ουρανόν το δεδομένον εν ανθρώποις εν ω δει σωθήναι ημάς» (Πραξ. 4,12 ).
Για τους χριστιανούς, κάθε προσευχή πρέπει να λέγεται στο όνομα του Ιησού: «Και ο,τι αν αιτήσητε εν τω ονόματί μου, τούτο ποιήσω, ίνα δοξασθή ο πατήρ εν τω υιώ. Εάν τι αιτήσητε εν τω ονόματί μου, εγώ ποιήσω» (Ιωάν. 14,1314).
Ο λόγος που η προσευχή απευθύνεται στον Ιησού ως Κύριο και Χριστό και Υιό του Θεού είναι γιατί Αυτός είναι το κέντρο ολόκληρης της πίστης, όπως αποκαλύφθηκε από τον Θεό εν Πνεύματι Αγίω.
«Λέγει αύτοίς, Υμείς δε τίνα με λέγετε είναι; Αποκριθείς δε Σίμων Πέτρος είπεν, Συ ει ο Χριστός ο υιός του θεού του ζώντος. Αποκριθείς δε ο Ιησούς είπεν αυτώ, μακάριος ει, Σίμων Βαριωνά, ότι σαρξ και αίμα ουκ απεκάλυψέ σοι αλλ’ ο πατήρ μου ο εν τοις ουρανοίς. Κάγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την έκκλη- σίαν, και πύλαι αδου ου κατισχύσουσιν αύτής» (Ματθ. 16,15-18).
Ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός και ότι ο Χριστός είναι Κύριος, αποτελεί την ουσία της χριστιανικής πίστης και το θεμέλιο της χριστιανικής Εκκλησίας. Το να πιστεύει κανείς και να ομολογεί αυτή την αλήθεια, αποτελεί δώρημα του Αγίου Πνεύματος.
«… ουδείς δύναται ειπείν Κύριον Ιησούν ει μη εν Πνεύματι αγίω» (Α’ Κορ. 12,3).
«… πάσα γλώσσα εξομολογήσηται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού πατρός» (Φιλιπ. 2,11).
Επικαλούμενος κανείς τον Ιησού, τον Υιό του Θεού, αναγνωρίζει και ομολογεί πίστη στον Θεό, τον Πατέρα Του. Και ταυτόχρονα, πράττοντάς το αυτό, έχει και ο ίδιος Πατέρα του τον Θεό, πράγμα που επίσης αποτελεί δώρημα του ενοικούντως Αγίου Πνεύματος.
«Ότε δε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυναικός, γενόμενον υπό νόμον, ίνα τους υπό νόμον εξαγοράση, ίνα την υιοθεσίαν απολάβωμεν. Ότι δε έστε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του υιού αυτού εις τας καρδίας υμών, κράζον αββά ο πατήρ» (Γαλ. 4,4-6).
«Ου γαρ ελάβετε Πνεύμα δουλείας πάλιν εις φόβον, αλλ’ ελάβετε Πνεύμα υιοθεσίας, εν ω κράζομεν αββά ο πατήρ. Αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί τα πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού» (Ρωμ. 8,15-16).
Επομένως, το να προσεύχεται κανείς λέγοντας «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού», σημαίνει ότι είναι ήδη παιδί του Θεού και είναι ήδη σίγουρος πως το ’γιο Πνεύμα είναι εντός του. Κατ’ αυτό τον τρόπο η προσευχή του Ιησού φέρνει το Πνεύμα του Θεού στην καρδιά του ανθρώπου.
Το «ελέησόν με τον αμαρτωλό» αποτελεί την προσευχή του τελώνη της παραβολής (βλ. Λουκ. 18,9-14). Όταν προφέρεται με ταπεινή συναίσθηση του νοήματος του, γεννά τη θεία δικαίωση για τον άνθρωπο. Εξάλλου, κατά γενική παραδοχή, το θείο έλεος είναι ο,τι περισσότερο χρειάζεται ο άνθρωπος. Γι’ αυτό το λόγο και οι αμέτρητες επαναλήψεις της αίτησης για το έλεος του Κυρίου υπάρχουν παντού στις προσευχές της Εκκλησίας.
Και τέλος, όλοι οι άνθρωποι είναι αμαρτωλοί. Το να γνωρίζει κανείς πως αυτό αποτελεί γεγονός και το να το ομολογεί με πίστη σημαίνει τη δική του δικαίωση και συγχώρηση από τον Θεό (βλ. Ρωμ. 3,10-12 και Ψαλμ. 14,1-3).
Η προσευχή του Ιησού χρησιμοποιείται βασικά με τρεις διαφορετικούς τρόπους. Πρώτον, ως ο στίχος της «καρδιακής προσευχής» που καλλιεργείται εν σιωπή με την ησυχαστική μέθοδο. Δεύτερον, ως η συνεχής νοητική και αδιάλειπτη προσευχή του πιστού έξω από το πλαίσιο της ησυχαστικής παράδοσης. Και τρίτον, ως σύντομη επιφωνηματική προσευχή, που χρησιμοποιείται για να αποτραπούν οι πειρασμοί. Βέβαια, στην πραγματική ζωή ενός ανθρώπου, αυτές οι τρεις χρήσεις της προσευχής συχνά συσχετίζονται και συνδυάζονται.
Κατά την ησυχαστική μέθοδο προσευχής, ο άνθρωπος κάθεται μόνος του, έχοντας το σώμα του σε τέτοια στάση ώστε το κεφάλι να είναι σκυμμένο και τα μάτια του στραμμένα στο στήθος η το στομάχι του. Επαναλαμβάνει συνεχώς την προσευχή του Ιησού με την εισπνοή και εκπνοή, τοποθετώντας «τον νου του στην καρδιά», συγκεντρώνοντας την προσοχή του. Αδειάζει το μυαλό του από κάθε είδους νοητικούς στοχασμούς και συλλογιστικούς πλατειασμούς, και επιχειρεί να απαλλάξει τον νου του από κάθε εικόνα και παράσταση. Κατόπιν, χωρίς τον περισπασμό σκέψεων η φαντασιών, αλλά με κάθε δυνατή προσοχή και συγκέντρωση επαναλαμβάνει ρυθμικά την προσευχή του Ιησού εν ησυχία -από εδώ προέρχεται και ο όρος ησυχασμός- και με τη μέθοδο αυτή του προσευχητικού διαλογισμού ενώνεται με τον Θεό δια της ενοίκησης εντός του του Χριστού εν τω Πνεύματι. Σύμφωνα με τους πατέρες της Εκκλησίας, αυτού του είδους η προσευχή, όταν εφαρμόζεται με πιστότητα εντός σύνολης της ζωής της Εκκλησίας, οδηγεί στην εμπειρία του ακτίστου θείου φωτός του Κυρίου και φέρνει άφατη χαρά στην ψυχή του ανθρώπου. Σκοπός της είναι να καταστήσει τον άνθρωπο δούλο του Θεού.
«… όταν ο νους ενώνεται με την καρδιά, γεμίζει από άφατη χαρά και αγαλλίαση. Τότε ο άνθρωπος διαπιστώνει πως η Βασιλεία των ουρανών “εντός ημών εστί”.
Όταν εισέρχεσαι στον τόπο της καρδιάς… ευχαρίστησε τον Θεό και, ζητώντας το έλεός Του, μείνε σ’ αυτή την δραστηριότητα και θα διδαχθείς πράγματα που δεν θα μπορούσες να διδαχθείς με κάποιο άλλο τρόπο.
Όταν ο νους εδραιωθεί στην καρδιά δεν πρέπει να μείνει ανενεργός αλλά πρέπει συνεχώς να επαναλαμβάνει την προσευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ’ Υιέ του Θεού’ ελέησόν με τον αμαρτωλό” και να μη σταματά ποτέ. Διότι αυτή η πρακτική κρατώντας τον νου μακριά από ονειροπολήσεις’ τον καθιστά ανίκητο στους λογισμούς του πονηρού και τον οδηγεί μέρα με την ημέρα στην αγάπη και τον πόθο για τον Θεό» (αγ. Νικηφόρος – 14ος αιώνας).
Για να εξασκήσει κανείς την ησυχαστική μέθοδο της προσευχής, απαιτείται πάντοτε και χωρίς καμιά εξαίρεση η καθοδήγηση ενός πνευματικού οδηγού. Δεν πρέπει κανείς να χρησιμοποιεί αυτή τη μέθοδο παρά μόνο αν διαθέτει αυθεντική ταπείνωση και σωφροσύνη γεμάτη από κάθε σοφία και ειρήνη. Το να εξασκήσει κανείς αυτή τη μέθοδο χωρίς καθοδήγηση η ταπεινή σοφία, είναι σαν να καταδικάζει τον εαυτό του σε πνευματική καταστροφή, δεδομένου ότι οι πειρασμοί που συνοδεύουν τη μέθοδο αυτή είναι πολλοί. Πράγματι, η παράχρηση της μεθόδου αυτής έγινε τόσο συχνή τους τελευταίους αιώνες που η χρήση της σε μεγάλο βαθμό περιορίστηκε. Ο Επίσκοπος Θεοφάνης μας πληροφορεί πως η ειδική στάση του σώματος και η τεχνική της αναπνοής είχαν κατ’ ουσίαν απαγορευτεί στοπν καιρό του, αφού οι άνθρωποι, αντί να κερδίζουν το Πνεύμα το ’γιο, το μόνο που κατάφερναν είναι να «καταστρέφουν τα πνευμόνια τους» (βλ. Η Τέχνη της προσευχής’ επιμέλεια Ηγουμένου Χαρίτωνα).
Τέτοια καταχρηστική και αδιέξοδη χρήση της μεθόδου αυτής (της μεθόδου που καθαυτή είναι αληθινή και παρέχει πλούσιους καρπούς) ήταν ήδη γνωστή στο Βυζάντιο, τον δέκατο τέταρτο αιώνα, όταν ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς υπερασπιζόταν την παράδοση. Και υπάρχουν μαρτυρίες ακόμα και από τον τέταρτο αιώνα, που καταδεικνύουν πως ακόμα και τότε κάποιοι ανθρώποι χρησιμοποιούσαν την προσευχή με τρόπο ανόητο και άκαρπο, μειώνοντάς την σε αξία καθαυτή και παγιδεύοντας τον εαυτό τους στην τεχνική της, χωρίς να ενδιαφέρονται για τον σκοπό της. Πράγματι, το ειδωλολατρικό ενδιαφέρον για τις πνευματικές τεχνικές και για τα ηδονιστικά οφέλη της δήθεν «πνευματικότητας» ή του «μυστικισμού», είναι ο διαρκής πειρασμός της πνευματικής ζωής και το ισχυρότερο όπλο του διαβόλου. Ο Επίσκοπος Θεοφάνης χαρακτηρίζει αυτού του είδους το ενδιαφέρον «πνευματικό ηδονισμό». Ο Ιωάννης του Σταυρού (16ος αιώνας) το αποκαλεί «πνευματική αδηφαγία» και «πνευματική τρυφηλότητα». Επομένως, λόγω των διαφόρων παραδειγμάτων από τους ποικίλους τόπους και τους καιρούς της Ορθόδοξης Εκκλησίας, έχουν προκύψει οι παρακάτω προειδοποιήσεις:
«Αυτοί που αρνούνται να κάνουν τη χειρωνακτική τους εργασία, προφασιζόμενοι ότι πρέπει ο άνθρωπος να προσεύχεται αδιάλειπτα, στην πραγματικότητα δεν εξασκοόν ούτε την προσευχή. Με την αργία… περιπλέκουν την ψυχή σε ένα λαβύρινθο σκέψεων… και την καθιστούν ανίκανη για προσευχή» (’γιος Νείλος ο Σιναίτης – 5ος αιώνας).
«Απ’ τη στιγμή που αφιερώνεις την προσοχή σου μόνο στη στάση του σώματος κατά την προσευχή, και ο νους σου νοιάζεται μόνο για το έξωθεν του ποτηρίου (δηλαδή για τους εξωτερικούς τύπους) να ξέρεις ότι δεν έχεις βρει ακόμα τον τόπο της προσευχής και ο ευλογημένος της τρόπος είναι άκόμα μακριά από σένα.
Να ξέρεις πως καταμεσής κάθε πνευματικής αγαλλίασης και παραμυθίας, αυτό που παραμένει πιο αναγκαίο είναι το να υπηρετείς τον Κύριο με αφοσίωση και φόβο» (’γιος Νείλος ο Σιναίτης – 5ος αιώνας).
«Είναι φυσικό για τον νου να άπορρίπτει ο,τι εχει διαθέσιμο μπροστά του και να ονειρεύεται τον ερχομό άλλων πραγμάτων… να χτίζει φαντασίες και ούτοπικά οράματα σε σχέση με επιτεύγματα που δεν έχει ακόμα κατακτήσει.
Ένας τέτοιος άνθρωπος διατρέχει σημαντικό κίνδυνο να χάσει ο,τι έχει, να περιπέσει στην αυταπάτη και να απομακρυνθεί από την ορθή διαίσθηση. Μετατρέπεται σε άνθρωπο ονειροπαρμένο και όχι σε άνθρωπο αδιάλειπτης προσευχής (δηλ. σε ησυχαστή)» (’γιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης – 14ος αιώνας).
«Αν εξασκείς πραγματικά την αδιάλειπτη προσευχή της ησυχίας’ ελπίζοντας να είσαι εν τω Θεώ’ και τύχει να δεις κάτι με τις σωματικές η πνευματικές σου αίσθήσεις’ μέσα σου η εξω σου’ μην το αποδεχτείς με τίποτα’ έστω κι αν αυτό είναι η είκόνα του Χριστού’ η ενός αγγέλου’ η κάποιου αγίου… Να είσαι πάντοτε δυσαρεστημένος με τέτοιες εικόνες και να τηρείς τον νου σου καθαρό από εικόνες και μορφές… και δεν θα πάθεις κανένα κακό. Συνέβη συχνά ‘τέτοιου είδους πράγματα’ ακόμα κι όταν στάλθηκαν από τον Θεό ως δοκιμασία λίγο πριν τη νίκη’ να έχουν αποτέλεσμα κακό για πολλούς… οι οποίοι με τη σειρά τους έκαναν κακό σε άλλους’ εξίσου άσοφα… οδηγούμενοι και οδηγώντας τους άλλους στην υπερηφάνεια και την έπαρση.
Διότι οι πατέρες λένε πως όσοι ζουν με δικαιοσύνη και δεν κάνουν σφάλματα στη συμπεριφορά τους με τους άλλους άνθρώπους… που άναζητούν τον Θεό με διάθεση υπακοής και ερευνητικότητας και με ένσοφη ταπείνωση… θα είναι πάντοτε προστατευμένοι από το κακό με τη χάρη του Χριστού» (’γιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης – 14ος αιώνας).
Η χρήση της προσευχής του Ιησού έξω από την ησυχαστική μέθοδο αδιαλείπτου προσευχής, σημαίνει επανάληψη της προσευχής, συνεχώς και εξακολουθητικά, οτιδήποτε κι αν κάνει κανείς, χωρίς την εμπλοκή κάποιας συγκεκριμένης στάσης του σώματος ή τεχνικής της αναπνοής. Αυτός είναι ο τρόπος που με το έργο και τη διδασκαλία του δίδαξε ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, υποστηρίζοντας και επιμένοντας πως η αδιάλειπτη νοητική προσευχή είναι καθήκον όλων των χριστιανών.Όλοι μπορούν να έπιτύχουν κάτι τέτοιο, όποια κι αν είναι η ασχολία ή η θέση τους στη ζωή. Αυτό έπίσης καταδεικνύεται και στο βιβλίο Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού.
Ο σκοπός και τα αποτελέσματα αύτής της μεθόδου προσευχής είναι γενικά αύτά που ισχύουν και για κάθε προσευχή: ότι δηλαδή ο ανθρωπος πρέπει να είναι συνεχώς ενωμένος με τον Θεό δια της αδιάλειπτης ενθύμησης της παρουσίας Του και δια της αδιάκοπης επίκλησης του ονόματος Του, έτσι ώστε να μπορεί πάντοτε να υπηρετεί τόσο Εκείνον, όσο και τους άλλους ανθρώπους, με τις αρετές του Χριστού και τους καρπούς του ‘Αγιου Πνεύματος.
Ο τρίτος τρόπος ένάσκησης της προσευχής του Ίησοϋ είναι να την έχει κανείς πάντοτε έτοιμη για τις στιγμές εκείνες του πειρασμού. Με αυτό τον τρόπο, όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναίτης, μπορείς «να μαστιγώσεις τους εχθρούς σου (δηλαδή τους πειρασμούς), με το όνομα του Ιησού, καθότι δεν υπάρχει ισχυρότερο όπλο στον ουρανό και τη γη από αυτό» (Κλίμαξ, Λόγος Εικοστός Πρώτος). Αυτή η μέθοδος έχει τα καλύτερα αποτελέσματα, όταν εξασκεί κανείς την προσευχή ασταμάτητα, και κάνει την κάθε ανάσα του μια επίκληση του ονόματος του Ιησού, καθώς λέει ο άγιος Ευάγριος ο Ποντικός. Όταν εξασκεί κανείς τη συνεχή «προσευχή της καρδιάς», τότε κάθε φορά που οι πειρασμοί της αμαρτίας πλησιάζουν την καρδιά, συναντιούνται με την προσευχή και νικώνται από τη χάρη.
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει σ’ αυτό τον κόσμο χωρίς να γνωρίσει πειρασμούς. Όταν έρχεται σε ένα πρόσωπο ο πειρασμός, υπάρχουν μόνο τρία πιθανά αποτελέσματα. Είτε ο άνθρωπος υποκύπτει αμέσως στον πειρασμό και αμαρτάνει, είτε προσπαθεί να του αντισταθεί με τη δύναμη της θέλησής του, και τελικώς νικάται μετά από μεγάλη στενοχώρια και διαπάλη, ή τέλος πολεμά και απομακρύνει τον πειρασμό με τη δύναμη του Χριστού, που υπάρχει εντός της καρδιάς του μόνο και μόνο λόγω της προσευχής. Αυτό δεν σημαίνει πως «η προσευχή διώχνει μακριά τον πειρασμό» ή ότι ο Θεός μαγικά και θαυματουργικά κατεβαίνει και ελευθερώνει τον άνθρωπο από τον πειρασμό. Σημαίνει μάλλον πως η ψυχή του είναι τόσο γεμάτη από τη χάρη και τη δύναμη του Θεού, που ο πειρασμός δεν μπορεί να έχει κανένα αποτέλεσμα. Υπό αυτή την έννοια πρέπει να κατανοήσουμε και αυτό που έχει γράψει ο απόστολος Ιωάννης: «πας ο εν αυτώ μένων ουχ αμαρτάνει» (Α’ ‘Ιωαν. 3,6).
«Ο ποιών την αμαρτίαν εκ του διαβόλου εστίν… εις τούτο εφανερώθη ο υιός του Θεού ίνα λύση τα έργα του διαβόλου. Πας ο γεγεννημένος εκ του Θεού αμαρτίαν ου ποιεί ότι σπέρμα αυτού εν αυτώ μένει· και ου δύναται αμαρτάνειν, ότι εκ του Θεού γεγέννηται. Εν τούτω φανερά έστι τα τέκνα του Θεού και τα τέκνα του διαβόλου» (Α’ Ιωάν. 3,8-10).
Γίνεται κανείς υιός του Θεού, γεννημένος εκ του Θεού, μέσα στην Εκκλησία και δια του Βαπτίσματος. Και συνεχίζει κανείς να είναι υιός του Θεού, χωρίς να αμαρτάνει, μόνο μέσα από συνεχή προσευχή: με την ενθύμηση του Θεού, την προσκόλληση σ’ Αυτόν, την επίκληση του ονόματος Του αδιάλειπτα εντός της ψυχής του. Η τρίτη χρήση της προσευχής του Ιησού, όπως και οι προηγούμενες δύο, έχει αυτό τον σκοπό: να τηρήσει τον άνθρωπο μακριά από την αμαρτία.