Αυτά που θα πω στις γραμμές που ακολουθούν είναι, κατά ένα μέρος, οι πληροφορίες που πήρα από κάποιο μοναχό της Ρουμανίας. Εξασκεί αυτή την προσευχή, που είναι καλά θεμελιωμένη στην παράδοση των Πατέρων της Ανατολής. Από το άλλο μέρος, όσα θα πω αποτελούν σκέψεις πάνω σ’ αυτές τις πληροφορίες.
Στην καθαρή προσευχή ενώνεται ο νους με την καρδιά. Δεν πρέπει, ούτε ο νους, ούτε η καρδιά να μένουν μόνοι. Η προσευχή που γίνεται μόνο με τη σκέψη, είναι ψυχρή. Η προσευχή που γίνεται μόνο με την καρδιά, είναι μια προσευχή καθαρά συναισθηματική, που αγνοεί όλα όσα μας έδωσε ο Θεός, όλα όσα μας δίνει και όλα όσα θα μας δώσει «ἐν Χριστῶ». Είναι μια προσευχή χωρίς ορίζοντα και χωρίς προσδοκία, μια προσευχή όπου δεν γνωρίζουμε, γιατί να ευχαριστήσουμε τον Θεό, γιατί να τον υμνήσουμε, ούτε τι να του ζητήσουμε. Ο άνθρωπος που προσεύχεται μ’ αυτό τον τρόπο, έχει το αίσθημα ότι χάνεται στο απρόσωπο άπειρο. Είν’ ένα αίσθημα που αγνοεί την εμπειρία ενός προσωπικού Θεού. Άρα, δεν είναι προσευχή.
Πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι αυτή η συνάντηση νου και καρδιάς δεν πραγματοποιείται με την άνοδο της καρδιάς στο νου, αλλά με την κάθοδο του νου στην καρδιά. Αυτό σημαίνει, πως η καρδιά δεν βρίσκει την ανάπαυσή της μέσα στο νου, μα πως ο νους αναπαύεται, βρίσκει το αντικείμενο της αναζητήσεώς του, μέσα στην καρδιά, ή μάλλον μέσα στην άβυσσο της καρδιάς, που είναι ενωμένη με την άβυσσο του Θεού.
Βέβαια οι Πατέρες αναφέρονται ακόμη και στο άνοιγμα του νου προς τον άπειρο Θεό, αλλά φαίνεται πως ο νους πραγματοποιεί αυτό το άνοιγμα μέσα στην καρδιά. Με την αναζήτηση του Θεού, ο νους κάνει πραγματικότητα την άβυσσο της καρδιάς και την χαρακτηρίζει ως άβυσσο για τον Θεό, το πραγματικό Άπειρο. «Ἄβυσσος ἄβυσσον ἐπικαλεῖται» (Ψαλμ. μα΄ 8). Δεν μπορούμε να γνωρίσουμε το άπειρο του Θεού, χωρίς την αγάπη που Εκείνος μας έχει. Κι αυτή η αγάπη του Θεού για μας, καλεί την αγάπη μας, κι η αγάπη μας αποκτά την εμπειρία της αγάπης του Θεού με την καρδιά, το όργανο της αγάπης. Αλλά κι η καρδιά γνωρίζει, χάρη στο νου, που κατέβηκε εντός της, ότι αυτό το άπειρο είναι το άπειρο του προσωπικού Θεού και πως ο Θεός έρχεται σε στενή σχέση μαζί μας, δια του Χριστού. Να γιατί ο νους είναι εκείνος που αναπαύεται μέσα στην καρδιά· γιατί μέσα της βρίσκει το άπειρο του Θεού. Δεν αναπαύεται η καρδιά μέσα στον νου, γιατί αυτό θα σήμαινε πως το αίσθημα της απειρότητας του Θεού, θα γινόταν μια θεωρία, που θα την ψύχραινε η σκέψη. Μα δεν είναι το αίσθημα αυτό που θα ψυχρανθεί με τη σκέψη, αλλά η σκέψη που οφείλει να ζεσταθεί μέσα στο συναίσθημα της καρδιάς, σε μια αληθινή επαφή με το άπειρο του Θεού, που δίνει σ’ αυτό το συναίσθημα ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο.
Για να μιλήσουμε με ακρίβεια, ο νους, κατεβαίνοντας μέσα στην καρδιά, δεν συναντάει πλέον τον Θεό με τις ιδέες, αλλά με την αίσθηση της Παρουσίας Του, πράγμα που του επιτρέπει να επιβεβαιώσει στο πραγματικό αυτό που σκεφτόταν. Εδώ η αίσθηση μιας όχι χειροπιαστής πραγματικότητας, που αισθάνεται ο νους, εκπληρώνεται μέσα στην άμεση παρουσία του Θεού. Οι ιδέες για τον Θεό ή η ιδέα του Θεού, είναι γεμάτες, εμποτισμένες, διαπερασμένες από την αίσθηση αυτής της πραγματικότητας του Θεού. Η πραγματικότητα παίρνει τη θέση της ιδέας και συνάμα την επιβεβαιώνει. Η ιδέα δεν παρεμβάλλεται πια ανάμεσα σε μας και τον Θεό. Έτσι, στη σχέση με τον Θεό, η καρδιά είναι ένα είδος αισθητηρίου οργάνου για τον νου, όπως ακριβώς οι αισθήσεις του σώματος, είναι το όργανο, που μας επιτρέπει να διακρίνουμε και να αισθανόμαστε τις πραγματικότητες, με τις οποίες σχετίζεται το σώμα.
Αλλά πολλά είναι τα εμπόδια, που μπορούν να σταματήσουν το νου, στη θέλησή του να μπει μέσα στην καρδιά, να διεισδύσει πέρα από τις ιδέες στην αίσθηση της πραγματικότητας του Θεού, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα το μήνυμα των ιδεών. Από τη μια, τα εμπόδια αυτά προέρχονται από τις αισθήσεις των αισθητηρίων οργάνων του σώματος ή των φαντασιών που σχηματίζονται και προκαλούνται έχοντας ως βάση το πρότυπο των σωματικών αισθήσεων. Από την άλλη, τα εμπόδια προέρχονται από τη δυσκολία που νιώθει ο ίδιος ο νους, να ξεπεράσει τις ιδέες που πηγάζουν απ’ αυτόν μ’ ένα φυσικό τρόπο. Αυτές οι ιδέες έχουν ως προορισμό, να προσφέρουν ένα πρόσκαιρο μήνυμα στην μη αισθητή πραγματικότητα του Θεού, κι όχι να φυλακίσουν το νου.
Αυτές οι αισθήσεις ή φαντασίες, που τείνουν να εμποδίσουν το νου να μπει στην καρδιά για να φτάσει την καθαρή ή καρδιακή προσευχή, είτε είναι αισθήσεις ή φαντασίες που παράγει η αμαρτία ή που παρασύρουν τον άνθρωπο στην αμαρτία, είτε είναι αισθήσεις ή φαντασίες, που δίνουν στον άνθρωπο την εντύπωση ότι ελκύεται προς μία αγαθή πράξη ή σε μια πραγματική συνάντηση με τον ίδιο τον Θεό, ενώ στην πραγματικότητα δεν τον οδηγούν σε τίποτε από τα δύο. Γι’ αυτό και οι Πατέρες επισύρουν την προσοχή των μοναχών στις εικόνες που φαίνονται καλές. Τους συμβουλεύουν, να μην εμπιστεύονται κανένα είδος φαντασίας ή οπτασίας. Εξ άλλου, κατά την είσοδο του νου στην καρδιά, όχι λιγότερο επικίνδυνο εμπόδιο θεωρείται από τους Πατέρες και η σκέψη, ακόμη και η θεολογική σκέψη. Πρέπει να προσέχει κανείς για να μη μείνει ή να μην γλιστρήσει στη θεολογία, τη στιγμή που θέλει να προσευχηθεί ή κατά τη διάρκεια της προσευχής. Η σκέψη για τον Θεό διακόπτει την άμεση σχέση με τον Θεό ή την συνάντηση μαζί Του. Με την θεολογική σκέψη, ο άνθρωπος κλείνεται στον εαυτό του. Οι Πατέρες αναφέρονται στην ευχή που γίνεται μια μία και μοναδική σκέψη (μονολόγιστος ευχή). Δεν πρόκειται ακριβώς για σκέψεις, αλλά για την συνείδηση που είναι απασχολημένη ολοκληρωτικά με την εμπειρία αυτής της πραγματικότητα του Θεού. Παρ’ όλα αυτά, τούτη την συνειδητή εμπειρία την ονομάζουν «σκέψη», γιατί δεν είναι μόνο μία κατάσταση συγκεχυμένου αισθήματος ή η αίσθηση της αυτοεξαφανίσεως μέσα στον ωκεανό μιας άφατης πραγματικότητας, αλλά η συνείδηση της συναντήσεως με το προσωπικό άπειρο του Θεού που μας αγαπά. με τη σκέψη επιβεβαιώνεται η πραγματικότητα. Δεν χάνομαι μέσα σ’ αυτό το άπειρο ενός προσωπικού Θεού, το άπειρο της αγάπης Του, στην οποία απαντώ με τη δική μου προσωπική αγάπη. Γιατί η καρδιά είναι ακριβώς ο τόπος, όπου γίνεται αισθητή η αγάπη του άλλου κι όπου δίνεται απάντηση σ’ αυτήν. Μέσα σ’ αυτό το άπειρο δεν χάνομαι, γιατί είναι το άπειρο ενός Θεού προσωπικού, που η αγάπη του με χαροποιεί. Από την αγάπη και το έλεός Του εξαρτώμαι, γιατί μπροστά σ’ Εκείνον συνεχίζω ναι αισθάνομαι τον εαυτό μου άπειρα μικρό και αμαρτωλό.
Αυτή η συνάντηση «ἐν τῇ ἀγάπῃ», αλλά κι αυτό το αίσθημα της άπειρης διαφοράς, ανάμεσα στον Θεό και μένα, αυτή η ανάγκη του ελέους του Θεού που αισθάνεται ο άνθρωπος, εκφράζεται με την προσευχή του Ιησού. Η καρδιά είναι η πηγή των αισθημάτων· επομένως και της αγάπης. Και αγάπη σημαίνει συνάντηση με τον άλλο. Κι αφού η αγάπη ζωογονείται από έναν άπειρο ενθουσιασμό, δεν ικανοποιείται εντελώς, παρά μόνο μέσα σε μια συνάντηση με τον Θεό, το Άπειρο.
Αλλά η καρδιά είναι επίσης και η πηγή του πόνου και μέσα της ο πόνος γίνεται αισθητός. Μπροστά στον Θεό, αισθάνεται την οδύνη για την αμαρτία, για την προσβολή που Του έκανε. Μέσα στην καρδιά του, ο άνθρωπος κλαίει και ζητάει συγχώρεση. Από την καρδιά αναβλύζουν τα δάκρυα· δάκρυα μετανοίας., αλλά και δάκρυα χαράς. Ο άνθρωπος εδώ, εγκαταλείπει την ακαμψία του νου. Όμως, αν η καρδιά ξεπέσει σ’ ένα χαμηλότερο επίπεδο, γίνεται χώρος των παθών, που αποτελούν μιαν αδιάκοπη αφοσίωση του ανθρώπου στον κόσμο και τον εαυτό του. Τα πάθη είναι μια απεριόριστη προσκόλληση στα πράγματα και τα πεπερασμένα πρόσωπα. Αυτή είναι η αιτία, όπου εάν από την καρδιά ακτινοβολεί το άπειρο της αγάπης, από κει εκπέμπεται όμως και το μίσος, όταν ο άνθρωπος συναντά ένα εμπόδιο στην αμαρτωλή προσκόλλησή του στα πράγματα που αγαπά απεριόριστα. Από την καρδιά προέρχονται οι αγαθές σκέψεις και οι καλοί λόγοι, αλλά και οι σκέψεις της αρπακτικότητας, του μίσους, οι ροπές της ανθρωποκτονίας. Μα εκτός απ’ αυτό, οι κακές σκέψεις και οι κακοί λόγοι προσλαμβάνουν ένα χαρακτήρα άπειρον από την καρδιά, αν και αναφέρονται σε πεπερασμένα αντικείμενα. Αλλά αυτή η άπειρη προσκόλληση στα πεπερασμένα, δεν μπορεί να ικανοποιήσει την αληθινή και άπειρη δίψα της καρδιάς. Μόνο η συνάντηση της καρδιάς με τον Θεό μπορεί να της σβήσει αυτή τη δίψα. Γι’ αυτό η καρδιά, οφείλει να ελευθερωθεί από τα πάθη, δηλαδή από την προσκόλληση στα πεπερασμένα πράγματα.
Στη συνάντηση με τον Θεό, το άπειρο γίνεται αντιληπτό, ως χαρά χωρίς όρια, ως φως χωρίς όρια. Εκφράζοντάς τα αυτά με λέξεις, ο άνθρωπος εννοεί τούτη τη χαρά, που υπερβαίνει κάθε όριο. Οι λόγοι της προσευχής του Ιησού εκφράζουν, πολύ αμυδρά ακόμη, αυτό το αίσθημα της χαράς, της ευγνωμοσύνης και της άπειρης ταπεινοφροσύνης. Αλλά κύριος στόχος δεν είναι να διατυπωθούν λέξεις, μα αυτή η εμπειρία χαράς, ευγνωμοσύνης, αγάπης, ταπεινοφροσύνης, ή ακόμη του άπειρου πόνου, εξαιτίας της αμαρτίας. Οι λέξεις δεν διατυπώνουν πια για κείνον που τις προφέρει, ένα αντικείμενο της σκέψεως. Δεν παρεμβάλλονται πια ανάμεσα στο Θεό και τον άνθρωπο, αλλά, μ’ αυτές ο άνθρωπος απευθύνεται προς τον Θεό, που είναι παρών. Η παρουσία του Θεού πληρώνει τα πάντα.
Τώρα οι λέξεις προφέρονται και υπερβαίνονται συνάμα. Έτσι, δεν γίνονται φαντάσματα, που έχουν τη δική τους, φανερή παρουσία, αλλά εκφράζουν την άμεση επαφή με την πραγματικότητα του Θεού. Η προσοχή δεν στρέφεται στις λέξεις, αλλά στον Θεό. Οι λέξεις έχουν τη μορφή της προσφωνήσεως, σ’ ένα διάλογο. Αλλ’ αυτός ο διάλογος μπορεί να διατηρηθεί και χωρίς λέξεις.
Γι’ αυτόν τον λόγο ο μοναχός, για τον οποίο μίλησα στην αρχή, έλεγε, ότι σε μια προχωρημένη βαθμίδα της προσευχής, είναι δυνατό ν’ αφήσουμε την προσευχή του Ιησού· δεν χρειάζεται να κρατήσουμε παρά το περιεχόμενο. Απευθύνεται κανείς στον Θεό και με όλο του το είναι του εκφράζει τον έπαινο του Θεού, την έκπληξη μπροστά στον Θεό, την ευγνωμοσύνη, την ταπεινοφροσύνη. Αυτή η βαθειά κατάσταση που συγκινεί, εκφράζεται πληρέστερα με ολόκληρο το είναι. Πρόκειται για μια έκφραση πέρα από τις λέξεις. Είναι η καθαρή προσευχή, η προσευχή της ολότητας του είναι, που, στη συνάντηση με τον Θεό, διακηρύσσει την έξοδο πέρα απ’ όλα τα πράγματα, πέρα απ’ όλες τις σκέψεις και πέρα από τον εαυτό μας. Κι αυτή η έξοδος βιώνεται στον εντονότερο βαθμό της καταστάσεως της προσευχής μέσα στην καρδιά. Μέσα στην καρδιά, ολόκληρο το είναι εκτείνεται προς τον Θεό, σε μια κατάσταση ατέρμονης αγάπης.
π. Δημήτριος Στανιλοάε, Προσευχή-Ελευθερία-Αγιότητα, εκδόσεις «Λειμών», Αθήνα, 1980