O αριθμός των ανθρώπων που θα χτυπηθούν από τρομερές αρρώστιες θα είναι τόσο μεγάλος και οι πόνοι των θυμάτων θα είναι τόσο απαίσιοι, ώστε η κοινωνία τελικά θα δεχτεί την αυτοκτονία σαν μια ανάπαυλα, σαν πράξη ελέους. Οι αρχές θα φτάσουν ακόμα και στο σημείο να εξωθούν τους ανθρώπους να το κάνουν. Τα πάντα θα στοχεύουν στην καταστροφή των ψυχών αυτών που πλανήθηκαν.
Μια ακόμα φριχτή δαιμονική παγίδα θα παρακινεί τους ανθρώπους να αυξήσουν τα κέρδη τους, να επιζητούν πλούτη ως ύψιστο σκοπό της ζωής. Το ίδιο το πάθος της αντιζηλίας (του πλούτου των άλλων) από μόνο του είναι επιζήμιο, όπως όλα τα πράγματα που γίνονται χωρίς μέτρο. Και η υπερβολή οδηγεί στη καταστροφή της φύσης.
Το δεύτερο μέρος αυτής της παγίδας εντοπίζεται στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιείται αυτός ο πλούτος. Τι είναι τα σημερινά χρήματα; Ένα φάντασμα, μια ψευδαίσθηση, όπως όλα τα «θαύματα» του διαβόλου. Το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων βρίσκεται στις τράπεζες ή σε ομόλογα. Αυτές οι τράπεζες θα πτωχεύσουν και οι άνθρωποι θα γονατίσουν! Αυτό μπορεί να γίνει αστραπιαία. Έχουν ήδη γίνει αναρίθμητες και επιτυχημένες πρόβες αυτού του πράγματος.
Η βιομηχανία θα παραλύσει εξαιτίας φυσικών συμφορών και πολέμων. Επομένως με τι θα μείνει ο άνθρωπος; Με μια μάζα από άχρηστα πράγματα, για τη συγκέντρωση των οποίων ξόδεψε χρόνια από τη ζωή του. Τώρα βλέπει ότι η αξία τους είναι εντελώς σχετική, ακόμη και σε έναν ασφαλή και ευτυχισμένο κόσμο, και βεβαίως τίποτε δε θα αξίζουν σε ένα κόσμο καταστροφής και αφανισμού.
Ξέρω ότι σας έχω φοβίσει υπέρμετρα με τις αφηγήσεις μου. Αλλά πιστέψτε με ότι είναι ακόμα πιο τρομερά να τα βλέπεις! Αυτό που είδα είναι ακόμα πιο άσχημο και απαίσιο από αυτό που θα μπορούσα να σας περιγράψω με λόγια. Ωστόσο, δεν μπορώ να σας τα πω όλα, καθώς δεν πρέπει να σας προκαλέσω κατάθλιψη και να πέσει στο παρόν το ηθικό σας, με τα οράματα μου για το μέλλον.
Aπόσπασμα από το βιβλίο του Ορθοδόξου κληρικού π. Αλεξάντερ Κρασνώφ :«Πνευματικές συζητήσεις και Διδαχές του γέροντος Αντωνίου».
Πηγή: Όραμα – προφητεία του Γέροντα Αντωνίου Ρώσου μοναχού το 1970
Με τη φροντίδα της Tatyana Shvetsova, από τη «Φωνή της Ρωσίας»