ΑΡΣΕΝΙΟΣ ΚΑΙ ΝΙΚΟΛΑΟΣ
ΟΙ ΙΒΗΡΟΣΚΗΤΙΩΤΑΙ*
Μέρος Α΄
*Απόσπασμα από το βιβλίο Περιγραφή των περιπλανήσεων και των ταξιδιών του Αθωνίτη μοναχού Παρθενίου στην Ρωσία, την Μολδαβία, την Τουρκία και τους Αγίους Τόπους, τ. VI, Μόσχα, 1856
Επιθυμώ τώρα να σας παρουσιάσω τον πλούτο του Αγίου Όρους, τους ασωμάτους δηλαδή εκείνους που είναι κρυμμένοι στις ράχες και τις χαράδρες, στα δάση και τις κοιλάδες του Άθω, τους δούλους του Θεού, τους Αθωνίτες ασκητές…
Το Άγιον Όρος έχει δώσει στην Ουράνια Βασιλεία ένα πλήθος αγίων πατέρων, ιερομαρτύρων και μαρτύρων που στους παλιούς καιρούς υπέστησαν τα πάνδεινα από τους άθεους Άραβες, τους Σαρακηνούς και τους Τούρκους, όταν αυτοί αφάνισαν το Όρος, αποκεφάλισαν τους αδελφούς με τα ξίφη, κατέκλεψαν τα υπάρχοντά τους και έκαψαν τα μοναστήρια αφήνοντας τα ερείπια. Αυτός είναι ο λόγος που δεν γνωρίζουμε σήμερα το παρελθόν του Άθω. Ξέρουμε μόνο ότι εκεί κτίσθηκαν μοναστήρια από τους αυτοκράτορες Κωνσταντίνο τον Μέγα και Θεοδόσιο τον Μέγα, καθώς και από την αυτοκράτειρα Πουλχερία. Ποιοι όμως έζησαν εκεί και με ποιο τυπικό δεν το ξέρουμε, γιατί όλα τα έγγραφα καταστράφηκαν από τους Σαρακηνούς…
Πολλά έχουν γραφεί για τους παλαιούς πατέρες σε βιβλία που έχουν το τίτλο Πατερικόν. Σ’ ένα τέτοιο βιβλίο γράφει ότι κάποτε ενας μαθητής του Γρηγορίου του Σιναΐτη, που ζούσε στη σκήτη του Μαγουλά, προσευχήθηκε στην Παναγία και ζήτησε να του αποκαλυφθή αν στο Άγιον Όρος ήσαν πολλοί εκείνοι που κατάφεραν να σώσουν τις ψυχές τους. Άκουσε τότε μια φωνή που απευθυνόταν προς αυτόν μέσα στη νύχτα να του λέη να βγη έξω από το κελλί του και να κοιτάξη πέρα σ’ ένα ψηλό βουνό. Βγήκε πράγματι έξω και είδε την Βασίλισσα των Ουρανών να στέκεται στην κορυφή του βουνού λάμποντας μέσα σε άρρητο φως και να την περιβάλη ένα τεράστιο πλήθος από πύρινες στήλες. Και τότε άκουσε πάλι την φωνή να του λέη: «Βλέπεις αυτό το αναρίθμητο πλήθος των πυρίνων στηλών; Αυτοί όλοι είναι Αθωνίτες πατέρες, που αν θελήσης να τους μετρήσης θα βρης ότι είναι περισσότεροι κι από τ’ άστρα τ’ουρανού».
Θέλω τώρα να γράψω για τους πιο πρόσφατους πατέρες που διέπρεψαν στο Άγιον Όρος τον καιρό της σύντομης διαμονής μου εκεί και λίγο πριν απ’ αυτήν. Αυτοί ήταν πολυάριθμοι κι εγώ γνώρισα σχετικά λίγους. Αλλά από πού ν’ αρχίσω και για ποιον να πρωτογράψω; Μου φαίνεται πως το σωστό είναι να γράψω πρώτα γι’ αυτόν που ήμουνα συνδεδεμένος πιο στενά μαζί του και που υπήρξα αυτόπτης μάρτυς των αγώνων και των παλαισμάτων του, γι’ αυτόν που ο ίδιος άκουσα τις ψυχοσωτήριες οδηγίες του, για τον γέροντα δηλαδή και πνευματικό μου, τον πατέρα Αρσένιο.
Τον Αρσένιο τον ανέστησε η Μεγάλη Ρωσία στις όχθες του μεγάλου και ένδοξου ποταμού Βόλγα. Γεννήθηκε στην πόλι Μπάλαχεν της επαρχίας Νιζέγκοροντ σε μία οικογένεια με μέτρια οικονομική κατάστασι. Οι γονείς του ήταν Ορθόδοξοι. Στο βάπτισμα του έδωσαν το όνομα Αλέξιος. Στην παιδική του ηλικία έμαθε ανάγνωσι και γραφή. Την νεότητά του την πέρασε μέσα σε κοσμικές φροντίδες, αλλά ο Κύριος προβλέποντας ότι θα γινόταν εκούσιο κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος δεν τον άφησε να μολυνθή από τα πάθη της σαρκός. Σύντομα του ενέπνευσε την επιθυμία να μελετήση την Αγία Γραφή και τα έργα των Πατέρων. Τότε συνειδητοποίησε την ματαιότητα και την ψευτιά αυτού του κόσμου με τις ψυχοφθόρες του μέριμνες.
Όταν έγινε είκοσι χρονών εγκατέλειψε σπίτι και γονείς κι άρχισε να περιπλανάται σαν προσκυνητής στην Ρωσία. Τα θεμέλια της μοναχικής του ζωής τα έβαλε στην έρημο του κοινοβίου Πέσνοσα που βρισκόταν στην περιφέρεια της Μόσχας. Εκεί έγινε μέλος της αδελφότητος και πέρασε τρία χρόνια σε υπακοή. Μετά του ήλθε η επιθυμία να ταξιδεύση στο εξωτερικό και να πάη στα μοναστήρια της Μολδαβίας, που τότε ήταν στις δόξες τους με τους μεγάλους γέροντες και τους ασκητές τους. Όταν εξομολογήθηκε την επιθυμία του στον πνευματικό του πατέρα, εκείνος έδωσε την ευλογία του, κι έτσι ο Αλέξιος, παρά τις αντιρρήσεις του ηγουμένου, ξεκίνησε για το ταξίδι του.
Όταν έφθασε στο Κίεβο προσκύνησε τα άγια λείψανα των θαυματουργών αγίων και βρήκε εκεί ένα συνταξιδιώτη που τον έλεγαν Νικήτα και καταγόταν από την επαρχία της Τούλα. Αυτός ο Νικήτας ήταν ο μετέπειτα μόνιμος σύντροφός του για σαράντα και πλέον χρόνια μέχρι τον θάνατό του και ήταν εκείνος που μαζί του μοιράσθηκε όλες τις θλίψεις, τους μόχθους και τους αγώνες του. Μαζί προσευχήθηκαν στους θαυματουργούς αγίους του Κιέβου, πήραν την ευλογία τους και ξεκίνησαν για το ταξίδι τους.
Όταν έφθασαν στην Μολδαβία επισκέφθηκαν όλα τα μοναστήρια και τις σκήτες της. Στην σκήτη Μπαλασέφσκι βρήκαν ένα πνευματικό πατέρα και οδηγό και του εμπιστεύθηκαν τις ψυχές και τα σώματα τους. Σε μικρό χρονικό διάστημα εκείνος τους έκειρε μοναχούς και στον μεν Αλέξιο έδωσε το όνομα Άβελ, στον δε σύντροφο και συναγωνιστή του έδωσε το όνομα Νίκανδρος. Μετά από λίγο χρόνο ο οδηγός και ποιμένας τους βλέποντας τα σπουδαία παλαίσματα και την ταπεινοφροσύνη τους, υποχρέωσε τον π. Άβελ να λάβη την ιερωσύνη, γιατί δεν είχε κανένα κώλυμα και κατείχε καλά τις Γραφές.
Η ιερωσύνη όμως του φαινόταν πολύ βαρειά και γι’ αυτό εκλιπαρούσε με πολλά δάκρυα τον πνευματικό του πατέρα να μην βάλη στους ώμους του τέτοιο μεγάλο βάρος, που ήταν πάνω από τις δυνάμεις του, αλλά να τον αφήση να υπηρετή τον Κύριο σαν απλός μοναχός. Ο γέροντάς του τού είπε τότε ότι όποιος θέλει να κάνη υπακοή δεν επιτρέπεται να έχει δική του γνώμη, αλλά πρέπει απλώς να κάνη αυτό που του λένε. Δεν πρέπει αυτός να επιχειρή να διδάσκη τον γέροντά του, αλλά αντίθετα πρέπει να κάνη υπακοή ακόμη και μέχρι την ώρα του θανάτου του. Ο Άβελ έβαλε μετάνοια στον γέροντά του και είπε: «Συγχώρα με, άγιε πάτερ! Αμάρτησα· κάνε όπως σε αναπαύει».
Σύντομα χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος και μετά ιερομόναχος και με τη σύμφωνη γνώμη των αδελφών της σκήτης έγινε πνευματικός. Ακόμη όμως και όταν έγινε ιερομόναχος δεν άλλαξε ως προς την υπακοή και την ταπείνωσι. Υποτασσόταν στον γέροντά του έστω και αν εκείνος δεν ήταν ιερέας και δεν άρχιζε τίποτε δίχως την ευλογία του. Επί δεκαοκτώ χρόνια τόσο αυτός όσο και ο παραδελφός του ο Νίκανδρος ήσαν υποταγμένοι στον ποιμένα και οδηγό τους με τέλεια υπακοή και εκκοπή του θελήματός τους.
Μετά τον θάνατο του γέροντα παρ’ όλο που ο π. Νίκανδρος επιθυμούσε να έχη για πνευματικό οδηγό του τον π. Άβελ, επειδή ήταν Ιερομόναχος και πνευματικός, εκείνος δεν συμφωνούσε για κανένα λόγο να γίνη γέροντάς του, άλλα επέμενε ότι έπρεπε να ζουν σαν αδελφοί κάνοντας υπακοή ο ενας στον άλλο. Αφού έζησαν έτσι για λίγο διάστημα, είχαν και οι δύο μια αποκάλυψι από το Θεό, που τους διέτασσε να πάνε στο Άγιον Όρος και να παραμείνουν εκεί μέχρι τον θάνατο τους. Αυτή την αποκάλυψι την εξομολογήθηκαν ο ένας στον άλλο και άρχισαν να προετοιμάζωνται για την αναχώρησί τους.
Όταν το έμαθαν αυτό οι αδελφοί της σκήτης και οι πατέρες από τα άλλα μοναστήρια άρχισαν να τους λένε ότι σ’ αυτούς τους ταραχώδεις καιρούς θα τους ήταν αδύνατο να πάνε όχι μόνο στο Άγιον Όρος, αλλά ούτε καν στην Τουρκία, ότι όλοι όσοι κατοικούσαν στο Όρος είχαν φύγει, ότι το Όρος ήταν τώρα γεμάτο Τούρκους και ληστές, τα μοναστήρια τα έλεγχαν οι Τούρκοι και ήταν κλειστά, τα κελλιά τα είχαν καταλάβει ληστές και σ’ όλη την επικράτεια της Τουρκίας δεν επιτρεπόταν η μετακίνησις Χριστιανών και ότι παντού έτρεχε ποτάμι το χριστιανικό αίμα. Αλλά ο π. Άβελ τους απαντούσε: «Άγιοι πατέρες, πράγματι έτσι είναι, όπως τα λέτε. Αυτό το ξέρουμε. Αφού όμως αυτό το θέλει ο Θεός, ας γίνη το θέλημά Του».
Οι πατέρες έλεγαν την αλήθεια, γιατί πριν από λίγο μόνο καιρό οι Τούρκοι είχαν σκοτώσει τον Πατριάρχη Γρηγόριο[1] και υπήρχε μεγάλη αναταραχή στην Κωνσταντινούπολι. Ο π. Άβελ ένοιωθε ότι η αποκάλυψις ήταν μια κλήσις από τον Θεό, που το άγιο θέλημά Του ήταν να πάη στον Άθωνα. Γι’ αυτό δεν έδινε σημασία στις συμβουλές των ανθρώπων, αλλά πίστευε ακλόνητα ότι ο Θεός δεν θα επέτρεπε να δοκιμασθή πάνω από τις δυνάμεις του. Ο π. Νίκανδρος σαν άνθρωπος δίσταζε, αλλά ο π. Άβελ τον στήριξε λέγοντας του ότι είναι πάντα καλύτερα να υπακούη κανείς στον Θεό παρά στους ανθρώπους. Προετοιμάσθηκαν λοιπόν για να φύγουν. Ό,τι είχαν τα μοίρασαν στους αδελφούς και κράτησαν μόνο χρήματα και βιβλία για το ταξίδι.
Πήγαν πρώτα στην Γαλικία κι εκεί ναύλωσαν ένα καΐκι και σάλπαραν για την Κωνσταντινούπολι. Όταν όμως έφθασαν εκεί συνάντησαν μόνο θλίψεις και δάκρυα. Το ελληνικό αίμα έτρεχε ποτάμι στους δρόμους και οι Έλληνες τους έλεγαν: «Πατέρες, γιατί ήλθατε σε μας τώρα; Μήπως για να μοιρασθήτε μαζί μας τον καιρό των οδυνών μας; Εκεί στην Μολδαβία που ήσασταν δεν σφάζουν τόσα κριάρια όσους δικούς μας ανθρώπους σφάζουν εδώ σήμερα — εκατοντάδες κάθε μέρα μέσα στις πλατείες, μπροστά στα μάτια όλων και κανείς δεν ξέρει πόσοι σκοτώνονται κρυφά στα σοκάκια. Πηγαίνετε πίσω στη Μολδαβία, γιατί είναι αδύνατο να πάτε στο Άγιον Όρος, όσο κι αν το θέλετε. Από την θάλασσα δεν μπορείτε να πάτε γιατί δεν ταξιδεύουν καράβια και η στεριά είναι γεμάτη κλέφτες, ενώ το Άγιον Όρος έχει κι αυτό γεμίσει από ληστές. Οι Τούρκοι κατοικούν στα μοναστήρια μαζί με τους μοναχούς».
Οι πατέρες μας όμως πίστευαν ακράδαντα και ήλπιζαν ότι θα τα κατάφερναν να φθάσουν στο Άγιον Όρος. Εκείνη την εποχή στην Κωνσταντινούπολι το ψωμί ήταν πολύ ακριβό κι αυτοί, που ήδη είχαν ξοδέψει ένα μέρος από τα χρήματά τους για το ταξίδι και τα υπόλοιπα για τρόφιμα, δεν είχαν τώρα καθόλου χρήματα και κανείς δεν ήθελε τα βιβλία τους. Πέρασαν λοιπόν εκείνο τον χειμώνα στην Κωνσταντινούπολι ζώντας από ελεημοσύνες και κατάφεραν όχι μόνο να συντηρηθούν οι ίδιοι, άλλα και να συντηρήσουν πολλούς φτωχούς Ελληνες. Το τι θλίψεις πέρασαν εκεί αυτό το διάστημα μόνο ο Θεός που τους έστειλε γνωρίζει.
Με τις βροχές της άνοιξης, οι πατέρες εμπιστεύθηκαν τα βιβλία τους σε κάποιον Έλληνα και ξεκίνησαν για το Άγιον Όρος από την στεριά. Για τις δοκιμασίες, τις ατυχίες και τα χτυπήματα που υπέμειναν στην διάρκεια του ταξιδιού τους μόνος μάρτυρας είναι ο Θεός. Τους δοκίμασε σαν τον χρυσό στο χωνευτήρι, για να τους κάνη λαμπρότερους. Σχεδόν κάθε ώρα δέχονταν επιθέσεις από ληστές, δεν είχαν όμως τίποτε για να τους πάρουν. Χρήματα δεν είχαν καθόλου και τα ράσα τους ήταν κουρελιασμένα. Άλλοι τους χτυπούσαν, άλλοι τους έπαιρναν και το τελευταίο ξεροκόμματο που είχαν, κι άλλοι τους τυρανούσαν πρώτα και μετά τους άφηναν να φύγουν. Έτσι συνέχισαν να ταξιδεύουν πάνω από ένα μήνα και τελικά έφθασαν στο Άγιον Όρος.
Τι βρήκαν εκεί; Οι μοναστικοί οικισμοί ήταν εγκαταλελειμένοι και οι κήποι είχαν γίνει ένα με τα δάση· τα μοναστήρια ήταν κλειδωμένα και ο στρατός της Βασίλισσας των Ουρανών είχε διασκορπισθή σε διάφορες χώρες. Μερικοί κρύβονταν σε αδιαπέραστα δάση, σε λόφους και σε σπηλιές και άλλοι ήσαν κλειδωμένοι μέσα στα μοναστήρια. Πολύ λίγοι ήσαν αυτοί που κυκλοφορούσαν. Οι πατέρες μας πήγαν κατ’ ευθείαν στην Έφορο του Αγίου Όρους, στο μοναστήρι των Ιβήρων, στην θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Πορταΐτισσας. Όταν έφθασαν στην πύλη της μονής οι Ιβηρίτες πατέρες τους υποδέχθηκαν και τους ωδήγησαν στην εκκλησία να γονατίσουν μπροστά στην Βασίλισσα των Ουρανών. Όταν πήγαν εκεί και είδαν την εικόνα αισθάνθηκαν μεγάλη χαρά, έπεσαν στα γόνατα, έχυσαν πολλά δάκρυα και την παρακάλεσαν να τους δεχθή στο περιβόλι της.
Επίσης χάρηκαν πολύ και θαύμασαν που σε τέτοιους ανήσυχους καιρούς, όταν οι στρατιώτες της (οι μοναχοί) είχαν όλοι διασκορπισθή, εκείνη, η Άνασσα και Υπέρμαχος Στρατηγός, παρέμενε στην θέσι της, λαμπρή και περιχαρής με την μεγάλη στολή της, κεκοσμημένη με χρυσό, ασήμι και πολύτιμες πέτρες. Το μοναστήρι ήταν γεμάτο Τούρκους, αλλά δεν μπορούσαν να κλέψουν την εικόνα. Οι πατέρες μας ρώτησαν τους μοναχούς: «Γιατί δεν πήρατε την εικόνα να την κρύψετε κάπου μακριά; Πώς γίνεται και δεν της πήραν οι Τούρκοι τα στολίδια της; Γιατί δεν έκλεψαν τον πλούτο της;».
Οι Ελληνες πατέρες της μονής Ιβήρων τους απάντησαν: «Πού να την πάμε και γιατί; Αυτή είναι ο υπερασπιστής και προστάτης μας και ο φρουρός του Αγίου Όρους. Μπορεί να μας έχη τιμωρήσει για τις αμαρτίες μας, αλλά δεν άπέστρεψε το πρόσωπο της από μας και παραμένει μαζί μας. Με τον τρόπο που μας κοιτάζει τόσο ευτυχισμένα έχουμε ακόμα ελπίδα ότι οι θλίψεις μας θα περάσουν. Το μόνο που νοιώθουμε τώρα είναι η χαρά και η παράκλησις ότι η ουράνια Βασίλισσα παραμένει μαζί μας. Κι όταν οι Τούρκοι μας προκαλούν ανυπόφορες θλίψεις και στερήσεις τρέχουμε σ’ αυτήν και βρίσκουμε παρηγοριά στις λύπες μας. Ρωτάτε γιατί οι Τούρκοι δεν αφαίρεσαν τους θησαυρούς της. Όχι μόνο δεν μπορούν να τους πάρουν, αλλά ούτε και να μπουν σ’ αυτό το μικρό παρεκκλήσι. Πάνε τρία χρόνια τώρα από τότε που κατοικούν στο μοναστήρι κι ακόμη δεν πάτησαν το πόδι τους σ’ αυτήν την εκκλησία. Όταν θυμώσουν μαζί μας κι αρχίζουν να μας ζητούν χρυσάφι, ασήμι και εκκλησιαστικά σκεύη, τους λέμε ότι δεν έχουμε τίποτε —αν και τα έχουμε, αλλά είναι κρυμμένα μακρυά και δεν θα τους τα παραδίναμε κι αν ακόμη μας βασάνιζαν. Τους δείχνουμε αυτήν την αγία εικόνα και τους λέμε: “Να, σ’ αυτήν την εικόνα υπάρχει πολύ χρυσάφι, ασήμι και πολύτιμες πέτρες. Αν θέλετε πάρετε”. Αυτοί όμως στέκονται στην πόρτα και λένε: “Αυτήν δεν μπορούμε να την πλησιάσουμε- κοιτάξτε με τι θυμό μας κοιτάζει!” Και φεύγουν ντροπιασμένοι. Ευχαριστούμε λοιπόν την Παντάνασσα που προστατεύει την εικόνα της και σώζει και σκέπει εμάς τους αμαρτωλούς. Την ευχαριστούμε ακόμη και γιατί έστειλε τους Τούρκους για να μας ταπεινώση για τις αμαρτίες μας. Αν δεν ήταν κι αυτοί εδώ, οι κλέφτες θα τα είχαν λεηλατήσει όλα και θα μας είχαν κυριολεκτικά ρημάξει.
Θα σας πούμε ακόμη κάτι. Πριν από ένα χρόνο περίπου υπήρχε τόση σύγχυσις και ανησυχία στο Άγιον Όρος που όλοι οι εναπομείναντες Αθωνίτες πατέρες ήθελαν να φύγουν. Πριν από την σύγχυσι αυτή οι Αγιορείτες μοναχοί ήταν σαράντα χιλιάδες, τώρα όμως έχουν μείνει μόνο χίλιοι, αλλά κι αυτοί ήθελαν να φύγουν και να πάνε ποιος ξέρει πού. Νόμιζαν ότι η Θεομήτωρ είχε εγκαταλείψει εντελώς το Άγιον Όρος και γι’ αυτό ερήμωσε. Όταν όμως άρχισαν να το συλλογίζωνται σοβαρά, η Γοργοεπήκοος Άνασσα, η Υπέρμαχος Στρατηγός και Θεοτόκος εμφανίσθηκε σε πολλούς πατέρες και ερημίτες και τους είπε: “Γιατί φοβάσθε και γιατί ταράσσεται η καρδιά σας με τέτοιες σκέψεις; Ολα αυτά θα περάσουν και θα ξεχασθούν και το Άγιον Όρος θα γεμίση πάλι από μοναχούς. Προσέξτε, σας υπόσχομαι ότι όσο βρίσκεται η εικόνα μου στην Μονή των Ιβήρων στο Άγιον Όρος δεν έχετε να φοβηθήτε τίποτε. Επιστρέψτε λοιπόν στα κελλιά σας. Όταν όμως φύγω από την μονή Ιβήρων, τότε ας πάρη ο καθένας τον ντορβά του κι ας πάη όπου θέλει”. Και τώρα όλοι οι ερημίτες έρχονται στο μοναστήρι μας κάθε Κυριακή και κοιτάζουν να δουν εάν η Θεοτόκος βρίσκεται στην θέσι της. Κι όταν βεβαιώνονται επιστρέφουν πάλι στα κελλιά τους στην έρημο».
Όταν τ’ άκουσαν αυτά οι πατέρες μας χάρηκαν πολύ, πρώτα γιατί η Παναγία εξακολουθούσε να προστατεύη τους μοναχούς, κι υστέρα επειδή υπήρχαν ακόμη τόσοι πολλοί ερημίτες.
Κατόπιν οι Ιβηρίτες πατέρες τους ωδήγησαν στον ξενώνα όπου και ξεκουράσθηκαν μία ολόκληρη εβδομάδα. Μετά τους είπαν: «Άγιοι πατέρες σας αναπαύσαμε, αλλά σας παρακαλούμε μη μας επιβαρύνετε άλλο, γιατί δεν έχουμε χώρο ούτε και για τους δικούς μας. Εχουμε εδώ σαράντα Τούρκους και δεν έχουμε με τι να τους ταΐσουμε. Παντού τριγυρνούν κλέφτες κι εμείς δεν διαθέτουμε κανένα εισόδημα. Μπορείτε να πάτε στην σκήτη μας, να πάρετε ένα κελλί μ’ ένα μικρό παρεκκλήσι και να μείνετε εκεί. Θα καλλιεργήτε τον κήπο, θα κάνετε κανένα εργόχειρο κι έτσι θα καταφέρετε κάπως να συντηρηθήτε. Αν χρειασθήτε τίποτε εμείς θα σας βοηθήσουμε και μπορείτε να έρχεσθε όποτε θέλετε στο μοναστήρι για να κοιμάσθε».
Οι πατέρες μας ευχαρίστησαν τους Ιβηρίτες για την φιλοξενία τους, πήραν ένα κελλί στην σκήτη κι άρχισαν να ζουν πλέον εκεί. Καλλιεργούσαν τον κήπο και σκάλιζαν ξύλινα κουτάλια, αλλά εκείνη την εποχή δεν υπήρχε κανείς για ν’ αγοράση το εργόχειρό τους. Ετσι έζησαν εκείνους τους ταραγμένους καιρούς για τέσσερα χρόνια και περισσότερο. Το πώς συντηρούνταν μόνο ο Θεός το ξέρει· αυτοί δεν έλεγαν τίποτε σε κανένα. Εκείνη την εποχή ήταν δύσκολο να βρεθή ψωμί. Πολλές φορές ρώτησα τον γέροντά μου: «Άγιε πάτερ, τι τρώγατε εκείνους τους δύσκολους καιρούς;» Κι αυτός μου απαντούσε: «Και τι λέει ο Κύριος στο Ευαγγέλιο; Ζητείτε δε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν[2]». Έτσι τρέφονταν οι πατέρες μας κι όχι μόνον αυτοί, αλλά πάνω από χίλιοι εναπομείναντες στο Άγιον Όρος· τους έτρεφε ο Θεός!
Εκείνα τα χρόνια απέκτησαν μεγάλους πνευματικούς θησαυρούς. Μέσα στις θλίψεις και την υπομονετική αντιμετώπισι των σωματικών στερήσεων άνθισαν και ωρίμασαν και έδωσαν καρπούς. Ο Κύριος, ο Ουράνιος Βασιλεύς τους αντάμειψε για τις στερήσεις αυτές με δώρα του Αγίου Πνεύματος και τους βοήθησε να κατανικήσουν τον εχθρό διάβολο, τον προαιώνιο αντίπαλο, και να υπερνικήσουν τα πνευματικά και σωματικά τους πάθη. Έφθασαν στο γαλήνιο λιμάνι της πνευματικής ειρήνης και της σιωπής, στην ένωσι δηλαδή του νου τους με τον Θεό. Ο Θεός έδωσε στον μεν π. Άβελ το χάρισμα της διακρίσεως και της διοράσεως, στον δε π. Νίκανδρο το χάρισμα των δακρύων. Ο π. Νίκανδρος θρηνούσε πράγματι με δάκρυα μέρα και νύχτα μέχρι τον θάνατο του.
Όταν μετά την ταραχώδη αυτή και θλιβερή εποχή ευδόκησε ο Κύριος να στείλη ειρήνη στην χώρα, oι στρατοί και τα φουσάτα νικήθηκαν, οι ληστές εξαφανίσθηκαν και αποκαταστάθηκε η ηρεμία. Τότε άρχισαν και οι αδελφοί να επιστρέφουν στο Όρος και οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί λαϊκοί να το επισκέπτωνται κατά μεγάλες ομάδες για προσκύνημα. Τότε άρχισαν ν’ αγοράζωνται και τα εργόχειρα των γερόντων. Ήλθε ένας έμπορος και τους τα αγόρασε όλα. Οι δικοί μας πατέρες πούλησαν όλα τους τα κουτάλια και πήραν δύο χιλιάδες λέβα[3], δηλαδή τετρακόσια ρούβλια. Ο π. Νίκανδρος καταχάρηκε και είπε: «Δόξα τω Θεώ, τώρα θα εξοικονομήσουμε τις ανάγκες μας». Ο π. Άβελ κούνησε το κεφάλι του και είπε: «Ναι, τώρα θα τις εξοικονομήσουμε».
Μετά από λίγες μέρες ήλθε κάποιος λαϊκός και ζητούσε ελεημοσύνη. Ο π. Άβελ τον ρώτησε: «Από πού είσαι και τι χρειάζεσαι;» Ο λαϊκός του απάντησε με δάκρυα: «Άγιε πάτερ, είμαι από την Χίο και oι Τούρκοι έπιασαν αιχμαλώτους την γυναίκα και τα παιδιά μου και θέλουν πέντε χιλιάδες λέβα για να τους ελευθερώσουν. Όλο τον περασμένο χρόνο γύριζα και ζητούσα ελεημοσύνη και κατάφερα, δόξα τω Θεώ, να μαζέψω τρεις χιλιάδες λέβα, μα χρειάζομαι ακόμη δύο χιλιάδες. Με την δύναμι του Θεού θα τα μαζέψω και αυτά σιγά-σιγά». Όταν τ’ άκουσε αυτά ο γέροντας μας του είπε: «Έλα μέσα στο κελλί μου και κάπως θα σε βοηθήσω». Μπήκε πράγματι στο κελλί ο λαϊκός και τότε ο π. Άβελ πήρε όλα τα χρήματα που είχε και του τα έδωσε λέγοντας: «Πάρ’ τα αυτά και πήγαινε να εξαγοράσης την γυναίκα και τα παιδιά σου». Ο λαϊκός τότε απάντησε: «Γέροντα, γιατί με κοροϊδεύεις; Έτσι κι αλλοιώς έχω τις στενοχώριες μου· δώσε μου ένα λεβ και θα φύγω». Ο π. Άβελ του λέει πάλι: «Όχι, τέκνο μου, δεν σε κοροϊδεύω. Εγώ είμαι πνευματικός· πώς είναι δυνατόν να σε κοροϊδέψω; Πάρε τα χρήματα και πήγαινε στην ευχή του Θεού». Ο λαϊκός άρχισε να κλαίη από την συγκίνησί του και τότε ο γέροντας του έβαλε στον κόρφο τα χρήματα και τον ξεπροβόδισε μέχρι την πόρτα. Ο λαϊκός έφυγε πετώντας από χαρά.
Όταν το είδε αυτό ο π. Νίκανδρος έχυσε πικρά δάκρυα και είπε: «Πάτερ, τι έκανες; Γιατί έδωσες όλα τα χρήματα; Τέσσερα χρόνια δουλεύαμε και νομίσαμε για μια στιγμή ότι θα καλύπταμε τις ανάγκες μας. Αλλά τώρα θα θρηνούμε πάλι». Ο γέροντάς μας όμως του είπε: «Αχ, π. Νίκανδρε, πότε θα γίνουμε τέλειοι μοναχοί; Ο Θεός μας καθοδηγεί τόσο καιρό μέσα από τις θλίψεις μας και συ ακόμα δεν απόκτησες σταθερότητα; Τότε που οι καιροί ήταν πραγματικά πολύ δύσκολοι Εκείνος μας έθρεψε και δεν θα μπορέση να μας θρέψη τώρα; Τώρα, δόξα τω Θεώ, τα εργόχειρα πουλιούνται. Θα δουλέψουμε πάλι και θα πουλήσουμε, αλλά τα περισσευούμενα χρήματα θα τα δίνουμε για τον θησαυρό του Θεού. Και γιατί να σκοτιζόμαστε για χρήματα που δεν είναι δικά μας; Αυτά τα χρήματα ήδη μας απέσπασαν το νου από τον Θεό. Στεκόμαστε στην προσευχή αλλά σκεφτόμαστε τα χρήματα. Ο Κύριος είπε: όπου γαρ εστίν ο θησαυρός υμών εκεί έσται και η καρδία υμών[4]. Ας είναι λοιπόν κι εμάς ο θησαυρός μας μ’ Εκείνον και οι καρδιές μας θα ‘ναι κι αυτές μαζί Του». Τότε ο π. Νίκανδρος έπεσε στα πόδια του με συντριβή, θρήνησε και ζήτησε συγχώρησι κι από την ώρα εκείνη δεν έδειξε ενδιαφέρον για τίποτε, αλλά μόνο έκλαιγε μέχρι τον θάνατο του.
Γρήγορα έγιναν και οι δύο μεγαλόσχημοι. Ο π. Άβελ ο πνευματικός έγινε μεγαλόσχημος από κάποιον μεγαλόσχημο μοναχό Αρσένιο και πήρε κι αυτός το όνομα Αρσένιος. Μετά έκαμε ο ίδιος μεγαλόσχημο τον π. Νίκανδρο και τον ωνόμασε Νικόλαο. Άρχισαν λοιπόν να ζουν σαν γέροντας και υποτακτικός και πέρασαν δέκα χρόνια στην σκήτη του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, που λέγεται σκήτη των Ιβήρων. Όταν αυξήθηκε ο αριθμός των αδελφών της σκήτης άρχισαν οι πολλές συζητήσεις και παρουσιάσθηκαν πολλά βιοτικά προβλήματα που χρειαζόταν προσοχή εξ’ αιτίας των λαχανόκηπων και των περιβολιών. Αυτό έπεσε βαρύ για τους πατέρες μας και αποφάσισαν να αποσυρθούν στην εσώτερη έρημο, στην απόλυτη σιωπή, για να μην έχουν βιοτικές και κοσμικές μέριμνες και για να μπορούν να ζουν μόνοι με τον Θεό, γιατί ο πραγματικός εραστής της ερήμου και ησυχαστής δεν μπορεί να υποφέρη τα πολλά λόγια και τις μάταιες φροντίδες.
Άφησαν λοιπόν το κελλί της σκήτης και πήραν ένα άλλο κελλί αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, που βρισκόταν πάνω σ’ ένα λοφίσκο στην περιοχή που η έρημος ήταν σχεδόν αδιαπέραστη και απείχε μία ώρα από την σκήτη και μία ώρα από την Μονή των Ιβήρων. Παλαιότερα αυτό το κελλί ήταν μεγάλο, αλλά κατά την διάρκεια των ταραχών καταστράφηκε σχεδόν από τα θεμέλια. Το ξανάχτισαν λοιπόν μόνοι τους αλλά μικρότερο, έκαναν αγιασμό στην εκκλησία και ξεχώρισαν δύο δωμάτια. Εκεί άφησα κι εγώ τους βοστρύχους των μαλλιών μου, γιατί σ’ αυτό το κελλί έκειραν μοναχό εμένα τον άθλιο. Οι πατέρες τότε έβαλαν τα θεμέλια της νέας τους ζωής σύμφωνα με τους κανόνες της ερήμου. Δεν είχαν καμία κοσμική φροντίδα· ούτε κήπο είχαν, ούτε περιβόλι. Αν και υπήρχαν γύρω ελαιόδενδρα, αυτοί δεν τα φρόντιζαν. Μόνον όταν ωρίμαζε ο καρπός προσλάμβαναν κάποιον δικό τους άνθρωπο για να μαζέψη τις ελιές. Εγώ υπήρξα αυτόπτης μάρτυς της αυστηρής τους ζωής και πολλές φορές κοιμήθηκα στο κελλί τους.
Μελέτησα καλά τον τρόπο ζωής τους και ήθελα κι εγώ να μείνω μαζί τους και να μάθω από αυτούς τον μοναχισμό. Εκείνοι όμως δεν δέχονταν κανένα κι έλεγαν: «Κανείς δεν μπορεί να ζήση μαζί μας. Εμείς οι ίδιοι καταλήξαμε σ’ αυτόν τον τρόπο ζωής μόνο αφού πέρασαν τριάντα ολόκληρα χρόνια κι ακόμη τώρα έχουμε πειρασμό και υποκύπτουμε. Το πνεύμα είναι πρόθυμο, αλλά η σαρξ ασθενής κι αν δεν ήταν η Χάρις του Θεού να μας δυναμώνη δεν θα τα καταφέρναμε».
Μετά τον ερχομό τους στο Άγιον Όρος ο π. Νικόλαος έζησε δεκαεννιά χρόνια κι ο π. Αρσένιος εικοσιτέσσερα, κι όλο αυτό το διάστημα δεν έβαλαν στο στόμα τους ούτε ψάρι, ούτε τυρί, ούτε κρασί, ούτε λάδι. Η τροφή τους ήταν βρεγμένα παξιμάδια. Αυτά τα παξιμάδια τα έπαιρναν από την Μονή των Ιβήρων και τα κουβαλούσαν στην πλάτη τους μέχρι τον λόφο που ήταν το κελλί τους. Έτρωγαν επίσης και μελιτζάνες τουρσί βουτηγμένες ή πασπαλισμένες σε κόκκινο πιπέρι και πάστωναν κόκκινες πιπεριές. Αυτή ήταν η καθημερινή τροφή τους· παξιμάδια, πιπεριές και μελιτζάνες και καμιά φορά λίγα κρεμμύδια, αν τους έφερνε κανείς. Τις αλατισμένες ελιές και τα σύκα τα είχαν μόνο για τους επισκέπτες. Αυτή ήταν η τροφή τους κι εγώ κάθισα πολλές φορές στο τραπέζι τους. Έτρωγαν πάντοτε μόνο μία φορά την ημέρα κατά τις τρεις το απόγευμα, ενώ την Τετάρτη και την Παρασκευή έκαναν απόλυτη νηστεία.
Το τυπικό τους ήταν το εξής: Μετά το γεύμα και μέχρι τον εσπερινό κλεινόταν στα κελλιά τους και μελετούσαν διάφορα πνευματικά συγγράμματα. Μετά έκαναν εσπερινό κατά την καθιερωμένη τάξι. Διάβαζαν πάντοτε προσεκτικά και με δάκρυα, ήσυχα και ταπεινά, δίχως να βιάζωνται. Μετά ακολουθούσε το απόδειπνο με ένα κανόνα της Παναγίας και η βραδυνή προσευχή. Όλη την νύχτα την περνούσαν άγρυπνοι με προσευχές και μετάνοιες. Όταν τους έπιανε ο ύπνος λαγοκοιμόνταν για λίγο καθιστοί, αλλά ποτέ πάνω από μία ώρα. Πιο συχνά όμως ούτε κι αυτή την ώρα δεν κοιμόνταν, αλλά βίαζαν τον εαυτό τους, έβγαιναν έξω και περπατούσαν μέσα στην νύχτα για να ξυπνήσουν. Δεν είχαν ρολόι, αλλά ήξεραν πάντα την ώρα, γιατί στους πρόποδες του λόφου, στην Μονή Ιβήρων σήμαιναν τις ώρες με μία καμπάνα που την άκουγαν πάντα. Τα μεσάνυχτα πήγαιναν στην εκκλησία για κοινή προσευχή και διάβαζαν το μεσονυκτικό και τον όρθρο κατά την καθιερωμένη τάξι. Μετά τον όρθρο διάβαζαν πάντοτε ένα παρακλητικό κανόνα και τους χαιρετισμούς της Παναγίας. Μετά ησύχαζαν στα κελλιά τους μέχρι την αυγή. Με το φως της αυγής άρχιζαν το εργόχειρό τους. Δούλευαν ξεχωριστά ο καθένας κι έφτιαχναν από δέκα κουτάλια. Δεν αντάλλαζαν λέξι μεταξύ τους, εκτός αν ήταν κάτι απολύτως αναγκαίο, αλλά παρέμεναν σιωπηλοί με νήψι και με συνεχώς αυξανόμενη νοερά προσευχή. Τα κουτάλια που σκάλιζαν ήταν πολύ απλά. Κατόπιν διάβαζαν τις Ώρες, έκαναν μία δέησι στην Παναγία και ακολουθούσε το γεύμα τους.
Ετσι περνούσαν μέρες και νύχτες με αδιάλειπτη προσευχή και εργόχειρο. Ο γέροντας ήθελε ανέκαθεν να λειτουργή συχνά, γι’ αυτό όταν υπήρχαν πρόσφορα και νάμα γινόταν πάντα Θεία Λειτουργία. Συνήθως ήταν πολύ δύσκολο να βρεθούν αυτά. Τις πιο πολλές φορές έκαναν Λειτουργία οι δυο τους μόνο. Πολλές φορές παρακολουθούσα την Λειτουργία από τον πρόναο κι άκουγα την μελωδική τους ψαλμωδία, που συνοδευόταν από δάκρυα κατανύξεως. Έβλεπα τότε δύο γέροντες εξαντλημένους και σκελετωμένους από την νηστεία· τον ένα όρθιο στο ιερό να κλαίη μπροστά στην Αγία Τράπεζα του Κυρίου και να μη μπορή από τα δάκρυα να προφέρη καλά-καλά τις εκφωνήσεις παρά μόνο με στεναγμούς καρδίας και τον άλλο να στέκεται στο αναλόγιο και να κλαίη κι αυτός. Έτσι, από τους λυγμούς και τα κλάμματα αλλά και από την φυσική τους αδυναμία σχεδόν δεν καταλάβαινα τι έλεγαν. Ναι, είναι αλήθεια ότι λίγα μπορούσε ν’ άκούση το ανθρώπινο αυτί, αλλά ο Κύριος άκουγε ο ίδιος την Λειτουργία τους γιατί, όπως είπε: Και επί τίνα επιβλέψω, αλλ’ ή επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου;[5] Εδώ έψαλλαν τον Τρισάγιο Υμνο πραγματικά χωρίς καμία βιοτική φροντίδα και χωρίς ίχνος κοσμικών λογισμών. Εδώ παρευρισκόταν ο ίδιος ο Κύριος κοντά τους, σύμφωνα μ’ αυτά που μας υποσχέθηκε: Ου γαρ εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα εκεί ειμί εν μέσω αυτών[6].
Οι δύο γέροντες αγαπούσαν τόσο πολύ τον Κύριο, ώστε δεν ήθελαν να μακρύνουν απ’ Αυτόν ούτε για ένα λεπτό. Μοναδική χαρά τους ήταν η νοερή, καρδιακή και προφορική επικοινωνία μαζί Του. Οι συνομιλίες τους ήταν πάντα σχετικές με την προσευχή και την αγάπη του Θεού και του πλησίον. Αν κάποιος άρχιζε να μιλά υποτιμητικά για τον αδελφό του μπροστά τους, τότε εκείνοι σταματούσαν την συζήτησι. Αγαπούσαν τον πλησίον τους πιο πολύ κι απ’ τον ίδιο τους τον εαυτό κι αυτό το έδειχναν με τις πράξεις τους. Αγωνίζονταν πάντοτε ώστε να είναι όλοι ειρηνεύοντες. Ποτέ δεν άφηναν κανένα απ’ αυτούς που έρχονταν στο κελλί τους για κάποιαν ανάγκη να φύγη στενοχωρημένος. Αν ήταν κανείς πικραμένος εξ αιτίας βιοτικών αναγκών, του έδιναν ό,τι μπορούσαν ακόμη και πάνω από τις δυνάμεις τους. Έβαλαν ενέχυρο τα τελευταία τους βιβλία κι αργότερα κατάφεραν με την βοήθεια του Θεού να τα πάρουν πίσω. Αν κανείς είχε πνευματική θλίψι, τον παρηγορούσαν με ευχάριστες συζητήσεις. Σ’ αυτούς οι πτωχοί έβρισκαν βοήθεια, οι τεθλιμμένοι παράκλησι και οι ασταθείς λόγω αμαρτιών και παθών γρήγορη επαναφορά στην ευθεία οδό και ελευθερία από τις κακές τους έξεις.
Θα μιλήσω τώρα για τον εαυτό μου. Όταν ήλθα στο Άγιον Όρος δεν είχα σχεδόν ούτε ένα καπίκι[7]. Ο π. Αρσένιος μου έδωσε ευλογία να μάθω να σκαλίζω κουτάλια, μα δεν είχα χρήματα ν’ αγοράσω εργαλεία. Όταν του το ανέφερα εκείνος απάντησε: «Μη στενοχωριέσαι». Πήρε ένα σακκούλι από το παράθυρο, άδειασε τα χρήματα που είχε μέσα, τα μέτρησε και μου τα έδωσε λέγοντας: «Πάρ’ τα, έχω τριάντα λέβα μόνο». Εγώ τότε έκλαψα και είπα: «Άγιε Γέροντα, δεν άφησες τίποτε για σένα;» Εκείνος τότε είπε: «Θ’ αποκτήσουμε αρκετά, μη νοιάζεσαι για μας, ο Θεός θα μας φροντίση. Πόσα χρειάζεσαι εσύ για τα εργαλεία;» Εγώ είπα: «Πενήντα λέβα». Πήγε τότε μέσα στο εκκλησάκι κι έφερε ένα βιβλίο. Μου το έδωσε και είπε: «Πήγαινε και δώσ’ το ενέχυρο στον Κορένεβ και πάρε όσα χρήματα χρειάζεσαι. Αργότερα εγώ θα το ξαναπάρω πάλι απ’ αυτόν». Ω, τι δάκρυα μου έφερε αυτή η συμπεριφορά του! Έκλαιγα σ’ όλον τον δρόμο της επιστροφής και μέχρι τώρα δεν μπορώ να ξεχάσω αυτό το περιστατικό. Όποτε το θυμάμαι κλαίω. Το πρώτο πράγμα που ρωτούσε ο γέροντας ήταν: Λοιπόν, είσαι ευχαριστημένος; Μήπως σου λείπει τίποτε;
Θα σας πω τώρα για ένα άλλο περιστατικό που έγινε στο πανηγύρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Ένας παραδελφός μου, ο Θεόκλητος, πήρε ό,τι χρήματα είχε, κάπου εκατόν πενήντα λέβα και ξεκίνησε για το πανηγύρι για ν’ αγοράση ράσα και χοντρή λινάτσα για ζωστικό. Όταν έφθασε είδε ότι είχε χάσει τα χρήματα κι αυτό τον στενοχώρησε πολύ κι άρχισε να θρηνή. Καθώς τον είδε ο πνευματικός π. Αρσένιος τον ρώτησε: «Γιατί είσαι τόσο λυπημένος;» Εκείνος του είπε ότι έχασε όλα του τα χρήματα κι ο γέροντας τον ρώτησε πάλι: «Έχεις πράγματι τόσο μεγάλη ανάγκη;» Κι αδειάζοντας το σακκούλι του τού έδωσε όλα τα χρήματα που είχε λέγοντας: «Να, πάρ’ τα, έχω μόνο εξήντα λέβα. Πήγαινε κι αγόρασε ό,τι χρειάζεσαι.» Ο π. Θεόκλητος πήρε τα χρήματα κι έφυγε, μετά όμως σκέφθηκε: «Εγώ είμαι νέος και μπορώ να δουλέψω, αυτοί είναι γέροντες και αδύναμοι, αλλά και πάλι μου έδωσαν και το τελευταίο τους λεβ, γιατί πιστεύουν ότι ο Θεός θα τους φροντίση. Γιατί λοιπόν δεν θα φροντίση και μένα ο Θεός; Θα γυρίσω και θα τους δώσω τα χρήματα πίσω». Πήγε λοιπόν πίσω κι έδωσε τα χρήματα στον π. Αρσένιο, αλλά εκείνος δεν τα έπαιρνε. Ο Θεόκλητος έπεσε τότε στα πόδια του και με πολλά δάκρυα τον εκλιπαρούσε να τα δεχθή. Ο γέροντας τέλος τα πήρε, στράφηκε όμως και τον ρώτησε: «Δεν θα μετανοιώσης;» «Όχι, άγιε Γέροντα», απάντησε ο Θεόκλητος, «δεν θα μετανοιώσω. Τώρα που πήρες πίσω τα χρήματα είμαι πολύ χαρούμενος».
Αφού έζησαν αρκετά χρόνια στην έρημο, τους ήλθε η επιθυμία να ταξιδεύσουν και να προσκυνήσουν τον Πανάγιο Τάφο. Ο Κύριος φρόντισε να ικανοποιήση σύντομα την επιθυμία των δούλων Του. Το 1836 ήλθε στο Άγιον Όρος από την Ρωσία ο ιερομόναχος Ανίκητος (πρίγκιπας Σικμάτωφ). Περιώδευσε όλο το Άγιον Όρος κι επισκέφθηκε και τους δύο ασκητές μας στο καλύβι τους στην έρημο. Συζήτησε μαζί τους διάφορα πνευματικά θέματα και μέσα του κινήθηκε μεγάλη αγάπη γι’ αυτούς, ώστε διάλεξε τον π. Αρσένιο για πνευματικό του πατέρα. Μετά τους πρότεινε, αν ήθελαν να πάνε μαζί του στα Ιεροσόλυμα. Αυτοί δέχθηκαν και ο πρίγκηπας χάρηκε πολύ που θα είχε τέτοια συντροφιά. Πήγαν λοιπόν στην αγία πόλι Ιερουσαλήμ και προσκύνησαν τον Ζωηφόρο Τάφο του Κυρίου και άλλα ιερά προσκυνήματα. Πέρασαν στα Ιεροσόλυμα όλο τον χειμώνα και την περίοδο του Πάσχα και μετά επέστρεψαν στο Άγιον Όρος κι εγκαταστάθηκαν πάλι στο καλύβι τους στην έρημο.
Όπως όμως άκουσα ο ίδιος από το στόμα του γέροντα, μόνο ο Θεός γνωρίζει τι θλίψεις πέρασαν εκεί. Σ’ όλη τους την ζωή δεν τους είχαν συμβεί τέτοιοι πειρασμοί. Ρώτησα λοιπόν τι είδους στενοχώριες ήταν αυτές και πώς συνέβησαν. Ήταν μήπως εξ αιτίας της ανέχειας; Ο Γέροντας απήντησε: «Όχι, όλα τα είχαμε άφθονα από τον Θεό κι από τους ανθρώπους. Απ’ αυτήν την άποψι δεν γινόταν καλύτερα. Οι προσκυνητές μάς έδιδαν ευλογίες κι εμείς κατά το έλεος του Θεού τις μοιράζαμε σ’ όλους τους φτωχούς Άραβες. Η στενοχώρια μας είχε άλλη αιτία. Επειδή ζήσαμε τόσα χρόνια στην έρημο, είχαμε σχεδόν ξεχάσει πώς είναι ο κόσμος κι εκεί κάτω βρεθήκαμε στο κέντρο της ίδιας της ματαιότητας. Και ακόμη πιο πολύ στενοχωρηθήκαμε γιατί δεν μπορούσαμε να νηστέψουμε. Όλοι μάς περιποιόνταν, μας προσκαλούσαν να τους επισκεφθούμε και μας τιμούσαν, κι εμείς που δεν μπορούσαμε να τα υποφέρουμε όλ’ αυτά θρηνούσαμε με πόνο και δεν βλέπαμε την ώρα να γυρίσουμε πίσω στο Άγιον Όρος. Μετά την επιστροφή τους ο π. Νικόλαος ζήτησε από το γέροντα του να μην αφήνη κανένα επισκέπτη να πηγαίνη στο κελλί του, για να έχη ησυχία.
Συνεχίζεται
Αγιορείτικη Μαρτυρία
Έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου
Τεύχος 14-15