Η φύση του σώματος μετά την Ανάστασιν ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΑΡΑΚΑΛΛΟΥ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

 


Εισαγωγή
Τo αναστησόμενον σώμα, κατά τον ιερόν Χρυσό­στομον, θα είναι «το αυτό και ουκ αυτό», προς το εν τω τάφω διαλυθέν σώμα.
Το νέον σώμα, το οποίον θα προέλθη εκ της ανα­στάσεως δεν θα είναι μια νέα δημιουργία, που δεν έ­χει καμμίαν οργανικήν σχέσιν με το σώμα το οποίον διελύθη εις τον τάφον. Μεταξύ των δύο τούτων σωμά­των υπάρχει και ταυτότης, αλλά και διαφορά.
Ο θείος Χρυσόστομος εξηγεί (ομιλία 41) εις την Α’ προς Κορινθίους επιστολήν του Αποστόλου Παύ­λου, ότι ο εκ του σπειρομένου κόκκου του σίτου προ­ερχόμενος στάχυς είναι ο αυτός μεν προς τον σπαρέντα κόκκον, διότι «η αυτή ουσία εστίν, ουχί δε ο αυ­τός», διότι ο στάχυς είναι καλύτερος, αλλά και μεγαλυτέρας ευπρεπείας. Έτσι και εις την ανάστασιν «ουχί άλλη ουσία σπείρεται εν τω τάφω, άλλη δε εγεί­ρεται, αλλά η αυτή βελτίων και λαμπροτέρα».
Ο δε Τερτυλλιανός βεβαιοί, ότι οπουδήποτε και αν διαλυθή τις, οιαδήποτε ύλη και αν καταστρέψη, καταπίη, αφανίση ή εις το μηδέν περιαγάγη το σώμα, θα αποδώση τούτο κατά την ανάστασιν.
Και ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων εις την ΙΗ’ Κατήχησιν λέγει: «Θα αναστηθούμε και θα έχουμε ό­λοι αιώνια σώματα. Αλλά δεν θα είναι ίδια όλων τα σώματα. Αν κάποιος είναι δίκαιος, θα λάβη επουράνιον σώμα, δια να δύναται επάξια να συναναστρέφεται με τους αγγέλους. Κι αν κάποιος είναι αμαρτωλός, θα λάβη σώμα που αιώνια θα τιμωρείται δια τας αμαρτίας του, ώστε, μολονότι θα καίγεται σ’ αιώνια φωτιά, να μη δυνηθή ποτέ να αφανισθή.
Πολύ δίκαια ο Θεός παραχωρεί αυτά και δια τις δύο μερίδες, των δικαίων και των αδίκων. Διότι τίποτε δεν κάναμε, χωρίς να συμμετέχη το σώμα μας. Βλα­σφημούμε με το στόμα, προσευχόμαστε με το στόμα, πορνεύουμε με το σώμα, ζούμε αγνή ζωή με το σώμα. Αρπάζουμε με τα χέρια, δίνουμε ελεημοσύνες με τα χέ­ρια και όλα τα υπόλοιπα. Επειδή λοιπόν σε όλα, όσα κάναμε, μας υπηρέτησε το σώμα, παίρνει και αυτό μέ­ρος εις τις απολαβές της μελλούσης ζωής».
Το ίδιο νόημα δίδεται και εις το Ε’ Κεφάλαιον των Αποστολικών Διατάξεων: «Θα μας αναστήση ο παντοδύναμος Θεός δια του Κυρίου ημών Ιησού Χρι­στού, σύμφωνα με την αδιάψευστη υπόσχεσίν του και θα μας αναστήση μαζύ με όλους τους άλλους, που δια μέσου των αιώνων κοιμήθηκαν με τον ίδιον τρόπον, με την μορφήν που έχουμε τώρα, χωρίς να έχουμε τί­ποτε το λειψό ή το φθαρμένο, διότι θα αναστηθούμε άφθαρτοι. Και είτε πεθάνουμε εις το πέλαγος, είτε διασκορπισθούμε εις την γην, είτε σπαραχθούμε από θη­ρία ή όρνεα, θα μας αναστήση με την δύναμίν του, ε­πειδή ο κόσμος ολόκληρος συγκρατείται με το χέρι του Θεού. και λέγει ότι “ούτε τρίχα από την κεφαλήν μας δεν θα χαθή”» (Λουκ. 21, 18).
O άγιος Γρηγόριος Νύσσης δέχεται εις τό ΚΖ’ Κεφάλαιον «Περί κατασκευής του ανθρώπου», ότι κα­τά την ανάστασιν θα λάβη χώραν μια μεταποίησις, εις τρόπον ώστε να μη παραμείνη βάρος εις το σώμα, αλλά θα μεταστοιχειωθή προς θειοτέραν κατάστασιν:
«Επειδή η ψυχή διάκειται με κάποιαν φυσικήν σχέσιν και στοργήν προς το σώμα που ήταν σύνοικό της, υπάρχει εις αυτήν δια της συνανακράσεως με το οικείον σώμα κάποια μυστική σχέσις και επίγνωσις, σαν σημεία που έχουν επιτεθή από την φύσιν, δια των οποίων η κοινότης μένει ασύγχυτη, διακρινόμενη από τα ιδιάζοντα. Αφού λοιπόν η ψυχή ελκύει πάλι προς τον εαυτόν της το συγγενές και το ιδικόν της, ποια δυ­σκολία θα υπήρχε εις την θείαν δύναμιν, που να εμποδίζη την συνδρομήν των οικείων στοιχείων, καθώς τρέχουν προς το ιδικόν τους με μια άρρητη έλξι της φύσεως;».
Περί δε της μεταβολής του σώματος μετά την ανάστασιν μας επληροφόρησεν πρώτος αυτός ο Κύριος, ειπών: «εν γαρ τη αναστάσει ούτε γαμούσιν, ούτε εκγαμίζονται, αλλ’ ως άγγελοι Θεού εν ουρανώ εισι» (Ματθ. κβ’ 30). Και πάλιν «ούτε αποθανείν έτι δύνα­νται. ισάγγελοι γαρ εισι και υιοί του Θεού, της ανα­στάσεως υιοί όντες» (Λουκ. κ’ 36).
Καταργείται επομένως η διάκρισις του ανθρωπί­νου γένους εις άρρεν και θήλυ εις το αναστησόμενον σώμα και οι άνθρωποι θα ζουν ως άγγελοι κατά το α­παθές και αφιλήδονον. Επί πλέον, κατά την βεβαίωσιν του θείου Παύλου, ο Θεός και τα βρώματα και την κοιλίαν θα καταργήση.
Αξιοσημείωτος είναι και η είσοδος του Κυρίου εις το ανώγεον όπου ήσαν συνηγμένοι δια τον φόβον των Ιουδαίων και των θυρών κεκλεισμένων. Έδειξεν εις αυτούς τας χείρας και την πλευράν δια να ίδουν τα σημάδια των πληγών και πεισθούν, ότι αυτός ήτο ο σταυρωθείς Διδάσκαλός των. Και είπεν προς αυτούς ο Κύριος: Έχετε εδώ τίποτε φαγώσιμον δια να φάγω και δια να πεισθήτε έτσι ακόμη περισσότερον, ότι δεν είμαι πνεύμα; Αυτοί δε του έδωκαν ένα τεμάχιον από ψάρι ψημένον και ολίγην κηρήθραν, «και λαβών ενώ­πιον αυτών έφαγεν» (Λουκ. κδ’ 42).
Έφαγε μεν ο Κύριος μετά την ανάστασιν, κατά την βεβαίωσιν του Αποστόλου Λουκά, αλλά έφαγε προς πίστωσιν, ότι αυτός είναι και αυτό είναι το κατά το πάθος προσηλωθέν επί του Σταυρού σώμα Του. Και «υπερφυώς έφαγε» καθώς και «υπερφυώς ανάλωσεν, όπερ έφαγε».
Το αναστημένο σώμα θα διακρίνεται σαφώς από της ψυχής μετά της οποίας συνάπτεται. Και η ψυχή θα ενδυθή αυτό ως οικητήριον πλέον ουράνιον. Η δό­ξα των αναστησομένων σωμάτων των πιστών περιγρά­φεται υπό του Αποστόλου Παύλου: «Οίος ο χοϊκός, τοιούτοι και οι χοϊκοί, και οίος ο επουράνιος, τοιούτοι και οι επουράνιοι» (Α’ Κορ. ιε’ 48).
Εφ’ όσον το νέον περιβάλλον και η νέα κατάστασις, εις την οποίαν θα εισέλθουν οι άνθρωποι μετά την ανάστασιν, θα είναι ξένον προς την φθοράν και παχυλότητα του παρόντος κόσμου, είναι αναγκαίον τα αναστησόμενα σώματα να είναι τέτοια που να προσαρμόζονται πλήρως προς το περιβάλλον και την νέαν κατάστασιν.
Άγιον Πάσχα 2005
Περί της αναστάσεως του σώματος
«…και αναπαύσεται επ’ αυτόν, πνεύμα του Θεού, πνεύμα σοφίας, και συνέσεως, πνεύμα βουλής και ισχύος, πνεύμα γνώ­σεως, και ευσέβειας και φόβου Θεού».
Η δύναμις της αναστάσεως του Χριστού χαρίζει εις όλους τους ανθρώπους την ανάστασιν των σωμά­των αυτών. Θα αναστηθούν δηλαδή και όσοι πι­στεύουν εις τον Χριστόν, αλλά και εκείνοι οι οποίοι δεν πιστεύουν.
Το άγιον Βάπτισμα το οποίον λαμβάνομεν είναι τύπος του θανάτου και της Αναστάσεως του Χριστού. Δια τούτο λέγει ο Απόστολος Παύλος: «όσοι εβαπτίσθημεν εις Χριστόν Ιησούν, εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν» (Ρωμ. στ’ 3). Εγίναμεν δια του βαπτίσματος μέτοχοι του σταυρικού του θανάτου και ο πα­λαιός άνθρωπος της αμαρτίας εσταυρώθη και απέθανεν, όπως ο Χριστός επί του σταυρού.
Εθαφθήκαμε λοιπόν μαζύ με τον Χριστόν δια του βαπτίσματος, το οποίον μας έκανε συγκοινωνούς του θανάτου του, ίνα καθώς ακριβώς ανεστήθη ο Χριστός εκ νεκρών δια της ενδόξου δυνάμεως του Πατρός, έ­τσι και εμείς θα αναστηθώμεν εις νέαν ενάρετον και αγίαν ζωήν και θα συμμορφώσωμεν την διαγωγήν μας προς τας απαιτήσεις της νέας ζωής, «εν καινότητι ζω­ής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. στ’ 4).
Η ανάστασις του Χριστού μας χαρίζει μια νέαν ζωήν. Έχομεν γίνει ένα με τον Χριστόν δια του βα­πτίσματος, που είναι ομοίωμα του θανάτου Του και κατά φυσικήν συνέπειαν θα γίνωμεν ένα και με την ανάστασίν Του. «Ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα» (Ρωμ. στ’ 5).
Αλλά ο πολυεύσπλαχνος Κύριος δεν ηθέλησε με τον τύπον της αναστάσεώς Του, το βάπτισμα δηλαδή, να συγχώρηση μόνον το προπατορικόν αμάρτημα, αλ­λά με την Πραγματικήν Ανάστασίν Του εξαλείφει την ποινήν και το αποτέλεσμα του προπατορικού αμαρτήματος, το οποίον είναι ο θάνατος. Τούτο διασαλπίζει ο θεηγόρος Παύλος λέγων: «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος» (Α’ Κορ. ιε’ 26).
Ο νέος Αδάμ, ο Χριστός, με την δύναμιν της ανα­στάσεως αυτού ανακαίνισε όλη την φύσιν των ανθρώ­πων. Θα αναστηθούν κατά την κοινήν ανάστασιν όλα τα σώματα των πιστών, αλλά και των απίστων.
Δεν έβλαψε τόσον πολύ η παράβασις του Αδάμ, όσον μας ωφέλησε και μας ευηργέτησε η Χάρις που μας έφερεν ο Χριστός. Διότι, εάν δια του παραπτώμα­τος του ενός, ήτοι του Αδάμ, απέθανον οι πολλοί, δη­λαδή η εξ αυτού καταγομένη ανθρωπότης, ασυγκρίτως περισσότερον επερίσσευσεν η Χάρις που εξησφάλισε δια της αναστάσεώς Του ο Χριστός εις τους πολ­λούς. «Ώσπερ γαρ δια της παρακοής του ενός ανθρώ­που αμαρτωλοί κατεστάθησαν οι πολλοί, ούτω και δια της υπακοής του ενός δίκαιοι κατασταθήσονται οι πολ­λοί» (Ρωμ. ε’ 19).
Και ο ιερός Χρυσόστομος παρατηρεί: «Ο Χριστός αφάνισεν το πρόσωπον του θανάτου και την προσφώνησιν αυτού μετέβαλεν. Δια της αναστάσεως αυτού μύ­ρια αγαθά έχει φέρει εις εμάς. Με εκείνα τα μέσα που μας ενίκησε ο διάβολος, με εκείνα κατενίκησεν αυτόν ο Χριστός. Αι ουράνιοι αγγελικαί Δυνάμεις αγάλλονται δια την κοινήν σωτηρίαν του γένους των ανθρώ­πων. Αμάρτησε ο Αδάμ και απέθανε. Δεν αμάρτησεν ο Χριστός και απέθανεν. Δια του τρόπου αυτού και ο Α­δάμ που αμάρτησε και απέθανε, θα δυνηθή δια του μη αμαρτήσαντος και αποθανόντος Ιησού Χριστού, να ελευθερωθή από τον θάνατον και τα δεσμά»1.
Ποία η διαφορά της αναστάσεως
των σωμάτων των δικαίων και των αμαρτωλών
Κοινή θα είναι η ανάστασις όλων των ανθρώπων. Θα αναστηθούν και τα σώματα των απίστων, διότι φυ­σικώς μεταφέρουν την αμαρτίαν του Αδάμ και όχι προαιρετικώς. Επειδή όμως δεν ηθέλησαν να πιστεύσουν εις τον Χριστόν, δια τούτο τα σώματα αυτών θα έχουν ασύγκριτον διαφοράν από τα αναστηθησόμενα σώματα των εναρέτων ανθρώπων. «Η μεν ανάστασις κοινή πάντων, η δε δόξα ουκέτι κοινή, αλλ’ οι μεν εν τιμή, οι δε εν ατιμία, και οι μεν εις βασιλείαν, οι δε εις κόλασιν αναστήσονται»2.
Την διαφοράν αυτήν των αναστηθησομένων σω­μάτων την περιγράφει πολύ καθαρά και ο Άγιος Νι­κόδημος ο Αγιορείτης: «Τα σώματα των αμαρτωλών θα είναι σκληρά, βαριά, άσχημα, άτιμα, μαύρα, σκοτει­νά, ψυχρά και χονδρά και αυτά τα άθλια ιδιώματα έ­χουν να αυξάνουν ή να ολιγοστεύουν εις αυτά, κατά αναλογίαν της απιστίας αυτών και κακίας».
Τα δε σώματα των πιστών και ορθοδόξων θα εί­ναι: «μαλακά, ελαφρά, ωραία, ένδοξα, διαφανή, φωτει­νά, θερμά και πνευματικά. Και αυτά όλα τα μακαριστά ιδιώματα, έχουν να αυξάνουν ή να ολιγοστεύουν εις αυτά κατά την αναλογίαν της πίστεως και της αρετής αυτών»3.
Ο ιερός Χρυσόστομος ερμηνεύοντας την Α’ προς Κορινθίους επιστολήν του Αποστόλου Παύλου χρη­σιμοποιεί το παράδειγμα του σίτου που σπείρεται εις την γην και διαλύεται. «Ούτω και η ανάστασις των νεκρών, σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία. σπείρεται εν ατιμία, εγείρεται εν δόξη. σπείρεται εν α­σθενεία, εγείρεται εν δυνάμει. σπείρεται σώμα ψυχικόν, εγείρεται σώμα πνευματικόν» (Α’ Κορ. ιε’ 42-44).
Το ότι λοιπόν ανίστανται μεν τα σώματα, το απέ­δειξε με το παράδειγμα του σίτου, το ότι δεν θα είναι της ιδίας λαμπρότητος όλα, το αποδεικνύει εδώ. Διό­τι, όπως η απιστία εις την ανάστασιν κάμνει τους αν­θρώπους αμελείς, έτσι πάλιν τους κάμνει ράθυμους και νωθρούς με το να νομίζουν ότι όλοι θα αξιωθούν τα ίδια. Δι’ αυτό διορθώνει και τα δύο. Και διέκρινε δύο τάξεις ανθρώπων, των δικαίων και των αμαρτω­λών. Και αυτάς πάλι τας διακρίνει εις πολλά μέρη, δια να δείξη ότι ούτε δίκαιοι και αμαρτωλοί θα αξιω­θούν τα ίδια, αλλ’ ούτε οι δίκαιοι με δικαίους όλοι θα δοξασθούν το ίδιον, ούτε οι αμαρτωλοί με τους αμαρ­τωλούς θα κολασθούν εξ ίσου.
Και ο ιερός Χρυσόστομος κάμνει μίαν διάκρισιν μεταξύ των δικαίων και αμαρτωλών με τους λόγους: «σώματα επουράνια, και σώματα επίγεια» (Α’ Κορ. ιε’ 40). Και υπαινίσσεται με τα επίγεια μεν τους αμαρτω­λούς, με τα επουράνια δε τους δικαίους. Και μετά ανε­βαίνει εις τον ουρανόν και ερμηνεύει τον στίχον 41: «άλλη δόξα ηλίου, και άλλη σελήνης, και άλλη δόξα αστέρων. αστήρ γαρ αστέρος διαφέρει εν δόξη». Όπως δηλαδή υπάρχει διαφορά εις τα επίγεια σώματα, έτσι και εις τα επουράνια μεταξύ ηλίου και σελήνης και α­στέρων προς άλλους αστέρας4.
Ποίον είναι το συμπέρασμα από όλα αυτά;
1. Αν και όλοι οι δίκαιοι εισέρχονται εις την Βασιλείαν του Θεού, δεν θα αξιωθούν όλοι τα ίδια. Και εάν όλοι οι αμαρτωλοί εισέρχονται εις την γέενναν, δεν θα υποστούν όλοι τα ίδια. Ούτω και η ανάστασις των νεκρών. Θα υπάρχη τόσον μεγάλη διαφορά μετα­ξύ των αναστηθέντων σωμάτων. Τούτο εννοών ο Κύ­ριος έλεγεν: «εν τη οικία του Πατρός μου μοναί πολλαί εισιν.» (Ιωάν. Ιδ’ 2).
2. Το ίδιον σώμα το οποίον ετάφη, το ίδιον και ανίσταται, διότι η ανάστασις αναφέρεται εις αυτό που ετάφη. Η μεν ουσία του σώματος παραμένει η ιδία, η δε ωραιότης μεγαλύτερα. Απόδειξις είναι ο γυμνός κόκκος του σίτου.
3. Η ανάστασις είναι προϋπόθεσις του βαπτίσμα­τος, διότι το βάπτισμα είναι σύμβολον της ταφής και της αναστάσεως. Το βάπτισμα αποδεικνύει την ανάστασιν των σωμάτων.
4. Η ανάστασις των σωμάτων είναι αξιοθαύμαστον γεγονός. Προκαλεί δε έκστασιν και απορίαν, διότι θα συμβούν τόσα θαυμαστά πράγματα που υπερ­βαίνουν κάθε σκέψιν και νουν και μάλιστα γίνονται εις μίαν στιγμήν, δηλαδή ακαριαίως. Δια να είναι α­ξιόπιστος ο λόγος του, ο Απόστολος Παύλος εμφανί­ζει τον Άγγελον, ο οποίος θα το κάνη αυτό και λέγει:
«Και θα γίνη η αλλαγή αυτή, όταν θα ακουσθή η ε­σχάτη υπερφυσική σάλπιγγα, εις μίαν στιγμήν, όσον χρειάζεται κανένας να ανοιγοκλείση το βλέφαρόν τον» (Κορ. ιε’ 52).
5. «Θα αλλάξωμεν, διότι πρέπει το φθαρτόν αυτό σώμα να ενδυθή αφθαρσίαν και το θνητόν αυτό σώμα να ενδυθή αθανασίαν» (Α’ Κορ. ιε’ 53).
Δια να μη νομίση λοιπόν κανείς, επειδή ήκουσεν ότι σαρξ και αίμα δεν θα κληρονομήσουν την βασιλείαν του Θεού, ότι τα σώματα δεν ανίστανται, προσέθεσεν και αυτό: «δει γαρ το φθαρτόν τούτο ενδύσασθαι αφθαρσίαν και το θνητόν τούτο ενδύσασθαι αθανα­σίαν».
Φθαρτόν δε λέγει το σώμα και θνητόν πάλι το σώ­μα. Ώστε το σώμα και μετά την ανάστασιν παραμένει. Παραμένει, αλλά ενδύεται την αφθαρσίαν και την α­θανασίαν. Το σώμα αποβάλλει την θνητότητα και την φθοράν που καταργούνται πλέον και έρχεται εις αυτό η αθανασία και η αφθαρσία.
6. Μη λοιπόν αμφιβάλης αδελφέ ότι το σώμα σου θα ζη αιωνίως μαζύ με την ψυχήν σου.
Όταν δε η φθαρτή αυτή φύσις μας ενδυθή την α­φθαρσίαν και η θνητή αυτή φύσις μας ενδυθή την α­θανασίαν, τότε θα πραγματοποιηθή και ο λόγος του Προφήτου Ησαΐου «κατεπόθη ο θάνατος εις νίκος. Πού σου, θάνατε, το κέντρον; Πού σου, άδη, το νίκος;» (Ησαΐας κε’ 8).
7. Βλέπετε πώς πανηγυρίζει ο Απόστολος Παύ­λος. Με μεγάλον ενθουσιασμόν, ενώ βλέπει τα μέλλο­ντα ωσάν να έχουν γίνη, κραυγάζει την επινίκιαν κραυγήν και καταπατή τον θάνατον που έχει καταργηθή και λέγει: «Πού είναι, θάνατε, το κεντρί σου; Πού είναι Άδη η νίκη σου;» (Α’ Κορ. ιε’ 55).
Ο Χριστός όχι μόνον αφόπλισε τον θάνατον και τον ενίκησεν, δια της αναστάσεως αυτού, αλλά και τον εξηφάνισε και τον κατέστησε ανύπαρκτον. «Το κεντρί του θανάτου είναι η αμαρτία, η δε δύναμις της αμαρτίας ο νόμος».
Διότι εάν το να αμαρτάνη ο άνθρωπος ήτο αίτιον του θανάτου, ο δε Χριστός αφού ήλθεν κατέλυσεν την αμαρτίαν και μας απήλλαξεν από αυτήν δια του βαπτί­σματος και μαζύ με την αμαρτίαν κατέπαυσε και την ισχύν του νόμου.
8. Ας ευχαριστούμεν τον Θεόν, που μας δίδει την νίκην δια του Ιησού Χριστού, διότι με το τρόπαιον της νίκης το οποίον έστησεν, μας έκανε κοινωνούς εις την απόλαυσιν των αιωνίων αγαθών, όχι από υποχρέωσιν, αλλά μόνον από φιλανθρωπίαν. «Ώστε, α­δελφοί μου αγαπητοί, εδραίοι γίνεσθε, αμετακίνητοι, περισσεύοντες εν τω έργω του Κυρίου πάντοτε, ειδότες ότι ο κόπος υμών ουκ έστι κενός εν Κυρίω» (Α’ Κορ. ε’ 58).
Ας μη μένωμεν αδρανείς, αλλά ας εργαζώμεθα το αγαθόν με περισσότερον ζήλον, γνωρίζοντες ότι ο κό­πος αυτός δεν είναι εν Κυρίω μάταιος.
9. Διότι εάν γίνωμεν ράθυμοι ούτε δίκαιος, ούτε προφήτης, ούτε απόστολος μπορεί να μας βοηθήση ό­ταν θα κρινώμεθα. Δεν υπάρχει κανείς να μας βοηθήση, αλλά αναγκαστικά θρηνούντες, οδυρόμενοι και βασανιζόμενοι θα οδηγηθώμεν εις το πυκνόν εκείνο
σκότος και εις τας τιμωρίας εκείνας που δεν έχουν λύτρωσιν.
Εάν όμως αγωνισθώμεν με προσοχήν, τότε τα έρ­γα μας θα συνηγορήσουν υπέρ ημών, θα απέλθωμεν με θάρρος και θα επιτύχωμεν τα αγαθά που αναμένουν αυτούς που αγαπούν τον Θεόν, τα οποία είθε να επιτύχωμεν με την Χάριν και φιλανθρωπίαν του Κυρίου η­μών Ιησού Χριστού, συν τω Πατρί και τω αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας. Αμήν.

* * *
Τροπάριον του Κανόνος του Μ. Σαββάτου

«Νεοποιείς τους γηγενείς ο πλαστουργός χοϊκός χρηματίσας, και σινδών και τάφος υπεμφαίνουσι το συνόν σοι, Λόγε, μυστήριον. ο ευσχήμων γαρ βουλευ­τής την του σε φύσαντος βουλήν σχηματίζει εν σοι μεγαλοπρεπώς καινοποιούντος με».
Ευχαριστία προς τον Αναστάντα Ιησούν Χριστόν
Πώς να ευχαριστήσωμεν και πώς να δοξολογήσωμεν τον Αναστάντα Ιησούν Χριστόν, ο Οποίος δεν ηθέλησε να είναι Αυτός μόνος αθάνατος και μακά­ριος, αλλά ηθέλησε και τα ιδικά μας σώματα να ανα­στηθούν και να θριαμβεύσουν κατά του θανάτου!
Είχε μεγάλον πόθον και επιθυμίαν ο Αναστάς Κύ­ριος να ευρεθούμε κοντά Του εις την Βασιλείαν των ουρανών, με αθάνατα και άφθαρτα σώματα και να λά­μπουν και τα ιδικά μας σώματα από την δόξαν που θα λαμβάνουν από την ιδικήν Του απερίγραπτον δόξαν. Δια τούτο λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Πρέπει να πιστεύωμεν, ότι και ο Θεός εκείνους που απέθαναν ενω­μένοι δια της Πίστεως με τον Ιησούν, θα τους φέρη ενδόξως εις την αιωνίαν ζωήν μαζί με Αυτόν» (Α’ Θεσ. δ’ 14).
Δεν είναι δυνατόν να ευχαριστήσωμεν, ως αρμό­ζει, τον γλυκύτατον ημών Νυμφίον και Δεσπότην, ού­τε να κατανοήσωμεν πλήρως την δόξα που θα απο­λαμβάνουν και τα ιδικά μας σώματα, δια μέσου του θανάτου και της αναστάσεως αυτού.
Πώς είναι δυνατόν να κατανοήσωμεν, ότι, όταν το σώμα μας επιτύχη της αναστάσεως της ζωής κατά την κοινήν ανάστασιν θα έχη μεγάλην αναλογίαν και ο­μοιότητα προς το ιδικόν του δεδοξασμένον σώμα; «Και εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανά­στασιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως» (Ιωάν. ε’ 29).
Αυτό όμως μας το βεβαιώνει ο ουρανοφάντωρ Α­πόστολος Παύλος λέγοντας: «μετασχηματίσει το σώ­μα της ταπεινώσεως ημών εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης αυτού κατά την ενέργειαν του δύνασθαι αυτόν και υποτάξαι αυτώ τα πά­ντα» (Φιλιπ. γ’ 21).
Αυτός ο Κύριος και Σωτήρ μας θα δώση νέαν ένδοξον μορφήν εις το σώμα της μικρότητος και ταπει­νότητός μας, που είναι τώρα φθαρτόν και υπόκειται εις πόνους και ασθενείας. Θα μεταμόρφωση αυτό, ώ­στε να γίνη όμοιον προς το δοξασμένον σώμα Του και να απαιτήση την αυτήν ένδοξον και άφθαρτον μορφήν προς αυτό. Την μεταμόρφωσιν δε αυτήν θα την κάμη δια της πανισχύρου ενεργείας Του, δια της οποίας δύναται και να υποτάξη τα πάντα εις τον εαυ­τόν Του.
Μας το υπόσχεται αυτό και ο ίδιος ο Κύριος, κα­θώς είναι γραμμένον: «Τότε οι δίκαιοι εκλάμψουσιν ως ο ήλιος εν τη βασιλεία του Πατρός αυτών. Ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω» (Ματθ. ιγ’ 43). Είναι δυνατόν να αμφιβάλη κανείς εις τον λόγον του Χριστού; Όχι βέβαια. αλλά πρέπει να προετοιμαζώμεθα αναλόγως δια την δόξαν αυτήν.
Ο Αναστάς Κύριος, ο ήλιος της δικαιοσύνης, θα σκορπά τας ακτίστους ακτίνας του αενάου θείου φω­τός και θα αντιφεγγίζουν και τα ιδικά μας αναστηθέντα άφθαρτα σώματα, ωσάν άλλοι ήλιοι. Το φως της Αγίας Τριάδος θα καταυγάζη όλους τους δικαίους, οι οποίοι θα απολαμβάνουν την θείαν μακαριότητα εις αιώνας αιώνων.
Ω ασύγκριτα χαρίσματα που μας δωρίζει ο γλυκύ­τατος Ιησούς Χριστός! Ω θαυμαστά, ακατανόητα και θεοπρεπή χαρίσματα που δίδει εις αυτό το ταπεινόν και χωματένιο σώμα μας! Και εις όλα αυτά αιτία είναι η Ζωηφόρος Ανάστασις του Χριστού μας.
Πώς λοιπόν δι’ όλα αυτά να ευχαριστήσωμεν τον Αναστάντα Ιησούν Χριστόν; Τι υπερβολή αγάπης εί­ναι αυτή όπου ηθέλησε δια του πάθους του Σταυρού και της Αναστάσεως Αυτού, να χαρίση εις το σώμα μας τόσον μεγάλην δόξαν και τιμήν!
Και τι είναι το σώμα μας; γη και σποδός. ένα σκεύος γεμάτο δυσωδία και ακαθαρσία. Και μόνον αυ­τό; Είναι όργανο που, επειδή πολλές φορές δεν επροσέξαμε, επράξαμε με αυτό τις κακές ορέξεις μας και τα αμαρτωλά μας θελήματα.
Αυτήν την υπερβολήν της αγάπης του Χριστού, ό­που έδειξε δια την ανάστασιν και την δόξαν του ιδι­κού μας σώματος δεν μπορούμε να την εξαγοράσωμεν με οποιαδήποτε μαρτύρια και θλίψεις και αν υπομείνωμεν. Τούτο δε κάνει τον Απόστολον Παύλον να αναφωνή: «Λογίζομαι γαρ ότι ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς» (Ρωμ. η’ 18).
Αυτή η μεγάλη ελπίδα της αναστάσεως και της δόξης της αιωνίου ζωής, μας δίδει την δύναμιν να πε­ριφρονούμε και να καταφρονούμε κάθε πειρασμόν και κάθε δοκιμασίαν δια να δοξασθούν τα σώματά μας κα­τά την μέλλουσαν κρίσιν.
Όσον περισσότερον καθαρίσωμεν το σώμα μας α­πό τα σαρκικά πάθη με την μετάνοιαν, τόσον ενδοξότερον και λαμπρότερον και ωραιότερον θα ευρεθή κατά την κοινήν ανάστασιν. Θα αστράφτη μαζύ με την ψυχήν και θα ακτινοβολή την Χάριν του Aγίου Πνεύ­ματος που είναι δυνατόν να χωρέση μέσα του.
Κάθε θλίψις και ταλαιπωρία και αδικία και στενο­χώρια που υπομένουμε τώρα δια το όνομα του Χρι­στού, όλα αυτά θα αποτελούν τα στολίδια του αφθάρ­του σώματός μας. Οι πληγές και όλα τα παθήματα που υπέμειναν οι Μάρτυρες δια τον Χριστόν, θα είναι δι’ αυτούς η μεγαλυτέρα δόξα και ο ωραιότερος καλλωπι­σμός αυτών.
Κάθε όμως αμαρτία που διαπράττομε με το σώμα μας θα εμφανισθή επάνω στον χιτώνα της ψυχής μας και αυτό θα αποτελή την μεγαλυτέρα αισχύνη της ψυ­χής μας.
Εφ’ όσον ο Χριστός υπέμεινε τόσα βάσανα επάνω εις τον Σταυρόν, πώς είναι δυνατόν εμείς να περάσωμεν την ζωήν μας χωρίς θλίψεις και δοκιμασίες; «ουχί ταύτα έδει παθείν τον Χριστόν και εισελθείν εις την δόξαν αυτού;» (Λουκ. κδ’ 26).
Μία θαυμασίαν σκηνήν περιγράφει ο Ιωάννης ο Θεολόγος εις την Αποκάλυψιν. Είδε τον Άγιον Θεόν, καθήμενον επί του θρόνου. Τριγύρω από τον θρόνον του Θεού εστέκοντο οι Άγγελοι, καθώς και οι εικοσιτέσσαρες πρεσβύτεροι και τα τέσσαρα ζώα. Μετά είδε ο Ιωάννης να εισέρχεται πλήθος λαού από κάθε έθνος, οι οποίοι εφορούσαν λευκά ενδύματα και εκρατούσαν εις τας χείρας των φοίνικας, σύμβολα της νί­κης των κατά της αμαρτίας.
Ο Ιωάννης ερώτησεν έναν από τους πρεσβυτέ­ρους: Ποίοι είναι αυτοί που φορούν λευκά ενδύματα και από πού ήλθον; Και μου είπεν. Αυτοί είναι οι πι­στοί και οι μάρτυρες, που έρχονται από την θλίψιν την μεγάλην, η οποία εκπροσωπεί όλους τους διωγμούς και τας θλίψεις, μέχρι της δευτέρας Παρουσίας του Χριστού.
Και όλοι αυτοί με μια φωνή έλεγαν: Η σωτηρία ημών, που αποτελούμεν την εν ουρανοίς θριαμβεύουσαν Εκκλησίαν, οφείλεται όχι εις ημάς, αλλά εις τον Θεόν μας, που κάθηται επάνω εις τον θρόνον και εις την απολυτρωτικήν θυσίαν του Αρνίου. Δηλαδή όλοι αυτοί οι Άγιοι έπλυναν τα ενδύματά των και τα ελεύκαναν με το αίμα του Αρνίου. Με άλλα λόγια η αγιότης των και η καθαρότης των προέρχεται από την Σταυρικήν θυσίαν του Χριστού (Αποκ. ζ’ 9-14).
Αλλοίμονο εις την ψυχήν η οποία δεν θα προφθάση από τον κόσμον αυτόν να εκδυθή το σκοτεινόν έν­δυμα της αμαρτίας όπου εφόρεσε και να ενδυθή τα φω­τεινά ενδύματα των αρετών. Κατά την κοινή ανάστασιν η ψυχή θα φέρη επάνω εις το σώμα της τους τύ­πους και τα σχήματα όλων των αμαρτιών αυτής. Εννο­είται ότι θα είναι τυπωμένα με βαφήν ανεξίτηλον εις τον χιτώνα της ψυχής τα αμαρτήματα τα οποία δεν επρόφθασε ή δεν ηθέλησε ο άνθρωπος να εξομολογηθή.
Όποιος από την παρούσαν ζωήν δεν αξιωθή να αναστηθή, αυτός δεν θα δοξασθή κατά την ανάστασιν του σώματος, αλλά θα κολασθή και με το σώμα και με την ψυχήν. «Μακάριος και άγιος ο έχων μέρος εν τη αναστάσει τη πρώτη. επί τούτων ο δεύτερος θάνατος ουκ έχει εξουσίαν» (Αποκ. κ’ 6).
Η πρώτη ανάστασις είναι της ψυχής, την οποίαν ενεργεί η Χάρις του αγίου Πνεύματος εις την παρού­σαν ζωήν. Η Χάρις έρχεται όταν ο άνθρωπος καθαρισθή από τα σαρκικά και ψυχικά πάθη. Αυτή είναι η πρώτη ανάστασις.
Η δευτέρα ανάστασις είναι του σώματος, η οποία θα γίνη κατά την μέλλουσαν κρίσιν.
Αιτία επομένως του πρώτου και του δευτέρου θα­νάτου, δηλαδή του πρόσκαιρου και του παντοτεινού θανάτου είναι η αμαρτία.
Η αληθινή ζωή είναι η αρετή, δηλαδή η ένωσις με τον Θεόν, η οποία αρχίζει από την παρούσαν ζωήν και θα συνεχίζεται εις αιώνας αιώνων εις την Βασιλείαν των Ουρανών.
Πώς θα πραγματοποιήσωμεν
αυτήν την μεγάλην ελπίδα της αναστάσεως;
Όταν μισούμε και αποστρεφώμεθα τον παλαιόν άνθρωπον. «Μισούντες τον από της σαρκός εσπιλωμένον χιτώνα» (Ιούδα 23). Όταν ετοιμαζώμεθα με ένα τέτοιον λογισμόν και με αυτή την ελπίδα να καθαρίσωμεν τας αισθήσεις της ψυχής και του σώματος από κάθε μολυσμόν. «Πας ο έχων την ελπίδα ταύτην επ’ αυτώ αγνίζει εαυτόν, καθώς εκείνος αγνός εστι» (Α’ Ιωάν. γ’ 3).
Δόξα τω απείρω ελέει Σου Παντοδύναμε και Πα­νάγαθε Κύριε. Αμήν.
Η εμοί αδυναμία ταύτα εσημείωσε.
μ.μ.
Η υπόστασις του ανθρώπου μετά θάνατον δεν καταργείται
Ο άνθρωπος από την δημιουργίαν του αποτελεί μία ιδιαιτέρα προσωπικότητα, η οποία δεν καταργεί­ται με τον θάνατον. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός λέγει ότι η ένωσις της ψυχής και του σώματος γίνεται από την αρχήν της πλάσεως. «Έχει πλασθή συγχρό­νως το σώμα και η ψυχή»5. Αυτή η υπόστασις του αν­θρώπου δεν διασπάται ούτε και με τον θάνατον. Έστω και αν χωρίζεται η ψυχή από το σώμα με τον θάνα­τον, εν τούτοις η υπόστασις παραμένει η ιδία.
Κάθε άνθρωπος αποτελεί μια μοναδικήν και ανεπανάληπτον προσωπικότητα. Αυτή η ιδιαιτέρα ατομικότης, αυτό το ιδιαίτερον πρόσωπον ουδέποτε παύει να υπάρχη. Δια τούτο ο Κύριος εις την παραβολήν του Πλουσίου και του Λαζάρου λέγει ότι ο Πλούσιος είδε τον Λάζαρον εις τους κόλπους του Αβραάμ και όχι απλώς την ψυχήν του Λαζάρου.
Ο σκοπός της Θείας ενανθρωπήσεως είναι να οδηγηθή ο εκπεσών άνθρωπος εις την κληρονομίαν της Βασιλείας των ουρανών. Δια τούτο κηρύττεται α­πό όλους τους Πατέρας, ότι ο σκοπός της σαρκώσεως του Θεού Λόγου είναι η θέωσις της ανθρωπίνης φύσε­ως.
Όταν όμως λέγωμεν θέωσιν της ανθρωπίνης φύσε­ως, δεχόμεθα μεν, ότι οι δίκαιοι γίνονται κοινωνοί της Θείας φύσεως, πάντοτε όμως υπό την προϋπόθεσιν, ότι η ανθρωπίνη φύσις δεν εκμηδενίζεται, αλλά κατά τα πεπερασμένα μέτρα αυτής μετέχει της θείας δόξης του απροσίτου Θεού.
Με άλλα λόγια η ατομικότης κάθε άνθρωπου δια­τηρείται, εξυψώνεται δια της αναστάσεως και προσεγ­γίζει προς την Θείαν δόξαν, παραμένει όμως πεπερα­σμένη.
Και όλα αυτά εξαρτώνται από την ενανθρώπησιν του Θεού Λόγου. Ο Ιησούς Χριστός, το δεύτερον πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, προσέλαβε την ανθρωπίνην φύσιν και ηνώθη μετ’ αυτής εις ένα Πρόσωπον και εις μίαν υπόστασιν. Και αι δύο φύσεις παρέμειναν ασύμφυρτοι. Και η σάρκα θεωθείσα δεν έχασε την οικείαν αυτής φύσιν. Αυτός είναι ο Θεάνθρωπος Ιησούς, τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Επάνω εις το δόγμα των δύο φύσεων και της μιας υποστάσεως του Χριστού έγιναν όλοι οι αγώνες με τους μονοφυσίτας.
Οι δίκαιοι, χάριτι και όχι ουσία μετέχουν της Θείας δόξης και κοινωνίας, αλλά δεν παύει έκαστος να διατηρή την ιδίαν αυτού προσωπικότητα. Εδώ ό­μως κρύπτεται το μεγαλείον και η άπειρος Θεία σοφία και φιλανθρωπία.
Ο Λόγος ως άπειρος Θεός είναι «φως οικών απρόσιτον» (Α’Τιμ. στ’ 16), και ουδείς δύναται να προσεγ­γίση προς την θείαν Αυτού λαμπρότητα, όμως προς την θείαν αυτού ανθρωπίνην φύσιν ενούμεθα όλοι οι σεσωσμένοι Χριστιανοί, συναποτελούντες το σώμα αυτού «το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου» (Εφ. α’ 23). Εφ’ όσον ο Χριστός είναι η Κεφαλή της Εκκλησίας και εμείς τα μέλη, τότε το σώμα γίνε­ται τέλειον, όταν όλοι είμεθα ενωμένοι με τον Χριστόν. Η Εκκλησία είναι το σώμα Του, το συμπλήρω­μα του Χριστού ως ανθρώπου.
Είναι αρκετά αυτά έως εδώ δια να μας αποδείξουν ότι ο ενανθρωπήσας Θεός Λόγος είναι η αιτία που ο άνθρωπος διατηρεί την προσωπικότητα αυτού και με­τά θάνατον. Αυτό θα γίνη περισσότερον κατανοητόν από την διδασκαλίαν των Αγίων Πατέρων.
Αυτήν την αδιάλυτον υπόστασιν της ψυχής και του σώματος μας περιγράφει ο Θεολόγος Γρηγόριος εις τον επιτάφιον λόγον προς Καισάριον τον αδελφόν του: «περιμένω την φωνήν του Αρχαγγέλου, την εσχάτην σάλπιγγα, τον μετασχηματισμόν του ουρανού, την μεταβολήν της γης, την απελευθέρωσιν των στοι­χείων, την ανανέωσιν του κόσμου. Τότε θα αντικρύσω τον ίδιον τον Καισάριον, χωρίς να αποθνήσκη πια, χω­ρίς να τον πηγαίνωμεν εις τον τάφον, χωρίς να τον πενθούμε, χωρίς να τον λυπούμεθα. Θα είναι λαμπρός, ένδοξος, υψηλός…»6.
Την άποψιν ότι ο χωρισμός της ψυχής από του σώματος δεν καταργεί την υπόστασιν του ανθρώπου, δέχεται και ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Εις τον διάλογον με την αδελφήν του Μακρίνα χρησιμοποιεί δύο ωραιότατα παραδείγματα και με μια απίθανη πα­ραστατικότητα αποδεικνύει ότι η ψυχή πάντοτε ανα­γνωρίζει το ιδικόν της σώμα, όπως όταν ήτο συνηνωμένον μετά του όλου σώματος και μετά την διάλυσιν αυτού.
Χρησιμοποιεί ένα παράδειγμα από την ζωγραφικήν. Ο ζωγράφος δια να ζωγραφίση ένα αντικείμενον αναμειγνύει τα διάφορα χρώματα μεταξύ τους, αλλά και μπορεί να διακρίνη την ανάμειξιν που έκανε.
Χρησιμοποιεί και δεύτερον παράδειγμα από την κεραμικήν τέχνην και αποδεικνύει πάλι, ότι η ψυχή δεν δυσκολεύεται να διακρίνη το ιδικόν της σώμα, ό­ταν αυτό ευρίσκεται ανακατεμένο με άλλα ξένα στοι­χεία.
Τα διάφορα κεραμικά αντικείμενα πλάθονται από τον ίδιο πηλό. Ο κεραμεύς κατασκευάζει διάφορα α­ντικείμενα τα οποία δεν έχουν το ίδιον σχήμα, ούτε την ιδίαν χρησιμότητα. Άλλο είναι πιθάρι, άλλο αμφορεύς, άλλο πινάκιον ή κάτι άλλο. Όλα αυτά τα αντικείμενα έχουν την ιδιομορφίαν τους και τα ιδιαίτε­ρα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, από τα οποία ανα­γνωρίζονται από τους κατόχους τους.
Αν πάλι συντριβούν και ανακατευθούν και πάλιν αναγνωρίζονται, ποιο τμήμα ανήκει εις τον αμφορέα, ή εις το πιθάρι, ή εις το ποτήριον. Και εάν τέλος τα συντριβέντα αντικείμενα αναμειχθούν με τον ακατέργαστον πηλόν, τότε η διάγνωσις των κατειργασμένων γίνεται βεβαιοτέρα από τον κάτοχον7.
Από τα ανωτέρω κατανοούμε πολύ καθαρά, ότι ο θάνατος, δηλαδή ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, δεν καταργεί την υπόστασιν του ανθρώπου. Ο άνθρω­πος παραμένει ο ίδιος.
Ο χωρισμός της ψυχής από του σώματος είναι προσωρινός και διαρκεί όσον καιρόν θα ευρίσκωνται εις αυτό που ονομάζομε, μέση κατάστασις των ψυχών. Κατά την Δευτέραν Παρουσίαν του Χριστού θα γίνη η ένωσις ψυχής και σώματος. Θα αναστηθούμε με νέ­ον άφθαρτον σώμα, όπως μας διδάσκη ο Απόστολος Παύλος. Ο Κύριος «θα μετασχηματίση το σώμα της ταπεινώσεως ημών εις το γενέσθαι αυτό σύμμορφον τω σώματι της δόξης αυτού» (Φιλιπ. γ’ 21).
Και ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος με πολλήν σαφήνειαν δηλώνει το αδιάλυτον της ανθρωπίνης φύσε­ως: «Κατά την Ανάστασιν όλα τα μέλη ανασταίνονται και ούτε μία τρίχα δεν χάνεται, όπως έχει γραφή. “Και ούτε τρίχα από την κεφαλήν σας δεν θα χαθή” (Λουκ. κα’, 18). Και όλα γίνονται φωτοειδή, όλα βυθί­ζονται εις το φως και εις την φωτιά και μεταβάλλο­νται, και όχι, όπως λένε μερικοί, ότι διαλύεται και γί­νεται φωτιά και δεν υπάρχει η φύσις τους. Διότι ο Πέ­τρος είναι ο Πέτρος και ο Παύλος ο Παύλος και ο Φί­λιππος ο Φίλιππος. Ο καθένας παραμένει εις την ιδι­κήν του φύσιν και υπόστασιν, γεμάτος από το Άγιον Πνεύμα»8.
Το παρόν τεύχος εκδόθηκε εις μνήμην του δούλου του Θεού Πέτρου δαπάναις του τέκνου του Γεωργίου. Εύχεσθε υπέρ αυτού.
Τους αναγινώσκοντας και προετοιμαζόμενους δια την εκδημίαν αυτών εκ του παρόντος κόσμου, να α­ξίωση της «Αναστάσεως ζωής» (Ιωάν. ε’ 29).
1. Ιωάν. Χρυσοστόμου Έργα, ΕΠΕ, Τόμος 36, σελ. 70-82.
2. Ιωάν. Χρυσοστόμου Έργα, ΕΠΕ, Τόμος 19, σελ. 280.
3. Νικόδημου του Αγιορείτου, Πνευματικά Γυμνάσματα, σελ. 282.
4. Ιωάν. Χρυσοστόμου Έργα, ΕΠΕ, Τόμος 18Α, σελ. 683.
5. Ιωάν. Δαμάσκηνου Έργα, ΕΠΕ, Τόμος 1, σελ. 211.
6. Γρηγορίου Θεολόγου ‘Εργα, ΕΠΕ, Τόμος 6, σελ. 412.
7. Γρηγορίου Νύσσης Έργα, ΕΠΕ, Τόμος 1, σελ. 285 και 289.
8. Μακάριος ο Αιγύπτιος, Φιλοκαλία των Νηπτικών, σελ. 243.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Share Button