Πριν πολλά χρόνια, χριστιανοί μου, όταν ζούσε ακόμα η Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριάς, μου διηγήθηκε την εξής αξιοθαύμαστη εμπειρία της, που της συνέβη στα μαύρα χρόνια της Κατοχής, τότε που υπήρξε μεγάλη πείνα, η γύμνια και η παντελής φτώχεια.
Ήταν ακόμα κοσμική, λαϊκή, όχι μοναχή. Ήταν τόση μεγάλη η στέρησις από τρόφιμα που, μόλις και μετά βίας, εξοικονομούσε μια φετούλα ψωμάκι για όλη την ημέρα, τίποτε άλλο. Έτσι έφθασε εκείνη τη βαριά χρονιά η Μεγάλη Εβδομάδα. Έφθασε και το Μεγάλο Σάββατο και η κατάστασή της ήτο δραματική. Το βράδυ πήγε στην εκκλησία και κάθισε σε μια γωνιά, κάνοντας συνέχεια κομποσχοίνι και λέγοντας “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Όλοι οι χριστιανοί, που άρχισαν να καταφθάνουν στην εκκλησία, νωρίτερα γιατί ήταν Κατοχή, κρατούσαν και από ένα κερί, άλλος μικρό και άλλος μεγάλο. Και στο «Δεύτε λάβετε φως», εκείνη η καημένη δεν πήγε να πάρει φως γιατί δεν είχε ούτε ένα μικρό κεράκι.
«Εσύ, Χριστέ μου», έλεγε μέσα της, «αποφάσισες να μην κρατάω ούτε μια μικρή λαμπαδίτσα, να᾽ναι ευλογημένο».
Και μέσα στην προσευχή της, εξέφραζε την αγωνία της για τις στερήσεις, την πείνα που την θέριζε, για την λαμπάδα που δεν είχε, ενώ συγχρόνως με δάκρυα στα μάτια έλεγε συνεχώς την ευχή, “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με” και το «να ᾽ναι ευλογημένο». Εν τω μεταξύ, είχε ειπωθεί το «Χριστός Ανέστη» και άρχισε η αναστάσιμη ακολουθία του όρθρου. Στη μέση της ακολουθίας λιποθύμησε από την εξάντληση της πείνας. Από την πείνα τόσων ημερών, χωρίς να γίνει αντιληπτή από τους γύρω χριστιανούς.
Συνήλθε στο Ευαγγελικό Ανάγνωσμα της Θείας Πασχαλινής Λειτουργίας που αρχίζει, με το «Εν αρχή ην ο λόγος και ο λόγος ήν προς τον Θεόν και Θεός είναι ο Λόγος». Λες και άκουγε από το στόμα του λειτουργού ιερέως και πνευματικού της, χίλια ουράνια ραδιόφωνα να διαλαλούν αυτή την αλήθεια της Ορθοδόξου Πίστεως, που είναι και ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας. Αυτά τα λόγια χαράχτηκαν βαθιά μέσα στην ψυχή της και την κατέλαβαν ολόκληρη ψυχοσωματικά και της δημιούργησαν ένα πρωτόγνωρο αξιοθαύμαστο χορτασμό και στην καρδιά και στις αισθήσεις και στο σώμα που αδυνατούσε να τον περιγράψει με λόγια. Ήταν χορτάτη! Και στην ψυχή και στο σώμα. Χορτάτη!
Αργότερα, της ήρθε ο λογισμός και η εσωτερική πληροφορία ότι οι Πατέρες της ερήμου και οι μεγάλοι αναχωρητές αυτόν τον υπερχορτασμόν αισθάνονται και βιώνουν, γι’ αυτό και δεν τρώνε και δεν γεύονται γι’ αρκετό καιρό τίποτα. Και άρχισε να αισθάνεται την πληρότητα αυτή στην ψυχή της, ταυτόχρονα με έναν υπερουράνιο χορτασμό που της πρόσφερε άρρητα ρήματα κατά την ομολογία της την ταπεινή, με υπερκόσμια ευωδία και άρρητη γεύση, σαν να είχε γευθεί τα γλυκύτερα μέλια και όλα τα γλυκά τούτου του κόσμου.
Μια ακατάπαυστη ουράνια γλυκύτητα και πνευματικό χορτασμό αισθάνθηκε να καταπλημμυρίζουν όλους τους πόρους του σώματός της και όλες οι αισθήσεις της ψυχής της να πληρούνται από ουράνιο πλούτο. Η καρδιά της νόμιζε ότι θα σπάσει από την πολλή ευτυχία που απολάμβανε διότι, ενώ εκείνη δοξολογούσε τον Θεόν, με τη διπλή ευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”, «Υπεραγία Θεοτόκε, σώσον ημάς», ταυτόχρονα μέσα στην καρδιά της έψαλε, μαζί, όχι με το πλήθος των χριστιανών αλλά και με πλήθος αγίων αγγέλων το «Χριστός Ανέστη». Γι’ αυτό, μετά την Θεία Κοινωνίαν της, και πριν τελειώσει η αναστάσιμη Θεία Λειτουργία, έφυγε αμέσως και πολύ γρήγορα για το σπίτι της, για να μη χάσει αυτό το ουράνιο μεγαλείο που βίωνε ψυχοσωματικά με τόση μεγαλοπρέπεια. Και εκεί δεν ήθελε να φάει αυτό που τόσο φτωχά είχε ετοιμάσει μια ξαδέλφη της. Τίποτα, μα τίποτα. Ούτε μια σταγόνα νερό.
Και επανέλαβε :
– Πάτερ Στέφανε, τα χείλη μου δεν μπορούσαν να εξιχνιάσουν την ουράνια γεύση που αισθάνονταν και ήσαν, πως να το πω, σαν να εγεύοντο χίλια μέλια Θείας Χάριτος.
Είναι δικές της εκφράσεις. Στη συνέχεια, έκανε λόγο για υπέρλογες καταστάσεις Θείας Χάριτος, που δέχεται η ψυχή του χριστιανού, που προσεύχεται με την ευχούλα, “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”.
Όταν η ευχή, έλεγε η γερόντισσα, αποκτήσει τη δική της καρδιακή νοερά ενέργεια, τότε ο προσευχόμενος νους βλέπει, βλέπει μέσα στην καρδιά όχι το δικό του το κτιστό φως, αλλά το φως και τη δόξα του Θεού. Έρχεται δηλαδή σε κατάσταση θείας μακαριότητος και θείας ελλάμψεως, και κατακλύζεται από άφθονα αυθόρμητα δάκρυα, που έχουν τόση γλυκύτητα, ώστε οι Πατέρες της Εκκλησίας αυτά τα δάκρυα να τα ονομάσουν γλυκύρροα. Ταυτόχρονα μια ουρανοφόρος ευωδία καταλαμβάνει όχι μόνον τον προσευχόμενο χριστιανό, αλλά και ολόκληρο το χώρο γύρω του.
Αυτά, κατά την αείμνηστη γερόντισσα Μακρίνα.
π. Στέφανος Αναγνωστόπουλος, Αγία Βαρβάρα