Ἀρχιεπίσκοπος Λεόντιος Φιλίπποβιτς (+1971): Ὁ Λέων τῆς Ὀρθοδοξίας! Νικολάου Μάννη, ἐκπαιδευτικοῦ Ἀποκλειστικά γιά τό Katanixi.gr


Ὑπάρχουν κάποιες μορφὲς ποὺ ὅσο καὶ νὰ παρέμεναν στὴ λήθη ἔρχεται ἐπιτέλους ὁ καιρὸς ποὺ θὰ παίρνουν σιγὰ σιγὰ τὴν θέση ποὺ τοὺς ἀξίζει στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἰστορία. Μία ἀπὸ αὐτὲς εἶναι καὶ ὁ εὐλογημένος Ἀρχιεπίσκοπος Λεόντιος Φιλίπποβιτς, ένας «ἀληθινὸς Ὁμολογητὴς τοῦ Χριστιανισμοῦ τῆς καρδιάς», κατὰ τὸν μακαριστὸ π. Σεραφεὶμ Ρόουζ[1]. Γεννημένος καὶ μεγαλωμένος στὴν καταβασανισμένη Οὐκρανία, ἀνδρώθηκε μέσα στὶς κομμουνιστικὲς διώξεις, ἀντιτάχθηκε θαρραλέα τόσο στους σχισματοαιρετικούς «Ἀνακαινιστές», ὄσο καὶ στοὺς ἐθνικιστὲς «Αὐτοκέφαλους», φυλακίστηκε καὶ ἐξορίστηκε, γλύτωσε πολλὲς τὸν θάνατο, τὴν τελευταία κυριολεκτικά στιγμή, ἔγινε Ἐπίσκοπος της «Αὐτονόμου Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας»[2] καὶ ἀργότερα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσικῆς Διασποράς, ἐστάλη στὴν Λατινικὴ Ἀμερική, ὅπου ἔζησε σὲ συνθήκες ἀπόλυτης φτώχειας, ἤρθε στὴν Ἑλλάδα, ὅπου συμμετείχε σὲ χειροτονίες Ἐπισκόπων, καὶ συνδέθηκε ἰδιαιτέρως μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους Ἁγίους τῆς ἐποχῆς μας: τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Μαξίμοβιτς.
***
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λεόντιος, κατὰ κόσμον Βασίλειος, γεννήθηκε στὶς 6 Αὐγούστου τοῦ 1904 στὸ Κίεβο τῆς σημερινῆς Οὐκρανίας. Τὸ 1923 εἰσήλθε ὡς δόκιμος στὴν περίφημη Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου καὶ τοῦ ἀνατέθηκε τὸ διακόνημα τοῦ βοηθοῦ βιβλιοθηκάριου, ἐνῶ ξεκίνησε παράλληλα τὶς σπουδὲς του στὴν Θεολογικὴ Ἀκαδημία τῆς πόλης.
Τὸ 1924 οἱ Μπολσεβίκοι παρέδωσαν τὴν Λαύρα στὴν «Ἀνακαινιστικὴ Ἐκκλησία»[3], μία σχισματοαιρετικὴ ὀμάδα ποὺ τὸ Σοβιετικὸ Κράτος (ἀλλὰ καὶ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως!) εἴχε ἀναγνωρίσει τότε ὡς τὴν «ἐπίσημη Ἐκκλησία». Ὁ Λεόντιος (μαζὶ μὲ τοὺς ἀληθινοὺς Ὀρθόδοξους μοναχοὺς) κατέφυγε στὴν ἔρημο Κιταέφσκαγια, στὴ Μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἐκεῖ ἔγινε (τὸ ἔτος 1927) καὶ ἡ μοναχική του κουρά ἀπὸ τὸν πνευματικό του πατέρα, τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀντώνιο Ἀμπασίτζε (+1942), μία φωτισμένη μορφὴ τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδοξίας[4].
Γνωρίστηκε καὶ σχετίστηκε μὲ πολλὲς σημαντικὲς ἐκκλησιαστικὲς προσωπικότητες, οἱ ὁποίες διακρίθηκαν εἴτε ὡς ἀγωνιστές, εἴτε ἔλαβαν τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου, κατὰ τὸν φοβερὸ ἐκεῖνο διωγμὸ τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τοὺς Κομμουνιστὲς· τὸν, πρῶτο του πνευματικό, Ἐρμογένη Γκολούμπεφ (+1978), τὸν Πατριάρχη Μόσχας Ἅγιο Τύχωνα (+1925), τὸν Ἠγέτη τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν Μητροπολίτη Πετρουπόλεως Ἰωσήφ (+1937), τοὺς Ἱερομάρτυρες Αλέξανδρο Γκλαγκόλεφ (+1937), Ανατόλιο Ζουρακόφκσι (+1937), Παρθένιο τοῦ Μπριάνσκ (+1937) καὶ Παχώμιο του Τσέρνιγκοφ (+1937), καθὼς καὶ ἄλλους λιγότερο ἤ περισσότερο γνωστούς Ὁμολογητὲς τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τὸ 1928 ὁ Λεόντιος χειροτονήθηκε διάκονος καὶ τὸ 1930 ἱερομόναχος ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Βασίλειο Μπογκντανέφσκι (+1933), ἐνῶ, κατ᾿ ἐντολὴ τοῦ πνευματικοῦ του Ἀρχιεπισκόπου Ἀντωνίου, βρέθηκε γιὰ λίγο στὴν Γεωργία, γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ἐκεῖ Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν. Μὲ τὴν ἐπιστροφή του, τὸ ἔτος αὐτὸ, ἔλαβε καὶ τὸ διδακτορικὸ τῆς Θεολογίας καταθέτοντας τὴν διατριβή του «Οἱ βίοι τῶν Ἁγίων ὡς ὑλικὸ γιὰ τὴν Χριστιανικὴ Ἀπολογητική».
Ἀμέσως μετὰ ἐξορίστηκε στὴν ἔρημο Κιταέφσκαγια, ἐνὼ τὸ 1932 συνελήφθη μὲ τὴν κατηγορία τοῦ ἀντισημιτισμοῦ[5] καὶ παρέμεινε ἔγκλειστος στὶς φοβερὲς φυλακὲς Λουκγιανόφσκαγια στὸ Κίεβο. Τὸ ἐπόμενο ἔτος συνελήφθη καὶ φυλακίσθηκε ἐκ νέου στὴν ἴδια φυλακή, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐστάλη γιὰ καταναγκαστικὴ ἐργασία στὰ λατομεία τοῦ Ζιτόμιρ, ὅπου ἀποσχηματίστηκε καὶ τοὺ ἔκοψαν τὰ γένια καὶ τὰ μαλλιὰ. Λίγους μῆνες μετὰ ἀρρώστησε καὶ ἀπολύθηκε ὡς ἐτοιμοθάνατος.
Τὸ 1934 ὁ Λεόντιος ὀνομάστηκε ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Κιέβου Σέργιο Γκρίσιν (+1943) Ἠγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Τάφου τοῦ Ἀσκολντ, ἐνῶ τὸ ἐπόμενο ἔτος ἔλαβε τὸ ὀφφίκιο τοῦ Ἀρχιμανδρίτου ἀπὸ τὸν Μητροπολὶτη Κιέβου Κωνσταντίνο Ντιάκοφ (+1937), διάδοχο τοῦ προαναφερθέντος Σεργίου καὶ μετέπειτα Ἱερομάρτυρα. Βέβαια αὐτοὶ οἱ τίτλοι δὲν εἴχαν κάποιο ἀντίκρυσμα ἀφοὺ ἦταν περίοδος διωγμών, εἰδικὰ γιὰ ὅσους δὲν εἴχαν δεχτεῖ τὴν διαβόητη Διακήρυξη τοῦ Μητροπολίτου Σεργίου Στραγκορόντσκυ (μὲ τὴν ὁποία ὑπέταξε τὴν Ρωσικὴ Ἐκκλησία στὸ Σοβιετικὸ Κράτος).
Γιὰ παραπάνω ἀπὸ μία πενταετία ὁ Λεόντιος ἔζησε, ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν, σὲ παράνομη κατάσταση κρυπτόμενος ἀπὸ τοὺς διώκτες του, σὲ διάφορες περιοχές. Τὸ 1941, μὲ τὴν κατοχὴ τοῦ Ζιτόμιρ ἀπὸ τὰ γερμανικὰ στρατεύματα, οἱ διωγμοὶ τῶν Χριστιανῶν ἔπαυσαν καὶ ἡ Ἐκκλησία ἀναδιοργανώθηκε. Οἰ ἐναπομείναντες διασωθέντες κληρικοὶ ἐξέλεξαν παμψηφεὶ τὸν Λεόντιο γιὰ τὴν ἐπαρχία Βολίνσκαγια καὶ στὶς 14 Νοεμβρίου 1941 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Ζιτόμιρ ἀπὸ τοὺς Ἀρχιερεῖς τῆς Ὀρθοδόξου Αὐτόνομης Οὐκρανικῆς Ἐκκλησίας[6]. Ἡ ἐν λόγῳ Αὐτόνομη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία δημιουργήθηκε μὲ βάση παλαιότερο σχετικὸ Διάταγμα τοῦ Πᾳτριάρχου Μόσχας Ἁγίου Τύχωνος, ἀν καὶ θεωρητικὰ ἀποτελοῦσε μέρος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας, οὐσιαστικὰ δὲν εἴχε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μαζί του ἐξαιτίας τοῦ Σεργιανισμοῦ ἀπὸ τὴν μία (ἄλλωστε ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν μελῶν της, ἦταν μέλη τῆς Ἐκκλησίας τῶν Κατακομβῶν), ἀλλὰ καὶ τῆς πολιτικῆς/πολεμικῆς καταστάσεως.
Ὁ Λεόντιος ποίμανε θεοφιλῶς τὴν Ἐπισκοπή του ἐπαναλειτουργώντας 300 ἐνορίες καὶ χειροτονώντας 100 ἱερεῖς, τοὺς ὁποίους ἐκπαίδευσε θεολογικά. Δυστυχῶς μὲ τὴν ἐπανακατάληψη τοῦ Ζιτόμιρ ἀπὸ τὰ σοβιετικὰ στρατεύματα τὸ 1943 ἡ Ἐκκλησία ἐπανήλθε σὲ κατάσταση διωγμοῦ καὶ ὁ Λεόντιος, μαζὶ μὲ μεγάλο μέρους τοῦ ποιμνίου του, ἀρχικὰ στὴ Βαρσοβία, ἔπειτα στὴ Βιέννη καὶ ἐν συνεχείᾳ στὸ Μόναχο.
Τὸ 1944 ἔγινε δεκτός στὴ δικαιοδοσία τῆς Ρωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς (ΡΟΕΔ), ἡ ὁποία τὸν τοποθέτησε διαδοχικὰ στὴν Παραγουάη (1946-1951), τὴν Ἀργεντινὴ (1952) καὶ τέλος στὴν Χιλὴ καὶ τὸ Περοῦ (1953-1971).
Ἡ ἔδρα του ἦταν στὸ Σαντιάγκο τῆς Χιλῆς, ὅπου ἔμενε σὲ πρωτόγονη ξύλινη καλύβα δίπλα στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Τριάδος, στὸν ὁποῖο λειτουργοῦσε καθημερινῶς. Μὲ τὴν ἄφιξή του στὴ Χιλή, ὁ Ἐπίσκοπος Λεόντιος ἔλαβε πρόσκληση ἀπό τὴν περίφημη Χ.Α.Ν. (YMCA) ἡ ὁποία προσφέρθηκε νὰ δώσει ἔξι χιλιάδες πέσος γιὰ τὸν ἴδιο καὶ γιὰ φιλανθρωπικοὺς σκοπούς. Ἐπίσης ὅταν ἡ ὁροφὴ τῆς ἐκκλησίας κατέρρευσε, τὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιών προσέφερε 500 δολάρια γιὰ ἐπισκευές. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις ὁ Ἐπίσκοπος Λεόντιος ἀρνήθηκε κατηγορηματικὰ νὰ πάρει χρήματα, ἀφοὺ δὲν ἤθελε νὰ ἔχει καμία σχέση μὲ τοὺς Μασώνους καὶ τοὺς Οἰκουμενιστές.
Ἀναμίχθηκε καὶ στὰ ἐκκλησιαστικὰ τῆς Ἑλλάδος. Συγκεκριμένα εἶχε ἐπαφὲς, μὲ πρόσωπα τῆς μίας ἀπὸ τὶς δύο μερίδες τῶν Παλαιοημερολογιτῶν. Οἱ Παλαιοημερολογίτες τῆς Ἑλλάδος τότε ἦταν χωρισμένοι σὲ δύο στρατόπεδα: Στὸ πρῶτο, ἀνῆκαν οἱ κληρικοὶ τοῦ πρ. Φλωρίνης Χρυσοστόμου Καβουρίδου (+1955), οἱ ὁποίοι εἶχαν συστήσει Ἐκκλησιαστικὴ Ἐπιτροπή καὶ πίεζαν νὰ συγκληθεῖ Πανορθόδοξος Σύνοδος γιὰ νὰ λύσει τὸ Ἡμερολογιακό. Τὸ δεύτερο, ἀποτελοῦσαν οἱ λεγόμενοι Ματθαιϊκοί, οἱ ὁπαδοὶ τοῦ παρασυνάγωγου ἐπισκόπου Ματθαίου Καρπαθάκη, ὁ ὁποῖος εἶχε «χειροτονήσει» μόνος του «ἐπισκόπους» καὶ εἴχε ἰδρύσει «Ἐκκλησία Γ.Ο.Χ.». Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λεόντιος ὑποστήριξε τοὺς πρῶτους καὶ ἐνεργῶντας χωρὶς τὴν ἄδεια τῆς Ἱεραρχίας του, ἤλθε στὴν Ἀθῆνα τὸν Μάιο τοῦ 1962, ὅπου συμμετείχε, μαζὶ μὲ τὸν, χειροτονηθέντα στὴν Ἀμερικὴ ἀπὸ Ἐπισκόπους τῆς ΡΟΕΔ τὸ 1960, Ἐπίσκοπο Ταλαντίου Ἀκάκιο Παππᾶ, σὲ ἐπισκοπικὲς χειροτονίες.
Ὁ ἴδιος ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λεόντιος εἴχε ἀποκαλύψει στὰ μέλη τῆς Π.Θ.Ε.Ο.Κ.[7] τὴν αἰτία ποὺ δέχθηκε νὰ συμμετάσχει στὶς χειροτονίες αυτές καὶ πραγματικὰ ἐντυπωσιάζει μὲ τὴν διορατικότητά του: «Δὲν ἔρχομαι ἐδῶ μὲ ἀποκλειστικὸν σκοπὸν νὰ χειροτονήσω τρεῖς ἤ τέσσαρας ἐπισκόπους. Ὁ σκοπός μου εἶναι εὐρύτερος. Ἡ Ὀρθοδοξία κινδυνεύει. Διὰ τοῦτο ἐπιθυμῶ νὰ δημιουργηθῇ μία ἐστία ἀντιστάσεως ἐδῶ εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἡ ὁποία νὰ ἐπεκταθῇ συντόμως καὶ εἰς τὰ Πατριαρχεῖα τῆς Ἀνατολῆς, τὰ ὁποῖα λυμαίνονται οἱ Μασῶνοι»[8].
Στὰ τέλη τοῦ 1962 τοῦ ζητήθηκε ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῶν Ρώσων τῆς Διασπορᾶς νὰ ἀπολογηθεῖ γιὰ τὶς χειροτονίες αὐτές. Ἡ Σύνοδος εἶχε μοιραστεῖ στὴ μέση καὶ ἄλλοι τὸν κατέκριναν, ἐνῶ ἄλλοι (ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Μαξίμοβιτς καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Συρακουσῶν καὶ Ἁγίας Τριάδος Ἀβέρκιος) τὸν ὑπερασπίστηκαν. Ὁ τελευταῖος δήλωσε μεταξὺ ἄλλων: «Ἐγὼ ὁ ἵδιος δὲν θὰ τολμοῦσα νὰ κάνω τὴν χειροτονία τῶν Ἑλλήνων Παλαιοημερολογιτῶν. Ἀλλὰ ταυτοχρόνως, στὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου, δὲν μπορὼ παρὰ νὰ θαυμάσω τὸ θάρρος μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λεόντιος προέβη στὴν πράξη στὴν ὁποία τὸν κάλεσε ἡ συνείδησή του… Ἐκτέλεσε μιὰ θαρραλέα πράξη βοηθώντας τὴν ἀδελφὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία στὴν ἐποχή μας εἶναι ἡ πιὸ κοντινὴ στὸ δικό μας πνεῦμα»[9].
Ἀμέσως μετὰ τὴν συνεδρία τῆς Συνόδου ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λεόντιος, μαζὶ μὲ τὸν Καράκας (Βενεζουέλας) Σεραφεῖμ προέβησαν καὶ στὴν εἰς Ἐπίσκοπο χειροτονία τοῦ μακαριστοῦ Πέτρου Ἀστορίας. Ὅλες οἱ χειροτονίες αὐτὲς ἀναγνωρίσθηκαν ἐπίσημα ἀπὸ τὴν Σύνοδο τῶν Ρώσων τὸ 1969 μὲ τὸν ἐπόμενο Πρωθιεράρχη τὸν ἁγιώτατο Μητροπολίτη Νέας Ὑόρκης Φιλάρετο (+1985)[10].
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λεόντιος προσείλκυσε στὴν Ὀρθοδοξία χιλιάδες, πρώην παπικούς, Λατινοαμερικάνους. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ Νεομάρτυς Ἰωσὴφ Μουνιὸθ Κορτέζ (+1997), μὲ τὴν μυροβλύζουσα καὶ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας Πορταϊτίσσης[11].
Στὰ πλαίσια τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, ὑπῆρξε μέλος μίας ἄτυπης ἐπισκοπικῆς ὁμάδος, ἡ ὁποία εἴχαν ὡς πνευματικὸ ὁδηγὸ τὸν θαυματουργὸ Ἐπίσκοπο Σαν Φρανσίσκο Ἅγιο Ἰωάννη Μαξίμοβιτς, στὸν ὁποίο συμπαραστάθηκε σὲ ὅλες τὶς δύσκολες στιγμές.
Ἡ εὐλάβειά του γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη Μαξίμοβιτς ἦταν τόσο μεγάλη ποὺ προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ κοιμηθεῖ τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης του. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἔγινε· πέντε χρόνια μετὰ, στὶς 19 Ἰουνίου/2 Ἰουλίου τοῦ 1971, κοιμήθηκε καὶ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Λεόντιος στὸ Μπουένος Ἄιρες τῆς Ἀργεντινῆς.
Ἤδη ἐτοιμάζεται ἀπὸ τὸν γράφοντα, ἀναλυτικὴ βιογραφία τοῦ Ἱεράρχου, μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον ὐλικό, βασισμένο σὲ ρωσικές, ἀμερικανικὲς καὶ ἑλληνικὲς πηγές, κυρίως άνέκδοτες. Σὲ αὐτὴν θὰ ἀποκαλυφθεῖ πλήρως τὸ μεγάλο αυτὸ πατερικὸ ἀνάστημα τοῦ περασμένου αἰῶνος. Νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή του!
[1] The Orthodox Word, Vol. 17, No. 4 (99) July—August, 1981.
[2] Τῆς ὁποίας συνέχεια ἀποτελεῖ ἡ Κανονικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Οὐκρανίας ὑπὸ τὸν Μητροπολίτη Ὀνούφριο.
[3] Γνωστὴ καὶ ὡς «Ζῶσα Ἐκκλησία» καὶ «Κόκκινη Ἐκκλησία».
[4] Νικολάου Μάννη, Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος Αμπασίτζε (+1942). Ο Γεωργιανός πρίγκιπας που αντιστάθηκε στον Στάλιν (https://katanixi.gr/2019/06/17/%ce%b1%cf%81%cf%87%ce%b9%ce%b5%cf%80%ce%af%cf%83%ce%ba%ce%bf%cf%80%ce%bf%cf%82-%ce%b1%ce%bd%cf%84%cf%8e%ce%bd%ce%b9%ce%bf%cf%82-%ce%b1%ce%bc%cf%80%ce%b1%cf%83%ce%af%cf%84%ce%b6%ce%b5-1942-%ce%bf/).
[5] Ἐδῶ πρέπει νὰ εἰπωθεῖ τὸ ἑξῆς πολὺ σημαντικό: τὸ Σοβιετικὸ Κράτος δὲν εἴχε ποινικοποιήσει τὴν πίστη στὸν Χριστό, ἀλλὰ δίωκε τοὺς Χριστιανοὺς χρησιμοποιώντας ἄλλου εἴδους κατηγορίες, ὅπως τὸν ἀντισημιτισμό ἢ τὴν συμμετοχὴ σὲ ἀντεπαναστατικὴ ὀργάνωση. Ἔτσι ἐμφάνιζε στὸν ἔξω κόσμο ἔνα κράτος τὸ ὁποῖο δὲν δίωκε τάχα τὸν Χριστιανισμό. Αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ τὸ γνωρίζουμε, διότι ἔτσι θὰ κατανοήσουμε τὸν τρόπο διώξεως τῶν Χριστιανῶν στὰ χρόνια ποὺ ἔρχονται.
[6] Δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὴν σχισματικὴ «Ὀρθόδοξη Αὐτοκέφαλη Οὐκρανικὴ Ἐκκλησία», ποὺ δημιουργήθηκε ἀρχικὰ μὲ τὴν συνδρομὴ τῶν Μπολσεβίκων μὲ σκοπὸ τὴν ἀποδυνάμωση τῆς Ἐκκλησίας μὲσω τῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισμάτων, τακτικὴ ποὺ εἴχε χρησιμοποιήσει στὸ παρελθὸν καὶ ἕνας ἄλλος διώκτης, ὁ Ἰουλιανὸς ὁ Παραβάτης.
[7] Πρόκειται γιὰ τὸν σύλλογο Παλαιοημερολογιτῶν «Πανελλήνιος Θρησκευτικὴ καὶ Ἐθνικὴ Ὀρθόδοξος Κοινωνία».
[8] Ἀπὸ τὸ Ἀρχεῖο τῆς Π.Θ.Ε.Ο.Κ., εύρισκόμενο παρ᾿ ἡμῖν.
[9] Πρακτικὰ τῆς Συνόδου τῆς ΡΟΕΔ.
[10] Μὲ ἄφθαρτο λείψανο!
[11] Χαραλάμπους Χ. Άνδραλη, Ο Χιλιανός νεομάρτυρας Χοσέ (Ιωσήφ) Μουνιόθ-Κορτέζ (+1997)και η μυροβλύζουσα εικόνα της Παναγίας της Πορταίτισσας (https://proskynitis.blogspot.com/2013/05/1997.html).

Share Button