Κανείς ιερέας και κανείς πνευματικός δεν μπορεί να είναι εισαγγελέας του Θεού. Ούτε επίσης ανακριτής

Ο προβληματισμός σχετικά με τη διακονία του μυστηρίου της εξομολογήσεως στη σύγχρονη πραγματικότητα μας καλεί να κουβεντιάσουμε και να σκεφτοΰμε για πράγματα που όλοι αντιμετωπίζουμε και τα οποία, πολλές φορές, συνιστούν πολύπλοκες καταστάσεις.
Ο προβληματισμός σχετικά με τη διακονία του μυστηρίου της εξομολογήσεως στη σύγχρονη πραγματικότητα μας καλεί να κουβεντιάσουμε και να σκεφτοΰμε για πράγματα που όλοι αντιμετωπίζουμε και τα οποία, πολλές φορές, συνιστούν πολύπλοκες καταστάσεις.
Η εξομολόγηση, βεβαίως, παραμένει μέσα στη ζωή της Εκκλησίας, αυτό που πάντοτε ήταν. Είναι ένας δρόμος, όπως και όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας, για τη θέωση του ανθρώπου, για τον αγιασμό του. ‘Ενας δρόμος, που μέσα από τη μετάνοια, μας οδηγεί και πάλι σε κοινωνία με τη ζωή της Εκκλησίας.
Βασική προϋπόθεση για τον προβληματισμό που επιχειρούμε, είναι να κατανοήσουμε τον ρόλο του μυστηρίου μέσα στη ζωή της Εκκλησίας και να συνειδητοποιήσουμε ότι η εξομολόγηση είναι ένα μυστήριο αγάπης και ελευθερίας. Αγάπης του Θεού για τον άνθρωπο, ο οποίος μέσα από το έργο της θείας οικονομίας έρχεται να μας συναντήσει και να μας σώσει. Να μας κάνει μετόχους της δικής Του ζωής.
Η εξομολόγηση είναι μυστήριο ελευθερίας και αγάπης απέναντι στον άνθρωπο, ο Θεός σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου. Ο τρόπος με τον οποίο ο Θεός σέβεται την ελευθερία του ανθρώπου είναι συγκλονιστικός και πρέπει να είναι διδακτικός για μας. Διότι αν ο Θεός δίνει το δικαίωμα να αρνηθούμε το θέλημά Του αν ο Θεός, ακόμα και όταν οικονομεί τη σωτηρία μας, σέβεται την ελευθερία μας· αν όταν θεραπεύει την ανθρώπινη φύση, δίνει την ελευθερία στο κάθε ανθρώπινο πρόσωπο, δια του Αγίου Πνεύματος να αποδεχτεί αυτό το έργο του Χριστού, τότε πρέπει να προβληματιστούμε, όταν μερικές φορές, είτε στη συνείδηση τη δική μας είτε των ανθρώπων, το μυστήριο της εξομολογήσεως παρουσιάζεται καταπιεστικό ή ανελεύθερο ή ακόμη σαν μέσο άσκησης εξουσίας από τον ιερέα στον εξομολογούμενο.
Ο Κύριός μας είπε πολύ καθαρά: «δεν ήρθα να κρίνω τον κόσμο». Αν λοιπόν ο ίδιος μας διαβεβαιώνει πως δεν ήρθε να κρίνει τον κόσμο, είναι αυτονόητο ότι κανείς ιερέας και κανείς πνευματικός δεν μπορεί να είναι εισαγγελέας του Θεού. Ούτε επίσης ανακριτής. Ο Χριστός έρχεται ως διάκονος των ψυχών μας. Ας θυμηθούμε τη σκηνή πριν από το Μυστικό Δείπνο. Όταν πλένει τα πόδια των μαθητών Του, όταν έτσι διακονεί τους μαθητές Του. Τα πόδια προφανώς ήτανε βρόμικα, αλλά δεν τα αποστράφηκε. Και όχι μόνο αυτό, αλλά στον Πέτρο είπε, αν δεν με αφήσεις να σου πλύνω τα πόδια, δεν έχεις θέση μαζί μου. ‘Ερχεται λοιπόν ως διάκονος. ‘Ερχεται να υπηρετήσει τη σωτηρία αυτών τους οποίους αγάπησε. Και ακόμη, αν θυμηθούμε το Ευαγγέλιο που διαβάζουμε στην Ακολουθία της Αγάπης, εκεί πάλι η εξουσία και η εντολή του «δεσμείν και λύειν», το μυστήριο δηλαδή της εξομολογήσεως, προσφέρεται ως δωρεά του Αγίου Πνεύματος ως δρόμος για τη μετοχή στην Ανάσταση και τη βασιλεία του Θεού.
Η μετάνοια προϋποθέτει την ελευθερία του ανθρώπου και οδηγεί στην ελευθερία. Ένας άνθρωπος δεν μπορεί να μετανοήσει αν δεν είναι ελεύθερος και ταυτοχρόνως η πραγματική μετάνοια είναι εκείνη που οδηγεί τον άνθρωπο στην πραγματική ελευθερία. Το μυστήριο της εξομολογήσεως έχει βασικό στόχο να οδηγήσει στη συγχώρεση του Θεού και του ανθρώπου. Η λέξη έχει ένα απίστευτο μεγαλείο. ‘Εχω την αίσθηση ότι η κατ’ έξοχήν συγχώρεση δεν είναι η χορήγηση της άφεσης ή η ευχή που διαβάζουμε, αλλά η θεία κοινωνία. Εκεί ο Θεός και ο άνθρωπος συγχωροϋνται και άλληλοπεριχωροϋνται στο σώμα τοϋ Χριστού.
Ο άνθρωπος μετέχει στη ζωή του Θεού, ο Θεός μετέχει στη ζωή του ανθρώπου. Και έτσι μπορούμε να υπερβούμε τη δική μας θνητότητα, να φτάσουμε στην κοινωνία με τον Θεό, που είναι ουσιαστικά η σωτηρία μας.
Είναι επίσης σημαντικό να θυμόμαστε πάντοτε ότι, όπως όλων των μυστηρίων έτσι και του μυστηρίου της εξομολογήσεως, ο χαρακτήρας δεν είναι άτομικός αλλά εκκλησιαστικός. Είναι η αποκατάσταση του ανθρώπου στο σώμα του Χριστού. Η αμαρτία δεν είναι μόνο μια ατομική πράξη. Είναι η αποτυχία του ανθρώπου όχι μόνο στον αγώνα της προσωπικής του ζωής αλλά και στην κοινωνία του με το υπόλοιπο σώμα.
Εάν παρατηρήσουμε με ειλικρίνεια τα φαινόμενα, θα δούμε πόσο δυσκολεύονται οι αδελφοί μας αλλά και εμείς οι ίδιοι οι ιερείς να συγχωρήσουμε. Τι θα πει όμως να συγχωρήσουμε; Σημαίνει να βρεθούμε όλοι μαζί στο σώμα του Χριστού. Και δεν καταλαβαίνουμε ότι όταν εγώ απορρίπτω τον αδελφό μου, όταν αρνούμαι να επικοινωνήσω μαζί του, ουσιαστικά τραυματίζω το σώμα του Χριστού. Η Εκκλησία μας πολλές φορές πάσχει από τα τραύματα που εμείς φέρουμε στο σώμα του Χριστού, αρνούμενοι την αγαπητική κοινωνία των προσώπων. Αυτή την πραγματικότητα την βλέπουμε και στο μυστήριο της εξομολογήσεως, όταν αντιμετωπίζουμε τη δυσκολία των αδερφών μας να πουν μία απλή καλημέρα σε κάποιον που ίσως τους πίκρανε ή τον πίκραναν κ.ο.κ.
Πρέπει να συνειδητοποιούμε ότι το να μεταλάβω, δεν σημαίνει να ανοίξω το στόμα μου για να πάρω κάτι, αλλά σημαίνει όντως να κοινωνήσω. Δεν μπορώ όμως να κοινωνώ με το Θεό, αν δεν κοινωνώ με τον αδελφό μου. Ίσως υπάρχουν μερικά πράγματα, για τα οποία θα έπρεπε να είχαμε πραγματικά κατηχήσει το λαό μας. Διότι, εάν η αντίληψη που έχει για την εξομολόγηση είναι η ατομική του τακτοποίηση, αυτό φοβάμαι ότι είναι λάθος δικό μας. Είναι ο τρόπος που καλλιεργούμε αυτό το μυστήριο, ο τρόπος κατά τον οποίο διδάσκουμε κάποια πράγματα ή η συμπεριφορά που επιδεικνύουμε.
Η αμαρτία του ανθρώπου δεν είναι ένα ατομικό γεγονός. Είναι κάτι που πραγματικά πληγώνει το σώμα του Χριστού. Και μέσα από το μυστήριο της εξομολογήσεως, η προσπάθεια είναι να επιτευχθεί η αποκατάσταση των αδελφών μου στο σώμα του Χριστού, στο σώμα της Εκκλησίας, στην μεταξύ αδελφών κοινωνία.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Το Μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως στην Εποχή μας
Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης κ. Παύλος
Εξομολογητική, Το μυστήριο της μετανοίας στην ποιμαντική θεολογία,
Αθήνα 2013, εκδ. Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμορφώσεως της
Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών

Share Button