Ὅσοι μέ ἐρωτοῦν γιά τό πῶς γράφω τά κείμενά μου καί γενικά τά βιβλία πού ἐκδίδω, τούς ἀπαντῶ αὐτό πού εἶναι ἀλήθεια. Χρησιμοποιῶ τρεῖς τρόπους. Ὅταν θέλω νά γράψω ἕνα σοβαρό κείμενο, προτιμῶ νά γράψω σέ χαρτί, χρησιμοποιώντας μολύβι, ὄχι στυλό. Ὅταν θέλω νά γράψω ἕνα κείμενο στό ὁποῖο πρέπει νά κάνω πολλές ἀλλαγές, μεταφορές παραγράφων κλπ. χρησιμοποιῶ τόν ὑπολογιστή μέ τό πληκτρολόγιο. Καί ὅταν θέλω νά ἐκφράσω τίς σκέψεις μου γρήγορα καί κατά κάποιον τρόπο ἐλεύθερα, τότε ὑπαγορεύω αὐτό πού θέλω σέ ἄλλον γραφέα.
Ὅπως φαίνεται, περισσότερο μέ διευκολύνει νά γράφω σέ χαρτί μέ μολύβι. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ἔγραψα πολυσέλιδα βιβλία, γιά παράδειγμα τά δύο βιβλία τῆς «Ἐμπειρικῆς Δογματικῆς», κατά τίς παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη. Ὅταν σκεφθῆ κανείς ὅτι τυπώθηκαν περίπου 900 σελίδες, τότε θά ὑπολογίση ὅτι οἱ χειρόγραφες σελίδες μου ἦταν περίπου 3.000. Τό ἴδιο ἔγινε καί μέ ἄλλα βιβλία μου.
Δέν μποροῦσα νά ἐξηγήσω γιατί μοῦ ἀρέσει νά γράφω ἰδιοχείρως καί μάλιστα μέ μολύβι καί ὄχι μέ στυλό. Τό ἐξηγοῦσα ὅτι αὐτό δείχνει τήν φυσικότητα, ὅτι στό γράψιμο συμμετέχει ἡ ὅραση, ἡ σκέψη καί ἡ κίνηση καί γι’ αὐτό παράγουν μιά στερεότυπη γραφή. Ἐπίσης, τό μολύβι εἶναι κάτι φυσικό, πού σβήνονται εὔκολα τά γράμματα πού γράφονται στό χαρτί, καί βοηθᾶ στήν κίνηση πάνω στό χαρτί, ἐνῶ τό στυλό δυσκολεύει.
Πρόσφατα, διάβασα ἕνα κείμενο μέ τίτλο «Γιατί ἡ “συνταγή” τῆς μάθησης εἶναι στό μολύβι καί ὄχι στό πληκτρολόγιο». Τό κείμενο ἀναφέρεται σέ «μιά νέα μελέτη τοῦ Πανεπιστημίου Σταβάνκερ στή Νορβηγία καί τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Μασσαλίας στή Γαλλία», σύμφωνα μέ τήν ὁποία «οἱ μαθητές καί οἱ φοιτητές πού χρησιμοποιοῦν μολύβι καί χαρτί εἶναι ἀποδοτικότεροι στό νά μαθαίνουν καινούργια πράγματα σέ σύγκριση μέ ὅσους χρησιμοποιοῦν ὑπολογιστή καί πληκτρολόγιο».
Ὑποστηρίζεται ἀπό τούς εἰδικούς ὅτι αὐτό συμβαίνει «ἐπειδή ὅταν γράφουμε μέ τό χέρι οἱ κινήσεις πού κάνουμε ἀποτυπώνουν καλύτερα τά ὅσα καλούμαστε νά μάθουμε σέ μιά περιοχή τοῦ ἐγκεφάλου πού ὀνομάζεται περιοχή τοῦ Μπροκά (πρόκειται γιά μιά περιοχή στήν κάτω μετωπιαία ἕλικα τοῦ ἀριστεροῦ ἡμισφαιρίου τοῦ ἐγκεφάλου πού μελετήθηκε ἐνδελεχῶς ἀπό τόν Γάλλο γιατρό Πόλ Μπροκά, ὁ ὁποῖος ἀποκάλυψε ὅτι ἀποτελεῖ τό “κινητικό κέντρο τοῦ λόγου”)».
Τό νά ἀγγίζουμε ἁπλῶς τό πληκτρολόγιο προκειμένου νά γράψουμε ἐνεργοποιεῖ ἐλάχιστα αὐτήν τήν περιοχή τοῦ ἐγκεφάλου, κάτι πού, ὡς φαίνεται, δέν ἐνισχύει ἐξίσου τήν διαδικασία τῆς μάθησης.
Οἱ ἐρευνητές κατέληξαν σέ αὐτά τά συμπεράσματα πού δημοσιεύονται στό ἐπιστημονικό περιοδικό “Advances in Haptics” ἔπειτα ἀπό παρακολούθηση ἐθελοντῶν σέ ὁρισμένους ἐκ τῶν ὁποίων ζητήθηκε νά γράψουν μέ μολύβι καί χαρτί, ἐνῶ στούς ὑπολοίπους σέ ὑπολογιστή. Καί οἱ δύο ὁμάδες ἐθελοντῶν κλήθηκαν νά μάθουν μιά ἄγνωστη ἀλφάβητο.
Οἱ ἐπιστήμονες κατέγραψαν τήν πορεία τῆς μάθησης τῶν ἐθελοντῶν στήν τρίτη καί στήν ἕκτη ἑβδομάδα τοῦ πειράματος καί, ὅπως εἶδαν, τά ἄτομα πού χρησιμοποιοῦσαν τήν “παραδοσιακή” μέθοδο τοῦ μολυβιοῦ καί τοῦ χαρτιοῦ εἶχαν καλύτερες ἐπιδόσεις στήν ἐκμάθηση τῆς νέας ἀλφαβήτου. Παράλληλα ἀπεικονίσεις τοῦ ἐγκεφάλου ἔδειξαν ὅτι στά ἄτομα πού εἶχαν χρησιμοποιήσει μολύβι καί χαρτί ὑπῆρχε πολύ πιό ἔντονη δραστηριότητα τῆς περιοχῆς τοῦ Μπροκά» (i Paideia, 11-11-2016).
Ἐκτός ἀπό αὐτά, ὅπως γνωρίζω ἀπό τήν πείρα, τό νά γράφη κανείς ἰδιοχείρως σημαίνει ὅτι πρέπει νά γνωρίζη πῶς θά «πιάνη» τό μολύβι (νά τό θεωρῆ πινέλο ζωγράφου), τό χέρι νά στηρίζεται σέ κάποιο σταθερό μέρος καί φυσικά νά ὑπάρξη κάποιος ἀντιγραφεύς.
Πάντως τό γράψιμο εἶναι χαρά καί δημιουργία, ἀρκεῖ κανείς νά τό κάνη γιά ὠφέλεια καί ὄχι γιά βλάβη, μέ αἴσθηση καθήκοντος καί ὄχι νά ἐκφράζη τά πάθη του.