«Ἐμπειρικὴ Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὶς προφορικὲς παραδόσεις τοῦ πατρός Ἰωάννου Ρωμανίδη», τόμος Β΄, τοῦ Σεασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἰεροθέου
Θέωση ἢ Δοξασμός: Τὸ τρίτο στάδιο πρὸς τὴν τελειότητα
Μετὰ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ ἀκολουθεῖ ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι τὸ τρίτο στάδιο στὴν πορεία του πρὸς τὴν τελείωση.
Ἡ θέωση συνδέεται μὲ τὴν θεωρία, ἤτοι τὴν θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ θέωση, ἐννοοῦμε τὴν θέα – θεωρία τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ θεᾶται ὡς δόξα, ὡς Φῶς. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ προηγηθεῖ ἡ κάθαρση, ἤτοι ἡ ἀποβολὴ ὅλων τῶν λογισμῶν ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ ἡ μεταμόρφωση τοῦ παθητικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς (ἐπιθυμία – θυμός), ἀλλὰ καὶ ὁ φωτισμὸς τοῦ νοῦ, ἤτοι ἡ νοερὰ προσευχή.
Κατ’ ἀρχὰς πρέπει νὰ τονισθεῖ ὅτι ἡ θέωση εἶναι μία ἐμπειρία καὶ δὲν εἶναι στοχασμὸς ἢ φιλοσοφία. «Ἡ θέωση εἶναι ἐμπειρικὴ κατάσταση, καμία σχέση δὲν ἔχει μὲ τὴν μεταφυσική».
Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει ἀπὸ μόνος του τὴν ἱκανότητα νὰ φθάσει σὲ αὐτὴν τὴν κατάσταση, ἀλλὰ ἐνδυναμώνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ γι’ αὐτὸ ἡ θέωση εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀγωνίσθηκε νὰ τηρήσει τὶς ἐντολές Του. Ὁ ψαλμωδὸς γράφει: «ἐν τῷ φωτί σου…
ὀψόμεθα φῶς» (Ψαλμ. λε: 10).
«Ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει καμία ἱκανότητα νὰ γνωρίσει τὸν Θεό, δηλαδή, αὐτὸ ἀποκλείεται, δὲν μπορεῖ νὰ γίνει αὐτὸ τὸ πράγμα, μόνον ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος βρίσκεται μέσα στὸ ἄκτιστο Φῶς βλέπει τὸ ἄκτιστο Φῶς. Πρέπει, δηλαδή, κανεὶς νὰ εἶναι ἐν Θεῷ γιὰ νὰ δεῖ τὸν Θεό. Διά τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος βλέπει τὸν Θεό».
Αὐτὴ ἡ δυνατότητα νὰ δεῖ κανεὶς τὸν Θεό, στὴν πατερικὴ παράδοση λέγεται «Ἄκτιστον αὐτοπτικὸν ὄμμα». Ὑπάρχουν πολλὲς λέξεις ποὺ δηλώνουν τί εἶναι ἡ θέωση. Ὁ θεούμενος, στὴν πνευματικὴ αὐτὴ κατάσταση, βλέπει τὸ ἄκτιστο Φῶς τοῦ Θεοῦ, μετέχει τοῦ Φωτός, καὶ αὐτὸ λέγεται δοξασμός. Τότε ὁ ἄνθρωπος μετέχει στὴν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἡ θέωση εἶναι μετοχὴ στὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, στὸ ἄκτιστο Φῶς, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό.
«Ἕνωση σημαίνει ἐδῶ θέωση, θεοπτία».
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετέχει τοῦ Φωτός, τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, τότε ἀποκτᾶ τὴν ἕνωση μὲ τὸν Θεὸ καὶ αὐτὸ προσφέρει γνώση, ὑπὲρ τὴν ἀνθρώπινη γνώση.
«Ἡ ἴδια ἡ ἕνωση, αὐτὸ λέγεται στὴν παράδοση ὁ δοξασμὸς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου κ.ο.κ. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται κατὰ χάριν Θεός, δηλαδή, κατὰ τὴν θεοπτία, ἐὰν φθάσει ποτὲ σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο».
«Αὐτὸ λέγεται “δοξασμός”. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δοξάζεται, σημαίνει ὅτι βλέπει τὴν δόξα μέσα στὴν ὁποία βρίσκεται. Τώρα, αὐτὴ ἡ ἐμπειρία τοῦ δοξασμοῦ γεμίζει τὶς σελίδες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Μερικὲς φορὲς κάποιος ἔξυπνος καθηγητὴς ἐδῶ στὴν Ἀθήνα μοῦ ἔλεγε: “ποῦ βρίσκεις θέωση στὴν Παλαιὰ Διαθήκη; Δὲν ὑπάρχει πουθενά· ἡ λέξη θέωση δὲν ὑπάρχει”. Δὲν ὑπάρχει θέωση, ὑπάρχει ὅμως δοξασμός. “Ἐδοξάσθη”, λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὅταν δοξασθεῖ κανείς, πρέπει νὰ συγχαίρουμε, λέει, μὲ ἐκεῖνον ποὺ δοξάζεται (Α΄ Κορινθίους ιβ: 26). Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ποῦ δοξάζεται;».
Εἶναι αὐτὸς ποὺ θεοῦται, γιατί τότε ὁ ἄνθρωπος ἁγιάζεται ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
«Ἁγιασμὸς τοῦ ἀνθρώπου σημαίνει θέωση, μέθεξη στὴν δόξα». Ἐπίσης, ἡ θέωση χαρακτηρίζεται καὶ θεοπτία ἢ θέα τοῦ Θεοῦ.
«Γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἡ θέωση εἶναι θεοπτία, τίποτε ἄλλο. Ὅταν λένε οἱ Πατέρες θέωση ἢ δοξασμὸς εἶναι ἡ θεοπτία, δηλαδὴ ἡ δράση τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ. Ὅταν κανεὶς βλέπει τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ σημαίνει θέωση. Λοιπόν, ἐφ’ ὅσον οἱ Προφῆτες στὴν Παλαιὰ Διαθήκη βλέπουν τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ σημαίνει ὅτι φθάνουν στὴν θέωση. Καὶ ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη θέωση, ὑπάρχει καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη θέωση».
«Θεοπτία εἶναι ἡ θέωση, ἡ θεωρία. Θέωση εἶναι ἡ θεοπτία. Γιατί ὁ ἄνθρωπος χωρὶς νὰ φθάσει στὴν θεοπτία, στὴν θέωση, δὲν μπορεῖ νὰ δεῖ τὸν Θεό. Δία τοῦ Θεοῦ βλέπει τὸν Θεό».
«Ἡ πιὸ σίγουρη γνώση περὶ Θεοῦ εἶναι ἡ θέωση. Δηλαδή, ἡ θέωση ὑπερβαίνει τὴν νόηση, γι’ αὐτὸ λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος: “Θεὸν νοῆσαι ἀδύνατον”. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ φθάνει στὴν θέωση πάλι δὲν νοεῖ τὸν Θεό, γι’ αὐτὸ δὲν λέει “Θεὸν νοῆσαι ἀδύνατον” στοὺς ἄπιστους, στοὺς μὴ φιλοσόφους μόνον. “Θεὸν νοῆσαι ἀδύνατον” γιὰ ὅλους τούς ἀνθρώπους, συμπεριλαμβανομένων καὶ τῶν θεουμένων.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἐκεῖνος ποὺ φθάνει στὴν θέωση δὲν νοεῖ τὸν Θεὸ καὶ νοεῖ ὅτι δὲν νοεῖ. Γι’ αὐτὸ καὶ γνωρίζει ἀγνώστως, νοεῖ ἀνοήτως, ἀκούει ἀνηκούστως, βλέπει ἀοράτως κλπ. Ὅλη αὐτὴ ἡ ὁρολογία ἡ πατερική, ὅταν μιλᾶνε γιὰ θέωση δηλαδή, εἶναι ἡ ὁρολογία ποὺ βασίζεται στὴν πραγματικότητα».
τρελογγιάννης