Μέτρον πάντων ο Θεάνθρωπος – Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς


Αναμφιβόλως, ο άνθρωπος είναι μετά τον Θεόν η περισσότερον μυστηριώδης και αινιγματική ύπαρξις εις όλους τους κόσμους τους γνωστούς εις την ανθρωπίνην σκέψιν. Εις τα απύθμενα και απέραντα βάθη της ανθρωπίνης υπάρξεως ζουν και στοβιλίζουν ασυμβίβαστοι αντιθέσεις: η ζωή και ο θάνατος, το αγαθόν και το καλόν, ο Θεός και ο διάβολος, και ότι υπάρχει εντός των και γύρων των. Δι’ όλων των θρησκειών του, των φιλοσοφιών, των επιστημών, των πνευματικών και υλικών πολιτισμών του, το ανθρώπινο γένος προσεπαθεί να λύση εις την ουσίαν εν μόνον πρόβλημα:, παμπεριεκτικόν πρόβλημα: το πρόβλημα του ανθρώπου. Και από όλους τους πόνους και τα μαρτύριά του εσφυρηλάτησε δια τον εαυτόν του μια υπερτάτην θεότητα, την οποία ελάτρευσεν ως ύψιστην αξίαν και το ύψιστον κριτήριον των πάντων. Η υπερτάτη αυτή θεότης είναι: «μέτρον πάντων άνθρωπος», δηλαδή ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των όντων και πραγμάτων. Αλλά με τον τρόπο αυτό η αυτού θεία μεγαλειότης, ο άνθρωπος, δεν έλυσε το πρόβλημα του ανθρώπου. Διότι μετρών δι’ εαυτού τον εαυτόν του δεν κατενόησε ούτε εαυτόν ούτε τον κόσμον γύρω του (Κορ. 2, 10-12). Εις την πραγματικότητα εματαιοπονεί: κατώπτριζε κάτοπτρον εν κατόπτρω.

Μόνον εν τω Θεανθρώπω είδεν ο άνθρωπος δια πρώτην φοράν τον εαυτόν του τέλειον και αιώνιον Και εγνώρισε τον εαυτόν του εις όλας τας διαστάσεις του. Εντεύθεν η νέα αξιολογική και γνωσιολογική καθολική αρχή του ανθρωπίνου γένους: «μέτρον πάντων ο Θεάνθρωπος».

Και τα πάντα συνωψίσθησαν εις την συγκλονιστικήν κραυγήν και την ανατριχιαστικήν εξομολόγησιν: «ουδέν εμαυτώ σύνοιδα». (Κορ. 1, 4, 4). Τίποτε δεν γνωρίζω δια του εαυτού μου: δεν γνωρίζω ούτε τι είναι ο άνθρωπος, ούτε τι είναι ο Θεός, ούτε τι είναι ο θάνατος, ούτε τι είναι η ζωή. Επί πλέον, με όλον τον είναι μου αισθάνομαι ότι είμαι δούλος του θανάτου, δούλος του κακού, και δια της αμαρτίας δούλος του διαβόλου. Καρπός όλης της δραστηριότητος του ανθρώπου ήτο να υφανθή εξ ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους εν σώμα: «το σώμα του θανάτου». Και κάθε άνθρωπος κατέστη σύσσωμος αυτού του σώματος του θανάτου. Και τι κρύπτεται μέσα εις αυτό το σώμα του θανάτου; -Δυσωδία, σήψις, σκώληκες… «Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;» (Ρωμ. 7, 24).
Ουδείς, ουδείς πλην του Θεανθρώπου. Διότι ο Θεάνθρωπος Χριστός, νικήσας τον θάνατον δια της αναστάσεως, κατέλυσε το «σώμα του θανάτου» ως οντολογικήν πραγματικότητα (Αποκ. 20, 14.10), ελύτρωσε το ανθρώπινον γένος εκ του θανάτου, του εχάρισε την αιώνιαν Ζωήν, την αιώνιαν Αλήθειαν, την αιώνιαν Αγάπην, την αιώνιαν Δικαιοσύνην, την αιώνιαν Χαράν και όλα τα άλλα αιώνια Θεία Αγαθά, τα οποία μόνον ο Θεός της Αγάπης και της Φιλανθρωπίας δύναται να χαρίση. Και ούτως έλυσεν όλον το πρόβλημα του ανθρώπου, ολόκληρον το παμπρόβλημα του ανθρώπου. Πράγματι, αφ’ ότου ο Θεός έγινεν άνθρωπος, εφανερώθη ως Θεάνθρωπος και δια του σώματός Του –της Εκκλησίας-παρέμεινεν ως Θεάνθρωπος εις τον επίγειον κόσμον, έγινεν Αυτός άπαξ δια παντός η ύψιστη παναξία και το υπέρτατον κριτήριον του ανθρωπίνου γένους, Αυτός ο Μόνος Αληθινός Θεός και Μόνος Αληθινός Άνθρωπος, ο Μόνος Τέλειος Θεός, ο Μόνος Τέλειος Άνθρωπος. Ως τοιούτος, Αυτός είναι η μόνη ύψιστη παναξία και το μόνον έσχατον κριτήριον αυτού του ανθρώπου εις την ψυχοσωματικήν του οντότητα και την θεανθρώπινην του δυνατότητα, και παντός ότι είναι ανθρώπινον και του ανθρώπου.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο Οικουμενισμός», Αρχιμανδρίτου Ιουστίνου Πόποβιτς, Καθηγητού του Πανεπιστημίου Βελιγραδίου, Έκδοση Ιεράς Μονής Αρχαγγέλων Τσέλιε Βάλιεβο Σερβίας

Share Button