Το πρόβλημα της θεοδικίας ή τι “σόϊ” Θεός είναι αυτός που δεν εμποδίζει το κακό;

Με τον όρο θεοδικία, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω, εισήχθη στη φιλοσοφία και κατ’ επέκταση και στην θεολογία από τον Γερμανό φιλόσοφο Λάιμπνιτς, περιγράφεται η προσπάθεια της υπεράσπισης του Θεού, απέναντι στην κατηγορία πως Αυτός είναι υπεύθυνος και για το κακό που υπάρχει στον κόσμο, αφού ως πανάγαθος, πάνσοφος και παντοδύναμος θα μπορούσε να το εμποδίσει. Τελικά μετά από μια νοητή δίκη δικαιώνεται ο Θεός, οπότε θεοδικία “κατάντησε” να σημαίνει τη δικαιοσύνη του Θεού…

Ο αρχαίος φιλόσοφος Επίκουρος ήταν από τους πρώτους που είδε την αντίφαση αυτή, γι’ αυτό και διατύπωσε από νωρίς το κλασσικό αυτό δίλημμα (αγαθός θεός – κακό στο κόσμο), το οποίο έγινε πιο έντονο τον 18ο αιώνα, όταν η θεοδικία συνδέθηκε με την ύπαρξη ή όχι του Θεού. Βέβαια αξίζει να ειπωθεί πως το πρόβλημα της θεοδικίας ισχύει στο χώρο της βιβλικής και γενικότερα της χριστιανικής περιοχής που κυριαρχείται από πολλά είδη σχολαστικισμών. Γιατί εκτός αυτής τα πράγματα του κόσμου και της ζωής είναι “τακτοποιημένα”, αφού στη φυσική και μεταφυσική περιοχή τα πάντα λειτουργούν νομοτελειακά και συνεπώς κοσμοδικία και ανθρωποδικία κυριαρχούνται από απαρασάλευτους και σταθερούς νόμους. Έτσι οι παραστάσεις του Άδη, των αμοιβών και των ποινών, των μεταμψυχώσεων και μετενσαρκώσεων, της άκαμπτης φυσικής και πνευματικής νομοτέλειας, των μηχανικών διαδικασιών για την απόκτηση της θεογνωσίας δεν θέτουν βασανιστικά ερωτήματα για την παντοδυναμία και τη δικαιοσύνη του Θεού.
Στον σχολαστικιστικό βιβλικό και χριστιανικό χώρο όμως, τα ερωτήματα είναι αμείλικτα. Πως ο Θεός ως αγαθός και παντοδύναμος που κυριαρχεί στα πάντα, επιτρέπει την δυστυχία και οδύνη των αθώων υπάρξεων, κάτι άλλωστε που το απαιτεί και ο στοιχειώδης κανόνας του δικαίου και της ηθικής που επικρατεί στο κοσμικό γίγνεσθαι και τις ανθρώπινες σχέσεις και συμπεριφορές. Βέβαια όποιος προβάλλει μια τέτοια απαίτηση αποδέχεται καταρχήν σωστά το μεγαλείο και την κυριότητα του Θεού δηλαδή έχει κατανοήσει το βιβλικό και πατερικό πνεύμα, αλλά εξαιτίας του σχολαστικισμού η απαίτηση αυτή εγκλωβίζεται δυστυχώς σε ειδωλολατρικές παραστάσεις.
Απουσιάζει παντελώς το πενταπόσταγμα της ορθόδοξης κοσμολογίας και ανθρωπολογίας με όλες τις επιπτώσεις της δημιουργίας από το μη ον (μηδέν) και την ανάγκη της δημιουργικής τελείωσης διαμέσου της υπέρβασης του μηδενός, αφού ο άνθρωπος θεωρείται συνδημιουργός του Θεού.
Η αγαθότητα, η παντοδυναμία και η δικαιοσύνη του Θεού εκλαμβάνονται – από τους έχοντες σχολαστικιστική σκέψη είτε το γνωρίζουν είτε όχι – με φυσική και νομική έννοια. Οπότε η απαίτηση του ανθρώπου σ’ αυτά τα πλαίσια της θεοδικίας είναι περίπου τα εξής: όπως ο άνθρωπος έχει δυνάμεις με τις οποίες κυριαρχεί πάνω στη φύση και στη κοινωνική ζωή, το ίδιο θα έπρεπε να κάνει και ο Θεός κατά μείζονα λόγο.
Βέβαια όσοι κάνουν αυτή την σκέψη δεν αντιλαμβάνονται πως στην ουσία ζητούν αστυνόμο, εισαγγελέα και ένα προστάτη και τροφοδότη συνεχώς πάνω από τη δημιουργία και τα κεφάλια μας. Τίποτα να μη γίνεται που να μας γεννάει πόνο και οδύνη, και καμιά αδικία να μην επιτελείται, αφού ο Θεός θα τη σταματάει ή θα την ανατρέπει αμέσως. Πέρα από το ότι ένας τέτοιος Θεός θα ήταν πολύ στενάχωρο πράγμα, θα ήταν ταυτόχρονα μια φυσική δύναμη και μια αναγκαιότητα. Συνεπώς αφού ο άνθρωπος θα προστατευόταν συνεχώς, κυριαρχικώς και μηχανικώς δεν θα έμενε καθόλου χώρος για την προσωπική και ελεύθερη αυτοδημιουργία και γι’ αυτό θα έπρεπε να παραιτηθεί από το δώρο της συνδημιουργίας. Θα ήταν δηλαδή μια πέτρα, ένα φυτό, ένα ζώο, μια μηχανή ποτέ όμως συνδημιουργός του Θεού.
Στα πλαίσια λοιπόν μιας “ειδωλολατρικής” κυριαρχίας του Θεού, δηλαδή ενός Θεού που τον φαντάζονται οι άνθρωποι κατ’ εικόνα και ομοίωσή τους, αναμφίβολα εισβάλλει το πρόβλημα της θεοδικίας. Και στην προκειμένη περίπτωση συμβαίνει εμπλοκή δύο ανόμοιων πραγμάτων μεταξύ τους. Η παράσταση του Θεού που περιγράφεται στην Αγία Γραφή ως πατέρας των ανθρώπων, ο οποίος και είναι ο μόνος αθάνατος και ζωντανός Θεός, και η ειδωλολατρική απαίτηση ενός ανύπαρκτου και ψεύτικου Θεού όλα να γίνονται για την καλοπέρασή μας, για την λειτουργία μιας άψογης νομικής διαδικασίας και για την αποφυγή κάθε κακής πράξης. Αλλά τότε ο ζων και αληθινός Θεός που δημιούργησε τα κτιστά όντα (ανθρώπους) με σκοπό να γίνουν συνδημιουργοί και συνεχιστές του δημιουργικού του έργου δεν συμβιβάζεται με μια τέτοια άρνηση της ανθρώπινης ανεξαρτησίας, αφού έτσι παραμερίζεται ο δημιουργικός ρόλος του ανθρώπου, και λογικό είναι πως δεν είναι δυνατόν με μια τέτοια εξέλιξη των πραγμάτων να υπάρχουν ελεύθερα πλάσματα, αλλά κατευθυνόμενα.
Το βιβλίο της Αγίας Γραφής Ιώβ είναι από τα κλασσικότερα παραδείγματα για την περίπτωση της θεοδικίας και την διόρθωση πολλών εσφαλμένων “ειδωλολατρικών” παραστάσεων και αντιλήψεων για τον Θεό και τον άνθρωπο. Οι τρεις φίλοι του Ιώβ που τον επισκέπτονται να τον παρηγορήσουν για τα δεινά που τον βρήκαν, αφού έχασε όλη την τεράστια περιουσία του, σκοτώθηκαν τα παιδιά του και γέμισε πληγές το σώμα του, παγιδεύονται στο νομικό πνεύμα που κυριαρχούσε και τότε και σήμερα, θεωρώντας το κακό ως μέσο τιμωρίας για τις αμαρτίες του ανθρώπου. Η παρέμβαση ενός τέταρτου φίλου, του Ελιού, μολονότι προωθεί το θέμα πιο πέρα από το νομικό πνεύμα, καθώς θέτει τον παιδευτικό ρόλο του κακού, εκφράζοντας την άποψη πως τα παθήματα στους ανθρώπους επιβάλλονται από το Θεό είτε ως τιμωρία για κάποιες κακές πράξεις, είτε για να παιδευτούν και να διορθώσουν τις αδυναμίες τους, δεν λύνει και αυτή το πρόβλημα.
Η κορύφωση του δράματος με την κάθαρση που επέρχεται βρίσκεται στους λόγους του Θεού προς τον Ιώβ, γιατί δεν αρκεί να δεχτούμε τις ιδιότητες του Θεού δηλαδή την αγαθότητα, την παντοδυναμία και τη δικαιοσύνη Του, αλλά να είμαστε σε θέση να έχουμε και την ανάλογη θεογνωσία που να ξέρουμε τι είναι αυτές οι ιδιότητες, κάτι βέβαια που είναι αδύνατο, αφού σαν δημιουργήματα που είμαστε έχουμε πεπερασμένο νου, δηλαδή νου που έχει όρια και δεν μπορεί να τα ξεπεράσει. Οι συναρπαστικές εικόνες των δύο λόγων του Θεού προς τον Ιώβ συγκλονίζουν τον άνθρωπο και τον οδηγούν μπροστά σε μια άβυσσο, όπου η κυριαρχία του Θεού είναι απόλυτη και αδιαπραγμάτευτη: «Σου έδειξε ποτέ κανείς τις πύλες του θανάτου; Ήσουν εκεί απ’ όπου ξεκινά σκοτάδι αιώνιο;» Ιώβ 38,17 και «Έχει η βροχή πατέρα; Ποιος γέννησε τις στάλες της δροσιάς;» Ιώβ 38,28.
Η κυριαρχία λοιπόν αυτή του Θεού συντρίβει το μηδέν και κάθε ανθρώπινο περιορισμό, αφού ο άνθρωπος δεν είναι τίποτα άλλο παρά “χώμα και στάχτη”. Ο θεόπνευστος συγγραφέας του βιβλίου του Ιώβ με την ποιητική του δημιουργία θέτει τον δάκτυλο “επί τύπων των ήλων” δηλαδή στη εσώτατη δομή του κόσμου και της ζωής. Και εκεί, από το μηδέν, βλέπει κανείς την έκρηξη του θείου μεγαλείου. Πως μπορεί λοιπόν ο παντοδύναμος, πάνσοφος και δίκαιος Θεός να ταυτιστεί με ένα φυσικό αντικείμενο και με μια κοινωνική πραγματικότητα, όπως θέλουν οι “ειδωλολάτρες” της θεοδικίας; Ποιος ξέρει ποια είναι η δικαιοσύνη του Θεού; Και γιατί άραγε αυτή να μοιάζει με την ανθρώπινη; Πως ο άνθρωπος, ο “χώμα και στάχτη” και επομένως δημιούργημα από το μηδέν, μπορεί να αποδίδει στον Θεό ιδιότητες που έχουν παρθεί από τη φυσική και νομική τάξη;
Στο τέλος του δράματος και μετά την ψυχική συντριβή του Ιώβ μπροστά στην ακατάληπτη θεία δύναμη, ο Θεός “μαλώνει” τον Ελιφάζ και τους δύο φίλους του: «Έσφαλλες εσύ και οι δύο φίλοι σου, διότι δεν είπατε μπροστά μου τίποτε αληθινό» Ιώβ 42,7. Πρόκειται για την καταδίκη του νομικού πνεύματος, που πολλές φορές τίθεται σαν βάση για την εξήγηση της θεοδικίας, και φυσικά δεν οδηγεί πουθενά.
Άλλωστε η υποδούλωση του ανθρώπου στη φυσική και νομική πραγματικότητα τον εξωθεί στην απαίτηση να ζητάει – όλη την ώρα και για κάθε ενέργειά του – από τον Θεό, καθώς κυριαρχεί στον κόσμο η αρρώστια και η αδικία, να ενεργεί κάθε φορά σαν επιδέξιος γιατρός και εισαγγελέας. Βέβαια στο ερώτημα που τίθεται αυτόματα από τα παραπάνω “και τότε τι μένει στον άνθρωπο να κάνει”, νομίζουμε η πιο σωστή απάντηση είναι αυτή που λέει ο σοφός λαός “αλλουνού παπά ευαγγέλια”! Όμως εδώ, πρέπει να γίνει μια απαραίτητη διευκρίνιση. Άλλο είναι να θέλεις να ερμηνεύσεις σχολαστικά την φτηνή τούτη απαίτηση, και άλλο το οδυνηρό υπαρξιακό ερώτημα που φτάνει μέχρι την επανάσταση, γιατί τότε ανοίγεται ο δρόμος για την οδυνηρή κυοφορία μιας δημιουργικής τελείωσης, κάτι που συμβαίνει στους επαναστάτες ήρωες του Ντοστογιέφσκι όταν αναρωτιούνται: γιατί να πεθαίνουν τα μικρά, αθώα παιδιά; Πως μπορεί ο Θεός, ως παντοδύναμος και συνάμα σοφός και δίκαιος, να ανέχεται μια τέτοια κατάσταση;
Είναι γεγονός πως ο άνθρωπος, που τον καίει ειλικρινά ο πόθος της ζωής και της δικαιοσύνης, δεν μπορεί να συγχωρήσει το θάνατο και την αδικία. Ξεσηκώνεται και επαναστατεί. Η στάση του αυτή είναι σωστή, γιατί αποβλέπει στην ανατροπή κάθε τάξεως και πρωτίστως στην πίστη σ’ ένα άδικο και σκληρό Θεό, ο οποίος δεν μπορεί να επιτελέσει το έργο ούτε του γιατρού ούτε του εισαγγελέα. Οι άψογοι και σχολαστικοί συλλογισμοί “πασπαλισμένοι” με φιλοσοφικό υπόβαθρο, δυστυχώς δεν είναι σε θέση να βοηθήσουν την επαναστατημένη ή ανεπανόρθωτα τραυματισμένη ψυχή. Μια τέτοια όμως επανάσταση είναι θετική και όχι οι “νερόβραστοι” και φτηνοί προβληματισμοί για την θεία αγαθότητα και την παντοδυναμία, γιατί ανατρέπει άμεσα και αμέσως την ειδωλολατρική παράσταση για τον Θεό, η οποία είναι σφηνωμένη σε τόσα πολλά χριστιανικά και θεολογικά κεφάλια. Ανατρέπει την εσφαλμένη, από χριστιανική σκοπιά, γνώμη πως η σχέση Θεού και ανθρώπου ρυθμίζεται με την αρχή του do ut des (δηλαδή κάνω ένα συμβόλαιο συμβιβασμού με τον Θεό, να μου ανταποδίδεται από Αυτόν κάτι σαν αντάλλαγμα, για κάθε πράξη που θα κάνω).
Μετά την επανάσταση και την εκθρόνιση του ειδωλολατρικού Θεού, αφού δεν μένει απολύτως τίποτα, ανοίγει ο δρόμος να γίνει η ενθρόνιση ενός καινούργιου Θεού, του μόνου αληθινού. Είναι Αυτός που δημιούργησε λογικά και ελεύθερα πλάσματα από το μηδέν, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του. Οι άνθρωποι, σαν τέτοια πλάσματα, είναι συνδημιουργοί και με οδύνη θα περάσουν από την αποτυχία και το μηδέν κατά την πορεία της δημιουργικής ελευθερίας. Ο Θεός είναι καταλύτης του δαιμονισμού και των πονηρών δυνάμεων του κακού που ωθούν τον άνθρωπο και την δημιουργία στο μηδέν, όχι όμως ως γιατρός και εισαγγελέας με τα φτηνά ανθρώπινα μέτρα, αλλά καταλύοντας το κακό με την δημιουργία, την οποία ολοκληρώνει ο άνθρωπος με την συμμετοχή του σ’ αυτήν. Η συνεργασία αυτή Δημιουργού και δημιουργήματος δεν αποβλέπει στην εξασφάλιση μιας ευδαιμονίας, με τα φυσικά και νομικά μέτρα, αλλά στην τελείωση του ανθρώπου και της δημιουργίας. Ο δρόμος αυτός είναι δύσκολος, αλλά υπάρχει και η περίπτωση να ανακαλυφθεί και να κατακτηθεί από έναν επαναστάτη κατά της “χριστιανικής” ειδωλολατρίας και υποκρισίας.
Πρέπει επίσης να τονισθεί και να αποσαφηνισθεί σ’ αυτό το σημείο, και ο ρόλος του Διαβόλου και των δαιμόνων αυτού οι οποίοι θεωρήθηκαν από την “χριστιανική” ειδωλολατρία ως όργανα τιμωρίας του Θεού. Όμως ο Διάβολος δεν είναι το τιμωρό όργανο του Θεού, αλλά ο πρώτος εφευρέτης του δαιμονισμού που εκβιάζει και κρατάει αιχμάλωτο τον άνθρωπο με την απειλή της επιστροφής του στο μηδέν δηλαδή την ανυπαρξία, γι’ αυτό και γίνεται μετέπειτα ο μεγαλύτερος και βασικός συνεργάτης του στην ανταρσία για το ξεθεμέλιωμα της ύπαρξης και της επιστροφής του στο μηδέν. Γιατί ο Θεός συνεχώς ουσιώνει, ζωοποιεί και τελειώνει – οδηγεί δηλαδή σε κάποιο σκοπό – την δημιουργία. Οι δυνάμεις του δαιμονισμού, κινούμενες στην προσωπική και κοινωνική περιοχή του ανθρώπου, τείνουν ν’ αποβάλουν τη ζωοποιό χάρη, να αντιστρατευθούν αυτή τη ζωή και να καθιερώσουν τη στατικότητα, το σκοτάδι και το μηδέν.
Μπροστά στο σκάνδαλο, που προξενούν ο θάνατος και η αδικία, ο άνθρωπος οφείλει να γνωρίζει πως δεν ρίχτηκε στη γη για να ζήσει απλώς σε μια “καλοπέραση”, δηλαδή σε μια ευδαιμονική κατάσταση, αλλά για να γίνει συνδημιουργός και σμιλευτής μιας τελείωσης. Εξαιτίας όμως της κατ’ ανάγκη κτιστότητας του, δηλαδή σαν δημιούργημα που είναι έχει αρχή και τέλος, πρέπει να περάσει από τις δυνάμεις που τον τραβούν στο μηδέν και την ανυπαρξία και να τις ξεπεράσει. Αυτό το έργο μέσα σε μια ποικιλία χαρισμάτων μπορεί να γίνει αθόρυβα και δημιουργικά από τον απλό Χριστιανό ως τον πιο καλλιεργημένο ασκητή και άγιο. Μονάχα ο ελεύθερος και δημιουργικός άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τί δεινή παγίδα είναι η ειδωλολατρική θεοδικία. Γιατί γνωρίζει τα όριά του, τη φύση της ατέλειάς του λόγω κτιστότητάς του, και το δημιουργικό έργο που πρέπει να επιτελέσει. Εν κατακλείδι η ζωοποιός δύναμη του Θεού και η δημιουργική τελείωση του ανθρώπου μπορούν να λύσουν το πρόβλημα της ειδωλολατρικής θεοδικίας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Νίκου Α. Ματσούκα: Το πρόβλημα του κακού, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Γ΄ Έκδοση, Θεσσαλονίκη 1992
2. Σχολικό Εγχειρίδιο Θρησκευτικών Α΄ Γυμνασίου, ΙΑ΄ Έκδοση, 1997
3. Η Αγία Γραφή, Έκδοση Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας, Αθήνα 1997

Share Button