θεοδικία η [θeoδikía]:
1. η κρίση του Θεού για την αθωότητα ή την ενοχή ενός κατηγορουμένου, που εκδηλώνεται με υπερφυσικά σημάδια· θεοκρισία. 2. (φιλοσ.) η δικαίωση του Θεού για τη δημιουργία και την ύπαρξη του κακού στον κόσμο. [λόγ. < γαλλ. théodicée < théo- = θεο-I + dicée < αρχ. δίκ(η) -ία]