Η ΧΗΡΑ ΤΗΣ ΣΑΡΕΠΤΑ (Γ Βασιλ. 17, 8-24)Ο ΒΡΑΧΟΣ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΜΑΑΝ (Α’ Σαμ. 23, 24-28)

Η ΧΗΡΑ ΤΗΣ ΣΑΡΕΠΤΑ  (Γ Βασιλ. 17, 8-24)

Η ΧΗΡΑ ΤΗΣ ΣΑΡΕΠΤΑ
(Γ Βασιλ. 17, 8-24)
(1940-2009)
   Στην εποχή των προφητών υπήρχε κοντά στην Σιδώνα την πρω­τεύουσα της  Φοινίκης η Σαρεπτά, μία πόλις γνωστή από τον βίο τού προφήτου Ηλία. Σ’  αυτήν κατοικούσε στα χρόνια αυτού τού προφήτου μία γυναίκα στολισμένη με εξαίρετες αρετές. Ο ίδιος ο Κύριος σε κά­ποια ομιλία του στη Ναζαρέτ  μνημόνευσε την ευλογημένη αυτή ψυχή με τα εξής λόγια: «Πολλές  γυναίκες χήρες υπήρχαν στα χρόνια τού Ηλία στα κράτος τού Ισραήλ, όταν  επί τριάμιση έτη κλείσθηκε ο ουρα­νός και έπεσε μεγάλη πείνα σ’ όλη την  γη, αλλά σε καμμία από αυτές δεν εστάλη ο Ηλίας παρά στην Σαρεπτά της  Σιδωνίας σε γυναίκα χήρα».
Μία απλή και άσημη γυναίκα τού λαού μπορεί να κρύβη μέσα της τέτοιο  πνευματικό μεγαλείο που να το θαυμάζουν oι ουρανοί. Εδώ στην προκειμένη  περίπτωσι επρόκειτο και για γυναίκα που δεν άνηκε στον περιούσιο λαό τού Θεού. Καμμία φορά το διαμάντι το βρίσκεις εκεί που δεν το περιμένεις.
Ας παρακολουθήσουμε όμως από κοντά τα πράγματα για να αντικρύσουμε μία – μία τις αρετές της μακαρισμένης αυτής υπάρξεως.
Κατόπιν προσευχής τού προφήτου Ηλία ο ασεβής και ειδωλολά­τρης Ισραηλιτικός  λαός επλήγη με φοβερή ανομβρία. Η επιβίωσις ανθρώπων και ζώων κατάντησε  προβληματική. Τον πρώτο καιρό της ανυδρίας ο Ηλίας βρισκόταν κοντά στην  Ιεριχώ στον χείμαρρο Χορράθ. Σαν στέρεψε το νερό τού χειμάρρου, έλαβε  παραγγελία από τον Ουρανό:
Σήκω,  άφησε τούτον τον τόπο και κατευθύνσου προς την Σα­ρεπτά της Σιδωνίας.  Εκεί έχω δώσει εντολή σε μια χήρα γυναίκα να σε διαθρέψη.
Στα λόγια τού Κυρίου ο πύρινος προφήτης δεν πρόβαλε καμμία ένστασι. Χωρίς  διόλου να καθυστερήση πήρε τον δρόμο για την Σαρεπτά. Η απόστασις δεν  ήταν ευκαταφρόνητη. Οπωσδήποτε δύο – τρεις ημέρες θα πεζοπορούσε. Και  βέβαια θα λάμβανε και προφυλάξεις να μη τον ιδουν και το αναγγείλουν  στον Αχαάβ, τον ασεβέστατο αυτόν Βασιλέα, που «έπνεε μένεα» εναντίον  του.
Κατάκοπος από την πεζοπορία αντίκρυσε κάποια φορά τα τείχη της Σαρεπτά. (Τότε  βλέπετε κάθε πόλις περιβαλλόταν με τείχη. Επάλ­ξεις, πύργοι, πύλες. Και  oι πύλες της δεν ήταν πάντοτε ανοιχτές. Μόλις έπεφτε η νύχτα  αμπαρώνονταν). Ο άνθρωπος τού Θεού πλησίασε προς την κεντρική πύλη της  πόλεως. Αντίκρυσε εκεί μία γυναίκα που όλο έσκυβε και κάτι περισυνέλεγε.  Μάζευε ξύλα για την φωτιά. Φωτι­σμένος από το Πνεύμα τού Θεού όπως  ήταν, θα κατάλαβε ότι αυτή ή­ταν η χήρα για την οποία τού έκανε λόγο ο  Κύριος. Αν πράγματι είχαν έτσι τα πράγματα, θα έπρεπε να δοξάση τον Θεό,  που πριν ακόμη μπη στην πόλι συνάντησε το επιζητούμενο πρόσωπο.
Ηταν εξαντλημένος. Έπεφτε κάτω από την δίψα και την πείνα· περισσότερο από  την δίψα που επαυξήθηκε από την μεγάλη οδοιπορία. Πριν λοιπόν πλησιάση  την γυναίκα, της φώναξε από πίσω δυνατά:
Φέρε μου σ’ ένα δοχείο λίγο νερό να πιώ.
Εκείνη γύρισε πίσω προς το μέρος από όπου ακούσθηκε η φωνή και είδε έναν  παράδοξα ντυμένο άνθρωπο, με την μηλωτή και την ζώ­νη, αδύνατο, σαν  άγριο αλλά και σαν άγιο. Ίσως να κατάλαβε ότι ήταν υπηρέτης τού Θεού. Η  Γραφή δεν το διευκρινίζει αυτό. Από μία φράσι όμως της γυναίκας πιο κάτω προς τον Προφήτη «ζη Κύριος ο Θεός σου», φαίνεται ότι είχε καταλάβει τι πρόσωπο είχε απέναντί της. Χωρίς καμμία αντίρρησι, η γυναίκα ξεκίνησε  προς την πόλι, προς το σπίτι της για να τού φέρη νερό. Η ευγένειά της  και η προθυμία της εντυπωσία­σαν τον Ηλία. Αν προηγουμένως είχε  αμφιβολίες, τώρα θα πείσθηκε ότι επρόκειτο για το πρόσωπο που τού μίλησε ο Θεός.
Για να νοιώσουμε τα ευγενικά και φιλάνθρωπο αισθήματα αυτής της γυναίκας πρέπει να σημειώσουμε τα εξής: Πρώτο, ότι ήταν χήρα. Είχε χάσει τον άνδρα της, και αγωνιζόταν μόνη της σ’ αυτή την φοβερή περίοδο της ανομβρίας και ξηρασίας να κρατήση στην ζωή τα παιδιά της. Δεύτερο, ότι τα τρόφιμα που είχε βρίσκονταν στο τέλος. Της απέ­μειναν τόσα, όσα μπορούσαν να τους κρατήσουν στην ζωή μερικές ώ­ρες ακόμη. Και ενώ είχε χάσει τον άνδρα της, θα έχανε σε λίγο από την πείνα και τα παιδιά της καθώς και την δική της την ζωή. Κάτι τέτοιες σκληρές καταστάσεις ζαλίζουν και αγριεύουν τον άνθρωπο, και αν εσύ αυτή την ώρα τού ζήτησης νερό, σου απαντά:
Δεν με αφήνεις ήσυχο. Εγώ και η οικογένειά μου βαδίζουμε προς τον θάνατο,  πεθαίνουμε. Κι εσύ μου λες να σου κουβαλήσω νερό. Άφησε με ήσυχο στο  δράμα μου.
Καθώς η χήρα ξεκίνησε να φέρη το νερό, σε λίγο ακούγεται δεύ­τερο αίτημα.  Τούτο ήταν βαρύ. Θα το σήκωνε άραγε ο ώμος της γυναί­κας; Φώναξε πάλι  δυνατά:
Φέρε μου και ψωμί στο χέρι σου.
Τότε εκείνη ταπεινά και ευγενικά τού εξηγεί την αθλία κατάστασή της:
Είναι ζωντανός ο Κύριος ο Θεός σου. (Αυτό φαίνεται σαν ομολογία τού αληθινού  Θεού και σαν όρκος). Δεν υπάρχει σπίτι μου ψωμί. Μόνο μια χούφτα αλεύρι  στο κιούπι και λιγάκι λάδι στο ελαιοδοχείο. Και μαζεύω δύο ξύλα να  φτιάξω μία λαγάνα για μένα και τα παιδιά μου να φάμε και να πεθάνουμε.
Στην συνέχεια ακούγεται επιβλητική η φωνή τού Προφήτου.
—  Έχε θάρρος! Μην απελπίζεσαι. Πήγαινε σπίτι σου. Κάνε αυτά που είπες.  Αλλά ψήσε πρώτα μία μικρή λαγάνα για μένα και φέρ’ την εδώ. Έπειτα  ψήνεις για σένα και τα παιδιά σου. (Και κάνοντας πιο επί­σημο τον τόνο της φωνής του, συνέχισε). Διότι αυτά τα λόγια λέει ο Κύριος:  «Το κιούπι με το αλεύρι δεν θα τελειώση και το ελαιοδοχείο με το λάδι  δεν θα λιγοστέψη, μέχρις ότου ο Κύριος δώση βροχή στην γη».
Απαιτήσεις περίεργες. Λόγια απροσδόκητα και απίθανα. Άραγε θα τα υιοθετούσε η  γυναίκα; Θα συμμορφωνόταν μ’ αυτά; Θα πίστευε στα παράδοξα λόγια τού  Ηλία; Ή θα έλεγε: «Αν είναι άγιος και αγαπη­τός στον Θεό, γιατί  υποφέρει κι αυτός από πείνα και δίψα, και ζητια­νεύει; Και γιατί δεν  παρακαλεί τον Θεό να λύση την ανομβρία; Και γιατί να θέλη να φτιάξω  πρώτα σ’ αυτόν λαγάνα; Και που ακούσθηκε να μη στερεύη το λάδι και το  αλεύρι;».
Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν τάραξαν την σκέψι της. Δεν αμφισβήτησε τον προφητικό  λόγο τού Ηλία, σχετικά με την τύχη τού αλεύρου και τού λαδιού. «Και επορεύθη και εποίησε».  Πήγε στο σπίτι της, άναψε φωτιά, έφτιαξε πρώτα μία λαγάνα για τον  Προφήτη. Κατόπιν έφτιαξε για τον εαυτό της και τα παιδιά της.
Ο Ηλίας ήπιε νερό, έφαγε την λαγάνα και δόξασε τον Θεόν. Είχε τόσο καιρό  να βάλη κάτι στο στόμα του. Οι χαμένες δυνάμεις του ανασυγκροτήθηκαν.
Λένε  oι ερμηνευτές ότι επίτηδες το οικονόμησε έτσι το πράγμα ο Θεός να μείνη για πολύ καιρό νηστικός, για να καταλάβη πόσο φοβερές συνέπειες είχε η  ανομβρία που επιβλήθηκε στο λαό. Και για να σκεφθή πως κάποτε έπρεπε να  παρακαλέση τον Κύριο να λύση αυτό το κακό.
Στην συνέχεια έψησε η γυναίκα λαγάνα για τον εαυτό της και τα παιδιά της.  Έφαγαν κι αυτοί. Αν δεν παρεμβαλλόταν η επίσκεψις τού Προφήτου, αυτή θα  ήταν η τελευταία τροφή τους. Μετά, μητέρα και παιδιά, θα ετοιμάζονταν  για τον τάφο. Να όμως, που στην κρίσιμη ώρα επισκέφθηκε το σπίτι της ο  άνθρωπος τού Θεού. Έγινε φιλοξενούμε­νός της. Και αυτή τού παρεχώρησε το  «υπερώο» για διαμονή, το δώμα, το πιο ψηλό και πιο ζηλευτό δωμάτιο. Και η ευλογία τού Θεού έπεσε ά­φθονη στο δοχείο τού λαδιού και στο αλεύρι,  ώστε να μη λιγοστεύουν. Κατάλαβε η χήρα πως υπάρχει Κάποιος στον ουρανό  που προστατεύει τις χήρες και τα ορφανά που στις κρίσιμες στιγμές  παρεμβαίνει και τους σώζει από τον όλεθρο.
Κατενόησε επίσης πως ο Θεός τού Ηλία ήταν πραγματικός, ενώ οι δικοί τους  ψεύτικοι. Και ένοιωθε πως ο φιλοξενούμενός της ήταν φίλος τού αληθινού  Θεού, Αγιος και θαυματουργός. Ο λόγος του βγήκε αληθινός. Πράγματι το  έβλεπε και δεν το πίστευε: Το κιούπι με το αλεύρι δεν τελείωνε και το  ελαιοδοχείο με το λάδι δεν λιγόστευε!
Και τα παιδιά της που πήραν είδησι την θαυματουργία, αισθάνον­ταν μεγάλη  αγάπη και ευλάβεια στον άνθρωπο που έμενε στο σπίτι τους. Κι όταν  ρωτούσαν την μητέρα τους γιατί μένει τόσες ώρες κλει­σμένος μέσα στο  δωμάτιο, εκείνη τα κατατόπιζε: «Μιλάει συνέχεια με τον Θεό. Προσεύχεται. Είναι άγιος άνθρωπος».
Αλλά ο ουρανός τού σπιτιού δεν θάμεινε πολύ καιρό ξάστερος. Έμελλε να τον  πλακώσουν μαύρα σύννεφα. Ο γυιός (*) της χήρας αρ­ρώστησε. Και αρρώστησε πολύ βαρειά. «Η αρρώστια αυτού κραταιά σφόδρα». Έλυωνε ο οργανισμός του από την μάστιγά της, ώσπου υπέ­κυψε στο μοιραίο. Πέθανε.
Μεγάλη δοκιμασία για τη χήρα. Είχε χάσει τον άνδρα της. Τώρα και τον γυιό της. Οι λογισμοί θα της υπέβαλλαν πολλά. «Να,  νόμιζες πως φιλοξενείς έναν ευλογημένο άνθρωπο, και όμως κακό μεγάλο  και ανεπανόρθωτο χτύπησε το σπίτι σου!». «Τι άνθρωπος τού Θεού είναι  αυτός, αφού η παρουσία του έφερε θάνατο στο σπίτι σου»!
Εδώ θαυμάζουμε πάλι το μεγαλείο της ψυχής της. Όλοι oι σατα­νικοί λογισμοί  αποκρούονταν. Και άλλοι γίνονται δεκτοί. Σκεπτόταν ότι ήταν αμαρτωλή.  Θυμόταν διάφορες αμαρτίες που σαν άνθρωπος είχε διαπράξει. Και συσχέτιζε μ’ αυτές την τραγωδία που την βρήκε.
Όσοι στέκουν σε χαμηλά σκαλοπάτια πνευματικής ζωής κοιτάνε πάντα να  δικαιώνουν τον εαυτό τους και να ρίχνουν τις ευθύνες ατούς άλλους. Αυτοί που βρίσκονται σε υψηλή πνευματική στάθμη, αναζητούν μέσα τους το κακό.  Και η γυναίκα αυτή ήταν ψυχικά ανυψωμένη, με όμορφο εσωτερικό κόσμο.  Γι’ αυτό άλλωστε έστειλε σπίτι της ο Θεός τον πιο φλογερό προφήτη του.
Η ευλογημένη αυτή ύπαρξις σκεπτόταν πως η παρουσία ενός αγίου άνθρωπου  στον οίκο της φέρνει στην επιφάνεια παρανομίες, θυμίζει στον Θεό παλαιές αμαρτίες που πρέπει να τιμωρηθούν.
Πλησιάζει με καυτά δάκρυα και σπαραγμό ψυχής τον προφήτη και τού λέει:
—  Πως μπορώ να σταθώ εμπρός σου και να συγκριθώ μαζί σου, άνθρωπε τού  Θεού; Εσύ είσαι άγιος κι εγώ γεμάτη αμαρτίες. Τι ήταν, νάρθης στο σπίτι  μου να θυμίσης τις αμαρτίες μου, ώστε να θανατωθή ο γυιός μου!
Εκείνον λες και τον χτύπησε κεραυνός. Μα πως επέτρεψε ο Κύ­ριος τέτοιο πράγμα; Τι νόημα κρυβόταν πίσω απ’ αυτό το δράμα;
Εδώ παρατηρούν oι ευσεβείς μελετητές της Γραφής, θέλει ο Κύ­ριος να  μαλακώση την ψυχή τού Ηλία με τον ανθρώπινο πόνο. Επιζη­τεί, ο πόνος και τα δάκρυα της χήρας να τού φέρουν στην σκέψι κάποια άλλα δάκρυα ενός  ολόκληρου λαού. Και να πάρη την απόφασι να προσευχηθή για να λήξη η  πληγή της ανομβρίας.
Ο απαράμιλλος μουσικός της Εκκλησίας μας, Ρωμανός ο μελω­δός, κάπως έτσι  φαντάζεται τα πράγματα, όπως φαίνεται στον επόμενο «οίκο» σχετικού  Κοντακίου του:
«Δεν πιστεύω, Σωτήρα, αναβόησε στον παντοδύναμο Θεό ο προφήτης, πως έτσι  φυσικά στο παιδί ήρθε ο θάνατος. Αυτό, αναμάρτητε, τέχνη είναι της  σοφίας σου. Μηχανεύθηκες να με σπρώξης στην ευσπλαχνία. Σαν σου απευθύνω την ικεσία: «Ανάστησε τον νεκρό γυιό της χήρας», θ’ αποκριθής:
«Δείξε έλεος στον γυιό μου τον Ισραήλ, σ’ έναν ολόκληρο λαό που υποφέρει».
Αυτό θα μου πης ο μόνος Φιλάνθρωπος» (**).
Ο Ηλίας συντετριμμένος από τον αβάσταχτο πόνο της μητέρας καθώς και από την τόση της ταπείνωσι, ζήτησε το νεκρό παιδί.
 — Δώσ’ μου τον γυιό σου.
Τού τον φέρνει στην αγκαλιά της. Τον παραλαμβάνει, τον ανεβά­ζει στο υπερώο και τον αφήνει σαν να κοιμάται στο κρεββάτι του.
Η καρδιά της χαροκαμένης γυναίκας χτυπούσε δυνατά. Και η σκέψις της  συγχυσμένη. «Τι άραγε το ήθελε ο προφήτης το νεκρό παιδί στο δωμάτιό  του; Τι μπορεί να προσφέρη κανείς σ’ έναν που πέθανε; Μήπως υπήρχε  τρόπος να το επαναφέρη στην ζωή; Μα oι εν τω άδη δεν ξαναγυρίζουν πίσω.  Πουθενά δεν ακούσθηκε ότι ξαναζωντάνεψε πεθαμένος.
Ο άγιος τού Θεού δεν άντεχε την ανείπωτη πίκρα της χήρας, που ήταν και  δική του οδύνη. Έπρεπε πάση θυσία, να διωχθούν τα κατά­μαυρα σύννεφα και να ξαναφωτισθή το φτωχό μα τόσο φιλόξενο σπίτι. Αλλά πως θα γινόταν  αυτό; Μέχρι τότε κανένας δεν ανάστησε νεκρό.
Είχαν περάσει από το εβραϊκό έθνος μεγάλοι άγιοι και θαυμα­τουργοί σαν τον  Σαμουήλ, τον Ιησού τού Ναυή, τον μεγάλο Μωυσή κλπ. Επετέλεσαν σημεία και τέρατα. Ακόμα και ποταμούς και θάλασ­σες απεξήραναν για να περάση απ’  εκεί ο λαός. Ακόμα και τροφές από τον ουρανό έβρεχαν στην γη. Αλλά…  Αλλά νεκρόν κανένας, μα κανέ­νας δεν είχε αναστήσει!
Ναι,  ήταν αλήθεια πως κανένας δεν είχε αναστήσει νεκρό. Ούτε ο Μωυσής! Ούτε  ακόμη εκείνος ο αρχαίος προφήτης Ενώχ, που αξιώθη­κε να μετατεθή  ζωντανός (Γεν. 5, 24). Τα ήξερε όλα αυτά ο Ηλίας. Ή­ξερε όμως πως ο  πόνος της χήρας ήταν οδυνηρός και χρειαζόταν θερα­πεία. Ήξερε ακόμη ότι ο Θεός ήταν παντοδύναμος. Μάλιστα παντο­δύναμος. Όλα μπορούσε να τα κάνη.  Κι έναν νεκρό μπορούσε να τον επαναφέρη στην ζωή, άσχετα αν μέχρι τότε  δεν πραγματοποιήθηκε πο­τέ τέτοια φοβερή θαυματουργία.
Ενώ εμπρός στο κρεββάτι εκείτετο το νεκρό παιδί, ο προφήτης προσευχήθηκε γεμάτος πόνο και παράπονο, και κραύγασε δυνατά:
Θεέ μου, συ που γνωρίζεις την κατάστασι της χήρας που με φι­λοξενεί, τι  ήταν αυτό που έκανες, να επιτρέψης τον θάνατο τού γυιού της;
Κατόπιν προέβη σε μία πράξι που θυμίζει ενέργειες θεϊκές. Φύ­σηξε το παιδί.  Άφησε να βγή από μέσα του αγιασμένη πνοή και να χτυπήση πάνω στο νεκρό  πρόσωπό του. Μας έρχεται στο νου ο Χριστός που μόλις επισκέφθηκε  αναστημένος το εσπέρας τού Πάσχα τους μα­θητές του τους φύσηξε και τους  χορήγησε πνευματική εξουσία. Ακόμη θυμόμαστε την δημιουργία τού Αδάμ.  «Και ενεφύσησεν (ο Θεός) εις το πρόσωπον αυτού πνοήν ζωής» (Γέν. 2,7).  Το Πνεύμα τού Θεού χο­ρηγεί ζωή. Γι’ αυτό και κάθε φορά που απαγγέλλουμε το «πιστεύω», το αποκαλούμε Άγιον, Κύριον, Ζωοποιόν. Ζωή και ζωοποιόν.
Η Γραφή σημειώνει ότι ο προφήτης φύσηξε τον νεκρό τρεις φο­ρές.  Σαν προφήτης και θεόπτης εγνώριζε ότι ο Θεός ήταν τρία πρόσω­πα. Προς  τιμήν της Αγίας Τριάδος. Κατόπιν με όλη την δύναμι της ψυ­χής του  εζήτησε από τον Θεόν ν’ αναστήση το παιδί.
Κύριε ο Θεός μου, σε παρακαλώ, ας επιστρέψη στο παιδί η ψυχή του.
Και το πρωτάκουστο και απροσδόκητο θαύμα έγινε. Το παιδί ανα­στήθηκε. «Και  ανεβόησε». Έβγαλε φωνές. Αυτό δείχνει ότι όχι απλώς ήρθε στην ζωή, αλλά  ήρθε και δυναμωμένο, αφού μπορούσε να φωνάζη δυνατά.
Για πρώτη φορά στην ιστορία νικήθηκε ο θάνατος.  Βέβαια προσ­ωρινά. Την μόνιμη νίκη κατά τού θανάτου θα την  πραγματοποιούσε στο μέλλον ο Χριστός. Ωστόσο η ανάστασις που επετέλεσε ο προφή­της προεικόνιζε την μελλοντική ανάστασι των νεκρών από τον  Χριστό. Άρχιζε ο λαός τού Θεού να προετοιμάζεται σιγά – σιγά στην έννοια της ήττας τού θανάτου. Ό,τι συμβαίνει στην Παλαιά Διαθήκη προετοιμάζει  το έδαφος για όσα θα επιτελέση στο μέλλον ο Μεσσίας.
Γεμάτος θαυμασμό, χαρά και ενθουσιασμό ο Ηλίας παίρνει το παιδί, το κατεβάζει  κάτω και το δίνει στην μητέρα του. «Βλέπε —της λέει— ζη ο υιός σου».  Ναι, ο γιός της ήταν ζωντανός. Το έβλεπε και δεν το πίστευε. Τέτοια χαρά δεν την άντεχε. Και ο σεβασμός της προς το πρόσωπο τού προφήτου ξεπέρασε κάθε όριο. 
— Να, είπε, το διαπίστωσα καλά ότι εσύ είσαι άγιος, είσαι άνθρω­πος τού Θεού, και με το στόμα σου ομιλεί ο αληθινός Θεός.
Ευνόητο είναι ότι το μεγάλο και πρωτάκουστο θαύμα, αν όχι τώ­ρα, αργότερα  διαδόθηκε από στόμα σε στόμα, και η φήμη τού Ηλία ανέβηκε στα ύψη.
Δεν είναι χωρίς σημασία ότι η πρώτη ανάστασις νεκρού πραγμα­τοποιήθηκε σε μία οικογένεια μη Ισραηλιτική.  Κανονικά ένα τόσο μεγάλο θαύμα θα έπρεπε να λάβη χώρα εντός των ορίων  τού Ισραήλ και σε Ισραηλίτη. Γιατί άραγε η πρώτη ανάστασις νεκρού να  συμβή εκτός τού περιουσίου λαού;
Μία γυναίκα χήρα κι ένα νεκρό παιδί. Αυτά αντιπροσωπεύουν όλο τον  ειδωλολατρικό κόσμο που τον έδερνε πνευματική χηρεία και πνευματικός  θάνατος. Η εύνοια τού Θεού μέσω τού Ηλία προς αυτά τα πρόσωπα  έχει προφητικό νόημα. Προεικονίζει την μελλοντική ανάστασι τού  ειδωλολατρικού κόσμου, τότε που ο περιούσιος λαός τού Θεού θα αρνηθή και θα σταυρώση τον Μεσσία.
Η πίστις και η ομολογία της χήρας υποδηλώνει την μελλοντική πίστι των  εθνών, τα οποία θα αποτελέσουν τον Χριστιανικό λαό, τον «νέον Ισραήλ».
Ο Μωϋσής όταν νυμφεύθηκε, πήρε γυναίκα Αιθιόπισσα, ενώ κα­νονικά έπρεπε  να πάρη Ισραηλίτισσα. Γιατί το έκανε αυτό; Για να δείξη ότι ο νέος  Μωϋσής, ο Χριστός θα νυμφευόταν την εξ εθνών Εκκλησία, που ήταν  Αιθιόπισσα, δηλαδή μαύρη από την απιστία και την αμαρτία. Και αυτήν θα  την ελεύκαινε, θα την άγιαζε, ακόμα πιο πολύ θα την έκα­νε σώμα του!
Η Π. Διαθήκη είναι γεμάτη αινίγματα και κρυμμένα μυστικά, που για να τα αντιληφθής χρειάζεσαι το κλειδί τού Χριστού.  Οι Εβραίοι που απέρριψαν τον αληθινό Μεσσία, δεν το έχουν αυτό το  κλειδί. Έτσι δια­βάζουν την Π. Διαθήκη, χωρίς να καταλαβαίνουν τίποτε  από τα υπερφυή μυστήριά της.
Κατά την έκφρασι τού Αποστόλου Παύλου, διαβάζουν την Βίβλο έχοντας στα ψυχικά τους μάτια ένα τυφλοπάνι, ένα κάλυμμα. «Όταν αναγιγνώσκεται ο Μωϋσής, κάλυμμα κείται επί της καρδίας αυτών» (Β’ Κορ. 3, 15). Είθε κάποτε να επιστραφούν προς τον Κύριο, και να φωτι­σθούν τα σκότη της ψυχής τους. 

 


 

(*) Η  Γραφή δεν διασαφηνίζει τον αριθμό των παιδιών της χήρας. Είχε ένα ή  πε­ρισσότερα; Αγνοούμε. Η μετάφρασις των Εβδομήκοντα ομιλεί για «παιδιά»  της γυ­ναίκας. Άλλες μεταφράσεις, όπως αυτές που στηρίζονται στο  μασσωριτικό κείμενο, η Βουλγάτα κλπ. αναφέρουν ότι η χήρα έχει μόνο έναν γυιό, φαίνεται ότι είχε μόνο ένα γυιό, και τα’ άλλα παιδιά της ήταν  κορίτσια.
(**) Και oι εικοσιπέντε «οίκοι» τού Κοντακίου τελειώνουν κατά κανόνα με την φράσι, «ο μόνος φιλάνθρωπος».
 

Από το βιβλίο: ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
Ἀντιαιρετικόν Ἐγκόλπιον    www.egolpion.com
14  ΙΟΥΝΙΟΥ  2012

Ο ΒΡΑΧΟΣ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΜΑΑΝ  (Α’ Σαμ. 23, 24-28)

Ο ΒΡΑΧΟΣ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΜΑΑΝ  (Α' Σαμ. 23, 24-28)

Ο ΒΡΑΧΟΣ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΜΑΑΝ
(Α’ Σαμ. 23, 24-28)
Ένα σύμβο­λο της θεϊκής αγάπης και προνοίας, για κάθε δίκαιο που διώκεται άδικα, για κάθε ευσεβή που εναποθέτει τις ελπίδες του στην πρόνοια τού ου­ράνιου Πατέρα, για κάθε πιστό που ξέρει να ομολογή σαν τον Δαβίδ, ότι ο Κύριος αποτελεί το καταφύγιό του
(1940-2009)
   Βρισκόμαστε στα χρόνια που βασιλεύει στον Ισραήλ ο Σαούλ, χί­λια είκοσι περίπου έτη προ Χριστού. Όχι ο καλός Σαούλ που εφήρμοζε το θέλημα τού Κυρίου και  υπάκουε στον «άνθρωπο τού Θεού» δηλ. στον Σαμουήλ. Αλλά ο Σαούλ που  ξεστράτισε και έγινε όργανο των δαιμόνων που υποδουλώθηκε στο πάθος της  αντιζηλίας και τού φθό­νου εναντίον τού Δαβίδ, τον οποίον αγωνιζόταν με  μανία να εξοντώση.
Τους πιο εκλεκτούς, τους πιο επίλεκτους στρατιώτες τού βασι­λείου του δεν  τους είχε τόσο για να προασπίζη την χώρα από τους Φιλισταίους, όσο για  να καταδιώκη τον Δαβίδ. Πλήθος διαλεχτοί πολεμι­στές και επί κεφαλής ο  περίφημος στρατηγός Αβεννήρ συνώδευαν τον Σαούλ στην  αμείλικτη καταδίωξι. Το δίκτυο των κατασκόπων δούλευε καλά. Αλλά και oι  προδότες και oι καιροσκόποι ήταν στην διάθεσι τού βασιλέως.
Η έρημος της Νότιας Ιουδαίας, περιοχή κατάξερη, με χαράδρες, λόφους, βουνά,  σπήλαια, δύσβατες περιοχές, προσφερόταν για κατα­φύγιο τού Δαβίδ. Δεν  ήταν μόνος του. Τον περιτριγύριζαν τετρακόσιοι οπαδοί,  oι οποίοι πίστευαν ότι μία ημέρα θα τον έβλεπαν στον βασιλικό θρόνο. Σ’  αυτήν την περιοχή σ’ ένα οροπέδιο υπήρχε μία μικρή πόλις, η Ζιφ.  Οι κάτοικοί της, πολύ ελεεινοί άνθρωποι. Μόλις αντιλαμβάνονταν ότι  κάπου εκεί κρυβόταν ο Δαβίδ, αμέσως έστελναν μήνυμα στον Σαούλ: «Ουκ ιδού Δαβίδ κέκρυπται παρ’ ημίν»; (23, 19)· «ιδού Δαβίδ σκεπάζεται μεθ’ ημών εν τω βουνώ τού Εχελά» (26, 1).
Στον ευσεβή αναγνώστη της Βίβλου το όνομα «Ζιφαίοι»  προκαλεί αηδία. Θυμίζει άλλα ποταπά πρόσωπα, θυμίζει Ιούδες και  Εφιάλτες. Στον Σαούλ όμως οι κάτοικοι της Ζίφ ήταν οι ευλογημένοι, οι  αγαπημέ­νοι. «Ευλογημένοι υμείς τω Κυρίω» (23, 21).Αυτά που σημειώσαμε για τους Ζιφαίους θα μας χρειασθούν αρ­γότερα.
Νοτιοδυτικά της Βηθλεέμ, όχι πολύ μακρυά άπα την Χεβρών, στα σύνορα σχεδόν με τους Φιλισταίους υπήρχε η πόλις Κεϊλά. Ήταν ονομαστή γιατί σ’ αυτήν είχε ταφή ο προφήτης Αββακούμ. Λόγω της κρίσιμης γεωγραφικής της θέσεως την είχαν περιβάλει με τείχος. Πόλις ωχυρωμένη, με βαρείες πόρτες και αμπάρες, «πόλις θυρών και μο­χλών».
Η πόλις δέχθηκε επίθεσι από τους Φιλισταίους και διέτρεξε με­γάλο  κίνδυνο. Ο Δαβίδ όμως με τους λιγοστούς άνδρες του κατώρθωσε να την σώση προξενώντας μεγάλη ήττα στους αλλοφύλους. Ο Σαούλ πληροφορήθηκε ότι ο  Δαβίδ βρίσκεται στην Κεϊλά και με φοβε­ρή στρατιωτική δύναμι εκστρατεύει εναντίον της. Ο Δαβίδ, για να γλυτώση και τον εαυτό του, αλλά και την  πόλι από την καταστροφική μανία του βασιλέως, πήρε τους τετρακόσιους  στρατιώτες του και εσπευσμέ­να απομακρύνθηκε από εκεί.
Στην συνέχεια περνούσε τον καιρό του στην έρημο της Νότιας Ιουδαίας, στην  περιοχή Ζιφ. Γι’ αυτήν την περιφέρεια η Γραφή χρησι­μοποιεί τον  χαρακτηρισμό «γη αυχμώδης», που θα πη «γη της ξεραΐλας». Και στους ψαλμούς τού Δαβίδ συχνά συναντούμε τις φράσεις, «εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω» (62, 2). Στον Ψαλμό 54 διαβά­ζουμε: «Ιδού εμάκρυνα φυγαδεύων και ηυλίσθην εν τη ερήμω»  (στ. 8). Άνυδρος και ξηρός και βραχώδης τόπος, σημαίνει έρημος από  πόλεις και χωριά και παρουσία ανθρώπων. Τόπος δηλαδή καταλληλότατος για  τούς καταδιωγμένους. Γι’ αυτό και τον προτιμούσε ο Δαβίδ. Ο καθένας όμως αντιλαμβάνεται τι δυσκολίες συναντούσε σε ζητήματα νερού και διατροφής.  Και είχε μαζί του τετρακόσιους άνδρες, οι οποίοι αργότερα έγιναν  εξακόσιοι.
Ορισμένες φορές μετά από βροχές, η περιοχή πρασίνιζε για λίγο, οπότε έκαναν την  εμφάνισί τους κάποιοι βοσκοί με τα πρόβατα τους και τα γίδια τους. Απ’ αυτούς κάτι θα μπορούσε να προμηθευθή για την συντήρησι τού μικρού στρατεύματός του.
Σ’ αυτήν την έρημο τον κατεδίωκε συνεχώς ο Σαούλ, αλλά η θεία Πρόνοια τον προστάτευε. «Και ου παρέδωκεν αυτόν Κύριος εις τας χεί­ρας αυτού»  (23, 14). Γι’ αυτήν την άνωθεν προστασία ο Δαβίδ σ’ έναν ψαλμό  διατυπώνει μία ωραία εικόνα: Ο Θεός απλώνει τα φτερά του και τov  σκεπάζει. «Θεέ, ελπίζω στην σκιά των πτερύγων σου, έως ότου πέ­ραση η ανομία» (56, 1). Ως ανομία χαρακτηρίζει την άδικη καταδίωξί του από τον Σαούλ.
Σαν άνθρωπος όμως περνούσε δύσκολες και αγωνιώδεις ώρες και ημέρες στην  έρημο Ζιφ. Πόσες φορές έπεφτε να κοιμηθή και από την αγωνία του δεν  μπορούσε να κλείση μάτι. «Εκοιμήθην τεταραγμένος» (Ψαλμ. 56,  5). Όταν ένοιωθε ότι στην απέναντι πλαγιά ή στην δι­πλανή οροσειρά ήταν  στρατοπεδευμένοι οι διαλεκτοί πολεμιστές του Σαούλ, αίσθανόταν ότι είναι περικυκλωμένος από λιοντάρια, ότι βρί­σκεται «εν μέσω σκύμνων».
Όασις εν τη ερήμω σ’ αυτήν την περίοδο ήταν κάποια επίσκεψις. Ένα εκλεκτό και προσφιλές του πρόσωπο, τον επισκέφθηκε σ’ αυτές τις άνυδρες κακοτοπιές  και έρριξε χαρούμενο φως μέσα στα διαμερί­σματα της ψυχής του. Ήταν ο Ιωνάθαν,  ο πιστός του φίλος, μια από τις πιο συμπαθείς και αξιαγάπητες μορφές  της Γραφής. Η ηθική ενίσχυσις που τού προξένησε η ανέλπιστη αυτή  επίσκεψις ήταν υπέρμετρη.
Αγαπημένε μου, Δαβίδ, τού είπε, μη φοβάσαι. Έχε θάρρος. Ο Θεός είναι με το μέρος σου. Δεν πρόκειται να σε συλλάβη και  να σε θα­νατώση ο πατέρας μου. Τελικά για σένα προορίζεται ο θρόνος τού  Ισραήλ. Αυτό είναι το θέλημα τού Κυρίου. Εγώ θα δεχθώ να έχω την δεύτερη θέσι. Και ο Σαούλ ο πατέρας μου καταλαβαίνει ότι έτσι θα εξε­λιχθούν τα πράγματα. «Μη φοβού».
Τα λόγια τού Ιωνάθαν μπήκαν βαθειά στην καρδιά του. Το σχετι­κά πεσμένο  ηθικό του αναπτερώθηκε. Οι δύο φίλοι ανανέωσαν στο ό­νομα τού Κυρίου την συμφωνία τους.
   Στα μέρη εκείνα υπήρχε μία περιοχή που λεγόταν Ιεσσαιμούν τρομερή έρημος. Στα δεξιά της βρισκόταν ένας λόφος, ο Εχελά. Πιο πέ­ρα ανοιγόταν ένας άλλος χώρος που ωνομαζόταν έρημος Μαάν. Σ’ αυ­τούς τους τόπους έλαβε χώρα μια πολύ δραματική, αλλά και εξ ίσου θαυμαστή και συγκινητική Ιστορία.
Ο Δαβίδ και οι άνδρες του είχαν εγκατασταθή στον λόφο Εχελά. Μερικοί  Ζιφαίοι που είχαν αναλάβει να παρακολουθούν τις κινήσεις του και να  ενημερώνουν τον Σαούλ, τον επρόδωσαν. Μάλιστα είπαν στον βασιλέα ότι η  περιοχή είναι τέτοια, ώστε εύκολα θα τον αποκλείση. Τού συνέστησαν να  πάρη μαζί του όσο πιο πολλούς και εκλεκτούς στρατιώ­τες μπορεί. Η  ευκαιρία ήταν μοναδική. Θα πιανόταν σαν τον ποντικό στην φάκα! Δίοδος  φυγής πουθενά. «Κεκλείκασιν αυτόν εις χείρας τού βασιλέως». ΟΙ Ζιφαίοι από την κακία τους έτριβαν τα χέρια τους. Το ίδιο και ο βασιλεύς.
Δεν υπάρχουν μόνο οι καλές, αλλά και οι αμαρτωλές συγκινήσεις. Ο Σαούλ  συγκινήθηκε από τις ενέργειες των Ζιφαίων. Άνοιξε το στόμα του και τους  είπε:
Να είστε ευλογημένοι από τον Κύριο. Εδείξατε μεγάλη συμπό­νια στο πρόσωπό μου. Δεν βρίσκω λόγια να σάς ευχαριστήσω.
Και συνέχισε:
Μην αργείτε όμως. Επιστρέψετε και κοιτάξετε σε ποιο ακριβώς σημείο  βρίσκεται ο εχθρός μου. Παρατηρήστε μήπως μετακινήθηκε. Αυτός είναι  πανούργος και μπορεί να μας κάνη κανένα τέχνασμα. Προ­χωρήστε κι εγώ σάς ακολουθώ.
ΟΙ Ζιφαίοι έτρεξαν και είδαν ότι ο Δαβίδ είχε τραβήξει προς την έρημο Μαάν.  Η ώρα ήταν απογευματινή. ΟΙ Ζιφαίοι εμπρός και ο Σαούλ από πίσω. Ο  Δαβίδ, όταν το πήρε είδησι, κατέβηκε προς τα κάτω στο μεγάλο φαράγγι,  δεκατρία χιλιόμετρα περίπου μακρυά από την Μαάν, σε κατεύθυνσι  βορειοανατολική. Πρόκειται για ιδιαίτερα δύσβατο τό­πο. Σήμερα  ονομάζεται «Βαδί – Μαλάκι» και διακρίνονται δύο βράχοι. Ο Δαβίδ βρισκόταν σύρριζα στον ένα βράχο.
Από την πίσω μεριά βρισκόταν ο στρατός τού Σαούλ. Αν δεν υπήρχε ο πέτρινος όγκος, οι δύο αντίπαλοι θα βλέπονταν μεταξύ τους. «Ην Δαβίδ σκεπαζόμενος». Τον σκέπαζε ο μεγάλος βράχος. Αλλά μέ­χρι πότε;  Όπως βάδιζε, μόλις έφθανε στην στροφή, θα έβλεπε εμπρός του τους  μανιασμένους διώκτες του. Και φυσικά δεν θα μπορούσε να τα βγάλη πέρα με ένα τόσο επίλεκτο και καλοοπλισμένο στράτευμα.
Η ώρα ήταν κρίσιμη. Ο Δαβίδ που τόσες φορές είχε γλυτώσει, αυτή την φορά  δεν θα σωζόταν. Ο τόπος δεν προσέφερε καμμιά βοή­θεια. Δεν υπήρχε κάποια διέξοδος για φυγή. Οι Ζιφαίοι άρχισαν να πα­νηγυρίζουν. Ο Δαβίδ και οι άνδρες του είχαν πέσει σε παγίδα.
Αν υπάρχουν συγκλονιστικά και συγκινητικά γεγονότα μέσα στην βιβλική  Ιστορία, αυτό που διαδραματίσθηκε στον βράχο της Μαάν, έρ­χεται από τα  πρώτα.
Ενώ απέμειναν ελάχιστες στιγμές και οι δύο στρατοί θα βρίσκον­ταν ο ένας  απέναντι στον άλλο, κάτι συνέβη, και τα πράγματα πήραν ξαφνικά άλλη  εξέλιξι.
Οι Φιλισταίοι οπωσδήποτε είχαν τους κατασκόπους τους. Φυσικό είναι να πληροφορήθηκαν  ότι ο βασιλεύς με το καλύτερο μέρος τού στρατού του κυνηγάει στην Νότια  Ιουδαία τον Δαβίδ. Γι’ αυτούς ήταν πολύ ευχάριστο που ο Δαβίδ βρισκόταν  υπό διωγμόν, γιατί τους είχε προξενήσει μεγάλα κακά. Ήταν επίσης  ευχάριστο που σ’ αυτήν την καταδίωξι διέθετε ο βασιλεύς τού Ισραήλ τον  καλύτερο στρατό του. Μπορούσαν τώρα με κάθε άνεσι να κάνουν έφοδο στην  χώρα του.
Πράγματι την ώρα που κατέβαινε ο Σαούλ στην έρημο Μαάν, οι Φιλισταίοι είχαν εισβάλει στο Ισραηλιτικό έδαφος. Ένας αγγελιαφόρος ασθμαίνοντας έτρεχε να ειδοποιήση τον βασιλέα. Την στιγμή που ο Δα­βίδ θα έχανε την προστασία από τον βράχο, έφθασε εμπρός στον Σαούλ κι έβγαλε μία σπαρακτική φωνή:
— «Σπεύδε και δεύρο, ότι αλλόφυλοι επέθεντο επί την γην». Τρέ­ξε γρήγορα! Οι Φιλισταίοι επιτέθηκαν στην χώρα μας!
Η μορφή τού αγγελιαφόρου, η αγωνία του, η κραυγή του, το άσχημο μήνυμα  έπεσαν σαν κεραυνός επάνω στον Σαούλ. Αυτοστιγμεί σημειώνει μεταβολή και διατάσσει το στράτευμα να σπεύση εκεί που το καλεί η ανάγκη.
Και όπως καταλαβαίνουμε ο Δαβίδ και οι δικοί του σώθηκαν από βέβαιο θάνατο.
Ο βράχος της Μαάν είδε δύο στρατεύματα που θα ενώνονταν, που το ένα θα έπεφτε επάνω στο άλλο, ξαφνικά να χωρίζωνται. Γι’ αυ­τό και ωνομάσθηκε «βράχος χωρισμών». «Δια τούτο επεκλήθη ο τόπος εκείνος «πέτρα η μερισθείσα»· στα εβραϊκά «σελά – αμμαλεκώθ».
Από τότε και στο εξής ο βράχος αυτός της Μαάν έγινε ξακουστός. Πήρε  σπουδαία θέσι στην Ισραηλιτική Ιστορία. Δεν είχε μόνο την ση­μασία ενός  διακεκριμένου τοπωνυμίου που προσδιώριζε γεωγραφικό κάποιον χώρο. Αυτό  ήταν το ελάχιστο. Η «πέτρα η μερισθείσα» απετέλεσε μία πνευματική στήλη στην ζωή τού περιουσίου λαού, ένα σύμβο­λο της θεϊκής αγάπης και προνοίας, για κάθε δίκαιο που διώκεται άδικα, για κάθε ευσεβή που εναποθέτει τις ελπίδες του στην πρόνοια τού ου­ράνιου Πατέρα, για κάθε πιστό που ξέρει να ομολογή σαν τον Δαβίδ, ότι ο Κύριος αποτελεί το καταφύγιό του: «Συ είσαι σε μένα καταφύγιο στην θλίψι που μου ήρθε» (Ψαλμ. 31, 7), «Ο Κύριος έγινε καταφύγιο στον πτωχό» (Ψαλμ. 9, 10).
Οι ευσεβείς που έχουν πείρα της θεϊκής βοηθείας αυξάνουν την αγάπη τους  προς τον μεγάλο Προστάτη τους και αναφωνούν αυτό που έψαλλε ο Δαβίδ στο  τέλος της ζωής του:
«Αγαπήσω σε Κύριε, η Ισχύς μου.
Κύριος στερέωμά μου και καταφυγή μου και ρύστης μου.
Ο Θεός μου βοηθός μου, ελπιώ επ’ αυτόν,
υπερασπιστής μου και κέρας σωτη­ρίας μου
και αντιλήπτωρ μου»
(Ψαλμ. 17, 2-3).
Αρχιμ. Δανιήλ Γούβαλης (1940-2009)
Από το βιβλίο: ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
Ἀντιαιρετικόν Ἐγκόλπιον    www.egolpion.com
12  ΜΑΡΤΙΟΥ  2012
Share Button