Οι Ησυχαστικές Έριδες τού 14ου αιώνα Ιστορική ανασκόπηση Τού π. Ευάγγελου Μάγειρα

 

4. Το υπόβαθρο τής έριδας

Α. Ουσιοκρατία και θεολογία των ακτίστων ενεργειών

Τον 5ο αιώνα σημειώνεται η κατάλυση της δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τα εδάφη της οποίας αποκόπτονται πλέον από την ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το γεγονός αυτό, σε πολιτισμικό επίπεδο, έχει ως συνέπεια την αποκλειστική χρήση της λατινικής γλώσσας στην παιδεία του δυτικού Χριστιανισμού. Μαζί με τους πολιτικούς λύνονται και οι ασθενείς πολιτισμικοί δεσμοί ανάμεσα στους ανατολικούς-ελληνόφωνους και τους δυτικούς-λατινόφωνους χριστιανούς.

Από τους πρώτους αιώνες, οι Έλληνες Πατέρες μορφώνονταν σε μεγάλα παιδευτικά κέντρα ρητορικής και φιλοσοφίας του Ελληνισμού. Έτσι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν άνετα την ελληνική φιλοσοφία και να την τροποποιήσουν με ευχέρεια, μεταστρέφοντάς την και αναδεικνύοντας σε σταθερή οντολογική κατηγορία την πριν οντολογικά ασταθή έννοια του προσώπου64, προκειμένου να ερμηνευτεί σωστά η χριστιανική θεολογία.

Αντιθέτως, η λατινόφωνη-δυτική θεολογία αδυνατούσε να προβεί στη μεταστροφή της αρχαιοελληνικής ουσιοκρατικής σκέψης (καθώς δεν διέθετε την ελληνική παιδεία) και έτσι παρέμεινε εγκλωβισμένη στην προτεραιότητα της ουσίας σε βάρος του προσώπου65.

Την καταδίκη της ουσιοκρατικής δυτικής οπτικής από την Ορθόδοξη Παράδοση εκφράζει χαρακτηριστικά ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς όταν αντικρούοντας τις αντιλήψεις των αντιησυχαστών λέει: «Και όταν φανερώθηκε στον Μωυσή ο Θεός, δεν είπε: “εγώ είμαι η ουσία”, αλλά: “εγώ είμαι αυτός που υπάρχει”. Γιατί δεν είναι της ουσίας αυτός που υπάρχει, αλλά η ουσία είναι αυτού που υπάρχει, επειδή όταν κάποιος υπάρχει συγκεντρώνει στον εαυτό του ολόκληρο το είναι του»66. Ο τρόπος δηλαδή ύπαρξης του όντος δεν είναι δευτερογενής όρος ως προς την ουσία του67.

Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς τονίζει ότι δεν υπάρχει ουσία απομονωμένη από την υπόσταση, όπως δεν υπάρχει και υπόσταση χωρίς ουσία68. Η άρνηση να ταυτίσει τον Θεό αποκλειστικά με την ουσία του, τον οδηγεί από τη διάκριση ουσίας και υποστάσεων στη διάκριση ουσίας και ενεργειών στην ύπαρξη του Θεού69.

Οι άκτιστες θείες ενέργειες μπορούν να κοινοποιούνται στην κτίση προσωπικά, διότι ακριβώς η θεία φύση κατέχεται από τα θεία πρόσωπα70.

Η θεολογία λοιπόν των ακτίστων ενεργειών, που διακρίνονται χωρίς να διαιρούνται από την ουσία, έχει ως βάση το πρόσωπο και αποκλείει κάθε ουσιοκρατική αντίληψη υποτίμησής του.

 

Β. Σχολαστικισμός και ησυχαστική θεολογία

Τον 12ο αιώνα η γέννηση της σχολαστικής θεολογίας, με τον Πέτρο Λομβαρδό (1100-1160), επιδείνωσε το σχίσμα μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Εγκαταλείπεται η παραδοσιακή θεολογία και δεν υπάρχει πλέον κοινή γλώσσα μεταξύ των δύο Εκκλησιών. Κεντρική φυσιογνωμία της σχολαστικής θεολογίας αναδεικνύεται ο Θωμάς Ακινάτης (1225-1274)71.

Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς με τη διδασκαλία του περί θείων ενεργειών και μετοχής του ανθρώπου στο άκτιστο φως, περί μυστικής ζωής και νοερής προσευχής, πολέμησε τον δυτικό Σχολαστικισμό72.

Η ίδια δε η νίκη των ησυχαστών επιβεβαιώνει ότι αυτοί εξέφραζαν το ζωντανό φρόνημα της Εκκλησίας. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι ο Ησυχασμός δεν είχε αναφορά μόνο σε ένα τμήμα της Εκκλησίας (τους ιεράρχες ή τους ασκητές) αλλά σε όλα τα μέλη και επίπεδα του εκκλησιαστικού σώματος73.

Η διαμάχη λοιπόν ανάμεσα στους αντιησυχαστές και τον Γρηγόριο Παλαμά, που ανέλαβε την υπεράσπιση των «ιερώς ησυχαζόντων», είχε υπόβαθρο πολιτισμικό και θεολογικό. Στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών της έριδας, συγκρούστηκαν δύο πολιτισμοί: το δυτικό πνεύμα (με κυρίαρχο στοιχείο τον Ορθολογισμό) και η παραδοσιακή Ορθοδοξία, που αγωνιζόταν να μείνει πιστή στο πνεύμα της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας. Στην προτεραιότητα που ο Βαρλαάμ και οι ουμανιστές (Γρηγόριος Ακίνδυνος, Νικηφόρος Γρηγοράς κ.ά.) έδιναν στη φιλοσοφία, ο Παλαμάς διείδε τον κίνδυνο νοθεύσεως της Ορθόδοξης Παράδοσης. Η διορατικότητα αυτή δικαιώθηκε απόλυτα στην τελευταία κυρίως φάση της έριδας με τη στάση των λατινόφιλων θεολόγων. Αυτοί ερωτοτροπώντας με τον δυτικό πολιτισμό και τη σχολαστική θεολογία (που έδινε εξέχουσα θέση στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία), υιοθέτησαν τον Ορθολογισμό του Σχολαστικισμού και, τελικά, οι περισσότεροι προσχώρησαν στη Δυτική Εκκλησία74.

 

Σημειώσεις

64. Η αρχαία ελληνική σκέψη δημιουργεί έναν «ωραιότατο κόσμο», μια δηλαδή ενότητα και αρμονία, και –ως εκ τούτου– έναν κόσμο σταθερό και αμετάβλητο στην ουσιώδη του δομή και σύνθεση. Το απρόοπτο και η ελευθερία και ό,τι άλλο απειλεί αυτήν την αρμονία είναι απορριπτέο, κάθε δε ετερότητα θεωρείται ως «μη είναι», εφ’ όσον δεν συνδέεται με το ενιαίο αυτό είναι. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές η έννοια του προσώπου είναι οντολογικά αδύνατη. Η ψυχή, η οποία εξασφαλίζει το «είναι» του ανθρώπου, δεν συνδέεται μόνιμα με τον συγκεκριμένο, «ατομικό» άνθρωπο. Η αδυναμία για τη σύνθεση μονιμότητας και ατομικότητας χαρακτηρίζει την αρχαία ελληνική σκέψη στο σύνολό της (Ιω. Ζηζιούλας, Μητροπολίτης Περγάμου, «Από το προσωπείον εις το πρόσωπον. Η συμβολή της πατερικής θεολογίας εις την έννοιαν του προσώπου», Ιμάτια Φωτός Αρρήτου, διεπιστημονική προσέγγιση του προσώπου, επιμ. Λ. Σιάσος, εκδ. Π. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 75-77).

65. Μ. Μπέγζος, «Οι πρώτες διαφοροποιήσεις ανατολικού (ελληνόφωνου) και δυτικού (λατινόφωνου) χριστιανισμού», Μ. Μπέγζος, Στ. Πορτελάνος, Αλ. Καριώτογλου και Γ. Μεταλληνός, Η Ορθοδοξία ως κληρονομιά: Η Ορθόδοξη Εκκλησία σε Ανατολή και Δύση τ. Β΄, εκδ. Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (Ε.Α.Π.), Πάτρα 2001, σ. 25-27.

66. «Και τω Μωυσή δε χρηματίζων ο Θεός, ουκ είπεν “εγώ ειμι η ουσία”, αλλ’ “εγώ ειμι ο ων”· ου γαρ εκ τής ουσίας ο ων, αλλ’ εκ τού όντος η ουσία· αυτός γαρ ο ων όλον εν εαυτώ συνείληφε το είναι» (Γρηγόριος Παλαμάς, «Υπέρ τών ιερώς ησυχαζόντων» 3, 2, 12, Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα τ. Α΄, επιμ. Π. Χρήστου, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 19884, σ. 666).

67. John D. Zizioulas, «Human Capacity and Human Incapacity: A Theological Exploration of Personhood», Scottish Journal of Theology 28(no5)/1975, σ. 416. Για τον άγιο Γρηγόριο Παλαμά και γενικότερα για τους Έλληνες Πατέρες στον Θεό δεν προϋπάρχει η κοινή ουσία και κατόπιν αναδύονται τα πρόσωπα. Έτσι το πρόσωπο δεν επέχει κάποια δευτερεύουσα θέση έναντι της ουσίας, ούτε αυτή αποτελεί από μόνη της το πρωταρχικό αίτιο της ύπαρξης (Στ. Γιαγκάζογλου, «Πρόσωπο και ετερότητα. Δοκίμιο για μια θεολογία της ετερότητας», Ίνδικτος 21/2006, σ. 98-99).

68. Στ. Γιαγκάζογλου, Προλεγόμενα στη θεολογία των ακτίστων ενεργειών. Σπουδή στον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, εκδ. «Τέρτιος», Κατερίνη 1992, σ. 46. «ου γαρ ότε λέγομεν κεφαλήν ή καρδίαν ανθρώπου χωρίς κεφαλής και καρδίας άνθρωπον είναί φαμεν, ουδ ότε περί τον νουν είναι την δόξαν και την διάνοιαν, είναι νουν λέγομεν χωρίς αυτών, ουδ ει τας υποστάσεις περί την ουσίαν είποι τις, είναι λέγει χωρίς υποστάσεως ουσίαν ή χωρίς ουσίας υπόστασιν» (Γρηγόριος Παλαμάς, «Προς Ιωάννην Γαβράν» 19, Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα τ. Β΄, επιμ. Π. Χρήστου, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1966, σ. 346). «Υπόστασιν δε χωρίς ουσίας και ενεργείας είναι αδύνατον» (Γρηγόριος Παλαμάς, «Προς Δαμιανόν» 18, Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα τ. Β΄, επιμ. Π. Χρήστου, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1966, σ. 474). «Και την υπόστασιν γαρ τής ουσίας διαιρούμεν και την προς εκείνην διαφοράν επιδείκνυμεν περί αυτής διαλεγόμενοί τισιν, αλλ ουκ έστιν ιδείν υπόστασιν χωρίς ουσίας» (Γρηγόριος Παλαμάς, «Προς Ιωάννην Γαβράν» 30, Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα τ. Β΄, επιμ. Π. Χρήστου, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1966, σ. 358-359).

69. Στ. Γιαγκάζογλου, Προλεγόμενα στη θεολογία των ακτίστων ενεργειών. Σπουδή στον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά, εκδ. «Τέρτιος», Κατερίνη 1992, σ. 66. «Τριών όντων τού Θεού, ουσίας, ενεργείας, Τριάδος υποστάσεων θείων» (Γρηγόριος Παλαμάς, Κεφάλαια φυσικά, θεολογικά, ηθικά τε και πρακτικά οε΄, PG 150, 1173Β).

70. Στ. Γιαγκάζογλου, ό.π., σ. 72.

71. Στ. Πορτελάνος, «Το σχίσμα Ρώμης-Κωνσταντινουπόλεως και η πολεμική αντιπαράθεση Ορθοδοξίας και Ρωμαιοκαθολικισμού», Μ. Μπέγζος, Στ. Πορτελάνος, Αλ. Καριώτογλου και Γ. Μεταλληνός, Η Ορθοδοξία ως κληρονομιά: Η Ορθόδοξη Εκκλησία σε Ανατολή και Δύση τ. Β΄, εκδ. Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο (Ε.Α.Π.), Πάτρα 2001, σ. 90.

72. Αυτόθι, σ. 92.

73. Δημ. Μόσχος, Οι φιλοσοφικές προϋποθέσεις του Αντιησυχασμού του Νικηφόρου Γρηγορά, διδακτορική διατριβή, Αθήνα 1994, Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης 4/7/2001, σ. 40.

74. Βενιζέλος Χριστοφορίδης, Οι ησυχαστικές έριδες κατά το ιδ΄ αιώνα, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 19932, σ. 127.

Share Button