Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔζησε τόν 14ο αἰώνα· προερχόταν ἀπό τήν Πόλη, τήν Κωνσταντινούπολη. Ἀλλά ὅπως ἦταν τότε γενικότερα ἡ συνήθεια σέ ψυχές σάν τόν ἅγιο Γρηγόριο πού ἔχουν ἔφεση μέσα τους, δέν μποροῦσε νά γίνει ἀλλιῶς, καί τόν εἵλκυσε τό Ἅγιον Ὄρος. Κατέφυγε λοιπόν στό Ἅγιον Ὄρος. Βέβαια, ἐγώ δέν θά πῶ ὅ,τι θά πῶ τώρα ἀπό πλευρᾶς ἱστορικῆς, γιά νά ἐπιμείνουμε σέ κάποιες λεπτομέρειες. Τά ἱστορικά στοιχεῖα μπορεῖ κανείς καί μόνος του νά τά βρεῖ. Θά προσπαθήσουμε κυρίως νά δοῦμε τά στοιχεῖα ἐκεῖνα πού συνιστοῦν τή διδασκαλία του, καί αὐτά νά προσέξουμε ἰδιαίτερα.
Ἡ μετάβαση τοῦ ἁγίου στό Ἅγιον Ὄρος.
«Παναγία μου, φώτισόν μου τὸ σκότος»
Ἦλθε λοιπόν στό Ἅγιον Ὄρος, καί ὄχι βέβαια γιά νά περάσει εὐχάριστα. Κατά κανόνα ὁ ἄνθρωπος, προπαντός ὁ σημερινός, καί στίς πιό πνευματικές, ἄν ἐπιτρέπεται νά πῶ, περιπτώσεις, θέλει νά περάσει καλά. Καί γι᾿ αὐτό ὅποιες προσπάθειες κι ἄν κάνει κανείς καί ὅπως κι ἄν τά παίρνει τά πράγματα, τελικά δέν μπορεῖ νά προκόψει στήν πνευματική ζωή. Χρειάζεται νά παραδοθεῖ κανείς στή Χάρι τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀκριβῶς ἔκαναν οἱ Ἀπόστολοι, καί ὅπως λέγεται συγκεκριμένα καί γιά τόν ἀπόστολο Παῦλο, ὅτι παρεδόθη στή Χάρι τοῦ Θεοῦ καί ξεκίνησε τό πρῶτο ἱεραποστολικό ταξίδι1 ἀλλά καί τά ἄλλα.
Παραδίνεται κανείς στή Χάρι τοῦ Θεοῦ, παραδίνεται στόν Θεό, καί ὅ,τι πεῖ ὁ Θεός. Δέν μελετᾶ κανείς ἐκ τῶν προτέρων· Θά κάνω ἔτσι, θά κάνω ἀλλιῶς, θά βολευτῶ ἔτσι, θά βολευτῶ ἀλλιῶς, ἄν κάνω αὐτό εἶναι καλά, ἄν κάνω ἐκεῖνο εἶναι καλά. Παραδίνεται κανείς στή Χάρι τοῦ Θεοῦ προκειμένου νά ξεκινήσει νά πάει ὅπου πηγαίνει, ἀλλά καί ἐκεῖ πού θά πάει, πάλι παραδίνεται στή Χάρι τοῦ Θεοῦ. Καί φυσικά, αὐτό εἶναι τό βαθύτερο νόημα ὅλων ὅσων λέμε, καί γι᾿ αὐτό τό τονίζουμε.
Δέν πῆγε λοιπόν στό Ἅγιον Ὄρος νά βρεῖ ἕνα κατάλληλο μέρος νά περάσει καλά, ἔστω καί πνευματικά, ὅπως θά νόμιζε κανείς. Εἶχε καημό μέσα του ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Καθώς τότε ἦταν πιό γνήσιοι οἱ ἄνθρωποι, ἦταν πιό εἰλικρινεῖς, ὅσοι εἶχαν ἔφεση, ἔβλεπαν ὅτι κάτι δέν ἦταν καλό μέσα τους, καί ἤθελαν αὐτό νά ἀλλάξει, νά διορθωθεῖ. Πῆγε λοιπόν καί ἔμεινε σ᾿ ἕνα ἀσκητήριο πού εἶναι πάνω ἀπό τή Μεγίστη Λαύρα στούς πρόποδες τοῦ Ἄθω, καί ἐκεῖ ἐπί τρία ὁλόκληρα χρόνια ἡ κύρια προσευχή του ἦταν· «Παναγία μου, φώτισόν μου τὸ σκότος». Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ὅπως καί ἄλλοι ἅγιοι πιό παλιά, εἶχε ἰδιαίτερη εὐλάβεια στήν Παναγία. Καί ἀργότερα, ὅπως ξέρουμε, εἶχαν ἰδιαίτερη εὐλάβεια ὁ ἅγιος Νικόδημος καί ὁ ἅγιος Νεκτάριος. Οἱ ἅγιες δηλαδή ψυχές πού ζητοῦν τόν Χριστό, πού ἀγαποῦν τόν Χριστό, περνοῦν ἀπό κεῖ πού ἀσφαλέστερα θά βροῦν τόν Χριστό καί, ἄν θέλετε, γρηγορότερα θά βροῦν τόν Χριστό καί ἐπιτυχέστερα.
Ὅλες οἱ εὐλογίες τοῦ Θεοῦ περνοῦν ἀπό τήν Παναγία
Ὅπως λέγαμε καί ἄλλη φορά, ὅλες οἱ εὐλογίες τοῦ Θεοῦ περνοῦν ἀπό τήν Παναγία καί διαχέονται ὄχι μόνο στούς ἀνθρώπους ἀλλά καί στούς ἀγγέλους. Αὐτό τό τονίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος στήν ὅλη διδασκαλία του. Τά πίστευαν αὐτά οἱ ἅγιοι, καί ἔτσι εἶναι. Εἴχαμε ἀναφέρει, ἄν ἐνθυμεῖσθε, καί τό τροπάριο τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης· «Χαίροις μετὰ Θεὸν ἡ Θεός, τὰ δευτερεῖα τῆς Τριάδος ἡ ἔχουσα…» Καί στή συνέχεια λέει ἀκριβῶς αὐτό, ὅτι μεταδίδει καί στούς ἀγγέλους καί στούς ἀνθρώπους τό πλήρωμα «τῶν ἐκ Θεοῦ δωρεῶν».
Παρακαλῶ, ὅσοι τυχόν ἔχετε κάποιες ἐπιφυλάξεις ὡς πρός αὐτά, ἀφῆστε τις κατά μέρος αὐτή τήν ὥρα. Καθόλου δέν εἶναι δύσκολο νά τά δεχθεῖ κανείς αὐτά, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός, πού ἀποφάσισε νά γίνει ἄνθρωπος, τίμησε αὐτό τό πρόσωπο πού λέγεται Παναγία. Τό τίμησε ὄχι ἁπλῶς μέ τό νά τό πλησιάσει, μέ τό νά μιλήσει, ἄν θέλετε, μαζί του, ἀλλά μέ τό νά λάβει τήν ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν Παναγία καί νά κυοφορηθεῖ ὅπως κάθε ἄνθρωπος. Ποιός εἶσαι ἐσύ, ὅποιος κι ἄν εἶσαι, πού θά ἔλθεις νά πεῖς δέν ξέρω τί; Ποιός εἶσαι; Ὁ Θεός σκύβει ἐδῶ.
Βέβαια, ὁ Θεός ἑτοίμασε αὐτό τόν ναό πού λέγεται Παναγία, ὅπως ψάλλουμε· «Ὁ καθαρώτατος ναὸς τοῦ Σωτῆρος…» Ἀλλά ὅμως ἡ Παναγία συμμετέχει, εἶναι συνεργός, ἐπειδή δέν εἶναι ἕνα ἄψυχο ὄργανο, ἀλλά εἶναι λογικό πλάσμα καί παραδίνεται σ᾿ αὐτό πού θέλει νά κάνει ὁ Θεός καί δίνει τήν ὅλη βούλησή της, τήν ὅλη διάθεσή της. Ὅπως κι ἄν ἔχει τό πράγμα, ὁ ἄνθρωπος εἶναι συνεργός. Ἑπομένως, τιμᾶται αὐτό καθεαυτό τό πρόσωπό της. Δέν λένε λοιπόν τυχαῖα οἱ ἅγιοι ὅτι δέχεται ὅλες τίς εὐλογίες ἡ Παναγία ἀπό τόν Θεό καί διοχετεύονται διά μέσου αὐτῆς πρός ὅλα τά λογικά κτίσματα, τούς ἀγγέλους καί τούς ἀνθρώπους.
Καί, ἄν θέλετε, γιά νά τό καταλάβουμε καλύτερα τό ὅλο θέμα, νά πῶ καί αὐτό, ὅτι μετά τή σάρκωση τοῦ Χριστοῦ ἀκόμη καί οἱ ἄγγελοι εἶναι πλησιέστερα πρός τόν Θεό, ἀπ᾿ ὅ,τι ἦταν. Ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρωπος καί ἔτσι, ὅπως λέγαμε καί ἄλλη φορά, τιμήθηκε ὁ ἄνθρωπος τρόπον τινά περισσότερο ἀπό τούς ἀγγέλους, διότι ὁ Χριστός δέν ἔγινε ἄγγελος, καθώς δέν ὑπῆρχε περίπτωση νά σωθοῦν οἱ πεπτωκότες ἄγγελοι, καί οἱ ἄλλοι ἄγγελοι ἦταν στερεωμένοι στό ἀγαθό. Ὁ ἄνθρωπος ἦταν ὁ πεπτωκώς, καί ἔπρεπε λοιπόν ὁ Κύριος νά γίνει ἄνθρωπος. Καί διά μέσου τοῦ ἀνθρώπου-Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἔλαβε ἀπό τήν Παναγία τήν ἀνθρώπινη φύση, καί οἱ ἄγγελοι προσλαμβάνουν ὅλο καί περισσότερο τό φῶς τοῦ Θεοῦ.
Δέν εἶναι λοιπόν αὐτά ὑπερβολές, ὅπως θά ἔλεγε, ὅπως θά νόμιζε κανείς, καί κακῶς μερικοί διατηροῦν κάποιες ἐπιφυλάξεις. Οἱ μεγάλοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας ἔτσι εὐλαβοῦνταν τήν Παναγία, ἔτσι τιμοῦσαν τήν Παναγία. Καί βλέπουμε τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ νά ἔρχεται στό Ὄρος, νά κάθεται σ᾿ ἕνα κελάκι καί νά φωνάζει· «Παναγία μου, φώτισόν μου τὸ σκότος, Παναγία μου, φώτισόν μου τὸ σκότος». Τρία ὁλόκληρα χρόνια ἡ κυρίως προσευχή του ἦταν αὐτή. Ὄχι ὅτι δέν ἔκανε ἄλλες προσευχές, ἀλλά ἡ κυρίως προσευχή ἦταν αὐτή. Ἐμεῖς καθώς δέν εἴμαστε μυημένοι στήν ἀληθινή πνευματική ζωή, μᾶς φαίνονται παράξενα αὐτά· σ᾿ ὅσους βέβαια φαίνονται.
Ὡς ἄνθρωπος πού ἔχεις μιά γνώση τῆς ἀποκαλύψεως, πού ἔχεις μιά γνώση τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, νά δεῖς καλά τί εἶσαι καί τί θά ἔπρεπε νά εἶσαι. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά εἶναι χριστός. Χριστιανός βαπτίστηκες, ἔγινες χριστιανός· ἀπό κεῖ καί πέρα εἶσαι χριστός, πρέπει νά εἶσαι χριστός, καί ἡ ζωή σου νά εἶναι ζωή Χριστοῦ. Ἑπομένως, δέν εἶσαι ἁπλῶς ἄνθρωπος ὅπως εἶναι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, δέν πρέπει νά εἶσαι ἁπλῶς ἄνθρωπος, ἀλλά νά εἶσαι ὅλο αὐτό πού εἶναι ὁ Χριστός· πλήρης Πνεύματος Ἁγίου, πλήρης θείου φωτός. Καί νά ἔχεις αἴσθηση αὐτῆς τῆς ἄλλης ζωῆς, τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τῆς ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ζωῆς.
Ὅποιος συνειδητοποιεῖ τό σκοτάδι του,
κραυγάζει γιά φῶς
Δέν ἦταν μιά πολυτέλεια ἤ μιά ἰδιοτροπία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ πού πῆγε στό Ἅγιον Ὄρος καί ἔκανε αὐτή τήν προσευχή καί τρόπον τινά ἄφησε ὅλα τά ἄλλα. Ὅπως καταλαβαίνετε, ἡ προσευχή του ἔχει σχέση ἀκριβῶς μ᾿ αὐτά πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή, στούς στίχους πού βρισκόμαστε. Περιορίζεται σ᾿ αὐτό· «Παναγία μου, φώτισόν μου τὸ σκότος», ἤ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν», «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», γιατί ὅλα ἐδῶ συγκεντρώνονται. Ἄν ὁμολογήσεις, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μέ τό στόμα καί πιστεύσεις μέ τήν καρδιά σου, σώζεσαι.
Ἀλλά δέν εἶναι λόγια αὐτά. Εἶναι πολύ ἄχαρο πράγμα ἁπλῶς νά κάθεσαι νά ἐπαναλαμβάνεις κάποια λόγια καί νά μήν ξέρεις τί ζητᾶς, νά μήν ξέρεις ποῦ πηγαίνεις, νά μήν ξέρεις τί θέλεις. Ἄν τό κάνεις αὐτό ἁπλῶς σάν ρομπότ, μᾶλλον θά χάσεις καί τά μυαλά σου. Ἤ τό σταματᾶς καί δέν κάνεις τίποτε, ἐφόσον δέν ἔχεις γνώση τῶν πραγμάτων καί δέν προχωρεῖς σωστά, ἤ ἄν συνεχίσεις, μπορεῖ νά πάθεις. Ὅπως ὑπάρχουν κάποιοι πού ἔχουν πάθει, καθώς νόμιζαν ὅτι ἁπλῶς πρέπει νά λένε τήν προσευχή σάν μαγνητόφωνο, θά λέγαμε σήμερα, πού ἐπαναλαμβάνει τήν ἴδια φράση ἀκούραστα.
Σ᾿ ἐκεῖνο τόν τυφλό στήν Ἰεριχώ, πού εἶχε αἴσθηση τῆς τυφλότητός του, δέν χρειαζόταν νά πεῖ κανένας τίποτε. Ἄκουγε, ὅπως διαβάζουμε στό Εὐαγγέλιο, ὅτι διέρχεται τήν Ἰεριχώ Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος δίνει τό φῶς, καί μέ ὅλους τούς τρόπους καί μέ ὅλη τή δύναμή του καί παρά τό ὅτι τόν ἐμπόδιζαν, φωνάζει «Υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησόν με». Καί ὅταν σταμάτησε ὁ Κύριος καί τοῦ εἶπε «τί θέλεις;» ἀπάντησε «νά ἀναβλέψω, νά δῶ».
Ἔτσι, ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος θά συνειδητοποιήσει τό σκοτάδι του, τήν ἀναισθησία του, τήν ὅλη ἁμαρτωλή κατάσταση, τό ὅλο σφίξιμο, τό ἁλυσόδεμα, πού ἔχει μέσα του, φωνάζει, κραυγάζει, ἐνῶ ἐμεῖς, ἔτσι ὅπως ζοῦμε, πού εἶναι πολύ ψεύτικη ἡ ὅλη τακτική μας, δέν βρίσκουμε ἄκρη. Τότε μπορεῖ οἱ ἄνθρωποι νά ἦταν ἁμαρτωλοί, ἀλλά εἶχαν μιά γνησιότητα, καί ὅσοι εἶχαν ἔφεση καί ἄκουγαν τή διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καί πίστευαν, ἔλεγαν· «Τί γίνεται ἐδῶ; Τί γίνεται; Ἐγώ πρέπει νά ἔχω φῶς, ἀλλά δέν ἔχω φῶς· εἶμαι στό σκοτάδι». Καί γι᾿ αὐτό λοιπόν δέν δίσταζαν νά πᾶνε, ὅπου νόμιζαν ὅτι ἦταν καλό νά πᾶνε, καί νά κάνουν ἐπίσης ὅ,τι νόμιζαν καί ἔβλεπαν ὅτι εἶναι καλό νά κάνουν.
Πηγαίνει λοιπόν ὁ ἅγιος Γρηγόριος στό Ἅγιον Ὄρος καί ἀρχίζει αὐτή τήν προσευχή ἀκατάπαυστα· «Παναγία μου, φώτισόν μου τὸ σκότος». Γιά νά τό καταλάβουμε καλύτερα, νά ποῦμε ὅτι κάποιοι σήμερα προσπαθοῦν νά κάνουν κάτι τέτοιο, ἀλλά ἐπειδή δέν ξεκινάει κανείς μέ τίς σκέψεις καί μέ τή συναίσθηση πού ξεκίνησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, κουράζονται κάνοντας αὐτό τό ἔργο, σχεδόν τό θεωροῦν ἄχαρο, λένε «τί εἶναι αὐτό;» καί τό ἐγκαταλείπουν. Ἐλάχιστοι εἶναι ἐκεῖνοι πού προκόπτουν.
«Παναγία μου, φώτισόν μου τὸ σκότος». Βέβαια, εἶναι ἀκόμη ἀρχάριος ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὅταν πῆγε στό Ὄρος, καί, παρά τό ὅτι εἶναι ἀρχάριος, ἔχει τό κουράγιο νά ἀποδυθεῖ ὁλομόναχος σ᾿ ἕναν τέτοιο ἀγώνα ἀκούραστα. Τό σκέφθηκε, τό κατάλαβε, τό ἐννόησε, τό πίστεψε ὅτι ἐκεῖ ἔπρεπε νά πάει καί νά κάνει αὐτό τόν ἀγώνα· «Παναγία μου, φώτισόν μου τὸ σκότος». Πίστευε ὅτι καταφεύγοντας στήν Παναγία, ἡ ὁποία ἔδωσε τόν ἑαυτό της στόν Θεό, γιά νά γεννηθεῖ ἀπ᾿ αὐτήν ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ὡς Θεάνθρωπος, καί ἡ ὁποία θέλει νά βοηθήσει νά σωθεῖ ὁ κάθε ἄνθρωπος, ὅπως ὁ Θεός θέλει τή σωτηρία πάντων τῶν ἀνθρώπων, πίστευε λοιπόν ὁ ἅγιος ὅτι καταφεύγοντας στήν Παναγία, θά βρεῖ εὐήκοον οὖς, πίστευε ὅτι ἡ Παναγία θά τόν ἀκούσει, θά τόν προσέξει, θά τόν ἀμείψει, θά τοῦ τό ἀνταποδώσει.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος κοινωνός τοῦ ἀκτίστου φωτός
Καί ἔλαβε πλούσια τή Χάρι ὁ ἅγιος. Ὄντως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἔγινε κοινωνός τοῦ θείου φωτός, ἔγινε κοινωνός τῆς θείας ζωῆς, καί γι᾿ αὐτό ἀπό κεῖ καί πέρα κάνει ἀγῶνες γιά τό ἄκτιστο φῶς, κάνει ἀγῶνες γιά τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, γιά τή διάκριση στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργειῶν. Ἀγῶνες! Κινδύνεψε καί ἡ ζωή του, πέρα ἀπό ὁποιεσδήποτε ἄλλες δυσκολίες.
Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος, σύμφωνα καί μ᾿ αὐτό πού ψάλλουμε στή Θεία Λειτουργία· «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον», ὄντως κατά τή Θεία Λειτουργία βλέπουμε τό φῶς τό ἀληθινό, λαμβάνουμε Πνεῦμα ἐπουράνιο. Λέει καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος· «Δέν λέμε ἀνάστασιν Χριστοῦ πιστεύσαντες, ἀλλά ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι». Ἐμεῖς δέν ἤμασταν ἐκεῖ· εἴδαμε καμιά ἀνάσταση; Καί φυσικά ὅλοι, ὅταν τό λέμε αὐτό, μᾶλλον, ἄν μᾶς ρωτήσει κανείς ἤ ἄν θελήσουμε νά θέσουμε ἕνα ἐρώτημα στόν ἑαυτό μας, πιό πολύ θά ποῦμε «ἀνάστασιν Χριστοῦ πιστεύομεν»· πιστεύουμε ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Χριστός. Ὅμως ἡ προσευχή δέν λέει ἀνάστασιν Χριστοῦ πιστεύοντες, ἀλλά ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι. Πόσοι χριστιανοί μέσα τους βλέπουν τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί τήν ἀνάσταση τῆς ψυχῆς τους; Σέ πόσους χριστιανούς, ὅταν λέμε στή Θεία Λειτουργία «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ἐλάβομεν Πνεῦμα ἐπουράνιον», αὐτό ἀνταποκρίνεται στήν πραγματικότητα πού ἔχουν μέσα τους; Ἄλλο εἶναι ἁπλῶς νά λέγεται ὡς ὕμνος. Ἀλλά αὐτό τί ἀντίκρυσμα ἔχει;
Εἶναι νά ἀπορεῖ κανείς πῶς δέν ἀνησυχοῦμε, πῶς ἀφήνουμε ἔτσι τόν ἑαυτό μας, πού, ἐνῶ τό πιστεύουμε αὐτό ὅτι εἶναι μιά ἀλήθεια, ὅμως δέν τό ζοῦμε ἔτσι. Καί ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά καί δέν ἀνησυχοῦμε, καθώς ἀκοῦμε στό τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν…», ἔτσι ὥστε νά διερωτηθοῦμε· «Τό εἶδα ἐγώ τό φῶς τό ἀληθινόν;» Νά διερωτηθεῖ ὁ καθένας, νά ἀνησυχήσει, νά κινήσει γῆ καί οὐρανό καί νά κάνει ἀπό τήν πλευρά του ὅ,τι χρειάζεται, γιά νά δεῖ αὐτό τό φῶς, γιά νά ἔλθει μέσα στήν ψυχή του, νά ἔλθει μέσα στήν ὕπαρξή του, καί νά ἀρχίσει ὁ ἄνθρωπος νά ζεῖ ἐν Θεῷ, νά ζεῖ ἐν τῇ Χάριτι τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά εἶναι ὄχι ἕνας σκέτος ἄνθρωπος, ἔστω καλός, ἀλλά νά ἔχει μέσα του θεϊκή ζωή.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς στά ἐπιχειρήματα πού χρησιμοποιοῦσε ἐναντίον τῶν πολεμίων τῆς διδασκαλίας του, ἔλεγε· «Ἐμεῖς δέν διδάσκουμε, δέν λέμε ἁπλῶς κάποια πράγματα. Ὄχι. Ἡ θεολογία μας εἶναι τρόπον τινά ἐμπειρική. Ἔχουμε πείρα αὐτῶν πού λέμε· ζοῦμε αὐτά πού λέμε». Καί τό τονίζει στίς ὁμιλίες καί στά ἔργα του ὅτι ὄντως οἱ μοναχοί στό Ἅγιον Ὄρος, μέ τό νά λένε τήν εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς», βλέπουν τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ὄντως οἱ μοναχοί ἔχουν βιώματα μέσα τους, θεῖα βιώματα, πού τά φέρνει τό φῶς τοῦ Θεοῦ, πού τά φέρνει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. Ὄχι ἁπλῶς πιστεύουν κάποια πράγματα καί ἐλπίζουν κάποτε νά γίνει κάτι.
Ὑπέρμαχος τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας
Ὑπεραμύνεται αὐτῶν τῶν ἀληθειῶν ὁ ἅγιος Γρηγόριος καί γι᾿ αὐτό κάνει τούς ἀγῶνες καί πρωτοστατεῖ καί ὑπερασπίζεται τούς ἁγιορεῖτες πατέρες, καί γενικότερα ὑπερασπίζεται τήν ἀλήθεια. Τήν ἀλήθεια, τήν ὁποία δέν ἐπινόησε αὐτός. Ξεκινάει ἀπό τόν Κύριο καί μέσω τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας φθάνει μέχρι τήν ἐποχή του. Ἁπλῶς, τά πράγματα τόν ἀναγκάζουν νά τά διευκρινίσει ὅλα αὐτά καλύτερα, ὅπως σέ ἄλλες περιπτώσεις οἱ Πατέρες διευκρίνισαν καί διετύπωσαν τά δόγματα, τά ὁποῖα ἀνέκαθεν ὑπῆρχαν.
Δέν τά ἔφτιαξαν τά δόγματα οἱ Πατέρες. Δέν ἔκαναν οἱ Πατέρες τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τό δόγμα ὅτι ὁ Υἱός εἶναι Θεός, Θεός ἐκ Θεοῦ, φῶς ἐκ φωτός. Ἀνέκαθεν αὐτό πίστευε ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά ἀναγκάζονται ἀπό τά πράγματα νά διατυπώσουν τήν ἀλήθεια αὐτή. Καί ἄλλοι Πατέρες ἀργότερα δέν ἔφτιαξαν τά ἄλλα δόγματα, ἀλλά διετύπωσαν τά δόγματα πού ἀνέκαθεν ὑπῆρχαν.
Ἔτσι καί στήν ἐποχή του ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἦλθαν ἔτσι τά πράγματα, ὥστε χρειάσθηκε νά διατυπώσει τίς ἀλήθειες πού ἀμφισβητοῦσαν οἱ ἐχθροί του. Ἀπ᾿ αὐτῆς τῆς πλευρᾶς θά λέγαμε ὅτι μᾶς ἔκανε πολύ καλό αὐτός ὁ Βαρλαάμ πού ἦλθε ἀπό τήν Καλαβρία καί δίδασκε ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπ᾿ αὐτά πού ἔλεγε ὁ ἅγιος Γρηγόριος. Προκάλεσε ἔτσι τόν ἅγιο καί γενικότερα, ἄς ποῦμε, τήν Ὀρθοδοξία, τούς πατέρες στό Ὄρος καί ὅπου ἀλλοῦ, ὥστε ξεκαθαρίστηκαν οἱ ἀλήθειες πού ἀμφισβητοῦσε καί διατυπώθηκαν κατά τόν καλύτερο τρόπο. Καί ἔτσι ὁ καθένας μπορεῖ, χωρίς νά ὑπάρχει κίνδυνος νά πλανηθεῖ, νά μυηθεῖ σ᾿ αὐτή τή ζωή, τήν πνευματική ζωή.
«Παναγία μου, φώτισόν μου τὸ σκότος», ἔλεγε ὁ ἅγιος Γρηγόριος. Καί ὄντως ἡ Παναγία τόν φώτισε, καί ὅταν μιλοῦσε γιά τό ἄκτιστο φῶς, εἶχε πείρα αὐτοῦ τοῦ ἀκτίστου φωτός. Βέβαια, γενικά ὁ ἅγιος Γρηγόριος τό τονίζει αὐτό, ὅτι εἶναι ἐμπειρική ἡ θεολογία μας, ὅτι ἔχουμε πείραν ὅλων αὐτῶν. Ἀλλά πρέπει νά τό ποῦμε κάπως συνεσταλμένα. Ἄλλοι ἅγιοι πιό παλιά ἀπέφευγαν νά προβάλλουν, νά ἐκθέτουν, τά βιώματά τους. Ἀλλά κάποια φορά ὁ Θεός…
Δηλαδή ὅπως ὁ Θεός κάποιους τούς φώτισε νά ἀνέβουν πάνω στούς στύλους, γιά νά κάνουν τήν ἄσκηση, καί ἐάν δέν τούς φώτιζε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο νά ἀνέβουν ἐκεῖ πάνω καί τό ἔκαναν ἁπλῶς ἀπό δικό τους θέλημα, μᾶλλον θά ἦταν λόξα _ὅμως δέν ἦταν λόξα· τό Πνεῦμα τό Ἅγιο τούς ἀνέβαζε ἐκεῖ ἐπάνω, ἐνῶ κάποιους ἄλλους τούς φώτιζε νά κάνουν κάτι ἄλλο_ ἔτσι ὁ Θεός σέ κάποιους ἁγίους, ὅπως στόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, ἔδωσε αὐτό τό χάρισμα νά διηγοῦνται ὅλα ἐκεῖνα τά θαυμαστά πού κάνει μέσα στήν ψυχή τους ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ, τό Πνεῦμα τό Ἅγιο.
Ἡ ὅλη λοιπόν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι γύρω ἀπό τό ἄκτιστο φῶς, γύρω ἀπό τήν εὐχή, γύρω ἀπό τό ὅλο περιεχόμενο τῆς εὐχῆς καί τά ἀποτελέσματα τά καλά πού φέρνει ἡ εὐχή αὐτή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με», εἶναι, ὅπως εἴπαμε, γύρω ἀπό τή διάκριση στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ μεταξύ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν, εἶναι γύρω ἀπό τό ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀπρόσιτη στόν ἄνθρωπο, ἀλλά οἱ ἐνέργειες ὅμως, οἱ θεῖες ἐνέργειες, οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες, ἔρχονται στόν ἄνθρωπο καί ὁ ἄνθρωπος γίνεται κοινωνός ὄχι τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ ἀλλά τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ.
Ἕνας πού δέν ξέρει, ἕνας πού δέν ἔχει πολλή διάθεση καί πολλή ὄρεξη πρός αὐτή τήν κατεύθυνση _καί δέν εἶναι θέμα νά καθίσει κανείς νά μάθει θεολογίες καί ἄχαρα πράγματα· ἐδῶ εἶναι θέμα ζωῆς_ ἕνας λοιπόν πού δέν μπορεῖ νά τά καταλάβει καί δέν θέλει νά τά πάρει ἔτσι, λέει· «Τί ἄκτιστες ἐνέργειες, τί διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἀκτίστων ἐνεργειῶν, τί θά πεῖ ἄκτιστο φῶς;» κλπ. Ὅμως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τά ζοῦσε ἔτσι καί τά δίδασκε ἔτσι· καί ὄχι μόνος αὐτός ἀλλά καί ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ ἅγιοι τῆς ἐποχῆς του καί οἱ πατέρες στό Ὄρος. Καί γι᾿ αὐτό κάνει αὐτό τόν τιτάνιο ἀγώνα καί δέν φείδεται κόπων καί θυσιῶν.
Ἡ δικαίωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου
Καί ὅπως ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος κάποιο διάστημα εἶχε μείνει σχεδόν μόνος, καθώς τά θέματα τά πνευματικά, τά θέματα τῆς σωτηρίας, δέν εἶναι ζήτημα πλειοψηφίας, δηλαδή τί λένε οἱ πολλοί, ἀλλά τό θέμα εἶναι ποιά εἶναι ἡ ἀλήθεια, ὁπότε καί ἕνας νά εἶναι αὐτός πού ἔχει τήν ἀλήθεια, δέν ἐπηρεάζεται ἀπό τό ἄν φύγουν οἱ πολλοί, ἔτσι καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἦταν ἀποφασισμένος, καί ἄν ἀκόμη ἔμενε μόνος του καί ἄν οἱ πάντες τόν ἐγκατέλειπαν, νά συνέχιζε τόν ἀγώνα αὐτό. Καί φάνηκε κάτι τέτοιο πρός στιγμήν, γιατί ἀπό τόν Βαρλαάμ τόν Καλαβρό καί λίγο ἀργότερα ἀπό τόν Ἀκίνδυνο καί τό Γρηγορᾶ, πού πρέσβευαν τά τοῦ Βαρλαάμ, ἐπηρεάστηκαν πολλοί στήν Ἑλλάδα, ἤ, ἄν θέλετε, ἐδῶ στήν Ἀνατολή. Προπαντός ἐκεῖ στήν Κωνσταντινούπολη ἦταν ἀρκετοί αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἀσπάσθηκαν τά ὅσα ἔλεγε ὁ Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός, αὐτός ὁ αἱρετικός.
Βλέπετε, καί στόν χῶρο τῆς Ὀρθοδοξίας μπορεῖ νά εἶναι κανείς γεωγραφικῶς ἤ μπορεῖ νά βρέθηκε νά εἶναι τυπικά ὀρθόδοξος, καί νά μήν εἶναι ἀληθινά ὀρθόδοξος. Ὀρθόδοξος εἶσαι, ἄν μέσα σου ἔχεις τήν ὀρθή δόξα, δηλαδή τήν ὀρθή πίστη καί τήν ὀρθή ζωή. Ὄχι ἁπλῶς τήν ὀρθή διδασκαλία ἀλλά καί τήν ὀρθή πράξη. Γι᾿ αὐτό καί εἴχαμε κάνει μιά ὁμιλία, ἄν ἐνθυμεῖσθε, πρίν ἀπό καιρό μέ θέμα· «Ὀρθοδοξία καί ὀρθοπραξία»6.
Στήν Κωνσταντινούπολη συνῆλθαν τέσσερις σύνοδοι, διότι ὁδηγήθηκαν ἐκεῖ τά πράγματα, πού ἔπρεπε ἡ Ἐκκλησία διά συνόδων νά ἀποφασίσει γιά τό θέμα πού ἀνέκυψε, ὅπως εἶχε γίνει καί παλαιότερα μέ τήν εἰκονομαχία, μέ τό θέμα τῶν εἰκόνων, καί πιό παλιά μέ ἄλλα θέματα. Αὐτή τή φορά τέσσερις σύνοδοι συνῆλθαν, πού δικαίωσαν τόν ἅγιο Γρηγόριο. Δέχθηκαν οἱ σύνοδοι τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου, εἶπαν ὅτι αὐτή εἶναι ἡ ὀρθόδοξος διδασκαλία ὡς πρός τό θέμα αὐτό τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Καί γι᾿ αὐτό δέν καθιέρωσε ἡ Ἐκκλησία τυχαῖα νά ἑορτάζεται τή Β’ Κυριακή τῶν Νηστειῶν ἡ ἑορτή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Γιά τόν λόγο ὅτι καί ἐδῶ θριάμβευσε πάλι ἡ Ὀρθοδοξία, θεώρησε καλό ἡ Ἐκκλησία, ἡ Β’ Κυριακή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς _ἡ Α’ Κυριακή εἶναι ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας_ νά εἶναι ἀφιερωμένη στόν ἅγιο Γρηγόριο, καί νά εἶναι τρόπον τινά μία δεύτερη Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας, στόν νέο αὐτό θρίαμβο τῆς ὁποίας πρωτοστάτησε ὁ ἅγιος.
Τό ἐπίκεντρο τῆς διαμάχης στήν διδασκαλία
ἁγίου Γρηγορίου καί Βαρλαάμ
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γιά νά στηρίξει τή διδασκαλία του κατέφυγε φυσικά στήν ἁγία Γραφή, στήν Παλαιά Διαθήκη καί στήν Καινή Διαθήκη, στούς Ἀποστόλους καί σ᾿ ὅλους τούς ἁγίους. Γιά τό ἄκτιστο φῶς κατέφυγε σέ πολλές πηγές καί εἰδικότερα ἀναφέρθηκε σ᾿ αὐτό πού συνέβη στό ὄρος Θαβώρ, ἐκεῖ ὅπου _ποιός μποροῦσε νά τό ἀμφισβητήσει αὐτό;_ κάποια φορά ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἦταν ὁ συνηθισμένος ἐνώπιον τῶν μαθητῶν του ὅλο τόν ἄλλο καιρό, γιά λίγη ὥρα μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν. Μετεμορφώθη. Ἀλλά, ὅπως ἔχουμε πεῖ ἄλλες φορές, πιό σωστό εἶναι νά ποῦμε ὅτι ἄφησε ὁ Κύριος νά φανεῖ αὐτό πού ὄντως ἦταν.
«Ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς». Καί φυσικά δέν ἦταν φῶς τοῦ ἡλίου οὔτε κάποιοι προβολεῖς ἔπεσαν ἐπάνω του. Ἦταν τό ἄκτιστο φῶς, δηλαδή ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό εἶναι τό θέμα. Δέν ἦταν ἁπλῶς ἕνα φυσικό φῶς, ὅπως εἶναι τό φῶς τοῦ ἡλίου. Καί ὁ ἥλιος προέρχεται ἀπό τόν Θεό, ἀλλά τό φῶς του εἶναι κτιστό. Καί ὁ ἥλιος προέρχεται ἀπό τόν Θεό καί ὅλοι οἱ ἥλιοι στό σύμπαν προέρχονται ἀπό τόν Θεό καί κάθε φῶς, ἄς ποῦμε, προέρχεται ἀπό τόν Θεό, ἀλλά εἶναι κτιστό φῶς, ὅπως καί ἡ ὅλη κτίση εἶναι κτιστή, καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι κτιστός.
Ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια δέν εἶναι κάτι πού φτιάχνει ὁ Θεός, ἀλλά εἶναι ἡ ἐνέργεια πού βγαίνει ἀπό τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ καί μεταδίδεται στόν ἄνθρωπο. Ἐδῶ εἶναι τό ἐπίκεντρο τῆς διαφορᾶς μεταξύ τῆς διδασκαλίας τοῦ Βαρλαάμ καί τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Αὐτό δέν μποροῦσε νά τό καταλάβει ὁ Βαρλαάμ, καί γενικότερα οἱ δυτικοί δέν μποροῦν νά καταλάβουν τέτοια πράγματα, ἀλλά καί πολλοί ὀρθόδοξοι. Καί εἶναι ἐνδεχόμενο νά μείνει κανείς ἁπλῶς σέ μιά ξηρή διδασκαλία, σέ κάτι ἐξωτερικό.
Ἦταν ἀδιανόητο γιά τόν Βαρλαάμ νά δεχθεῖ ὅτι ὑπάρχουν οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος γίνεται κοινωνός τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δέν συλλογιζόταν ἁπλῶς ὅτι αὐτό πού δίδασκε ἦταν τό σωστό. Ἄν θέλετε, ὁ ἅγιος πίστευε ὅτι αὐτό πού διδάσκει εἶναι ἡ ὀρθή πίστη, ὄχι μόνο διότι αὐτό λέει ἡ ἁγία Γραφή καί οἱ Πατέρες, ἀλλά διότι καί ὁ ἴδιος ζοῦσε αὐτή τήν πραγματικότητα, δηλαδή εἶχε πείρα τῆς κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τίς ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό τό φῶς, λέει ὁ ἅγιος, πού ἔβλεπαν οἱ πατέρες στό Ἅγιον Ὄρος λέγοντας τήν εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί παίρνοντας βέβαια, ὅπως εἴπαμε, μιά κάποια στάση γιά τεχνικούς λόγους, αὐτό τό φῶς ἦταν τό ἴδιο φῶς πού εἶδαν οἱ Ἀπόστολοι στό ὄρος Θαβώρ. Καί θυμᾶστε, λέγαμε καί ἄλλη φορά ὅτι τονίζουν οἱ Πατέρες καί ἰδιαίτερα ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, πώς ὁ Χριστός ἔκανε τά μάτια τῶν Ἀποστόλων ἔτσι, ὥστε νά μπορέσουν νά δοῦν. «Ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς». Ἄν δέν ἔχεις φῶς, δέν θά δεῖς τό φῶς. Κατά κάποιον τρόπο ὁ Χριστός σάν νά ἔκανε ἄκτιστα αὐτά τά κτιστά μάτια, γιά νά δοῦν οἱ Ἀπόστολοι τό ἄκτιστο φῶς. Αὐτό εἶναι τό μεγάλο θέμα.
Ὁ Θεός εἶναι πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά ζήσει αὐτή τήν πραγματικότητα. Δέν εἶναι δηλαδή μόνο ὅτι ὁ Θεός προσφέρει αὐτή τήν ἄκτιστη ἐνέργεια, προσφέρει αὐτό τό ἄκτιστο φῶς, αὐτή τήν ἄκτιστη θεία ζωή, ἀλλά κάνει καί τόν ἄνθρωπο νά μπορεῖ νά τή δεχθεῖ αὐτή τή ζωή καί νά τή ζεῖ, νά τή βιώνει, αὐτή τή ζωή καί νά ἔχει αἴσθηση αὐτῆς τῆς πραγματικότητος, ὁπότε καταλαβαίνουμε καλύτερα καί τό ἄλλο θέμα πού ἀναπτύσσουμε φέτος, «θεανθρώπινη ζωή». Ἔτσι, ὄντως ὁ ἄνθρωπος δέν ζεῖ ἁπλῶς ὡς ἄνθρωπος, δέν ἔχει ἁπλῶς ἀνθρώπινη ζωή μέσα του, ἔστω καλή ζωή, ἀλλά ἔχει θεανθρώπινη ζωή, δηλαδή ἔχει καί θεία ζωή.
Ἡ εἰκόνα τοῦ πυρακτωμένου σιδήρου
Εἶναι κλασικό τό παράδειγμα τοῦ σιδήρου πού χρησιμοποιοῦν οἱ Πατέρες. Ἴσως νά ἐνθυμεῖσθε κάπως οἱ παλιότεροι _οἱ νεώτεροι μᾶλλον δέν ἔχουν δεῖ_ τά ἐργαστήρια σιδήρου πού ὑπῆρχαν. Οἱ σιδεράδες _οἱ καημένοι ὅλο μαυρισμένοι ἦταν, διότι εἶχαν συνεχῶς νά κάνουν μέ τά μαυρισμένα κάρβουνα _ εἶχαν τά σχετικά ἐργαστήρια, ὅπου σέ εἰδικό τζάκι ἤ εἰδική ἑστία ἔβαζαν τά κάρβουνα καί μέ φυσερό _εἶχαν πάντοτε ἕναν εἰδικό ἐκεῖ στό φυσερό_ ἄναβαν τά κάρβουνα. Τά μαῦρα κάρβουνα γίνονταν κατακόκκινα, γίνονταν φωτιά καί ἔτσι δούλευαν τό σίδερο. Εἶχε μιά μεγάλη τσιμπίδα ὁ ἀρχιμάστορας, μέ τήν ὁποία ἔπιανε ἕνα κομμάτι σίδερο, ὅ,τι καί νά ἦταν αὐτό, ἀνάλογα μέ τό τί ἤθελε νά φτιάξει, τό ἔβαζε στή φωτιά καί, καθώς φυσοῦσε καί ὅλο πιό πολύ ἄναβε ἡ φωτιά, τό σίδερο ὄχι ἁπλῶς ζεσταινόταν, ἀλλά κοκκίνιζε.
Ἔχουμε πεῖ καί ἄλλη φορά ὅτι, ἄν κόψει κανείς αὐτό τό σίδερο, π.χ., μ᾿ ἕναν τροχό, θά δεῖ ὅτι μέσα γιά μέσα εἶναι κόκκινο καί δέν εἶναι πυρακτωμένο μόνο ἐξωτερικά. Προσέξτε· δέν εἶναι ἁπλῶς ζεστό τό σίδερο. Ἕνα σίδερο μπορεῖ νά τό ἀφήσει κανείς μακριά ἀπό τή φωτιά, μέσα, ἄς ποῦμε, σ᾿ ἕνα ζεστό χῶρο καί νά ζεσταθεῖ κάπως. Ἐδῶ δέν γίνεται αὐτό, ἀλλά, καθώς μπαίνει τό σίδερο μέσα στή φωτιά, ἡ ἐνέργεια τῆς φωτιᾶς μπαίνει μέσα στό σίδερο. Τό σίδερο δέν εἶναι κάρβουνο, γιά νά ποῦμε ὅτι γίνεται φωτιά. Τό σίδερο ἐξακολουθεῖ νά εἶναι σίδερο, ἀλλά μπαίνει μέσα του ἡ ἐνέργεια τῆς φωτιᾶς καί τό κάνει εὔπλαστο. Χτυπάει ἔπειτα ὁ ἀρχιμάστορας μαζί μέ τόν βοηθό του πάνω στό ἀμόνι, μιά ὁ ἕνας μιά ὁ ἄλλος, καί τό πλαταίνουν ὅπως θέλουν, τοῦ δίνουν τό σχῆμα πού θέλουν, καί τό κάνουν τσεκούρι μικρότερο, μεγαλύτερο, ἤ κάποιο ἄλλο ἐργαλεῖο.
Ἐκεῖνο τό ὁποῖο μᾶς χρειάζεται ἐδῶ νά προσέξουμε εἶναι ὅτι ἀκριβῶς ἔτσι συμβαίνει καί μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Μποροῦμε νά καταλάβουμε μέ τό παράδειγμα αὐτό πῶς προσεγγίζει ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο καί τόν θεώνει. Ἀλλά ὡς πρός τήν οὐσία του ὁ Θεός μένει ἀπρόσιτος, διότι δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά γίνει θεός κατ᾿ οὐσίαν. Θεώνεται ὁ ἄνθρωπος. Καί ὁ θεωμένος ἄνθρωπος σώζεται, αὐτός, ἄς ποῦμε, πού πυρακτώνεται, αὐτός πού τόν διαπερᾶ ἡ θεία ἐνέργεια, αὐτός σώζεται. Δέν εἶναι δηλαδή αὐτό τό θέμα σάν μιά πολυτέλεια μόνο γιά μερικούς. Πρός αὐτή τήν κατεύθυνση πρέπει νά βαδίζει ὁ καθένας. Καί ὅπως λοιπόν περνάει ἀπό τή φωτιά ἡ ἐνέργεια στό σίδερο _ἡ ἐνέργεια εἶναι τῆς φωτιᾶς_ καί τό κάνει, καίτοι σίδερο, φωτιά, ὅμως εἶναι φωτιά, ἐνόσω εἶναι μέσα στή φωτιά, ἔτσι διαπερνάει ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ τόν ἄνθρωπο, καί ὁ ἄνθρωπος θεώνεται. Ἅμα τό βγάλεις τό σίδερο ἀπό τή φωτιά, ὕστερα ἀπό λίγο ἀρχίζει νά φεύγει τό κοκκίνισμα, ἀρχίζει νά φεύγει ὅλη ἡ ζεστασιά, νά φεύγει ἡ ἐνέργεια τῆς φωτιᾶς καί γίνεται σκέτο σίδερο καί μάλιστα μπορεῖ νά σκουριάσει κιόλας.
Πρέπει ἔτσι νά τά ἐννοήσουμε τά πράγματα, ἔτσι νά τά καταλάβουμε, καί ὄχι ἁπλῶς, νά ἀκοῦμε τή διδασκαλία τοῦ Θεοῦ, νά διαβάζουμε τήν ἁγία Γραφή, κάτι νά μαθαίνουμε καί κάπως νά διορθώνουμε τόν ἑαυτό μας. Αὐτή ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὅτι περνοῦν οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο καί ὁ ἄνθρωπος ἔχει πλέον πείρα τοῦ «Εἴδομεν τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν», εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Τό φῶς τό ἀληθινό δέν φαίνεται. Τό φῶς τό ἀληθινό τό βλέπεις, ἄν ἔλθει μέσα στήν ψυχή σου, ὁπότε μπορεῖ νά πεῖ κανείς «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι», ὁπότε ἔχει κανείς μέσα του τή θεία ζωή, ἔχει θεανθρώπινη ζωή, καί γίνεται τρόπον τινά ὁ ἄνθρωπος θεάνθρωπος.
Δέν μποροῦμε νά ἀγνοοῦμε
τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ
Βέβαια, ἀλίμονο σ᾿ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος τρόπον τινά θά ἀγνοήσει ὅλα τά ἄλλα καί θά πεῖ, νά, θά λέω μόνο τήν εὐχή. Ὄχι, ὄχι. Δέν μπορεῖς νά φθάσεις σ᾿ αὐτό τό σημεῖο, χίλια κομμάτια νά γίνεις. Δέν θά σέ προσεγγίσει ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, δέν θά ἔλθει μέσα σου ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, δέν θά ἔλθει μέσα σου ὁ Θεός, ἐάν δέν συμμορφώνεσαι πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἐάν δέν συμμορφώνεσαι πρός τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ἑπομένως, ἀκοῦμε γιά τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, μαθαίνουμε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, μαθαίνουμε γιά τό θέλημά του καί συμμορφωνόμαστε.
Εἶναι πολύ παράδοξο αὐτό πού συμβαίνει σέ μερικούς, πού, ἐνῶ κοινωνοῦν, ἐνῶ τάχα προσεύχονται, ἡ ζωή τους δέν διορθώνεται καθόλου, ἀλλά ἐξακολουθεῖ κανείς νά θυμώνει, ἐξακολουθεῖ νά ὑπερηφανεύεται, νά κατηγορεῖ, νά κουτσομπολεύει, ἐξακολουθεῖ νά κυνηγάει παρηγοριές ἀνθρώπινες, ὅσο ἁμαρτωλές καί ἄν εἶναι. Δέν εἶναι ἔτσι τά πράγματα.
Εἴχαμε πεῖ ἄλλη φορά γιά τό περιστατικό πού ἔγραφε κάποια ἐφημερίδα χριστιανῶν νέων στήν Ἀθήνα. Κάποιοι νέοι εἶχαν καθίσει κάπου _δέν ἐνθυμοῦμαι ἄν ἔλεγε σέ ταβέρνα ἤ σέ κάποιον χῶρο σπιτικό_ καί καθώς κάπνιζαν καί ἔπιναν κιόλας, μίλησαν περί ἀκτίστου φωτός καί περί ἀκτίστων ἐνεργειῶν… Ὄχι μόνο δέν ἔχουν αὐτά καμιά σχέση μέ τήν ἀλήθεια, ἀλλά εἶναι ὕβρις, εἶναι βλασφημία. Ἡ ζωή πρέπει νά συμβαδίζει μέ τήν πίστη αὐτή καί μέ τήν εἰδική αὐτή προσπάθεια. Ἄν δέν συμβαδίζει ἡ ζωή, ἡ καθημερινή ζωή, μέ τό νά κάνεις τόν ἀγώνα σου τόν καθημερινό, δέν κάνεις τίποτε.
Κάνει ἐντύπωση ὅτι οἱ Πατέρες πού περισσότερο μιλοῦν γιά τό θέμα αὐτό _ὄχι ὅτι οἱ ἄλλοι Πατέρες καί οἱ ἄλλοι ἅγιοι δέν ἦταν μυημένοι ἐξίσου στήν πνευματική ζωή, ἀλλά ὁρισμένοι μιλοῦν λίγο περισσότερο_ αὐτοί ἀκόμη πιό πολύ τονίζουν τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν δέν μπορεῖς νά τήν ἀγνοεῖς. Καί γι᾿ αὐτό διαβάζεις τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί πληροφορεῖσαι καί μαθαίνεις ὅτι κι αὐτό εἶναι ἐντολή τοῦ Χριστοῦ κι ἐκεῖνο εἶναι ἐντολή τοῦ Χριστοῦ κι αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, καί συμμορφώνεις τή ζωή σου, καί κάνεις τόν ἀγώνα σου καί ἔρχεται στήν ψυχή σου ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια, ἔρχεται τό ἄκτιστο φῶς, ἔρχεται ἡ ἄκτιστη θεία ζωή, καί γίνεσαι μέτοχος ζωῆς αἰωνίου, κατά τή φράση τοῦ Χερουβικοῦ τῆς Προηγιασμένης· «Πίστει καὶ πόθῳ προσέλθωμεν, ἵνα μέτοχοι ζωῆς αἰωνίου γενώμεθα» ἤ κατά τή φράση, ὅπως λέγαμε, τοῦ ἀποστόλου Πέτρου «ἵνα γένησθε θείας κοινωνοὶ φύσεως». Γίνεσαι κοινωνός θείας φύσεως, μέ τήν ἔννοια ὅμως αὐτή, ὅτι γινόμαστε κοινωνοί τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ.
Ὅμως πρέπει νά σταματήσουμε ἐδῶ σήμερα καί θά συνεχίσουμε.
Νομίζω, μέ ὅσα εἴπαμε τιμήσαμε κάπως τήν ἑορτή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀλλά ἐπίσης αὐτά θά μᾶς βοηθήσουν νά ἐννοήσουμε ἀκόμη καλύτερα τά ὅσα θά ποῦμε στίς προσεχεῖς συνάξεις εἰδικότερα πάνω στό θέμα αὐτό τῆς εὐχῆς.