Η νεώτερη έρευνα για τους οπαδούς και τους αντιπάλους της σχολαστικής στην Ελληνική Ανατολή
Λινός Γ. Μπενάκης
Επιστ. Συνεργάτης της Ακαδημίας Αθηνών
τ. Διευθυντής του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας
Μία πρώτη διαπίστωση στα πλαίσια ενός ερευνητικού άρθρου για τό σοβαρό θέμα της παρουσίας τού Θωμισμού στο Βυζάντιο στον 14ο και 15ο αιώνα αφορά την πλούσια σχετική βιβλιογραφία, που καλύπτει στα τριάντα τουλάχιστον τελευταία χρόνια σημαντικές εκδόσεις κειμένων και μονογραφίες.
Ένα δεύτερο σημείο, που μπορεί να αποτελέσει και αφετηρία ανάπτυξης τού προβλήματος, είναι τό θέμα των μεταφράσεων έργων τού Θωμά Ακινάτη στο Βυζάντιο. Από την συμβολή μου στον Τιμητικό Τόμο Robert Browning (1996) : “Lateinische Literatur in Byzanz. Die Ubersetzungen philosophischer Texte”[1] μεταφέρω ελληνικά τις σχετικές με τις μεταφράσεις έργων τού Ακινάτη παραγράφους :
«Στον 14ο και 15ο αιώνα τό ενδιαφέρον των Βυζαντινών για τα έργα τού Θωμά Ακινάτη παίρνει τον χαρακτήρα μιας πραγματικής στροφής στις σχέσεις της Ανατολικής Ορθόδοξης και της Σχολαστικής-Θωμιστικης Θεολογίας. με αυστηρά ιστορικοφιλοσοφικα κριτήρια πρέπει να επισημανθεί μια ειδική πλευρά αυτής της συνάντησης και των συγκρούσεων, που προκάλεσε σε Βυζαντινό έδαφος. Πρόκειται για την διαμάχη περί της θεολογικής μεθόδου, δηλ. της χρήσης τού αποδεικτικού ή τού διαλεκτικού συλλογισμού, διαμάχη που δεσπόζει στην υστεροβυζαντινή πνευματική ιστορία και αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό και σε φιλοσοφικό επίπεδο. Τα σχετικά ιστορικά δεδομένα είναι γνωστά, και περιορίζομαι εδώ στην μνεία μόνον των σημαντικότερων δημοσιευμάτων στα νεώτερα χρόνια. Πρόκειται για τις τρεις μελέτες τού Στυλιανού Γ. Παπαδόπουλου : Ελληνικαι μεταφράσεις θωμιστικων έργων. Φιλοθωμισται και αντιθωμισται εν Βυζαντίω, Αθήναι 1967, 200 σελ. – Συνάντησις Ορθοδόξου και Σχολαστικής Θεολογίας εν τω προσώπω Καλλίστου Αγγελικούδη και Θωμά Ακινάτου, Θεσσαλονίκη 1970, 198 σελ. – “Thomas in Byzanz. Thomas-Rezeption und Thomas-Kritik in Byzanz zwischen 1354 und 1453” στο Theologie und Philosophie 49 (1974) 274-304. τρεις είναι και οι σημαντικές μελέτες τού Gerhard Podskalsky, S.J. (Φραγκφούρτη) : “Die Rezeption der thomistischen Theologie bei Gennadios II. Scholarios“ στο Theologie und Philosophie 49 (1974) 305-323 – Theologie und Philosophie in Byzanz. Der Streit um die theologische Methodik in der spatbyzantinischen Geistesgeschichte, seine systematischen Grundlagen und seine historische Entwicklung, Munchen (By-zant. Archiv 15) 1977, 268 σελ. – “Die griechisch-byzantinische Theologie und ihre Methodik” στο Theologie und Philosophie 58 (1983) 71-87.
»Σχετικά με τό θέμα των Βυζαντινών μεταφράσεων έργων τού Θωμά Ακινάτη πρέπει να εξαρθεί τό εντυπωσιακό σε έκταση και ποιότητα εγχείρημα τού Δημητρίου Κυδώνη (περ. 1324-περ. 1397) να μεταφράσει τα δύο πρώτα Μέρη της Summa Theologiae[2] (τό 3ο Μέρος τό μετέφρασε ο αδελφός του Πρόχορος). Η σύγχρονη έκδοση τού μεταφραστικού αυτού άθλου τού 14ου αιώνα άρχισε μόλις τό 1976 με τον Α΄ τόμο στην Σειρά τού Corpus Philosophorum Graecorum Recentiorum, που ίδρυσε και διευθύνει ο ακαδημαϊκός Ε. Μουτσόπουλος, ο οποίος και προλογίζει διαφωτιστικά την πολύ φροντισμένη έκδοση των άρθρων 1-16 (De fide) τού Μέρους 2a–2ae της Summa από τον Γ. και την Α. Λεοντσίνη. Ο τόμος Β΄ (1979) καλύπτει τα άρθρα 17-22 (De spe) με εκδότη τον Φ. Δημητρακόπουλο και ο Γ΄ (1980) τα άρθρα 23-33 από τον ίδιο σε συνεργασία με την Μ. Μπρεντάνου. Τό 1982 εκδόθηκε και ο τόμος Δ΄ (άρθρα 34-56) από τις Σ. Σιδέρη και Π. Φωτοπούλου. Και οι τέσσερις τόμοι περιλαμβάνουν εισαγωγικά άρθρα τού κ. Μουτσόπουλου με ειδική θεματολογία, όπως οι αριστοτελικές επιδράσεις στο μεταφραστικό έργο τού Κυδώνη[3]. Από τό μεγάλο συστηματικό έργο τού Θωμά ο Κυδώνης μετέφρασε και τα Μέρη Prima και Prima Secundae. Προηγουμένως, τό 1354, μετέφρασε την Summa contra gentiles, ένα πολύ διαδεδομένο έργο τού Θωμά με απολογητικό και φιλοσοφικό χαρακτήρα. Η μετάφραση αυτή είχε μεγάλη διάδοση και στην ελληνική Ανατολή, όπως δείχνουν τα 40 τουλάχιστον σωζόμενα χειρόγραφα που την περιέχουν.
» Άλλα μικρότερα έργα τού Ακινάτη μετέφρασε ο Δημήτριος (π.χ. τό De rationibus fidei contra Saracenos, Graecos et Armenos) και ο Πρόχορος (τις Quaestiones disputatae De potentia και De spiritualibus creaturis, και κυρίως τό γνωστό μικρό έργο De aeternitate mundi contra murmurantes, που σώζει ο αυτόγραφος τού Κυδώνη κώδ. Vaticanus Gr. 1102, καθώς και τό «Προοίμιον των Σχολίων τού Θωμά εις τα Μετά τα Φυσικά τού Αριστοτέλους», στον ίδιο κώδικα). Έργα τού Θωμά είχε μεταφράσει πιθανώς και ο Μάξιμος Πλανούδης (1255-1305), ενώ κείμενα τού Ακινάτη έχουν μεταφράσει αποσπασματικά και άλλοι ανώνυμοι Βυζαντινοί λόγιοι.
»Ένα αιώνα περίπου Μετά την μεταφραστική δραστηριότητα των αδελφών Κυδώνη, δηλαδή λίγο πριν από την πτώση της αυτοκρατορίας, ο Γεώργιος Σχολάριος Γεννάδιος Β΄ (περ. 1400-1472), ο μεγάλος ιδεολογικά αντίπαλος τού Πλήθωνος και πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μετά την άλωση, μετέφρασε φιλοσοφικά κυρίως κείμενα τού Θωμά Ακινάτη. Όλες αυτές οι μεταφράσεις του φέρουν την επιγραφή «Εκ των τού Θωμά» και είναι : τα Προλεγόμενα εις την Φυσικην Αριστοτέλους, τα εισαγωγικά σχόλια τού Θωμά στα βιβλία Α και Β της Φυσικής και στους Σοφιστικούς Ελέγχους, καθώς και ολόκληρο τό Υπόμνημα τού Θωμά στο περί ψυχής τού Αριστοτέλους. Από τον κάλαμο τού Σχολαρίου έχουμε ακόμη την μετάφραση τού φιλοσοφικού έργου τού Θωμά De ente et essentia[4] καθώς και Επιτομές των μεγάλων έργων Summa contra gentiles και Summa Theologiae (Pars prima)».
Με τις εργασίες των Παπαδοπούλου και Podskalsky η επιρροή τού Θωμισμού στο Βυζάντιο καταδεικνύεται πολύ μεγαλύτερη από ό,τι αρχικά επιστεύετο (Jugie, Beck κ.ά.), με κορύφωση την προσέγγιση τού Βυζαντίου (κράτος και εκκλησία) προς την Παπική εξουσία στο μεγάλο θέμα «ένωση των Εκκλησιών» (αυτοκράτωρ Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος, 1369 – πάπας Ουρβανός Ε΄ και Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας, 1438-39). Σήμερα, Μετά από ενδελεχή και σχεδόν εξαντλητική συγκέντρωση και μελέτη τού σχετικού υλικού, βλέπουμε πολύ καλύτερα (ο Podskalsky βοήθησε έμμεσα πολύ σ’ αυτό), ότι (α) οι αντιθωμιστές στο Βυζάντιο ήσαν πολύ περισσότεροι από τους φιλοθωμιστές θεολόγους και φιλοσόφους, όπως ήτο και η επιρροή των πρώτων πολύ μεγαλύτερη και διαρκέστερη, (β) η προσέγγιση των δύο πλευρών είχε σαφώς κίνητρα πολιτικά και στρατηγικά (υποστήριξη της απειλούμενης από τό Ισλάμ αυτοκρατορίας) παρά πνευματικά και καθαρά θεολογικά.
Πολύ σημαντικό παραμένει ωστόσο τό γεγονός, ότι τό ενδιαφέρον για τις διδασκαλίες τού Θωμά και η γνώση τους, που προκάλεσαν οι ελληνικές μεταφράσεις των έργων του, άσκησαν μεγάλη επίδραση σε δύο κυρίως κεντρικά θέματα αντιπαράθεσης της Ανατολικής Ορθόδοξης και της Δυτικής Σχολαστικής Θεολογίας : στην προβληματική περί εκπορεύσεως τού Αγίου Πνεύματος, ένα πολύ παλαιότερο θεολογικό πρόβλημα με πλούσια γραμματεία (εκδεδομένα και ανέκδοτα κείμενα. Βλ. π.χ. Podskalsky 1974, σελ. 316-18) και στην προβληματική περί διακρίσεως ουσίας και ενεργειών τού Θεού ( ό.π., σελ. 318-19). Ας σημειωθεί όμως εδώ, ότι υπήρξαν και άλλα, κυρίως θεολογικά, προβλήματα, όπως τό πρόβλημα της θείας απλότητος (simplicitas), της θέασης ή της γνώσης τού Θεού, των σχέσεων μεταξύ των προσώπων της Αγίας Τριάδος, στα οποία οι απαντήσεις ακολουθούσαν τόσο την βυζαντινή θεολογική παράδοση (π.χ της θεοπτίας) όσο και της Σχολαστικής Θεολογίας.
Στην παρούσα επισκόπηση περιοριζόμαστε κατ’ ανάγκην στο δεύτερο από τα πιο πάνω κεντρικά θέματα θεολογικού προβληματισμού στην αντιπαράθεση Ανατολής – Δύσης, καθώς αυτό συνδέεται αμεσότερα με φιλοσοφικές προϋποθέσεις και συναρτήσεις. Και πρέπει ακόμη να τονισθεί, ότι για την σύγχρονη έρευνα τό σχετικό πλέγμα προβλημάτων παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς καταλήγουμε εδώ τελικά στο κρίσιμο θέμα της θεολογικής μεθόδου, όπως αυτό εμφανίζεται με τρόπο εντυπωσιακό στην πνευματική ιστορία τού Ύστερου Βυζαντίου (14ος –15ος αι.). Από την σκοπιά αυτή τό όλο πρόβλημα της επιρροής της Σχολαστικής Θεολογίας, αλλά και Φιλοσοφίας, μπορεί να αναχθεί στην κρίσιμη αναμέτρηση μεταξύ Ησυχασμού (Γρηγόριος Παλαμάς, 1296-1359) και των θεωρουμένων «δυτικοφρόνων» θεολόγων και λογίων τού Βυζαντίου (Βαρλααμ ο Καλαβρός, Γρηγόριος Ακίνδυνος, Νικηφόρος Γρηγοράς και άλλοι, οι οποίοι ωστόσο υπήρξαν σφόδρα αντιδυτικοι στην όλη πολιτεία τους). Κι ακόμη βλέπουμε σήμερα πολύ πιο σωστά την σχέση και εξάρτηση των εκπροσώπων των δύο κατευθύνσεων από την «πλατωνική» και την «αριστοτελική» φιλοσοφία. Γι’ αυτό και η οξύτατη αντιπαράθεση τού Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνος με τον Γεώργιο Σχολάριο Γεννάδιο, που σηματοδοτεί την εξαιρετικά φορτισμένη πολιτικά και πνευματικά εποχή αυτή, πρέπει να εξετασθεί σήμερα σε συνάρτηση με την διπλή προβληματική της διαφοροποιημένης θεολογικής μεθόδου και των παρεπομένων των καταβολών της εθνικής φιλοσοφίας.
Με την μνεία τού ονόματος τού Γεωργίου Σχολαρίου φθάνουμε στον πυρήνα αυτού τού μελετήματος, γιατί ο Σχολάριος δεν είναι μόνον ο κύριος εκπρόσωπος της πρόσληψης της Θωμιστικης Θεολογίας στο Βυζάντιο, μεταφραστής έργων τού Ακινάτη σε εντυπωσιακή έκταση και βαθύς μελετητής και αλλά και κριτικός επεξεργαστής της διδασκαλίας τού Θωμά. με βάση τό πολύπλευρο έργο τού Σχολαρίου και την όλη πολιτεία του στα κρίσιμα χρόνια των παραμονών της πτώσης αλλά και στην επόμενη σκοτεινή περίοδο των απαρχών της οθωμανικής κυριαρχίας, είμαστε σήμερα σε θέση να μελετήσουμε και να εκτιμήσουμε πιο σωστά την πορεία, τις συστηματικές προϋποθέσεις και την ιστορική εξέλιξη τού συνολικού προβλήματος, που δημιούργησε η παρουσία της Σχολαστικής στο εκπνέον Βυζάντιο.
Υπό τό πρίσμα αυτό οι μελέτες τού G. Podskalsky, που κατεγράφησαν παραπάνω, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως εργασίες βασικής αναφοράς για την προβληματική μας. Οι τίτλοι τους είναι χαρακτηριστικοί : τό 1974 δημοσιεύθηκε στο έγκριτο περιοδικό Theologie und Philosophie (χαρακτηριστική και η επιλογή τού επιστημονικού οργάνου) τό πυκνό σε πρωτογενές υλικό άρθρο «Η πρόσληψη της Θωμιστικης Θεολογίας από τον Γεννάδιο Β΄ Σχολάριο». Ο συγγραφέας προτάσσει εδώ την εξής Σημείωση : «Η έρευνα αυτή είναι μέρος μιας μεγαλύτερης εργασίας <που κυκλοφόρησε, όπως δηλώθηκε, τρία χρόνια αργότερα> για τις αντιπαραθέσεις, που σημειώθηκαν στο Ύστερο Βυζάντιο σχετικά με την μεθοδολογία της Θεολογίας υπό την επίδραση της Δυτικής Σχολαστικής».
Πολύ χαρακτηριστικά για την σημασία, την οποία ο Ρodskalsky αποδίδει στο έργο και την πολιτική τού Σχολαρίου για την ειδική και την γενικότερη προβληματική μας, είναι και τα εξής. Ως “Motto” στο άρθρο του μεταφέρεται στο πρωτότυπο «Σημείωση στο περιθώριο» τού Σχολαρίου στο χειρόγραφο της «Σύνοψης τού Μέρους Ia και IIae της Summa Theologiae» τού Θωμά Ακινάτη :
Είθε, ω βέλτιστε Θωμά, μη εγένου εν Εσπέρα , ίνα και είχες ανάγκην των εκτροπων της εκκλησίας εκείνης υπερδικείν, των τε άλλων και ην επί τη τού Πνεύματος εκπορεύσει και τη διαφορά της θείας ουσίας και ενεργείας πεπόνθει· ή γαρ αν και εν τοίς θεολογικοίς σου αδιάπτωτος ήσθα, ως και εν τοίς ηθικοίς τούτοις εί. (?uvres completes de Gennade Scholarios, ed. L. Petit. X.A. Siderides, M. Jugie, vol. VI,1, Paris 1936).
Θεωρώ εξ άλλου ότι έχει ιδιαίτερη σημασία η πρώτη παράγραφος τού άρθρου αυτού τού Podskalsky : «Κανείς άλλος βυζαντινός θεολόγος δεν εμβάθυνε όσο ο Σχολάριος στην ουσία, στο περιεχόμενο και στην μέθοδο τού Θωμισμού και Κανείς δεν προσπάθησε όσο εκείνος να μεταφέρει στην βυζαντινή παράδοση τα επωφελή στοιχεία της. αλλά και Κανείς άλλος δεν βρέθηκε στο στόχαστρο τόσο των Βυζαντινών όσο και των Δυτικών, με αποτέλεσμα να σημειώσει τελικά τό εγχείρημά του τόση αποτυχία και τόσο μικρή επιρροή στους μεταγενέστερους, δυσανάλογη προς τό εύρος και την ποιότητα τού έργου του».
Όπως υποδηλώθηκε, η πλευρά αυτή της θεματικής μας απασχόλησε ιδιαίτερα την σύγχρονη έρευνα και όλοι είναι σύμφωνοι σε ένα τουλάχιστον σημείο, ότι η εποχή του ήταν για τον Σχολάριο εξαιρετικά δυσμενής. Ο Στ. Παπαδόπουλος πιστεύει, ότι «αν τό Βυζάντιο συνέχιζε αδιατάρακτα την ιστορική πορεία του, ο αποφασιστικός διάλογος Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας, τον οποίο κατέστησαν δυνατό οι ελληνικές μεταφράσεις έργων κυρίως τού Θωμά, θα είχε προωθηθεί, και -γιατί όχι – με επιτυχία». Άλλοι ερευνητές αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στο πολιτικό υπόβαθρο της προσέγγισης των Εκκλησιών και πιστεύουν, ότι η Πατερική-Ησυχαστική παράδοση στο Βυζάντιο δεν θα μπορούσε ποτέ να χάσει την επικυριαρχία της, έτσι που η πρόσληψη της Σχολαστικής να μη μπορούσε να έχει καμια προοπτική επιτυχίας. σχετικά πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και τό γεγονός, ότι ο ίδιος ο Σχολάριος είχε επίγνωση των μεγάλων διαφορών στην περιοχή τού δόγματος μεταξύ των δύο Εκκλησιών, και η τελική στάση του προσδιορίζεται εδώ από τον αυστηρό προειδοποιητικό λόγο του: «Σπουδαστέος ο ανήρ <ο Θωμάς>, όπου ούτος συμφωνεί προς την ημετέραν εκκλησίαν» (Γι’ αυτό και πρέπει να μιλούμε για μια «ειδική περίπτωση» τού Σχολαρίου στην κατάταξη των Βυζαντινών σε Φιλο- και Αντιθωμιστές).
Σε κάθε περίπτωση η αξιοθαύμαστη μεταφραστική δραστηριότητα τού Σχολαρίου και τό πλουσιότατο συγγραφικό έργο του, από τό οποίο ιδιαίτερη σημασία έχει τό σχετιζόμενο με την γνωστή αντιδικία του προς τον φιλόσοφο τού Μυστρά Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα, αποτελούν σημαντικά και παραδειγματικά δεδομένα για την ορθή αποτίμηση των επιδράσεων της Δυτικής Σχολαστικής και γενικότερα για την κατανόηση τού πνευματικού κλίματος της τελευταίας περιόδου τού Βυζαντίου, οπωσδήποτε όμως και σε στενή σχέση προς τις προεκτάσεις της Ησυχαστικής έριδας και στην εποχή αυτή. Και δεν πρέπει να παραβλέπουμε τό ότι κεντρική θέση στην Φιλο-Παλαμική και Αντι-Παλαμική θεολογία έχει η αποδοχή ή απόρριψη τού διαλεκτικού συλλογισμού, δηλαδή η διαμόρφωση και χρήση των ορθών μεθοδολογικών κανόνων της χριστιανικής θεολογίας. Όπως υποδηλώθηκε, μία ειδικότερη αλλά κρίσιμη προβληματική αναπτύχθηκε την εποχή αυτή εντονότερα με επίκεντρο την αξιοπιστία και την αναγκαιότητα χρήσης αριστοτελικών φιλοσοφικών αρχών, προβληματική και αντιπαράθεση μεταξύ «’αριστοτελικών» και «Πλατωνικών» Βυζαντινών λογίων, που γρήγορα μεταφέρθηκε και στην Δύση τού 15ου και 16ου αιώνα. εδώ πρόκειται όμως, όπως σήμερα μπορούμε να διαγνώσουμε καλύτερα, για ένα «αντιδάνειο» της Ανατολής, που σε συνάρτηση με τό πρόβλημα της θεολογικής μεθόδου έχει τις ρίζες του στην Δύση[5].
Στο σημείο αυτό είναι χρήσιμο να αναφερθούμε στο κύριο έργο τού Gerhard Podskalsky, την πυκνή μονογραφία του «Θεολογία και Φιλοσοφία στο Βυζάντιο» (Μόναχο 1977). Υπότιτλος : «Η έριδα για την θεολογική μέθοδο στην ύστερη πνευματική ιστορία τού Βυζαντίου (14ος-15ος αι.), οι συστηματικές προϋποθέσεις της και η ιστορική εξέλιξή της»[6]. Ο Hans-Georg Beck, κορυφαίος Βυζαντινολόγος της σχολής τού Μονάχου, προλογίζοντας τό έργο, τονίζει με πρόδηλα θετική εκτίμηση τό γεγονός, ότι «από εκατοντάδες επί μέρους στοιχεία προέκυψε εδώ μία νέα γενική εικόνα τού θέματος, που βασίζεται σε προσεκτική μελέτη κάθε δυνατής πηγής». Η συμπερασματική κρίση του είναι, ότι «τώρα πλέον δεν θα είναι δυνατόν να αντιμετωπίζουμε τό πρόβλημα της διαμάχης για τον Θωμισμό στο Βυζάντιο τόσο επιπόλαια, όπως συνέβαινε συνήθως στις τελευταίες δεκαετίες». Ιδιαίτερη σημασία έχει όμως η παρατήρηση τού Βeck, ότι «η κριτική θα επισημάνει ίσως ότι στο έργο τού Podskalsky η αξιολόγηση των πηγών γίνεται από μια αυστηρά προσδιορισμένη αφετηρία <ας υπενθυμίσουμε εμείς, ότι ο Ρodskalsky ανήκει στο τάγμα των Ιησουϊτών>. Ωστόσο ο συγγραφέας αφ’ ενός δεν προσπερνά ποτέ αδιάφορα ή υποτιμητικά τις επιδόσεις των Βυζαντινών, που τον κάνουν μάλιστα κάποτε να τις θαυμάζει, αφ’ ετέρου μέσα από τις σελίδες τού βιβλίου του προκύπτουν τώρα πολύ πιο καθαρά οι διαφορές μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ενώ η ίδια η βυζαντινή μεθοδολογία διαρθρώνεται πολύ σαφέστερα ακριβώς μέσα από την αντιπαράθεσή της με την Δύση».
Από τα περιεχόμενα τού έργου μάς ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα κεφάλαια τού 3ου Μέρους «ιστορική εξέλιξη» (σελ. 88-230) : 1. Τό θέμα της θεολογικής μεθόδου στην ελληνική πατερικη παράδοση. 2. Τα ρεύματα της Πλατωνικής και Αριστοτελικής αναγέννησης στον Μεσαίωνα και η επίδρασή τους στην βυζαντινή Θεολογία. 3. Η έριδα για την μέθοδο στον Ανθρωπισμό και στον Ησυχασμό. 4. Η επιρροή της Σχολαστικής. Πρόσληψη και απόρριψή της. Τό τελευταίο αυτό κεφάλαιο (σελ. 180-230) αποτελεί τον πυρήνα τού έργου και συμπληρώνεται από ένα σύντομο Παράρτημα για τις ελληνικές μεταφράσεις έργων της Δυτικής (Λατινικής) θεολογικής και φιλοσοφικής γραμματείας.
Στις τελευταίες επτά σελίδες τού έργου (πριν από τους πολύ πλούσιους πίνακες ονομάτων συγγραφέων, τίτλων έργων, εννοιών και νεώτερων ερευνητών) ο Ρodskalsky επιχειρεί να συνοψίσει πολύ πυκνά τα πορίσματα τού ερευνητικού έργου του και να προβεί σε ορισμένες αξιολογήσεις. Την εξέλιξη στην Δύση αξιολογεί ως μία τάση, ήδη πολύ πριν από την Σχολαστική, προς μία λογική κριτική επανεξέταση των πηγών της παράδοσης, ιδίως των κειμένων των Πατέρων της Εκκλησίας, η οποία – μαζί με την «επανανακάλυψη» τού Αριστοτέλους και των αυθεντικών Σχολιαστών του – οδήγησε στην Σχολαστική με τις φιλοσοφικοθεολογικές Summae των μεγάλων λατίνων θεολόγων. Τό Βυζάντιο αντίθετα, πιστεύει ο Podskalsky, έμεινε πιστό στις συχνά αναθεωρούμενες «Πανοπλίες», δηλ. ερμηνευτικές συλλογές πατρικών κειμένων, οι οποίες εξασφάλιζαν τον ασφαλή προσανατολισμό της ορθόδοξης πίστης, έτσι ώστε – κατά τον συγγραφέα πάντα – η πραγματικά αυθεντική και μόνιμης διάρκειας (αν εξαιρέσουμε την ξεχωριστή περίπτωση τού Βαρλααμ τού Καλαβρού και των επηρεασμένων από την Σχολαστική ορθόδοξων θεολόγων τού 14ου-15ου αι.) επίδοση της βυζαντινής θεολογικής μεθόδου να έγκειται μόνον στην ερμηνευτική των Πατέρων.
Συνεπής προς τα ανωτέρω ο Podskalsky κρίνει και την στάση των σοφών τού Βυζαντίου απέναντι στις μεταφράσεις από την λατινική θεολογία και Σχολαστική – υπολογίζοντας ορθά και ορισμένες σοβαρές προϋποθέσεις, που προσδιόριζαν την ηγετική ομάδα στην βυζαντινή Εκκλησία και κοινωνία – ως κατανεμημένης μεταξύ απεριόριστου θαυμασμού και απόλυτης απόρριψης. Ό, τι ωστόσο πραγματοποιήθηκε μεταξύ τού 1335 και 1453 σε πρωτότυπη πνευματική εργασία για την προσέγγιση και αφομοίωση νέων διαφορετικών διδασκαλιών παραμένει μια «κληρονομία», η οποία βέβαια δεν αναβίωσε ποτέ αργότερα, θα μπορούσε όμως να γίνει πρότυπο για μίμηση. Υπογραμμίζω την τελευταία αυτή πολύ προσωπική δήλωση τού συγγραφέα μας, για να συμφωνήσω όμως μαζί του απόλυτα μόνο με την ακροτελεύτια πρότασή του : «Ασφαλώς οφείλει η ελληνική ορθόδοξη Εκκλησία <και τό ελληνικό έθνος, προσθέτουμε εμείς> την επιβίωσή του στην μακρόχρονη Τουρκοκρατία όχι στην “επιστήμη της Θεολογίας”, αλλά σε ό,τι αποτελεί την επίδοση της εκκλησιαστικής και μοναστικής ηγεσίας της (θεία λειτουργία, αγιογραφία, λόγος και εικόνα). με μια λέξη η βυζαντινή πνευματικότητα είχε εδώ την επικυριαρχία και αυτή προσδιόρισε τις τύχες τού ορθόδοξου κόσμου ευρύτερα». στο πνεύμα αυτό είναι γραμμένο, πιστεύω, τό παλαιότερο κείμενό μου : «Δυτικοευρωπαϊκό πνεύμα και ελληνική Ορθοδοξία. Η μετάβαση από τό Βυζάντιο στο Νέο Ελληνισμό και η σύγχρονη προβληματική», Σύναξη, τεύχος 34 (1990) 31-42[7].
Πριν επανέλθουμε στον Γεώργιο Σχολάριο, τον κύριο εκπρόσωπο των μεταφραστών και θαυμαστών τού Θωμά Ακινάτη στο Βυζάντιο, ο οποίος όμως, όπως δηλώθηκε, αντιμετωπίζει και κριτικά τον Θωμισμό, είναι χρήσιμο να καταγράψουμε με επιγραμματική συντομία τις δύο πλευρές της διαμάχης για την Σχολαστική Θεολογία.
Μεταφραστές και θιασώτες τού Θωμά Ακινάτη υπήρξαν οι : Δημήτριος Κυδώνης (περ. 1324-περ. 1397) και ο αδελφός του Πρόχορος (1330-1368). Μετά τις μελέτες τού Στυλιανού Παπαδοπούλου και τους τέσσερις τόμους της έκδοσης της μετάφρασης μερικών μόνον άρθρων της Summa Theologiae τού Θωμά από τον Δημήτριο Κυδώνη, έχουμε στα νεώτερα χρόνια δέκα τουλάχιστον μελέτες για τους αδελφούς Κυδώνη, από τις οποίες ξεχωρίζω τις : F. Kianka, „Demetrios Kydones and Thomas Aquinas“, Byzantion 52 (1982) 264-286 και Fr. Tinnefeld, „Ein Text des Prochoros Kydones im Vatic. Gr. 609 uber die Bedeutung der Syllogismen fur die theologische Erkenntnis”, Orientalia Lovaniensia 60 (1994) 512-527. Ο Μανουήλ Καλέκας (†1410) ήταν στενά συνδεδεμένος με τον Δημήτριο Κυδώνη. Τό 1396 προσεχώρησε στην Καθολική Εκκλησία και από τό 1403 έζησε ως Δομινικανός μοναχός στην Μυτιλήνη, όπου μελέτησε και μετέφρασε αποσπασματικά έργα τού Ανσέλμου Κανταβρυγίας και τού Βοηθίου. Τό κύριο έργο του έχει τον τίτλο ?Περί πίστεως και περί των αρχών της καθολικής πίστεως κατά την παράδοσιν των Θείων Γραφών και των καθολικών διδασκάλων της Εκκλησίας?. (PG 152, 429-661).
Τού Ανδρέα Χρυσοβέργη († 1451), αρχιεπισκόπου Ρόδου κύριος μελετητής υπήρξε ο E. Candal, ο οποίος εξέδωσε ελληνικά και λατινικά τό αφιερωμένο στον καρδινάλιο Βησσαρίωνα έργο του De divina essentia et operatione ad sanctissimum Dominum Bessarionem, Metropolitam Nicaeae, ex commentario beatissimi Thomae apodictica explicatio (Orientalia Christiana Periodica 4/1938, 329-371). Ο καρδινάλιος Βησσαρίων (1403-1472), επίσκοπος Νικαίας και κύρια μορφή στην Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας (ως αντιπρόσωπος τού Πατριαρχείου Αντιοχείας) αντέδρασε αυστηρά στα «Συλλογιστικά κεφάλαια προς τους Λατίνους» τού Μάρκου Ευγενικού με ένα κείμενο υπερασπιστικό τού Θωμά Ακινάτη : Sapientissimi Cardinalis Bessarionis Responsio ad Ephesii Capita petente Patriarcha D. Gregorio concinnata (PG 161, 137-224). Αναφερόμενος με εκτίμηση στους προγενέστερους πολέμιους τού Θωμά, τον Βαρλααμ και τον Νείλο Καβάσιλα, επιχειρεί ο Βησσαρίων να υποβαθμίσει την πρωτοτυπία και την ευστοχία των απόψεων τού Μάρκου Ευγενικού. Τό έργο τού Ευγενικού επιχειρεί να αντικρούσει και ένας ανώνυμος συγγραφέας των μέσων τού 15ου αι. (έκδοση και των δύο έργων στην PG 161, 12-137 : Marci Ephesini Metropolitae Eugenici Capita Syllogistica adversos Latinos e t Responsio Sapientissimi Domini Georgii Scholarii . . . elaborata). Τό κατά Ευγενικού κείμενο δεν προέρχεται Ασφαλώς από την γραφίδα τού Γεωργίου Σχολαρίου, όπως εσφαλμένα δηλώνει ο τίτλος, η αξία του έγκειται ωστόσο στο γεγονός, ότι παρά την γενικά θετική εκτίμηση της διδασκαλίας τού Θωμά δέχεται και σοβαρές αδυναμίες σ’ αυτήν, τις οποίες και επισημαίνει. Αυτό χαρακτηρίζει και άλλους φιλο-Θωμιστές ορθόδοξους θεολόγους και πρέπει να καταγραφεί ως ένα από τα χαρακτηριστικά της διαμάχης για τον Θωμισμό στο Βυζάντιο.
Μετριοπαθείς φιλο-Θωμιστές θεολόγοι στο Βυζάντιο, που αποδεδειγμένα μελέτησαν και χρησιμοποίησαν έργα τού Ακινάτη, όχι όμως για να ασκήσουν πολεμική κατά αντιπάλων τους αλλά για να συγκροτήσουν κυρίως την μέθοδο της δικής τους θεολογικής σκέψης, πρέπει να θεωρηθούν οι Νικόλαος Καβάσιλας και Θεοφάνης Νικαίας. Ο Νικόλαος Καβάσιλας (Χαμαετός), 1320-1391, ανιψιός τού Νείλου Καβάσιλα, παιδικός και ισόβιος φίλος τού μεταφραστή τού Θωμά Δημητρίου Κυδώνη, ήταν ένας από τους πρώτους Βυζαντινούς, που γνώρισαν τις μεταφράσεις τού Θωμά. σε τρία έργα του (κατά Πύρρωνος, Λόγοι των βουλομένων αποδεικνύειν, ότι η περί τον λόγον σοφία μάταιον – Λύσεις των τοιούτων επιχειρημάτων, Εις την θείαν Λειτουργίαν) χρησιμοποιεί την δομή των “articula” της Summa Theologiae και των “capitula“ της Summa contra gentiles. Ιδιαίτερα στο δεύτερο από τα παραπάνω έργα του ο Καβάσιλας αντλεί ανθρωπολογικά και ηθικά στοιχεία από την Summa Theologiae και τα ενσωματώνει στο δικό του έργο[8]. Ο Θεοφάνης Νικαίας († περ. 1381) άντλησε, χωρίς να τό δηλώνει, πολλά στοιχεία για τον βαθμό, τό είδος και τις βαθμίδες της γνώσης τού ανθρώπου για τον Θεό από τις Summae τού Θωμά[9].
Για τους βυζαντινούς θεολόγους και λογίους, οι οποίοι με τό συγγραφικό τους έργο απέρριψαν την διδασκαλία τού Θωμισμού και της Δυτικής Σχολαστικής και υπερασπίσθηκαν την ορθόδοξη πατερικη παράδοση και ειδικότερα τό κίνημα τού Ησυχασμού μπορούν να καταγραφούν με μεγάλη συντομία τα εξής. Ιδιαίτερη περίπτωση αποτελεί ο δεινός θεολόγος, φιλόσοφος και μαθηματικός Βαρλααμ ο Καλαβρός(1290-1350)[10], ο οποίος πριν από την ένταξή του στην Καθολική Εκκλησία (1342) και πριν από την εμφάνιση των πρώτων ελληνικών μεταφράσεων ολοκληρωμένων έργων τού Θωμά (1354) – με οπλισμό του την μελέτη τού Θωμισμού από τό πρωτότυπο στην πατρίδα του Seminara της Καλαβρίας πριν από την άφιξή του στο Βυζάντιο – έγραψε δύο βιβλία, στα οποία κρίνει αυστηρά και απορρίπτει συγκεκριμένες διδασκαλίες τού Ακινάτη, κυρίως σχετικά με τό πρόβλημα της εκπορεύσεως τού Αγίου Πνεύματος, αρνούμενος κατηγορηματικά την χρήση λογικών αποδείξεων στον χώρο της Θεολογίας.
Ο Νείλος Καβάσιλας († 1363), αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (1361-63), υπήρξε ο πρώτος Συνεπής πολέμιος της Θεολογίας τού Ακινάτη με μεγάλη επιρροή στους συγχρόνους του και στους μεταγενέστερους (Συρόπουλος, Καλέκας, Χρυσoλωράς, Σχολάριος), αντιμετώπισε όμως και σφοδρή κριτική : Ματθαίος Καρυοφύλης (PG 149, 729-878). Γνωστότερα είναι τα έργα του περί εκπορεύσεως τού Αγίου Πνεύματος[11] και περί τού πρωτείου τού πάπα (PG 149, 684-730). Μόνιμος στόχος τού Καβάσιλα είναι η απόρριψη της χρήσης των αποδεικτικών συλλογισμών στην θεολογική συζήτηση τού πρώτου προβλήματος, καθώς και της ταύτισης ουσίας και ενεργειών τού Θεού, όπως ήθελαν οι Δυτικοί. Η αντίκρουση τού Θωμά δεν είναι ο κύριος στόχος του, αφού κατά περίπτωση αναγνωρίζει και ορθές θέσεις τού Ακινάτη. Ο Ματθαίος Άγγελος Πανάρετος, Κοιαίστωρ στην αυτοκρατορική αυλή, έγραψε μεταξύ τού 1350 και 1369 περισσότερα μικρά αντιθωμιστικα κείμενα, από τα οποία τό μόνο εκδεδομένο έχει στόχο την διδασκαλία τού Θωμά περί εκπορεύσεως τού Αγίου Πνεύματος (έκδ. C. Buda, 1958).
Γεγονός με ιδιαίτερη σημασία για την θεματική μας υπήρξε η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως τού 1368 υπό τον πατριάρχη Φιλόθεο Κόκκινο. Για την οριστική καταξίωση και επιβολή της διδασκαλίας τού Γρηγορίου Παλαμά, που είχε ήδη ανακηρυχθεί σε επίσημη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας από τις Συνόδους τού 1341 και 1351, η Σύνοδος τού 1368 καταδίκα σε τις συγγραφές τού Προχόρου Κυδώνη, στις οποίες μεταφέρονται αυτολεξεί θεολογικές και φιλοσοφικές θέσεις τού Θωμά Ακινάτη από την Summa contra gentiles. Στους Αντι-Θωμιστές τού τέλους τού 14ου και των αρχών τού 15ου αι. ανήκουν ακόμη ο Μητροπολίτης Αγκύρας Μακάριος, συνδεδεμένος στενά με τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγο, ο μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος (1350-1432), που γνωρίζει καλά και χρησιμοποιεί ευρύτατα την λατινική γραμματεία από τις φιλοτεχνημένες στο Βυζάντιο ελληνικές μεταφράσεις (παραδίδεται μία δημόσια συζήτηση για επίμαχα θέματα διαφορών μεταξύ των δύο Εκκλησιών, που έγινε στην Κρήτη μεταξύ Βρυεννίου και τού Ιησουΐτη μοναχού Μαξίμου Χρυσοβέργη), ο Δημήτριος Χρυσολωράς, αδελφός τού Μανουήλ και έμπιστος και αυτός τού Μανουήλ Β΄, συγγραφέας ενός (ανέκδοτου) αντιθωμιστικού κειμένου (κώδ. Vatic. gr. 1109, f. 84-87) σε διαλογική μορφή, με πρόσωπα τού διαλόγου τους Θωμά Ακινάτη, Δημήτριο Κυδώνη, Νείλο Καβάσιλα και τον ίδιο. Τό κείμενο αυτό χαρακτηρίζει προσπάθεια αντικειμενικής αντιμετώπισης των αντιπάλων θέσεων και ήπιος τόνος, όπως φανερώνει ο πολύ χαρακτηριστικός επίλογος, από τον οποίο παραθέτω εδώ την καταληκτήρια παράγραφο (σε νεοελληνικη απόδοση του κειμένου, που περιέλαβε ο Στ. Παπαδόπουλος στο γερμανικό άρθρο του, 1974, σελ. 295) : “Καθώς είπα μόνον τα αναγκαία για τό θέμα μας, είναι καλύτερα να μη συνεχίσω με άλλα. Όλοι μαζί εσείς, θαυμάσιε φιλόσοφε Κυδώνη και Θωμά και Νείλε, υπηρετείτε τώρα τον Θεό με άλλο τρόπο, και καθένας από σάς ευρηκε την αλήθεια που αρμόζει στον Θεό. Μαζί σας, όταν ο Θεός τό θελήσει, θα βρεθούμε σύντομα κι εμείς, και θα αντικρύσουμε την πραγματική αλήθεια κοντά Του. Εσένα όμως Κυδώνη, για όσα ηθελημένα ή άθελά σου έχεις πει πέρα από όσα ήταν αναγκαία, ας σε συγχωρήσει ο Θεός, όπως και όλους εμάς μαζί με σένα”.
Στο πρωτόφυλλο τού κώδ. Vatic. Urbinatus gr. 155 (έτους 1436) αναφέρονται τέσσερις αντι-Θωμιστές συγγραφείς (Γεώργιος Βόϊλος με ένα βιβλίο κατά Λατίνων, Ματθαίος Φιλάρετος με 34 βιβλία κατά Θωμά, Άγγελος Αείδαρος με 40 βιβλία κατά Θωμά και Κάλλιστος Αγγελικούδης με 40 βιβλία κατά Θωμά), των οποίων όμως τα έργα δεν περιέχονται στον κώδικα ούτε διασώθηκαν από άλλη πηγή, πλην τού έργου τού Αγγελικούδη. Τού τελευταίου αυτού, γνωστού και ως Καλλίστου Μελενικιώτη, διέσωσε ο κώδ. Αγίου Όρους/Ιβήρων 337 τό έργο κατά τού καθ΄ Ελλήνων δήθεν λεγομένου βιβλίου Θωμά λατίνου (σύγχρονη έκδοση με εκτενή Εισαγωγή και αναλυτικά σχόλια από τον Στυλιανό Παπαδόπουλο, Θεσσαλονίκη, Ανάλεκτα Βλατάδων 4, 1970, 198 σελ.). Η μέθοδος τού ησυχαστού μοναχού Αγγελικούδη, που έγραψε περί τό 1380, είναι η σταχυολόγηση 2000 (!) περίπου χωρίων τού Θωμά από την Summa contra gentiles αποκλειστικά, στην μετάφραση τού Δημητρίου Κυδώνη, τα οποία κρίνονται και αναιρούνται. Κύριοι στόχοι της κριτικής τού Αγγελικούδη είναι η καταδίκη της υπερβολικής και ανεπιφύλακτης χρήσης αριστοτελικών θέσεων από τον Θωμά και η υπεράσπιση τού Ησυχασμού απέναντι στην λατινόφρονα διανόηση της Βασιλεύουσας και της αυτονομίας της θεολογικής (πατερικης) παράδοσης απέναντι σε νεωτερικές τάσεις.
Σημαντικός πολέμιος τού Θωμισμού στο Βυζάντιο είναι ο μητροπολίτης Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός (1392-1444). Ο Ευγενικός είχε μελετήσει τα έργα τού Ακινάτη σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι σε θέση να κατανοεί και να αντικρούει τις θέσεις των Δυτικών θεολόγων στην Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας. Κυριώτερα έργα του είναι τα «Συλλογιστικά κεφάλαια κατά της αιρέσεως των Ακινδυνιστων (οπαδών τού αντιπάλου τού Παλαμά Γρηγορίου Ακινδύνου) σχετικά με την διάκριση της θείας ουσίας από τις θείες ενέργειες», τα «Συλλογιστικά κεφάλαια προς Λατίνους» (γραμμένα στην Φλωρεντία) και η «απολογία προς Λατίνους».
Τον Γεώργιο Σχολάριο Γεννάδιο είναι δύσκολο να χαρακτηρίσουμε Φιλο- ή Αντιθωμιστή. Την προσοχή και τον θαυμασμό του για την θεολογική και κυρίως την φιλοσοφική σκέψη τού Θωμά Ακινάτη προκάλεσε η πολύ πρώιμη γνωριμία του με τό έργο του μέσω Βυζαντινών και Λατίνων διδασκάλων στην Κωνσταντινούπολη. Ήτο άλλωστε, λέγει κάπου ο ίδιος, πολύ καλός γνώστης της Λατινικής γλώσσας. Για να αποκλείσει κάθε εσφαλμένη ερμηνεία των φιλοθωμιστικων εκδηλώσεών του και να εξηγήσει συγχρόνως την μεταβολή της μεταγενέστερης στάσης του εναντίον της ενώσεως των Εκκλησιών (είναι γνωστό ότι πριν από τό 1443 είχε υποστηρίξει, για πολιτικούς λόγους, την ένωση και είχε στενοχωρήσει τον δάσκαλό του Μάρκο Ευγενικό), ο Σχολάριος τονίζει εμφατικά, ότι «σε όσα σημεία ο Θωμάς διαφοροποιείται από την Αγία μας Εκκλησία, εκεί βρισκόμαστε κι εμείς μακρυά του, όπου όμως συμφωνεί με την ορθόδοξη διδασκαλία, εκεί πρέπει να τον μελετούμε και να αναγνωρίζουμε ότι είναι άριστος της χριστιανικής θεολογίας εξηγητής και συνόπτης». σε επιστολή προς τον μαθητή του Ματθαίο Καμαριώτη δηλώνει ότι «χρειαζόμαστε την γνώση τού έργου τού Θωμά και πρέπει να τού εκδηλώνουμε τιμή, την ώρα μάλιστα που πολλοί Ιταλοί, ειδικά τού τάγματος των Φραγκισκανων, δεν δείχνουν τον οφειλόμενο σ’ αυτόν σεβασμό». Είναι γνωστό ότι σε δύο τουλάχιστον καίρια για της σχέσεις Ανατολής – Δύσης προβλήματα ο Σχολάριος διαφοροποιείται απόλυτα από την διδασκαλία τού Θωμισμού, στο πρόβλημα της εκπορεύσεως τού Αγίου Πνεύματος και από τον Υιό (Filioque) και στο πρόβλημα της ταύτισης της ουσίας και των ενεργειών τού Θεού, ενώ βλέπει διαφορές και σε επί μέρους θέματα, όπως στην σχέση τού νου με την Αποκάλυψη, τις προϋποθέσεις υποδοχής της Θείας Χάριτος από τον άνθρωπο, τό προπατορικό αμάρτημα και άλλα. στο θέμα της κριτικής, που άσκησε ο Σχολάριος στον Θωμά, αφιερώνει ο Podskalsky μία πολύ περιεκτική παράγραφο (σελ. 316-19). Στις βάσεις όμως της δογματικής διδασκαλίας των δύο Εκκλησιών ο Σχολάριος δεν βλέπει διαφορές, ενώ σε κρίσιμα θέματα, όπως π.χ. της Προνοίας και τού Προορισμού τού ανθρώπου, αντλεί στοιχεία από την Δυτική διδασκαλία. Την στάση σεβασμού και αξιοποίησης της Θωμιστικης θεολογίας μετέδωσε ο Σχολάριος και στους μαθητές του, εκείνοι όμως – όπως παραδίδεται – τού ζητούσαν να μεταφράσει και να σχολιάσει φιλοσοφικά κυρίως έργα τού Ακινάτη. Και πραγματικά, όπως τονίσθηκε ήδη, η επίδοση τού Σχολαρίου στον χώρο αυτόν είναι αξιοθαύμαστη, ώστε να μπορούμε να μιλούμε για μια έντονη παρουσία της αριστοτελικό-Σχολαστικής φιλοσοφίας στο Βυζάντιο χάρις σ’ εκείνον, πράγμα περισσότερο φανερό στην επεξεργασία ορισμένων προβλημάτων, όπως η χρήση τού συλλογισμού στην θεωρία και την πράξη, η σχέση νου – αισθήσεων, η αθανασία της ψυχής, η ενεργητική και παθητική κίνηση, η εξατομίκευση κλπ.[12].
Πολύ πρόσφατα υποστηρίχθηκε βάσιμα, ότι ένα “Florilegium Thomisticum”, που διασώζει ο κώδ. Paris. gr. 1868 (15ου αι.) και είχε εκδοθεί παλαιότερα ως ανώνυμο[13], προέρχεται από την γραφίδα τού Σχολαρίου[14]. Τό ιδιαίτερο ενδιαφέρον της συλλογής αυτής εκτενών χωρίων από τις Summae τού Ακινάτη (16 κεφάλαια από την Summa contra gentiles και την Summa Theologiae είτε αντλημένα αυτολεξεί από τις μεταφράσεις των αδελφών Κυδώνη είτε συντετμημένα) έγκειται στην πρόθεση τού Σχολαρίου – και αυτό περί τό 1444, δηλ. Μετά την Σύνοδο της Φλωρεντίας και πολύ πριν συντάξει τις μεγάλες Συνόψεις των Summae – να επιλέξει και να συγκεντρώσει σε ένα προσωπικό εγχειρίδιο-βοήθημά του, από τις τεράστιες σε έκταση Summae τού Θωμά, υλικό χρήσιμο για την ανασκευή των Νόμων τού Πλήθωνος, που σχεδίαζε αλλά δεν μπόρεσε τελικά να πραγματοποιήσει.
Τό θέμα της μακράς και πολυκύμαντης αντιπαράθεσης Σχολαρίου – Πλήθωνος, στο οποίο μένουν ακόμη να διερευνηθούν και να αποσαφηνισθούν τα βαθύτερα κίνητρα και τό ακριβές περιεχόμενο της φιλοσοφικής κυρίως διαφοροποίησης των δύο ανδρών, σε συνεχή αναφορά τους προς τον Αριστοτέλη κυρίως και την Σχολαστική (Θωμάς Ακινάτης αλλά και Duns Scotus και Φραγκισκανοί), τον Αβερρόη κ.ά., απαιτεί ειδική ανάπτυξη, που πρέπει να λάβει υπ΄ όψη της τα πολλά νεώτερα ερευνητικά στοιχεία, ιδιαίτερα σημαντικά – αλλά και σε εξέλιξη πολλά – για την πλευρά κυρίως τού Πλήθωνος. Βλέπε π.χ. τον χαρακτηριστικό τίτλο τού άρθρου τού Ι. Α. Δημητρακόπουλου (Σημείωση 13).
Τέλος και τό πρόβλημα της μεθόδου στην Ορθόδοξη και την Σχολαστική Θεολογία με τις σαφείς φιλοσοφικές διασυνδέσεις του (σημασία της χρήσης των «συλλογισμών», αποδεικτικού ή διαλεκτικού κλπ.) απαιτεί και νέα επεξεργασία, η οποία να λάβει υπ΄ όψη της και τό νέο πρωτογενές υλικό (σύγχρονες κριτικές εκδόσεις και μονογραφίες).
[1] Φιλέλλην. Studies in Honour of Robert Browning, Venice, Istituto Ellenico di Studi Bizantini e Postbizantini di Venezia (Bibliotheke N. 17), 1996, 35-42.
[2] Βλέπε την Διδακτορικη Διατριβη τού Fr. Kianka, Demetrius Cydones. Intellectual and Diplomatic Relations between Byzantium and the West, Fordham Univ. 1981. Τού ιδίου “D. Cydones and Thomas Aquinas”, Byzantion 52 (1982) 264-286 και “A Late Byzantine Defence of the Latin Church Fathers” , Orientalia Christiana Periodica 49 (1983) 419-425.
[3] Δημοσιεύθηκε και στό Jahrbuch der Osterreichischen Byzantinistik 32/4 (1982) 307- 310 : “Thomisme et aristotelisme a Byzance: Demetrius Cydones“. Βλέπε και Ph.A. Demetracopoulos , “Demetrios Kydones’ Translation of the Summa Theologiae”, ό.π. 311-320.
[4] Βλ. τώρα Chr.B. Hung, The Byzantine Thomism of Gennadios Scholarios and His Translation of the Commentary of Armadur de Bellovisu on the “De ente et essentia” of Thomas Aquinas, Citta del Vaticano (Studi Tomistici 53) 1993.
[5] Βλέπε τώρα την μελέτη τού Ι.’Α. Δημητρακόπουλου, Σημ. 12 (Β΄ μέρος).
[6] Theologie und Philosophie in Byzanz. Der Streit um die theologische Methodik in der spatbyzantinischen Geistesgeschichte (14./15. Jh.), seine systematischen Grundlagen und seine historische Entwicklung, Munchen (Byzantinisches Archiv 15) 1977, 268 σελ.
[7] Πρώτη δημοσίευση γερμανικα ως Ανακοίνωση στό «Οικουμενικό Συμπόσιο» της Ορθόδοξης Ακαδημίας Κρήτης (Κολυμπάρι 20-25.9.1988) στόν τόμο Verant wortung der Kirche fur Europa. Interdisziplinare Gesprache zwischen Orthodoxen und Katholiken, Wien 1989, 55-65.
[8] Βλέπε σχετικα τις μελέτες τού Ι. Α. Δημητρακόπουλου, “Nicholas Cabasilas’ Quaestio de rationis valore : An anti-Palamite Defense of Secular Wisdom”, Βυζαντινα 19 (1998) 77-83 και Νικολάου Καβάσιλα Κατα Πύρρωνος. Πλατωνικός φιλοσκεπτικισμός και αριστοτελικός αντισκεπτικισμός στη βυζαντινη διανόηση τού 14ου αιών, Αθήνα, Παρουσία 1999, 25-29.
[9] Βλέπε I.D. Polemis, Theophanes of Nicaea. His Life and Works [Diss.], Wien (Wiener Byzantinistischen Studien XX), 1996, 68-70, 87-109, 122-126. Επίσης τό πρόσφατα εκδεδομένο από τόν ίδιο έργο τού Θεοφάνους Απόδειξις ότι αδύνατο εξ αιδίου γεγενησθαι τα όντα και ανατροπη ταύτης, Αθήνα, Ακαδημία Αθηνων (CPhMA – Philosophi Byzantini 10) 2000, ο εκδότης εντοπίζει ως βασικη πηγη τού συγγραφέα τόν Ακινάτη (Εισαγωγή, σελ. 42* – 46*). Η εξάρτηση είναι συχνα και φραστική.
[10] Βλέπε τώρα την έγκυρη έκδοση μέ χρήσιμα Προλογικα (βιογραφικα, εργογραφικά, βιβλιογραφία) : Βαρλααμ τού Καλαβρού Λογιστική – Barlaam von Seminara, Logistike. Kritische Edition mit Ubersetzung und Kommentar von Pantelis Carelos, Αθηναι, Ακαδημία Αθηνων (CPhMA – Βυζαντινοι Φιλόσοφοι 8) 1996, XCII+284 σελ.
[11] Έκδ. E. Candal, Nilus Cabasilas et theologia S. Thomae de processione Spiritus Sancti, Citta del Vaticano (ST 116) 1945.
[12] Για τα παραπάνω θέματα παραμένει ιδιαίτερα χρήσιμο τό πλούσιο σέ στοιχεία και βιβλιογραφία άρθρο τού Gerhard Podskalsky, “Die Rezeption der thomistischen Theologie bei Gennadios II. Scholarios (ca. 1403-1472)”, Theologie und Philosophie 49 (1974) 305-323.
[13] B.D. Larsen, “Les traites de l΄ame de Saint Maxime et de Michel Psellos dans le Parisinus gr. 1868, Cahiers de l΄Ιnstitut du Moyen-Age grec et latin 30 (1979) 1-32. Βλ. τόν Appendix.
[14] Ι.Α. Δημητρακόπουλος, «Ο αντιπληθωνισμός τού Γεωργίου Γενναδίου Σχολαρίου ως ρίζα τού φιλο-θωμισμού του και ο αντιχριστιανισμός τού Γεωργίου Πλήθωνος Γεμιστού ως ρίζα τού αντιαριστοτελισμού του», Λακωνικά, Αθήνα 37 (Οκτ.–Δεκ. 2000) 5-8 (Α΄ μέρος) και 38 (Ιαν.-Μάρτ. 2001) 3-5 (Β΄ μέρος). Συντετμημένη μορφή της μελέτης : «George Gennadios-Scholarios’ Florilegium Thomisticum. His Early Abridgment of Various Chapters and Quaestiones of Thomas Aquinas Summae and His anti-Plethonism» (όπου επανέκδοση τού αυτογράφου τού Σχολαρίου), υπό δημοσίευση στό Recherches de Theologie et Philosophie Medievales