Οι οικοδόμοι της Θεολογίας της Θεοπτίας Στυλιανού Παπαδόπουλου, Συνάντησις ορθοδόξου και σχολαστικής θεολογίας (εν τω προσώπω Καλλίστου Αγγελικούδη και Θωμά Ακινάτου),

Θεσσαλονίκη 1970, εκδ. Πατριαρχικόν Ίδρυμα
Πατερικών Μελετών, σελ. 53-64

Θα εξέβαινεν εις μήκος ανεπίτρεπτον η έστω και εν αδραίς γραμμαίς ανάλυσις των θεμελιωδών θέσεων της θεολογίας και της προσωπικής προσφοράς ενός εκάστου εκ των βυζαντινών εκείνων θεολόγων, οι οποίοι δικαιούνται του τίτλου του οικοδόμου της θεολογίας της θεοπτίας. Συγχρόνως όμως θα απετέλει σημαντικόν μειονέκτημα εις την σύνθεσιν της εικόνος του πνευματικού βίου του ιδ’ αιώνος η παντελής αποσιώπησις των θεολόγων τούτων. Προς αποφυγήν της τοιαύτης παραλείψεως μνημονεύομεν κατωτέρω τους σημαντικωτέρους και γνωστότερους εκπροσώπους της θεολογίας της θεοπτίας, σημειούντες επιγραμματικώς και εν άκρα συντομία δείγμα της προσφοράς εκάστου.

Εις την ιστορίαν της περί την θεοπτίαν θεολογίας αποτελούν εισαγωγήν τέσσαρες ευρείας επιδράσεως πνευματικοί άνδρες, ασκηταί αναχωρητικής ή μοναστηριακής μορφής οι δύο, ασκηταί εντός της κοινωνίας οι άλλοι. Πρόκειται αφ’ ενός μεν περί των μοναχών Νικηφόρου (τέλος ιγ’ και αρχάς ιδ’ αιώνος) και Γρηγορίου του Σιναίτου (††1346), αφ’ ετέρου δε περί του πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αθανασίου Α’ (1289-93 και 1303-09) και του μητροπολίτου Φιλαδέλφειας Θεόληπτου.

Ο μοναχός Νικηφόρος (1) κατήγετο εκ της Νοτίου Ιταλίας και ανήκεν εις την Ρωμαϊκήν Εκκλησίαν, την οποίαν εγκατέλειψε χάριν της Ορθοδόξου (2).. Μετά το γεγονός τούτο, επισυμβάν κατά το β’ ήμισυ του ιγ’ αιώνος, ήλθεν ο Νικηφόρος εις ‘Αγιον Όρος, ένθα επεδόθη εις την αυστηράν άσκησιν (3) και την νοεράν ή αδιάλειπτον προσευχήν, της οποίας είτα εγένετο ονομαστός διδάσκαλος. Εξεμέτρησε το ζην μάλλον δύοντος του ιγ’ αιώνος, καταλιπών ευσύνοπτον εγχειρίδιον περί προσευχής.

Δια του εγχειριδιακού αυτού λόγου Περί νήψεως και φυλακής καρδίας (4) εν εκαινιάσθη η νέα θεολογική γραμματεία περί θεοπτίας. Εν τούτοις το έργον είναι άκρως πρακτικόν, γεγραμμένον άνευ ουδεμιάς επιστημονικής απαιτήσεως. Ο Νικηφόρος εν τη ατμόσφαιρα της παραδόσεως Μακαρίου του Αιγυπτίου ζων, ανεγνώρισεν εις την καρδίαν τον ηγεμονικόν αυτής ρόλον δια την πνευματικήν ενότητα του ανθρώπου . Χάριν της ενότητος ταύτης, της απολεσθείσης μετά το προπατορικόν αμάρτημα και υ ποκατασταθείσης δια της εν τω ανθρώπω αντινομίας και της μεταξύ σώματος και πνεύματος δυσαρμονίας, συνιστά άσκησιν δια της αδιάλειπτου προσευχής, καθ’ ην ο νους εισέρχεται θεία χάριτι εις τον οικείον αυτού τόπον, τουτέστιν εις την καρδίαν, μεθ ‘ ης ούτος συνδιαλλάσσεται, οπότε επιτυγχάνεται η εν Χριστώ άρσις της εν τω ανθρώπω αντινομίας.

Παραλλήλως προς την μέσω της ρινός καρδιακήν προσευχήν συνιστά ο Νικηφόρος και έτερον είδος προσευχής ή προσοχής, καθ’ ο καταβάλλεται προσπάθεια ίνα το « λογιστικόν » συναχθή εις το στήθος, όπου ευρίσκεται εν τω οικείω αυτού τόπω. Ο νους δηλαδή οφείλει να συναχθή εις το στήθος, απηλλαγμένος των ποικίλων νοημάτων και προσκεκολλημένος εις την μνήμην του θεού δια της μονολογίστου ευχής «Κύριε Ἰησού Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με» (5).

Της αυτής τάσεως, αλλά διαφόρου παραδόσεως εκείνης του μονάχου Νικηφόρου, υπήρξε και ο Γρηγόριος Σιναΐτης († 1346) (6). Ο μικρασιατικής καταγωγής ούτος πατήρ εμόναζεν εις την μονήν της Αγίας Αικατερίνης εν τω όρει Σινά, αλλά, κατά πληροφορίαν του βιογράφου αυτού πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Καλλίστου Α’ (1350-1353 και 1355-1363), τον θεωρητικόν βίον και την νοεράν προσευχήν εδιδάχθη εν Κρήτη υπό τίνος αναχωρητού, Αρσενίου ονόματι. Μετά σύντομον παρά τω Αρσενίω μαθητείαν, αρχομένου του ιδ’ αιώνος, ήλθε και εγκατεστάθη εις ‘Αγιον ‘Ορος. Εδώ, ενδιατρίψας εις την άσκησιν της νοεράς προσευχής, απέκτησε πολλούς μαθητάς, μεταξύ των οποίων διεκρίνετο ο Κάλλιστος (έπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως), ο όσιος Μάρκος και ο Δαβίδ Δισύπατος (έπειτα ιστορικός της θεολογικής διαμάχης περί της θέας του Θεού και συγγραφεύς αντιβαρλααμικών έργων) (7), οίτινες ου μόνον ανεμίχθησαν εις την θεολογικήν κίνησιν του ιγ’ αιώνος, αλλά και διεδραμάτισαν σπουδαίον ρόλον παρά το πλευρόν του Γρηγορίου Παλαμά, καίτοι ο διδάσκαλος αυτών Γρηγόριος Σιναΐτης, της αυστηροτέρας περί ησυχίας παραδόσεως Ευαγρίου του Ποντικού εχόμενος, δεν φαίνεται αναμιχθείς εις τας θεολογικάς της εποχής αυτού έριδας.

Ο βιογραφήσας τον Σιναΐτην Κάλλιστος θεωρεί αυτόν εισηγητήν της νοεράς προσευχής εν Αγίω Όρει, όπερ όμως δεν δύναται να ερμηνευθή ει μη ως ευσεβής υπερβολή. Η άποψις αύτη του Καλλίστου, ισχύουσα γενικώς μέχρι σήμερον, τίθεται εν αμφιβόλω μετά την προ τίνων ετών (1963) γενομένην επισήμανσιν αξιολογωτάτου αποσπάσματος εκ ρωσικού έργου. Το έργον τούτο συνετάγη υπό του αρχιμανδρίτου της Λαύρας του Κιέβου Δοσιθέου, όστις, επισκεφθείς εν έτει 1219 το ‘Αγιον Όρος και περιηγηθείς αυτό, περιέγραψεν εν συντομία, απαντών εις ερωτήσεις ρώσων μοναχών, το τυπικόν των αγιορειτών ασκητών.

Μικρόν μέρος εκ της διασωθείσης αυτής περιγραφής, εξελληνισθέν υπό Αιμ. Ταχιάου (8) αναφέρεται εις τον τρόπον ασκήσεως και προσευχής των αγιορειτών ασκητών. Ούτοι, κατά την περιγραφήν πάντοτε του ρώσου αρχιμανδρίτου Δοσιθέου, ησκούντο δια της νοεράς προσευχής ήδη κατά τας αρχάς του ιγ’ αιώνος, ως βεβαιοί το ακόλουθον χωρίον: « Ὅσοι δέ ἀδελφοί ζῶσιν ἐν ἰδίοις κελλίοις τηροῦσι τόν ἴδιον κανόνα ἀπ ‘ ἀρχῆς μέχρι τέλους τοῦ βίου αυτών, ήτοι ( ἀναγινώσκοντες ) τάς προσευχάς τοῦ ἡμίσεως Ψαλτηρίου καθ’ ἑκάστην καί (λέγοντες) ἑξακοσίας προσευχάς ‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ’. Ἐάν δέ τις ἐπιθυμῇ ὑπερβῆναι ( τόν κανόνα), ἀπόκειται τῷ θελήματι αὐτοῦ. ( Ποιοῦσι ) δέ ἀνά τριακοσίας μετανοίας και ἀνά πεντακόσιας. Πρός δέ τούτοις ἀνά πᾶσαν στιγμήν καθήμενοι ἤ βαδίζοντες, κατακεκλιμένοι ἤ ἐργόχειρον ποιοῦντες, ἀδιακόπως λέγουσι γλώττῃ τε καί ἀναπνοή καρδίας ‘Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ’. Τοῖς δέ μή εἰδόσιν ἀνάγνωσιν ὥρισται ποιεῖν ἀνά ἑπτά χιλιάδας εὐχῶν τοῦ Ἰησοῦ, παρεκτός τῶν κατά τό ἐ κκλησιαστικόν τυπικόν μετανοιῶν. Τοῖς δέ πρεσβυτέροις ( ὥρισται ἐνδιατρίβειν ) ἐπί πλέον τῇ τοῦ Ἰησοῦ εὐχή καί μετανοίας ποιεῖν τό κατά δύναμιν» (9).

Εν τούτοις τυγχάνει πλέον ή βέβαιον ότι ο Γρηγόριος Σιναΐτης έδωσε γενναίαν ώθησιν εις τον θεωρητικόν βίον του ‘Αθω, εκείθεν δε κατά κυριολεξίαν εισήγαγεν αυτόν μέσω Βουλγαρίας εις τας σλαβικάς χώρας.

Κατά τον ευαγρινιάζοντα Σιναΐτην, ο το πρώτον κατά των παθών στάδιον διελθών « ζῇ εἰς κατάστασιν θείου φωτός, πλημμυρίζοντος αὐτόν καί δημιουργοῦντος παραδεισιακήν ἀγαλλίασιν ἄφατον. Ὁ κεκαθαρμένος καί κεχαριτωμένος θεωρεῖ ἀπροσκόπτως τά πράγματα καθῶς ταῦτα εἶναι, δηλαδή θεωρεῖ πᾶσαν τήν ἀλήθειαν καί τήν νοεράν αὐτοῦ ψυχήν » (10). Έτι δε « ὑπό τοῦ ἀπείρου ἐκείνου καταληφθεῖσα (η ψυχή) φωτός, οὐδαμῶς ἐπαισθάνεται τοῦ ταπεινοῦ καί ψεύδους καί ὑλικοῦ τοῦδε σώματος» (11).. Αι τελευταίαι φράσεις απηχούν πως την νηπτικήν ή, ας είπωμεν ούτω, την εκστασιακήν νηπτικήν θεολογίαν του Ευαγρίου. Το τρίτον στάδιον του θεωρητικού βίου «αποτελεί την συναρπαγήν του νοός και του όλου ανθρώπου προς τον θεόν. Περί της ‘καταστάσεως’ ταύτης δεν είπε και δεν έγραψε πολλά ο όσιος. Ήτο απολύτως αδύνατον να παραστήση την θείαν ‘ κατάστασιν ‘, την μετά του Θεού ένωσιν, δι ‘ ανθρωπίνων μέσων» (12).

Ο πατριάρχης Αθανάσιος Α’ (1289-1293 και 1303-1309) (13) και ο μητροπολίτης Φιλαδέλφειας Θεόληπτος (1324-1326) (14) δεν έζησαν τόσον εντόνως τον αναχωρητικόν βίον όσον τον κοινωνικόν της δράσεως, της καθοδηγήσεως ψυχών και της διοικήσεως της Εκκλησίας. Εν τούτοις αμφότεροι απέβησαν αι πνευματικότεραι φυσιογνωμίαι, του τέλους του ιγ’ αιώνος, καθ’ α μαρτυρεί και αυτός ο Γρηγόριος Παλαμάς (15). Ένεκα τούτου επέδρασαν βαθύτατα επί τε των κοσμικών Χριστιανών και επί των κοινοβιατών και αναχωρητών μοναχών. Μάλιστα ο Θεόληπτος, καίτοι έγγαμος κατ’ αρχάς ων, εμαθήτευσε παρά τω προμνησθέντι μοναχώ Νικηφόρω και ανεδείχθη είτα εις μεγάλου κύρους πνευματικόν εν Κωνσταντινουπόλει. Ως τοιούτος δ’ εγένετο πιθανώς διδάσκαλος Γρηγορίου του Παλαμά, ασφαλώς δε «γέρων», ήτοι πνευματικός πατήρ και εξομολόγος, της μοναστρίας Ειρήνης (16) Ευλογίας Χουμναίνης Παλαιολογίνας, συζύγου του δεσπότου Ιωάννου του Παλαιολόγου († 1307), όστις ήτο υιός Ανδρόνικου του Β’ (1282-1328).

Η επιβλητική πνευματική παρουσία και η ευρεία επίδρασις και απήχησις των δύο τούτων ανδρών μαρτυρούν περί του ότι, τελευτώντος του ιγ’ και ανατέλλοντος του ιδ’ αιώνος, η προς νήψιν και άσκησιν ροπή ήτο λίαν διαδεδομένη, ανεπτύσσετο δε παραλλήλως προς το ρεύμα της αναγεννήσεως ως ρεύμα θρησκευτικού πνευματικού βίου, εκ των διαφόρων μορφών του οποίου προετιμάτο η θεωρητική. Ούτω ο θεωρητικός βίος εύρισκεν εν Βυζαντίω θιασώτας τόσον εν ταις τάξεσι των μοναχών και αναχωρητών, όσον και μεταξύ των εν τω κόσμω δρώντων εκκλησιαστικών κύκλων, ήτοι μεταξύ του εφημεριακού κλήρου και αυτών έτι των ευσεβών λαϊκών. Τυγχάνει δε λίαν αξιοπρόσεκτον ότι ο θρησκευτικός θεωρητικός ούτος βίος ήτο ακραιφνώς εκκλησιαστικός και δη και μυστηριακός, ως θ’ αποδείξη βραδύτερον δια του έργου αυτού ο Νικόλαος Καβάσιλας.

Τον βίον της θεωρίας, την μέθοδον της καρδιακής ή νοεράς προσευχής, τας περί θείων ελλάμψεων διηγήσεις Γρηγορίου του Σιναΐτου και τους αγώνας προς επιτυχίαν της μακάριας θεοπτίας των εμπειρικών τούτων νηπτικών πατέρων ανήγαγε και διετύπωσεν εις σχήματα και υψηλήν θεολογίαν μία άλλη χορεία ορθοδόξων νηπτικών πατέρων με επί κεφαλής τον άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν πρώτον και Νικόλαον τον Καβάσιλαν ύστερον.

Ο χαρακτηρισμός των Νικηφόρου του μοναχού, Γρηγορίου του Σιναΐτου, Αθανασίου Α’ και Θεόληπτου Φιλαδέλφειας ως «εμπειρικών» ουδαμώς στερεί αυτούς της εννοίας και της προσηγορίας του θεολόγου. Οι εμπειρικοί ούτοι νηπτικοί ήσαν όντως θεολόγοι, καθ’ όσον διηγούντο ή εποίουν λόγον περί του πως δύναται τις ν’ αναχθή εις θεωρίαν της δόξης του Θεού και περί αυτού τούτου του γεγονότος της θεοπτίας, τούθ ‘ όπερ συνιστά αληθή θεολογίαν δι ‘ άπασαν την ορθόδοξον πνευματικήν παράδοσιν.

Εν τούτοις διακρίνομεν την θεολογίαν των εμπειρικών από την θεολογίαν των συστηματικών ούτως ειπείν νηπτικών Γρηγορίου του Παλαμά, Νικολάου του Καβάσιλα κ.α., ένεκα της συστηματικότητος και της επαγωγικότητος, ήτις ελλείπει μεν παρά τοις πρώτοις, χαρακτηρίζει δε τους δευτέρους. Ωσαύτως την διάκρισιν των δύο θεολογιών επιβάλλει και το αδιαμφισβήτητον γεγονός ότι η θεολογία των πρώτων είναι περιωρισμένου πως χαρακτήρος, ενώ των δευτέρων γενικωτέρου και ευρύτερου από πάσης πλευράς. Οι μεν δηλαδή ασχολούνται αποκλειστικώς και μόνον μετά του συγκεκριμένου θέματος της καθάρσεως και της θεοπτίας, περί των οποίων αφηγούνται, οι δε, ενώ πράττουν και τούτο, εμβαθύνουν έτι μάλλον εις το αυτό θέμα, το οποίον διευρύνουν, εξηγούν και μάλιστα ερμηνεύουν εν συσχετισμού προς άλλα θεολογικά προβλήματα, άτινα συνδέονται μετ’ αυτού ή, όπερ και σπουδαιότερον, ανακύπτουν εξ αυτού. ‘Απασα η διεργασία αύτη απεκλήθη υφ’ ημών θεολογία της θεοπτίας.

Ο κορυφαίος θεολόγος (17) της θεοπτίας, ήτοι ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς († 1359), κατήγετο μεν εκ Μικράς Ασίας, εγεννήθη όμως εν Κωνσταντινουπόλει, ένθα έτυχεν επιμεμελημένης παιδείας, εις ην περιελαμβάνετο η σπουδή του Αριστοτέλους, του οποίου την διαλεκτικήν (18) εξετίμα ως τεχνικόν αγαθόν, και του Πλάτωνος, του οποίου την μεταφυσικήν απέρριπτεν ως απάδουσαν προς την χριστιανικήν θρησκείαν. Την τοιαύτην στάσιν του Γρηγορίου Παλαμά έναντι του Πλάτωνος, σημειωθήτω, συνεμερίζοντο σχεδόν πάντες οι θεολογούντες, έτι δε και αυτοί οι φιλοσοφούντες, της εποχής. Ενωρίς ο Παλαμάς ενεδύθη το μοναχικόν ένδυμα και επεδόθη εις αυστηράν άσκησιν, αποκτήσας εις μικρού χρόνου διάστημα φήμην ανδρός εληλακότος εις άκρον αρετής. Ως γνήσιος εκπρόσωπος του θεωρητικού βίου και κάτοχος ευρείας παιδείας, εστάλη εις την Κωνσταντινούπολη υπό των αγιορειτών μοναστών, επί τω σκοπώ όπως απαντήση εις τας κατά των ησυχαστών κατηγορίας του εκ Καλαβρίας φιλοσόφου Βαρλαάμ. Το έργον του ο Παλαμάς ανέλαβε μεθ ‘ ιερού ζήλου, εκ της ενασκήσεως δε αυτού προήλθε το συστηματικόν μέρος των συγγραφών αυτού.

Η σπουδαιότης της θεολογικής προσφοράς του Παλαμά έγκειται εις το ότι ούτος επέτυχεν όχι απλώς να αναζωπυρήση την θεολογίαν ή να εκφράση το περιεχόμενον αυτής δια νέων μορφών, αλλ ‘ εις το ότι ως σκεύος εκλεκτόν του Θεού εδέχθη την έλλαμψιν του θείου φωτός -καθ’ όσον αφορά εις την θέωσιν του ανθρώπου- και εξέφρασεν αυτήν ελλόγως. Το γεγονός τούτο δεν πρέπει να θεωρηθή ως «νέα» Αποκάλυψις, αλλ ‘ ως συνέχεια του έργου της θείας Οικονομίας, ως «συνέχεια» της αποκαλύψεως.

Το μέγα πρόβλημα εις το οποίον απαντά ο Παλαμάς είναι το της γνώσεως του Θεού, ή μάλλον το της θεοπτίας. Δια να ερμηνευθή θεολογικώς η θεοπτία εχρειάσθη να επιφέρη ο όσιος Γρηγόριος βαθείαν τομήν εις την θεολογίαν, ειπών ότι της ουσίας του Θεού προηγείται η ύπαρξις αυτού. Εν τω Θεώ διακρίνονται σαφώς ουσία και ενέργειαι.

Εις το ανθρωπολογικόν πρόβλημα ο Παλαμάς έλαβεν εμφαντικώς θετικήν και ρεαλιστικήν θέσιν. Ο άνθρωπος ολόκληρος είναι καλός λίαν το σώμα του δεν είναι η αρχή του κακού (19) ως παρά Πλάτωνι γίνεται δεκτόν. Ο Παλαμάς εδίδασκεν ότι σώμα και ψυχή αποτελούν άρρηκτον ενότητα (20), ήτις δύναται, χάριτι θεία, να τύχη της μακαριότητος. Ο νους ίνα καθαρθή οφείλει όπως εισέλθη εν τω οικείω αυτού τόπω, ήτοι εν τη καρδία, μεθ ‘ ης, ως και μετά του σώματος ολοκλήρου, καταξιούται της θέας της δόξης του Θεού, της θείας ενεργείας. Ταύτα σημαίνουν ότι η πλατωνική κατά βάσιν έννοια της εκστάσεως απεκλείετο οριστικώς εκ της ασκητικής παραδόσεως της Ανατολής. Επομένως ουδεμία έξοδος, ουδεμία έ κστασις, ει μη μόνον κάθαρσις εκ των παθών, απελευθέρωσις εκ της δουλείας εις τας δυνάμεις του Σατανά, πάντοτε δε δι ‘ ασκητικών αγώνων, νοεράς προσευχής και δη και χάριτος θείας.

Η ύπαρξις δε του Θεού σύγκειται εκ της ουσίας και των ενεργειών αυτού. Και η μεν θεία ουσία, την οποίαν χαρακτηρίζει ως κυρίως θεότητα ή ως « υπερκειμένην » θεότητα, είναι ακατάληπτος και άρρητος. Αι δε θείαι ενέργειαι, ούσαι ενυπόστατοι και «παρά» την ουσίαν, είναι προσιταί (21).. Ο άνθρωπος κατά συνέπειαν θεωρεί μόνον τας θείας ενεργείας, θεούται δε καθ’ όσον μετέχει τούτων. Δεν θεωρεί την θείαν ουσίαν, διότι τότε θα εταυτίζετο μετά του Θεού, όπερ βλάσφημον. Η διάκρισις ουσίας και ενεργείας εν τω Θεώ, γνωστή ούσα σποραδικώς και παρά τοις αρχαίοις πατράσιν, εκαλλιεργήθη, ηρευνήθη συστηματικώς, ηξιολογήθη ως προς τας συνεπείας αυτής εφ’ ολοκλήρου της θεολογίας και διετυπώθη υπό του Παλαμά εις διδασκαλίαν, επικυρωθείσαν υπό της Εκκλησίας (22).

Ο έτερος των επιφανών εκπροσώπων και πρωταγωνιστών της θεολογίας της θέας του Θεού, ο Νικόλαος Καβάσιλας (23), έζησεν ικανά έτη μετά τον θάνατον του οσίου Γρηγορίου Παλαμά, δημιουργήσας νέαν δια την εποχήν του αναλαμπήν της μυστηριακής νηπτικής θεολογίας. Ούτος, καίτοι υπέρμαχος κατ’ ουσίαν της παλαμικής θεολογίας, ηκολούθησεν οδόν διάφορον εκείνης του Παλαμά, προϋποθέσας μόνον τας θεωρητικάς αρχάς, ουχί δε και την νηπτικήν αυτού μέθοδον. Τοιουτοτρόπως η εγκόσμιος, ούτως ειπείν, μυστηριακή πνευματικότης, ούσα διάχυτος καθ’ όλην την βυζαντινήν περίοδον, εύρεν εν τω προσώπω του Νικολάου Καβάσιλα τον κορυφαίον αυτής θεωρητικόν. Κατ’ αυτόν, επειδή ο Θεός είναι πανταχού παρών, δεν παρίσταται ανάγκη αναχωρήσεως (24) εις τας ερήμους και τας οπάς της γης, προκειμένου τις να επιδοθή εις την νήψιν της καρδίας και του νοός. Το ‘Αγιον Πνεύμα, όπερ ουδέποτε έλειψεν από την Έκκλησίαν, αναπληροί τα ασθενή και ο άνθρωπος εν τω συνόλω αυτού αγιάζεται δια των μυστηρίων, καταυγαζόμενος υπό τη ς θείας χάριτος, θεούμενος. Συγχρόνως όμως δεν παραλείπει να τονίση ο Καβάσιλας ότι, ίνα ενωθή τις μετά του Ιησού Χριστού, οφείλει να υποφέρη ό,τι Εκείνος υπέφερε και να ζήση όπως Εκείνος έζησε κατά τον επίγειον αυτού βίον (25). Ούτω δια των τελευταίων φράσεων προσεγγίζει την νηπτικήν προσπάθειαν του Παλαμά και της όλης ασκητικής παραδόσεως. Χαρακτηριστικόν μάλιστα παράδειγμα -παρά τας υφισταμένας διαφοράς- συμπτώσεως της νηπτικής πορείας παρά Παλαμά και Καβάσιλα τυγχάνει χωρίον τι εκ του έργου του τελευταίου Περί της εν Χριστώ ζωής, ένθα συνιστάται εις τους πιστούς η αδιάλειπτος προσευχή (26) και η συνεχής νοερά μελέτη του Ιησού Χριστού (27).. Προς τούτοις, ενώ τονίζεται η υπό του Κυρίου κατάκτησις της καρδίας, οπότε αυτή δοκιμάζει χαρμονήν και γλυκύτητα, υπομιμνήσκεται συγχρόνως ότι προς επιτυχίαν πνευματικού βίου απαιτείται μέθοδος και σύστημα (28). Έτι δε, όσα διδάσκει ο Καβάσιλας περί μη αγωνιώσης ψυχής και καρδίας (29) ουδόλως απέχουν εκ της εννοίας της απάθειας των ησυχαστών πάντων των αιώνων του βίου της Εκκλησίας. Η μεγίστη συμβολή του Ν. Καβάσιλα εις την θεωρίαν του πνευματικού βίου έγκειται τούτο μεν εν τω χριστοκεντρισμώ αυτού, τον οποίον υπέλαβεν ως θεμέλιον πάσης προσπάθειας δι’ ένωσιν μετά του Θεού, τούτο δε εν τω τονισμώ της ευχαριστιακής ζωής ως αρχής και τέλους του χριστιανικού βίου.

Όσα εξετέθησαν περί της θεολογίας της θεοπτίας και των στυλοβατών αυτής επέχουν θέσιν περιγράμματος, εντός του οποίου εκινήθη πνευματικώς και δημιουργικώς πλειάς όλη δοκίμων θεολόγων, εν οις διακρίνονται ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Νείλος Καβάσιλας († 1363) (30), θείος του προμνημονευθέντος Νικολάου Καβάσιλα, ο Κάλλιστος Καταφυγιώτης (τέλη ιδ’ αιώνος) (31), ο Δαβίδ Δισύπατος (μέσα του ιδ’ αιώνος) (32), ο Ιωάννης ΣΤ’ Καντακουζηνός (1347-1354) (33), οι πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως Κάλλιστος Α΄ (1350-1353 και 1355-1363) (34) και Φιλόθεος Κόκκινος (1353-1354 και 1364-1376) (35), ο Κάλλιστος Αγγελικούδης ο Μελενικιώτης (36) και τινες ολιγώτερον γνωστοί, ων τα έργα ή είναι πλημμελώς γνωστά και ανέκδοτα ή απωλέσθησαν παντελώς.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) Περί του ησυχαστού Νικηφόρου γνωρίζομεν ελάχιστα, περί ων βλ. Martin Jugie, ” Note sur le moine hésychaste Nicéphore et sa méthode d’oraison”, Echoes d’Orient 35 (1936) 409-412, J. Meyendorff, Introduction à l’étude de Grégoire Palamas, Paris 1959, 31, 70, 201- 202, 210- 211 και αλλαχού συμφώνως τω πινάκι των κυρίων ονομάτων του έργου, εν Κληρονομία 1 (1969), 325-335. J. Patinot, ΘΗΕ 9, 483-484. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα, Α΄, Θεσσαλονίκη 1962, 328-330.

(2) Εν αντιθέσει προς τον συμπατριώτην αυτού Βαρλαάμ τον Καλαβρόν, όστις ορθόδξος ον κατ’ αρχάς, μετεστράφη εῖτα εις τον Ρωμαιοκαθολικισμόν (βλ. σ. 44 παρούσης εργασίας).

(3) Ό,τι περί της ασκήσεως του Νικηφόρου γνωρίζομεν αρυόμεθα κυρίως εκ του ακολούθου χωρίου του Γρηγορίου Παλαμά: «Νικηφόρον δέ τόν ὅσιον ἐκεῖνον ὅς, πολυετῆ χρόνον ἐν ἡρεμίᾳ καί ἡσυχίᾳ διενεγκών, ἔπειτα τοῖς ἐρημικωτέροις μέρεσιν τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐμφιλοχωρήσας καί ἀπασχολήσας ἑαυτόν ἐκ παςῶν τῶν πατερικῶν φωνῶν συνειλοχώς, τήν ηπτικήν ἡμῖν αὐτῶν παραδέδωκε πρᾶξιν» ( Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Α΄ 2, εν Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά συγγράμματα, Α΄, Θεσσαλονίκη 1962, 404-405).

(4) Εξεδόθη το πρώτον υπό του Νικοδήμου του Αγιορείτου εν Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών, Ενετίησι 1782, σ. 869-876, ανετυπώθη δε υπό J. P. Migne, PG 147, 945-966. Πρβλ. I. Hausherr, La méthodologie d’oraison hésyhaste, Orientalia Christiana IX 2 (1927) 129-134, όπου εξετάζονται σχετικά προς το κείμενον και τον συγγραφέα αυτού προβλήματα.

(5) PG 147, 966.

(6) Κλασσική πηγή δια τα κατά τον όσιον Γρηγόριον Σιναΐτην παραμένει ο βίος αυτού, συντεθείς υπό του μνημονευθέντος μαθητού του Καλλίστου Α΄ και εκδοθείς υπό Ι. Πομιαλόφσκυ, Ζίτιε ίζε βο σβιατούχ οτσά νασεβό Γκριγκόρια Σιναΐτα, Πετρούπολις 1894, σ. 1-16. Επειδή η έκδοσις αύτη τυγχάνει άκρως δυσπρόσιτος, μνημονεύομεν και της παραφράσεως του κειμένου τούτου, της εκδοθείσης υπό Β. Ματθαίου, εν Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Δ΄ (2), Αθήναι 1960, σ. 114-136. προς τούτοις πρβλ. και J. Meyendorff, Introduction à l’étude de Grégoire Palamas, Paris 1959, 52- 53, 63-64 και αλλαχού κατά τον πίνακα των κυρίων ονομάτων του έργου. Του αυτού, St Grégoire Palamas et la mystique orthodoxe, Borges 1959, 67-71. Στ. παδοπουλου, «Γρηγόριος Σιναΐτης», εν ΘΗΕ, 4, ένθα και βιβλιογραφία.

(7) Πρβλ. Στ. Παπαδόπουλου, εν ΘΗΕ, 5, 117-118.

(8) «Αι μετά του Αγίου Όρους σχέσεις της Ρωσίας μέχρι του 14 ου αιώνος» εν Π. Χρήστου, Αθωνική Πολιτεία, Θεσσαλονίκη 1963, σ. 505-506.

(9) ἔνθ’ ἀν., σ. 505.

(10) ΘΗΕ, 4, 706.

(11) Ι. Πομιαλόφσκυ, Ζίτιε ίζε βο σβιατούχ οτσά νασεβό Γκριγκόρια Σιναΐτα, Πετρούπολις 1894, σ. 14.

(12) ΘΗΕ 4, 707.

(13) Περί του βίου της δράσεως και του έργου του Αθανασίου βλ. Introduction à l’étude de Grégoire Palamas, Paris 1959, σ. 34 και αλλαχού κατά τον πίνακα των κυρίων ονομάτων του έργου. Beck, σ. 692 και αλλαχού. Ν. Τωμαδάκη, Σύλλαβος βυζαντινών μελετών και κειμένων, Αθήναι 1961, σ. 485 κεξ. Ένθα δαψιλής βιβλιογραφία. M. Banescu, “Le patriarche Athanase I et Andronic II Paléologue, état religieux, politique et social de l’Empire “, Bulletin de la section historique ( της Ρουμανικής Ακαδημίας ) 23 (1942) 1-28.

(14) Περί τον Θεόληπτον ησχολήθη ικανώς κατά τας τελευταίας δεκαετίας η επιστημονική έρευνα, ετοιμάζεται δε υπό των βυζαντινολόγων G. Novak και J. Patinot η κριτική έκδοσις του σημαντικωτέρου μέρους του συγγραφικού έργου του Θεολήπτου. Ενδεικτικώς σημειούμεν τας ακολούθους ειδικάς μελετάς: V. Laurent, « Les crises religieuses à Byzance. Le schisme antiarsénite du Métropolite de Philadelphie Théolept », εν REB 18 (1960) 45 – 54. Του αυτού, άρθρον «Θεόληπτος», εν ΘΗΕ, 6, 249- 250, ένθα και σχετικώς πλήρης βιβλιογραφία. J. Verpeaux, Nicéphore Choumnos. Homme d’état byzantin et humanist chrétien, Paris 1959, συμφώνως τω πινάκι κυρίων ονομάτων του έργου. J. Meyendorff, Introduction à l’étude de Grégoire Palamas, Paris 1959, 30-33 και 49-50.

(15) «Ἄνδρες γάρ μικρῷ πρό ἡμῶν μεμαρτυρημένοι καί ἀποδεδειγμένοι ἐν δυνάμει πνεύματος ἁγίου τοῦθ ‘ ἡμῖν διά στόματος οἰκείου παρέδωκε τόν τε θεολόγον τοῦτον ὡς ἀληθῶς θεολόγον καί τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ μυστηρίων ἐπόπτην ἀσφαλέστατον ἐφ ‘ ἡμῶν ἀνεκήρυττον· τόν φερωνύμως Θεόληπτον ἐκεῖνον ἀκούεις, τόν Φιλαδελφείας πρόεδρον, μᾶλλον δ ‘ ἀπό ταύτης ὡς ἀπό λυχνίας τόν κόσμον φωτίσαντα, τόν Ἀθανάσιον ἐκεῖνον, ὅς ἐπί ἑνιαυτούς οὐκ ὀλίγους τόν πατριαρχικόν ἐκόσμησεν θρόνον, οὗ καί τήν σορόν ὁ Θεός ἐτιμήσεν…»( Ὑπέρ τῶν ἱερῶν ἡσυχαζόντων, Α 2, εν Γρηγορίου Παλαμά Συγγράμματα, Α΄, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 405).

(16) V. Laurent, ” Une princesse byzantine au cloître : Irène- Eulogie Choumnos Paléologine, fondatrice du couvent des femmes του Φιλανθρώπου Σωτήρος “, Echoes d’Orient 29 (1930) 29-30. Το σημαντικώτερον έργον του Θεολήπτου σύγκειται εκ κηρυγμάτων λεχθέντων ενώπιον των μοναστριών της μονής, την οποίαν συνέστησεν η Ειρήνη Παλαιολογίνα και εις την οποίαν εν συνεχεία αύτη εγκατεβίωσε.

(17) Προς κατατόπισιν καί ενημέρωσιν του αναγνώστου καταχωρίζομεν ενταύθα τινας μόνον εκ των σημαντικωτέρων μελετών, εξ όσων αναφέρονται εις τον άγιον Γρηγόριον Παλαμάν, όστις κατά τας τελευταίας δεκαετίας συνεκέντρωσε το ενδιαφέρον ημεδαπών και αλλοδαπών, ορθοδόξων και μη ερευνητών. Γ. Παπαμιχαήλ, Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, Πετρούπολις-Αλεξάνδρεια 1911. Α. Μ. Ammann, Die Gotteschau im palamitischen Hesychasmu s, Würzburg 1938. Κυπριανού Kern, « Les éléments de la théologie de Grégoire Palamas », Irénikon 20 (1947), 6- 33. J. Meyendorff, Introduction à l’étude de Grégoire Palamas, Paris 1959. Π. Χρήστου, Γρηγόριος ο Παλαμάς και η θεολογία εις την Θεσσαλονίκην κατά τον ιδ΄ αιώ να, Θεσσαλονίκη 1957. Του αυτού «Γρηγόριος ο Παλαμάς», εν ΘΗΕ, 4, 775-794, ένθα και πλουσία βιβλιογραφία. Του αυτού, Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα, Α΄, Β΄, Θεσσαλονίκη 1962, 1966. V. Lossky, Vision de Dieu, Nauchâtel, 1962, 127-140. Γ. Μαντζαρίδου, Προϋποθέσεις και παράγοντες θεώσεως του ανθρώπου κατά την διδασκαλίαν του Γρηγορίου Παλαμά, Θεσσαλονίκη 1963.

(18) Β. Τατάκη, «Γρηγόριος ο Παλαμάς. Μεθοδολογικά», εν Π. Χρήστου, Αθωνική Πολιτεία (συλλογικόν έργον), Θεσσαλονίκη 1963, σ. 349-357.

(19) Β. Τατάκη, Θέματα χριστιανικής και βυζαντινής φιλοσοφίας, Αθήναι 1952, σ. 111.

(20) Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, Α΄ 3, 46 (Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα, Α΄, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 457-458).

(21) Π. Χρήστου, εν ΘΗΕ, 4, 791.

(22) Την τοιαύτη επικύρωσιν εκφράζουν οι Τόμοι των συνόδων, αι οποίαι συνεκλήθησαν εν Κπόλει κατά τα έτη 1341, 1347 και 1351. Περί των κειμένων των Τόμων τούτων και αυτά τα κείμενα βλ. εν Ι. Καρμίρη, Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, Α΄, Αθήναι 1960, σ. 348-416, ένθα και δαψιλής βιβλιογραφία.

(23) Εκ των σχετικών προς τον επιφανή βυζαντινόν θεολόγον άρθρων και αυτοτελών εργασιών μνημονεύομεν μόνον των εξής: S. Salaville, Nicolaos Cabasilas, explication de la divine liturgie. Introduction et traduction française, Paris- Lyon 1943. Του αυτού, «Cabasilas N.», Dictionnaire de Spiritualit é, II, 1- 9. M. Lot- Borodine, Un maître de spiritualité byzantine au XIVe siècle : Nicolas Cabasilas, Paris 1958. Α. Αγγελόπουλου, Η περί της εν Χριστώ ζωής του Νικολάου Καβάσιλα (σερβιστί), Βελιγράδιον 1966. Bobrinskoy Boris «Nicolas Cabasilas et la spiritualité hésychaste», La pensé orthodoxe, ( Revue de l’Institut de Théologie Orthodoxe) 1 (1966) 21- 24. Π. Νέλλα, Προλεγόμενα εις την μελέτην του Νικολάου Καβάσιλα, Αθήναι 1968.

(24) Νικολάου Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ ζωής Σ Τ΄, PG 150, 657 D – 660 A.

(25) Ἔνθ’ ἀν. Β΄, PG 150, 657 D – 660 C.

(26) ” Χριστιανούς δε τῇ τοῦ Θεοῦ συνουσίᾳ προσκεῖσθαι τόν ἀεί χρόνον ἀδιαλείπτως προσευχομένους ” ( Ἔνθ. ἀν., Ζ΄, PG 150, 696 B).

(27) Ἔνθ. ἀν., ΣT΄, PG 150, 657, 661 και 667.

(28) Ἔνθ. ἀν., ΣT΄, PG 150, 656 D.

(29) Ἔνθ. ἀν., Ζ΄, PG 150, 696- 700.

(30) E. Candal, Nilus Cabasilas et theologia S. Thomae de prosessione Spiritus Sancti (Studi e Testi 166), Città del Vaticano 945. Στ. Παπαδοπούλου, Ελληνικαί μεταφράσεις θωμιστικών έργων. Φιλοθωμισταί και αντιθωμισταί εν Βυζαντίω, Αθήναι 1967, σ. 121-128.

(31) Τα «περί θείας ενώσεως και βίου θεωρητικού» κεφάλαια αυτού εύρηνται ανατετυπωμένα εκ της Φιλοκαλίας (πρβλ. γ΄ έκδοσιν, γενομένην υπό υπό Α. και Ε. Παπαδημητρίου, Ε΄, Αθήναι 1963, σ. 4-59) εν PG 147, 836- 941.

(32) Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά Συγγράμματα, Α, Θεσσαλονίκη 1962, σ. 319. Στ. Παπαδόπουλου, «Δισύπατος Δαυίδ» εν ΘΗΕ, 5, 117- 118. M. Candal, «Origen idelogico del palamismo en un documento de David Disipato”, OCHP 15 (1949) 116- 124.

(33) Δια την θέσιν την οποίαν ο Ιωάννης Κατακουζηνός κατέχει εν τω θεολογικώ χώρω βλ. Beck, 731- 732 και Σ. Κουρούση, εν ΘΗΕ, 7, 29-35, ένθα και πλουσία βιβλιογραφία.

(34) Περί Καλλίστου Α΄ βλ. J. Meyendorff, Introduction à l’étude de Grégoire Palamas, Paris 1959 (πολλαχού κατά τον πίνακα κυρίων ονομάτων) και M. Jugie, Catholicisme, II, 391- 392.

(35) Δια μεν το συγγραφικόν έργον του Φιλοθέου βλ. Beck, σ. 723-725, δια δε το μέρος το οποίον ούτος διεδραμάτισε κατά τας θεολογικάς διαμάχας ως υπεύθυνος εκκλησιαστικό ςάρχων και ως θεολόγος βλ. J. Meyendorff, μν. έργ., κατά τόν πόινακα αυτού.

και Ιωάννου του Ιταλού, κατά τον ια΄, Ευστρατίου Νικαίας, κατά τον ιβ΄, και Γεωργίου Πλήθωνος ή Γεμιστού κατά τον ιε΄ αιώνα.

(36) Στ. Παπαδόπουλου, Ελληνικαί μεταφράσεις θωμιστικών έργων. Θωμισταί και αντιθωμισταί εν Βυζαντίω, Αθήναι, 1967, σ. 156-172.

Share Button