Μητρ.Ιερόθεος Βλάχος -Η Ησυχία ως μέθοδος θεραπείας
Ένας από τους πιο βασικούς τρόπους θεραπείας της ψυχής είναι και η ησυχία με όλη την σημασία της λέξεως. Πιστεύω πως στα προηγούμενα φάνηκε αυτό το θέμα καθαρά. Ο σημερινός άνθρωπος ζητάει θεραπεία στα βασικά θέματα ζωής, κυρίως στην εσωτερική του κατάσταση, ακριβώς επειδή είναι υπερβολικά κουρασμένος. Γι’ αυτό ένα από τα μηνύματα τα οποία μπορεί να προσφέρη η Ορθοδοξία στον σύγχρονο κουρασμένο, απογοητευμένο και παραπαίοντα κόσμο είναι το μήνυμα της ησυχίας. Πιστεύω πως η προσφορά της Ορθοδόξου Παραδόσεως στον τομέα αυτόν είναι μεγάλη. Γι’ αυτό στην συνέχεια θα επιδιώξω να αναπτύξω περισσότερο την αξία της ησυχίας και του ησυχασμού για την θεραπεία της ψυχής, του νου, της καρδιάς και της λογικής. Έχουμε την εντύπωση ότι η ησυχία και ο ησυχασμός είναι από τα βασικότερα φάρμακα για την επίτευξη της εσωτερικής υγείας. Επίσης, επειδή η έλλειψη της ησυχίας είναι εκείνη που δημιουργεί τα προβλήματα, το άγχος, την αγωνία, την ανασφάλεια, τις ψυχολογικές, ψυχικές και σωματικές παθήσεις, γι’ αυτό θα προσπαθήσουμε να δούμε την αιτία αυτών, που είναι ο αντιησυχασμός. Ο αντιησυχαστικός λίβας που πνέει και καίει τα πάντα, κυριαρχεί παντού και είναι η κυρία αιτία της ανωμαλίας. Γι’ αυτό στην συνέχεια θα αναπτύξουμε την ησυχία ως μέθοδο θεραπείας της ψυχής και τον αντιησυχασμό ως αιτία της ψυχικής και σωματικής ασθενείας.
1. Ησυχία
Πριν δώσουμε ορισμό της ησυχίας, ας δούμε την μεγάλη αξία της για την θεραπεία της ψυχής.
Οι άγιοι Πατέρες, που έχουν βιώσει σε όλο το πλάτος την Ορθόδοξη Παράδοση, έχουν τονίσει την μεγάλη σπουδαιότητα της ορθοδόξου ησυχίας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, στον οποίο η Εκκλησία δεν έδωσε τυχαία την επωνυμία του Θεολόγου, την θεωρεί απαραίτητη για να φθάση κανείς στην κοινωνία με τον Θεό. Γι’ αυτό «χρη και ησυχάζειν, ώστε αθολώτως προσομιλείν τω Θεώ και μικρόν απανάγειν τον νουν από των πλανωμένων»[1]. Με την ησυχία ο άνθρωπος καθαρίζει τις αισθήσεις του και την καρδιά του και έτσι γνωρίζει τον Θεό. Και αυτή η γνώση του Θεού συνιστά την σωτηρία του.
Μέσα σ’ αυτήν την γραμμή εντεταγμένος οργανικά και ο όσιος Θαλάσσιος, συνιστά επιγραμματικά: «Ησυχία και προσευχή, μέγιστα όπλα αρετής. Αύται γαρ τον νουν καθαίρουσαι, διορατικόν απεργάζονται»[2]. Με την ησυχία ο νους του ανθρώπου καθαρίζεται και γίνεται όργανο δεκτικό της θεωρίας του Θεού. Βέβαια, όπως γνωρίζουμε, κατά την πατερική διδασκαλία, άλλο είναι ο νους και άλλο η λογική. Ο νους καλυπτόμενος από τα πάθη παύει να είναι θεωρός των μυστηρίων του Θεού (είναι νεκρός), ενώ απαλλασσόμενος από τα πάθη γίνεται διορατικός και βλέπει τον Θεό ως Φως, και αυτό είναι η ζωή του ανθρώπου. Και, όπως έχουμε γράψει, αυτή η κάθαρση του νου επιτυγχάνεται με την ησυχία.
Είναι γνωστό σε όσους καταγίνονται με την μελέτη των πατερικών έργων και σε όσους προσπαθούν να βιώσουν αυτήν την ησυχία ότι διακρίνεται σε σωματική και ψυχική. Η σωματική αναφέρεται σε εξωτερικά θέματα, ενώ η ψυχική σε εσωτερικά. Η σωματική ησυχία είναι συνήθως ο ησυχαστικός τόπος και η προσπάθεια να μειώση ο άνθρωπος, κατά το δυνατόν, τις εξωτερικές παραστάσεις, τις εικόνες που δέχονται και προσφέρουν στην ψυχή οι αισθήσεις, ενώ η ψυχική ησυχία έγκειται στο να αποκτήση ο νους την ικανότητα και την δυνατότητα να μη δέχεται καμμιά πειρασμική περιπλάνηση. Σ’ αυτήν την κατάσταση ο νους του ανθρώπου, διακατεχόμενος από την νήψη και την κατάνυξη, είναι στραμμένος μέσα στην καρδιά, ο νους (η ενέργεια) συνελλίσσεται στον χώρο της καρδιάς (ουσία), ενώνεται μαζί με αυτήν και έτσι αποκτά μερική ή περισσότερη γνώση του Θεού.
Η σωματική ησυχία είναι ο περιορισμός του σώματος. «Αρχή της ησυχίας (είναι) η σχολή»[3]. Ο άνθρωπος σχολάζει από κάθε έργο. Συνέπεια αυτής της «σχολής» είναι «η φωτιστική δύναμις και θεωρία∙ και τέλος η έκστασις και η αρπαγή του νοός προς Θεόν»[4]. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, αναφερόμενος σ’ αυτήν την εξωτερική – σωματική ησυχία, γράφει: «ο αγαπήσας ησυχίαν, απέκλεισε στόμα»[5].
Δεν είναι όμως μόνον οι λεγόμενοι νηπτικού Πατέρες που αναφέρονται και περιγράφουν την ιερά ατμόσφαιρα της ησυχίας, αλλά και οι λεγόμενοι κοινωνικοί. Χρησιμοποιώ την λέξη λεγόμενοι γιατί στην Ορθόδοξη Παράδοση δεν υπάρχει διαλεκτική αντίθεση μεταξύ της θεωρίας και της πράξεως, ούτε μεταξύ νηπτικών και κοινωνικών Πατέρων. Οι νηπτικοί είναι κατ’ εξοχήν κοινωνικοί και οι κοινωνικοί είναι αφάνταστα νηπτικοί.
Σαν παράδειγμα στο θέμα της ιεράς ησυχίας θα ήθελα να αναφέρω τον Μ. Βασίλειο. Σε επιστολή στον φίλο του άγιο Γρηγόριο γράφει για την ησυχία σαν αρχή της καθάρσεως της ψυχής, καθώς επίσης και για την ησυχία του σώματος, δηλαδή τον περιορισμό της γλώσσης, της οράσεως, της ακοής και των λόγων. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ησυχία ουν αρχή καθάρσεως τη ψυχή, μήτε γλώσσης λαλούσης τα των ανθρώπων, μήτε οφθαλμών ευχροίας σωμάτων και συμμετρίας περισκοπούντων, μήτε ακοής τον τόνον της ψυχής εκλυούσης εν ακροάμασι μελών προς ηδονήν πεποιημένων, μήτε εν ρήμασιν ευτραπέλων και γελοιαστών ανθρώπων, ο μάλιστα λύειν της ψυχής τον τόνον πέφυκεν».
Εδώ εκφράζεται η ιερά κατάσταση της ησυχίας την οποία απολάμβανε εκείνο τον καιρό ο άγιος Πατήρ στην έρημο, όταν προσπαθούσε να αποκτήση την γνώση του Θεού στο πανεπιστήμιο της ερήμου, μετά την διατριβή του σε ανθρώπινες σχολές για την απόκτηση της ανθρωπίνης γνώσεως. Και στην συνέχεια παρουσιάζει ο ιερός Πατήρ, ο Φωστήρ της Καισαρείας, ένα κλασσικό χωρίο που δείχνει ότι είχε άριστες γνώσεις της ησυχαστικής ζωής. Ο νους ο οποίος δεν διασκορπίζεται προς τα έξω και δεν διαχέεται δια των αισθήσεων προς τον κόσμο, επιστρέφει προς τον εαυτό του και δια του εαυτού του ανέρχεται προς τον Θεό και τότε ελλάμπεται από το άκτιστο Φως της θεότητος. Χαρακτηριστικά γράφει: «Νους μεν γαρ μη σκεδαννύμενος επί τα έξω, μηδέ υπό των αισθητηρίων επί τον κόσμον διαχεόμενος, επάνεισι μεν προς εαυτόν, δι’ εαυτού δε προς την περί Θεού έννοιαν αναβαίνει∙ κακείνω τω κάλλει περιλαμπόμενός τε και ελλαμπόμενος και αυτής της φύσεως λήθην λαμβάνει, μήτε προς τροφής φροντίδα, μήτε προς περιβολαίων μέριμναν την ψυχήν καθελκόμενος, αλλά, σχολήν από των γηΐνων φροντίδων άγων, την πάσαν εαυτού σπουδήν επί την κτήσιν των αιωνίων αγαθών μετατίθησι…»[6].
Η σωματική ησυχία είναι βοηθητική για να φθάση ο άνθρωπος να αποκτήση και την εσωτερική ψυχική ησυχία, την λεγομένη νοερά ησυχία. Φαίνεται από την πατερική διδασκαλία ότι η πρώτη, αν και μη τελείως αναγκαία, είναι εν τούτοις πολύ απαραίτητη για την κατά Θεόν ζωή. «Ησυχία μεν σώματός εστιν, ηθών, και αισθήσεων επιστήμη, και κατάστασις»[7]. Η σωματική ησυχία είναι κατάσταση σώματος και αισθήσεων. Και σε άλλα σημεία ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος μιλά γι’ αυτήν την ησυχία, μάλιστα έχει υπ’ όψη του «ησυχαστικούς τόπους»[8]
Βέβαια, όπως αναφέραμε προηγουμένως, η έρημος και γενικά η σωματική ησυχία είναι βοηθητική για να φθάση κανείς στην εσωτερική νοερά ησυχία. Οι Πατέρες νοιώθουν την ησυχία «ουχί εις τον εγκλεισμόν, ουδέ εις την φυσικήν αναχώρησιν εις την έρημον, αλλ’ εις την διηνεκή εν τω Θεώ διαμονήν»[9]. Η έρημος, αν και έχη μεγάλη αξία, επειδή βοηθά στον περιορισμό των εικόνων και παραστάσεων που προέρχονται από τον γύρω κόσμο, εν τούτοις δεν απολυτοποιείται. Είναι χαρακτηριστικός στο σημείο αυτό ο Νικήτας ο Στηθάτος. Αναφερόμενος στο ότι η αρετή δεν περιορίζεται σε έναν ορισμένο τόπο και ότι ο σκοπός του ανθρώπου, που είναι «η αποκατάστασις των δυνάμεων της ψυχής» και «η επί το αυτό σύνοδος των γενικών αρετών εις την κατά φύσιν ενέργειαν», δεν συντελούνται από έξω, αλλά «συμπεφύκασιν ημίν εκ δημιουργία», καταλήγει «περιττόν η ερημία, εισερχομένων ημών εις αυτήν (την Βασιλείαν των Ουρανών) και ταύτης χωρίς, δια μετανοίας και πάσης φυλακής των του Θεού εντολών»[10]. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο άγιος Νικήτας, εκφράζοντας την απορία για το λεγόμενο από πολλούς ότι είναι αδύνατον ο άνθρωπος να φθάση στην έξη της αρετής «άνευ αναχωρήσεως μακράς και της εις ερημίαν φυγής», γράφει: «τεθαύμακα, πως το απεριόριστον έδοξεν αυτοίς εν τόπω περιορίζεσθαι»[11].
Πάντως η έρημος και γενικά η σωματική ησυχία βοηθά για την απόκτηση της νοεράς ησυχίας, της οποίας τώρα ερχόμαστε να περιγράψουμε το ιερό περιεχόμενο.
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος καθώς γράφει επιγραμματικά και συνεπτυγμένα στο περισπούδαστο έργο του, λέγει για την ησυχία της ψυχής ότι είναι «λογισμών επιστήμη». Ο ησυχαστής με την νήψη ίσταται στην πύλη της καρδίας, ελέγχει τους λογισμούς και ή φονεύει ή αποδιώκει τους ερχομένους λογισμούς: «ησυχία δε ψυχής, λογισμών επιστήμη και ασύλητος έννοια. Ησυχίας φίλος, ανδρείός τις και απότομος λογισμός, εν θύρα καρδίας ανυστάκτως ιστάμενος, και τους προσερχομένους λογισμούς ή κτείνων ή αποσειόμενος»[12].
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, αναφερόμενος στο θέμα της νοεράς ησυχίας και διαγράφοντας την ιερά της ατμόσφαιρα, λέγει: «Ησυχία εστί νοός κατάστασις ανενόχλητος, γαλήνη ελευθέρας και αγαλλιωμένης ψυχής, καρδίας ατάραχος και ακύμαντος βάσις, θεωρία φωτός, γνώσις Θεού μυστηρίων, λόγος σοφίας, άβυσσος νοημάτων Θεού, αρπαγή νοός, ομιλία καθαρά προς Θεόν, ακοίμητος οφθαλμός, προσευχή νοερά, ένωσις μετά Θεού και συνάφεια και τέλος θέωσις και άπονος ανάπαυσις εν μεγάλοις πόνοις ασκήσεως»[13].
Και άλλοι Πατέρες μιλούν γι’ αυτήν την ιερά κατάσταση της ψυχής, αφού άλλωστε η εν Χριστώ ζωή είναι κοινή εμπειρία όλων των αγίων. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη «ησυχία γαρ εστιν απόθεσις νοημάτων των ουκ εκ του πνεύματος θειοτέρων, έως καιρού, ίνα μη προσέχων τούτοις ως καλοίς το μείζον απολέσης»[14].
Αυτή η απόθεση των νοημάτων εντάσσεται μέσα στην προσπάθεια να καθαρίση ο άνθρωπος το λογιστικό μέρος της ψυχής. Αγωνίζεται ο αθλητής της πνευματικής ζωής να αποδιώκη τους λογισμούς, οι οποίοι ενσπείρονται από τον πονηρό, με μοναδικό σκοπό να διαλύση την εσωτερική ενότητα των δυνάμεων της ψυχής και να αρρωστήση την καρδιά του ανθρώπου. Είναι γεγονός ότι η Ορθοδοξία είναι μια θεραπευτική επιστήμη. Διαβάζοντας τα έργα των αγίων Πατέρων που αναφέρονται στα θέματα αυτά, βλέπουμε καθαρά ότι ο Χριστιανισμός θεραπεύει την ασθενούσα ψυχή και μέσα στους τρόπους θεραπείας πρωταρχική θέση κατέχει η φυλακή του νοός, η απώθηση των λογισμών και η προσπάθεια να τους φονεύσουμε πριν εισέλθουν στην πύλη της καρδίας.
«Η ησυχία τι εστιν; αλλ’ ή το συστείλαι τινά την καρδίαν αυτού από δόσεως και λήψεως και ανθρωπαρεσκείας, και των λοιπών ενεργειών. Και ότε δε ο Κύριος ήλεξγε τον γραμματέα δια τον εμπεσόντα εις τους ληστάς, και επηρώτησεν αυτόν τις εγένετο πλησίον; λέγει∙ «ο ποιήσας το έλεος μετ’ αυτού». Πάλιν είρηκεν∙ «έλεον θέλω και ου θυσίαν» ∙ ει ουν έχεις άπαξ ότι το έλεος πλείον εστί της θυσίας, εις το έλεος κλίνον την καρδίαν σου∙ και γαρ η πρόφασις της ησυχίας φέρει εις υψηλοφροσύνην, πριν ή ο άνθρωπος κερδάνη εαυτόν, τουτέστιν άμωμος γένηται∙ τότε γαρ ησυχία εστίν∙ ότι εβάστασε τον σταυρόν. Εάν ουν συμπαθήσης, ευρίσκεις βοήθειαν∙ εάν δε κρατήσης σεαυτόν, ως δήθεν υπεραναβήναι το μέτρον, τούτο μάθε, ότι και ο έχεις απωλέσας∙ μήτε ουν έσω, μήτε έξω∙ αλλά αμέσως πορεύθητι, συνιών τι το θέλημα του Κυρίου, ότι αι ημέραι πονηραί εισίν;»[15].
Το ότι η ησυχία είναι κυρίως και προ παντός φυλακή του νου, φυλακή των λογισμών, φαίνεται και από τον όσιο Θαλάσσιο με την παραγγελία που δίδει: «Ασφάλισαι τας αισθήσεις τω τρόπω της ησυχίας και δίκασον τους λογισμούς εφεστώτας τη καρδία»[16].
Όμως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι κυρίως ο υπέρμαχος της ησυχίας, όπως θα μας δοθή η ευκαιρία να πούμε πιο κάτω. Αυτός έκανε, με την Χάρη του Χριστού, αγώνες για την κατοχύρωση αυτής της μεθόδου καθάρσεως της καρδιάς και των λογισμών, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση γνώσεως και κοινωνίας με τον Θεό. Σε λόγο του στα Εισόδια της Υπεραγίας Θεοτόκου ομιλεί για την ησυχαστική ζωή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αγιορείτης άγιος, μιλώντας από την πείρα του, παρουσιάζει την Παναγία τύπο της νοεράς ησυχίας, αφού μέσα στα άγια των αγίων έφθασε στην κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό, δια της ησυχίας. Γράφει ότι δεν μπορούμε να φθάσουμε στον Θεό και κοινωνήσουμε μαζί Του, αν δεν καθαρθούμε και αν δεν καταλείψουμε τα αισθητά και τις αισθήσεις και αν δεν ανεβούμε πάνω από τους λογισμούς και τους συλλογισμούς και την ανθρώπινη γνώση και από όλη την διάνοια. Αυτό ακριβώς έκανε και η Παρθένος. Ζητούσα η Παρθένος αυτήν την κοινωνία με τον Θεό, «την ιεράν ησυχίαν ευρίσκει χειραγωγόν∙ ησυχίαν την νου και κόσμου στάσιν, την λήθην των κάτω, την μύστιν των άνω, την των νοημάτων επί το κρείττον απόθεσιν∙ αύτη πράξις ως αληθώς, επίβασις της ως αληθώς θεωρίας ή θεοπτίας, ειπείν οικειότερον ή μόνη δείγμα της ως αληθώς ευεκτούσης ψυχής». Στην συνέχεια περιγράφει ο άγιος ότι οι αρετές είναι φάρμακα για τις ασθένειες της ψυχής για τα πάθη, αλλά η θεωρία είναι «της υγιαινούσης ο καρπός, οίόν τι τέλος ούσα και είδος θεουργόν». Η ψυχή, με άλλα λόγια, θεραπεύεται δια των αρετών, αλλά θεραπευομένη ενώνεται με τον Θεό δια της θεωρίας, στην οποία οδηγεί η αγωγή της ησυχίας. «Δι’ αυτής (της θεωρίας) θεοποιείται άνθρωπος, ου της από των λόγων ή της των ορωμένων στοχαστικής αναλογίας, αλλά της από της καθ’ ησυχίαν αγωγής»[17].
Με την μέθοδο αυτή της ορθοδόξου ησυχίας και αγωγής θεραπευόμαστε, «απολυόμεθα των κάτω και συννεύομεν προς τον Θεόν» και με διαρκείς δεήσεις και προσευχές «θίγομέν πως της αθίκτου και μακαρίας φύσεως εκείνης. Και ούτως αυτοίς ανακραθέντος απορρήτως υπέρ αίσθησιν και νουν φωτός, εν εαυτοίς ως εν εσόπτρω θεωρούσι τον Θεόν οι την καρδίαν δι’ ιεράς ησυχίας καθαρθέντες»[18].
Τα κύρια χαρακτηριστικά σημεία του λόγου αυτού του αγιορείτου αγίου είναι ότι με την μέθοδο της ορθοδόξου αγωγής, που είναι ουσιαστικά μέθοδος της νοεράς ησυχίας, καθαρίζουμε την καρδιά και τον νου μας και δι’ αυτού του τρόπου ενωνόμαστε με τον Θεό. Αυτή είναι η μόνη μέθοδος προσψαύσεως του Θεού και κοινωνίας μαζί Του.
Οι άγιοι Πατέρες σε μελέτες τους ονομάζουν αυτήν την κατάσταση της ψυχής και Σαββατισμό. Ο νους του ανθρώπου, καθαρθείς με την μέθοδο και αγωγή της ιεράς ησυχίας, σαββατίζει , αναπαύεται εν Θεώ. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μιλώντας για την θεία κατάπαυση, για την κατάπαυση του Θεού, ο Οποίος «κατέπαυσε από πάντων των έργων αυτού», και για την κατάπαυση του Χριστού με την κάθοδο της ψυχής μαζί με την Θεότητα στον Άδη και με την παραμονή του Σώματός Του μετά της Θεότητος στον τάφο, γράφει ότι και εμείς πρέπει να επιδιώκουμε αυτήν την θεία κατάπαυση, να συγκεντρώνουμε δηλαδή τον νου μας με την επίπονη προσοχή και αδιάλειπτη προσευχή. Αυτή η θεία κατάπαυση, ο θείος Σαββατισμός, είναι η νοερά ησυχία. «Αν δε και παντός συλλογισμού, καν αγαθός η, τον σον απαναστήσης νουν και προς εαυτόν επιστρέψης όλον δι’ επιμόνου προσοχής και αδιαλείπτου προσευχής, όντως εισήλθες και αυτός εις την θείαν κατάπαυσιν και της κατά την εβδόμην ευλογίας επέτυχες, αυτός σεαυτόν ορών και δια σαυτού προς θεοπτίαν αναφερόμενος»[19]. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτά τα λέγει ο άγιος σε ομιλία στο ποίμνιο της Επισκοπής του, δηλαδή της Θεσσαλονίκης. Αυτό σημαίνει ότι όλοι, κατά διαφόρους όμως βαθμούς, μπορούν να αποκτήσουν εμπειρίες της θείας καταπαύσεως. Και πιστεύω ότι αυτή είναι η διδασκαλία που χάθηκε στην σημερινή εποχή.
Με όσα αναφέραμε για την νοερά ησυχία γίνεται φανερό ότι εκείνος που ασχολείται με αυτήν λέγεται ησυχαστής. Ησυχαστής είναι ο άνθρωπος εκείνος που ακολουθεί την αγωγή της ησυχίας, που στην πραγματικότητα είναι η αγωγή της Ορθοδόξου Παραδόσεως, η οποία έχει σκοπό να οδηγήση τον άνθρωπο προς τον Θεό και να τον ενώση μαζί Του. Για να θυμηθούμε τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος «ησυχαστής εστιν, ο το ασώματον εν σωματικώ οίκω περιορίζειν φιλονεικών, το παραδοξότατον… Ησυχαστής εστι τύπος Αγγέλου επίγειος, χάρτη πόθου, και σπουδής γράμμασι, την εαυτού προσευχήν ολιγωρίας, και ραθυμίας ελευθερώσας… Ησυχαστής εστιν, ο βοήσας εναργώς∙ «ετοίμη η καρδία μου ο Θεός». Ησυχαστής εστιν, εκείνος ο ειπών∙ «εγώ καθεύδω, και η καρδία μου γρηγορεί»[20].
Βεβαία, όπως έχει προηγουμένως σημειωθή, η ησυχία είναι η πιο κατάλληλη μέθοδος αυτοσυγκεντρώσεως και ανόδου της ψυχής προς τον Θεό και κοινωνίας μαζί Του. Και μάλιστα είναι αναγκαιοτάτη για την κοινωνία με τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αφού αναπτύσσει δια μακρών ότι μέσα στην καρδιά πρέπει να στραφή ο νους του ανθρώπου (η ενέργεια) και ότι μέσα στην καρδιά, που είναι το «του λογιστικού ταμείον και πρώτον σαρκικόν όργανον λογιστικόν». «το των λογισμών ταμείον», ευρίσκεται η Χάρη του Θεού, γράφει: «Οράς πως αναγκαιότατον τοις προειρημένοις εν ησυχία προσέχειν εαυτοίς επανάγειν και εμπερικλείειν τω σώματι τον νουν και μάλιστα τω εν τω σώματι ενδοτάτω σώματι, ο καρδίαν ονομάζομεν;»[21].
Πρέπει όμως να τονίσουμε και να υπογραμμίσουμε δεόντως ότι η αγωγή της ησυχίας δεν είναι απλώς μια ανθρώπινη προσπάθεια επαναφοράς του νου προς τον εαυτό του και η ένωσή Του με την καρδιά, δεν είναι μόνον μια τεχνική μέθοδος, αλλά είναι μια αγιοπνευματική κατάσταση. Αυτή η αγωγή της ησυχίας εμπνέεται και καθοδηγείται από το Πανάγιο Πνεύμα και εκφράζεται με την μετάνοια και το πένθος. Δεν είναι απλώς μια τεχνητή μέθοδος, που μπορεί κατά κάποιο βαθμό να βρεθή και σε άλλα συστήματα ανθρωποκεντρικά. «Η νοερά ησυχία του ορθοδόξου μοναχού γεννάται οργανικώς εκ της βαθείας μετανοίας και εκζητήσεως της φυλάξεως των εντολών του Χριστού. Ουδόλως είναι τεχνητή τις εφαρμογήν εν τη πνευματική ζωή της αρεοπαγιτικής θεολογίας. Αι θεολογικαί θέσεις των «αρεοπαγιτικών» δεν αντιφάσκουν προς τα αποτελέσματα της ησυχίας, και υπ’ αυτήν την έννοιαν συνορεύουν και συμπίπτουν μετ’ αυτής∙ αλλά θεωρούμεν αναγκαίον να υπογραμμίσωμεν ως εν τα μάλλα ουσιώδες σημείον, ότι αφετηρία και βάσις της ησυχίας δεν είναι η αφηρημένη φιλοσοφία της αποφατικής θεολογίας, αλλ’ η μετάνοια και ο αγών κατά του ενεργούντος εν ημίν «νόμου της αμαρτίας» (Ρωμ. ζ’, 23)»[22].
Αυτήν ακριβώς την σύνδεση της νοεράς ησυχίας με την μετάνοια κάνουν όλοι οι άγιοι Πατέρες. Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης γράφει ότι «άνευ πενθικής εργασίας και πολιτείας αδύνατον τον της ησυχίας καύσωνα υπομείναι». Εκείνος που πενθεί για τα προ του θανάτου και τα μετά τον θάνατο, θα αποκτήση υπομονή και ταπείνωση, που είναι τα δυο θεμέλια της ησυχίας. Χωρίς την μετάνοια και τα δυο αυτά θεμέλια, ο ησυχαστής έχει «της ολιγωρίας την οίησιν»[23].
Επομένως η μέθοδος της αγωγής της ησυχίας, και αυτό πρέπει να τονισθή υπερβαλλόντως, συνδέεται με την μετάνοια, τα δάκρυα, το πένθος, την κατάνυξη. Χωρίς αυτά είναι νόθος, και άρα όχι βοηθητική. Γιατί σκοπός της ησυχίας είναι ο καθαρός της καρδιάς και του νου. Αυτό όμως δεν νοείται χωρίς τα δάκρυα και το πένθος. Γι’ αυτό για τον αθλητή της νοεράς ησυχίας τα δάκρυα είναι τρόπος ζωής. Η συγκέντρωση του νου μέσα στην καρδιά τον καθιστά ικανό να δη την αθλιότητά του και αμέσως οι οφθαλμοί και αυτή η καρδιά χύνουν δάκρυα μετανοίας. Και όσο αυξάνεται η μετάνοια, τόσο καθαρίζεται ο άνθρωπος και αποκτά γνώση Θεού.
Αλλά η ησυχία συνδέεται στενώτατα και με την τήρηση των εντολών του Χριστού. Τα μεγάλα όπλα αυτού που ησυχάζει με υπομονή είναι «εγκράτεια και αγάπη και προσοχή και ανάγνωσις»[24]. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη οφείλει ο ησυχάζων να έχη σαν θεμέλιο τις αρετές «σιωπήν, εγκράτειαν, αγρυπνίαν, ταπείνωσιν, και υπομονήν». Επίσης πρέπει να έχη τρεις θεάρεστες εργασίες «ψαλμωδίαν, προσευχήν και ανάγνωσιν και εργόχειρον»[25]. Σε άλλη συνάφεια ο ίδιος άγιος τονίζει ότι «η ησυχία προ πάντων πίστεως δείται και υπομονής και της εξ όλης καρδίας και ισχύος και δυνάμεως αγάπης και ελπίδος»[26]. Αλλού πάλι ο ίδιος τονίζει άλλες αρετές, όπως την εγκράτεια, την σιωπή και την αυτομεμψία, «τουτέστιν την ταπείνωσιν. Περιεκτικαί γαρ εισί και αλλήλων φυλακτικαί, εξ ων η προσευχή τίκτεται και αυξάνει διαπαντός»[27]. Ασφαλώς πρέπει να προσέχη και την τροφή, να είναι κατά πάντα εγκρατής, ώστε να μη θολώνεται ο νους του από τις τροφές: «ο ησυχάζων πάντοτε ενδεής οφείλει να είναι, μη κορεννύμενος. Βαρυνομένου γαρ του στομάχου και του νοός θολωθέντος δια τούτου, ουδέ προσευχήν δύναται λέγειν κραταιώς ή καθαρώς». Από τα πολλά βρώματα έρχεται ο ύπνος και πέφτουν στον νου αναρίθμητες φαντασίες[28].
Αυτά δείχνουν ότι η ησυχαστική αγωγή προϋποθέτει την τήρηση των εντολών του Χριστού, αφού δι’ αυτών των εντολών γεννώνται οι αρετές. Έτσι και οι αρετές δεν είναι ανεξάρτητες από την ησυχία αλλά ούτε και η ησυχία είναι ανεξάρτητη από την φυλακή των εντολών του Θεού, την φυλακή των «δικαιωμάτων» του Θεού.
Αντίθετα, η μη τήρηση των εντολών και η ύπαρξη των παθών δεν συνιστούν ορθόδοξη ησυχία. Και αν αρχίση να εμφανίζεται, αμέσως κατατρώγεται, εξαφανίζεται. «Το λυμαίνον την κατάστασιν της ησυχίας και την θείαν εξ αυτής περιαιρούν δύναμιν» είναι τα έξι πάθη, δηλαδή η παρρησία, η γαστριμαργία, η πολυλογία και ο περισπασμός, η φυσίωση και η κυρία των παθών οίηση[29].
Από όλα αυτά φαίνεται καθαρά ότι η ιερά νοερά ησυχία είναι αναγκαιότατη για την κάθαρση της ψυχής από τα πάθη και την κοινωνία με τον Θεό. Δεν είναι μια πολυτέλεια στην ζωή του ανθρώπου, δεν είναι μια αγωγή για μερικούς μόνον ανθρώπους ή καλύτερα δεν είναι μέθοδος την οποία πρέπει να εφαρμόσουν μόνον οι μοναχοί, αλλά αναφέρεται σε όλους. Είναι μια απαραίτητη εργασία για να φθάσουμε στην θεωρία του Θεού, στην θέωση, που είναι ο σκοπός του ανθρώπου. Όμως διαφορετικός είναι ο βαθμός της νοεράς ησυχίας.
Στα Ευαγγέλια πολλές φορές παρουσιάζεται ο Κύριος να διδάσκη για την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, την εσωτερική προσευχή, την απαλλαγή από την δύναμη των λογισμών κ.λ.π. Ο Ίδιος έδειξε στους Μαθητές Του την αξία της ερήμου. Αυτή βοηθά τον άνθρωπο να νικήση τον εχθρό. Έτσι οι άγιοι Απόστολοι στην διδασκαλία τους έχουν αναπτύξει πολλές λεγόμενες νηπτικές θέσεις.
Ο χώρος αυτός δεν είναι κατάλληλος για την ανάπτυξη όλων αυτών των θεμάτων. Απλώς θα θέλαμε να υπομνήσουμε μερικά.
Είναι γνωστό ότι ο Κύριος μετά την Βάπτισή Του «ανήχθη εις την έρημον υπό του Πνεύματος πειρασθήναι υπό του διαβόλου» (Ματθ. δ’, 1). Εκεί στην έρημο κατενίκησε τον διάβολο, ο οποίος του υπέβαλε τους τρεις γνωστούς πειρασμούς. Πολλές φορές συναντούμε τον Κύριο να αποσύρεται στην έρημο για να ξεκουρασθή, αλλά και να διδάξη δι’ αυτού του τρόπου στους Μαθητάς Του την αξία της ερήμου. «Ανεχώρησεν εκείθεν εν πλοίω εις έρημον τόπον κατ’ ιδίαν» (Ματθ. ιδ’, 13). Και μετά το θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων πάλι ανέρχεται μόνος Του στο όρος για να προσευχηθή: «και απολύσας τους όχλους ανέβη εις το όρος κατ’ ιδίαν προσεύξασθαι, οψίας δε γενομένης μόνος ην εκεί» (Ματθ. ιδ’, 23).
Είναι πολύ σημαντικό ότι, όταν οι Μαθηταί συνήχθησαν «και απήγγειλαν αυτώ πάντα, και όσα εποίησαν και όσα εδίδαξαν», ο Κύριος τους είπεν: «δεύτε υμείς αυτοί κατ’ ιδίαν εις έρημον τόπον και αναπαύεσθε ολίγον» (Μάρκ. Στ’, 30-31).
Ολόκληρες νύκτες ο Κύριος τις διερχόταν προσευχόμενος. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς διασώζει την πληροφορία: «εξήλθεν εις το όρος προσεύξασθαι και ην διανυκτερεύων εν τη προσευχή του Θεού» (Λουκ. στ’, 12).
Και στην διδασκαλία Του ο Χριστός υπογράμμιζε την αξία της νοεράς ησυχίας και της αποδεσμεύσεως από τα πάθη που βρίσκονται μέσα μας.
Διδάσκοντας τον τρόπο της αληθινής προσευχής έλεγε: «συ δε όταν προσεύχη είσελθε εις το ταμείόν σου, και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ…» (Ματθ. στ’, 6). Ερμηνεύοντας την προτροπή αυτή του Κυρίου ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς γράφει: «… ταμείον της ψυχής είναι το κορμί∙ θύραις του εαυτού μας είναι η πέντε αίσθησες∙ η ψυχή εμβαίνει μέσα εις το ταμείόν της, όταν δε περιπατή ο νους εδώ και εκεί εις τα πράγματα του κόσμου, αλλά ευρίσκεται μέσα εις την καρδίαν μας∙ και η αίσθησές μας κλείουν και μένουν σφαλισμέναις, όταν δε ταις αφίνομεν να προσηλώνωνται εις τα αισθητά και φαινόμενα πράγματα∙ και με τούτον τον τρόπον μένει ο νους μας ελεύθερος από κάθε προσπάθειαν κοσμικήν και με την κρυπτήν και νοεράν προσευχήν ενώνεσαι με τον Θεόν τον Πατέρα σου∙ και τότε, λέγει, ο Πατήρ σου, ο βλέπων εν τω κρυπτώ, αποδώσει σοι εν τω φανερώ∙ βλέπει ο κρυφιογνώστης Θεός την νοεράν σου προσευχήν και την ανταμείβει με φανερά και μεγάλα χαρίσματα∙ επειδή και αυτή είναι η αληθινή και τελεία προσευχή και αυτή γεμίζει την ψυχήν από την θείαν χάριν και τα πνευματικά χαρίσματα, ωσάν και το μύρον, όπού, όσον περισσότερον το κλείεις μέσα εις το αγγείον, τόσον περισσότερον ευωδιάζει το αγγείον∙ έτζι και την προσευχήν, όσον περισσότερον την σφαλίζεις μέσα εις την καρδίαν σου, τόσον περισσότερον την γεμίζει από την θείαν χάριν»[30].
Ο Κύριος προς τους μαθητάς Του, που τους βρήκε να κοιμούνται στον κήπο της Γεθσημανή, είπε: «γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν» (Ματθ. κστ’, 41).
Μας συνέστησε ακόμη να κρατούμε τον νου, και κυρίως την καρδιά καθαρή από πάθη και διαφόρους λογισμούς: «επιγνούς δε ο Ιησούς τους διαλογισμούς αυτών αποκριθείς είπε προς αυτούς∙ τι διαλογίζεσθε εν ταις καρδίαις υμών;» (Λουκ. ε’, 22). Κατηγορώντας δε τους Γραμματείς και Φαρισαίους έλεγε: «Φαρισαίε τυφλέ, καθάρισον πρώτον το εντός του ποτηρίου και της παροψίδος, ίνα γένηται και το εκτός αυτών καθαρόν» (Ματθ. κγ’, 26).
Την μεγάλη αξία της ερήμου, της νοεράς ησυχίας, της καθάρσεως της εσωτερικής και της νήψεως συναντούμε και στις επιστολές των αγίων Αποστόλων. Και εδώ θα ήθελα να υπομνήσω μερικά κατάλληλα χωρία.
Ο Απόστολος Παύλος μετά την επιστροφή του στον Χριστό επορεύθη στην έρημο της Αραβίας και εκεί μετανόησε για την προηγούμενη διαγωγή του (Γαλ. α’, 17).
Γνώστης δε ο Απόστολος αυτής της εσωτερικής νοεράς ησυχίας, δίδει πολλές συμβουλές προς τους μαθητάς του. Έχοντας την αίσθηση ότι οι Χριστιανοί ενούμενοι με τον Χριστό αποκτούν τον νου του Χριστού έγραφε: «ημείς δε νουν Χριστού έχομεν» (Α’ Κορ. β’, 16). Αλλού προτρέπει: «νεκρώσατε ουν τα μέλη ημών τα επί της γης» (Κολ. γ’, 5). Με την Χάρη του Θεού, ο Απόστολος βλέπει τον έτερο νόμο εν τοις μέλεσί του, που αντιστρατεύεται τον νόμο του νοός (Ρωμ. ζ’, 23).
Στην διδασκαλία του Αποστόλου σημαντική θέση κατέχει και η νήψη, δηλαδή η εγρήγορση η πνευματική για να μη αιχμαλωτισθή ο νους του ανθρώπου από εξωτερική πονηρά δύναμη: «Άρα ουν μη καθεύδωμεν ως και οι λοιποί, αλλά γρηγορώμεν και νήφωμεν… ημείς δε ημέρας όντες νήφωμεν…» (Α’ Θεσ. Ε’, 6-8). Τον Απόστολο Τιμόθεο προτρέπει: «συ δε νήφε εν πάσι» (Β’ Τιμ. δ’, 5).
Και στο θέμα της προσευχής είναι σαφής. Η προσευχή πρέπει να γίνεται αδιάλειπτα στην καρδιά των Χριστιανών. «Τη προσευχή προσκαρτερείτε, γρηγορούντες εν αυτή εν ευχαριστία» (Κολ. δ’, 2). «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α’ Θεσ. Ε’, 17).
Και ο Απόστολος Πέτρος δίδει τις ίδιες παραγγελίες, αποδεικνύοντας έτσι ότι κοινή είναι η ζωή των πιστών μελών της Εκκλησίας. «Νήψατε γρηγορήσατε∙ ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α’ Πέτρ. ε’, 8).
Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι όλοι οι Χριστιανοί, τηρουμένων των αναλογιών, μπορούμε να φθάσουμε στην ησυχία και δι’ αυτής στην θεωρία του Θεού. Και στο σημείο αυτό οι άγιοι Πατέρες είναι απόλυτοι και εκφραστικοί.
Ο Πέτρος ο Δαμασκηνός γράφει: «Πάντες οι άνθρωποι χρήζομεν της τοιαύτης σχολής, είτε εκ μέρους, είτε ολοκλήρως, και εκτός ταύτης αδύνατον εις γνώσιν πνευματικήν και ταπεινοφροσύνην ελθείν τινα»[31].
Σ’ αυτή την διδασκαλία του Πέτρου του Δαμασκηνού είναι ανάγκη να επισημάνουμε το «πάντες οι άνθρωποι χρήζομεν της τοιαύτης σχολής». Αν αυτό πρέπη να συμβαίνη με όλους τους ανθρώπους, πολύ περισσότερο με τους μοναχούς. Δεν νοείται μοναχός ο οποίος δεν σχολάζει κατά Θεόν και δεν μετέρχεται αυτήν την αγωγή της ησυχίας. Το λέμε αυτό, γιατί πάντοτε υπήρχαν διαφορετικές ιδέες σε μερικούς κύκλους, και μάλιστα αν συναντήσουν μοναχούς να αγωνίζωνται για να επιτύχουν αυτήν την «σχολήν» κατά Θεόν, τους ονομάζουν πλανεμένους. Αλλά γι’ αυτό θα μας δοθή ευκαιρία να πούμε και μερικά άλλα σε επόμενη ενότητα. Το άλλο σημείο που πρέπει να υπογραμμισθή είναι ότι «εκτός ταύτης αδύνατον εις γνώσιν πνευματικήν και ταπεινοφροσύνην ελθείν τινα». Είναι η μόνη μέθοδος και ο μόνος τρόπος γνώσεως του Θεού, όπως αναφέραμε προηγουμένως, σύμφωνα με την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Μερικοί ισχυρίζονται ότι η ησυχία και ο τρόπος που διαγράφεται από τους αγίους Πατέρας συνιστά μια αδράνεια, δεν είναι δράση. Όμως στην πραγματικότητα το αντίθετο συμβαίνει. Η ησυχία είναι η μεγαλύτερη δράση μέσα στην αφάνεια και σιωπή. Ο άνθρωπος σχολάζει και σιωπά για να μιλήση με τον Θεό, για να αφήση τον εαυτό του ελεύθερο και να δεχθή τον Ίδιο τον Θεό. Και αν σκεφθούμε ότι τα μεγαλύτερα προβλήματα που μας μαστίζουν είναι τα ψυχικά και εσωτερικά, κι αν σκεφθούμε ότι οι περισσότερες ασθένειες (ψυχολογικές και σωματικές) προέρχονται από την επεξεργασία των λογισμών, δηλαδή από την ακαθαρσία του νου και της καρδιάς, τότε μπορούμε να καταλάβουμε την μεγάλη αξία της νοεράς ησυχίας. Είναι επομένως δράση και ζωή. Η ησυχία δίδει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να αγαπήση ο άνθρωπος απαθώς τους αδελφούς του, να αποκτήση ανιδιοτελή και απαθή αγάπη. «Αγαπά ησυχίαν ο μη πάσχων προς τα του κόσμου∙ και αγαπά ανθρώπους, ο μηδέν αγαπών ανθρώπινον» (άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής)[32]. Πως μπορεί κανείς να έχη ανιδιοτελή αγάπη, που είναι ένας από τους σκοπούς της πνευματικής ζωής, όταν διακατέχεται από τα πάθη;
Έτσι η ησυχαστική ζωή είναι ζωή εντόνου δράσεως, δράσεως όμως πραγματικής και αγαθής. «… η ησυχία των αγίων δεν πρέπει να θεωρήται ως αδράνεια, αλλ’ ως μορφή εντόνου δράσεως. Κατά παρόμοιον άλλωστε τρόπον αποκαλύπτεται και ο Θεός εις τας σχέσεις του μετά των ανθρώπων. Η κίνησις του Θεού προς τον άνθρωπον δεν είναι μόνον κίνησις φανερώσεως, αλλά και κίνησις αποκρύψεως∙ δεν είναι μόνον αποκάλυψις λόγου, αλλά και έκφρασις ησυχίας. Δια τούτο και ο άνθρωπος προκειμένου να πλησιάση τον Θεόν, δεν αρκεί να δεχθή μόνον τας αποκαλυφθείσας ενεργείας του, αλλά πρέπει να προσχωρήση και εις την εν σιωπή αποδοχήν του μυστηρίου της αγνωσίας του∙ δεν αρκεί να ακούση τον λόγον του, αλλά πρέπει να προχωρήση και εις το άκουσμα της ησυχίας του. Το δεύτερον τούτο σκέλος οδηγεί εις την τελείωσιν, δια τούτο δε και προϋποθέτει το πρώτον. Πράγματι, ως παρατηρεί Ιγνάτιος ο και Θεοφόρος, μόνον «ο λόγον Ιησού κεκτημένος αληθώς δύναται και της ησυχίας αυτού ακούειν, ίνα τέλειος η». Κατά συνέπειαν λοιπόν η κίνησις του ανθρώπου προς τον Θεόν δεν πρέπει να είναι μόνον κίνησις δράσεως, αλλά και κίνησις περιστολής∙ δεν πρέπει να είναι μόνον μαρτυρία ομολογίας, αλλά και μαρτυρία σιωπής και ησυχίας»[33].
Γι’ αυτό οι άγιοι Πατέρες μιλούν για την «έγκαρπον ησυχίαν». Όταν εξασκήται ορθά, τότε προσφέρει πολλή βοήθεια στον άνθρωπο, αναπλάττει την προσωπικότητά του, ανακαινίζει την ύπαρξή του, την ενώνει με τον Θεό και τότε διορθώνει και την κοινωνία. Όταν ο άνθρωπος αποκτήση την φιλοθεΐα, τότε οπωσδήποτε αποκτά και την φιλανθρωπία.
1. Ησυχία
Πριν δώσουμε ορισμό της ησυχίας, ας δούμε την μεγάλη αξία της για την θεραπεία της ψυχής.
Οι άγιοι Πατέρες, που έχουν βιώσει σε όλο το πλάτος την Ορθόδοξη Παράδοση, έχουν τονίσει την μεγάλη σπουδαιότητα της ορθοδόξου ησυχίας. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, στον οποίο η Εκκλησία δεν έδωσε τυχαία την επωνυμία του Θεολόγου, την θεωρεί απαραίτητη για να φθάση κανείς στην κοινωνία με τον Θεό. Γι’ αυτό «χρη και ησυχάζειν, ώστε αθολώτως προσομιλείν τω Θεώ και μικρόν απανάγειν τον νουν από των πλανωμένων»[1]. Με την ησυχία ο άνθρωπος καθαρίζει τις αισθήσεις του και την καρδιά του και έτσι γνωρίζει τον Θεό. Και αυτή η γνώση του Θεού συνιστά την σωτηρία του.
Μέσα σ’ αυτήν την γραμμή εντεταγμένος οργανικά και ο όσιος Θαλάσσιος, συνιστά επιγραμματικά: «Ησυχία και προσευχή, μέγιστα όπλα αρετής. Αύται γαρ τον νουν καθαίρουσαι, διορατικόν απεργάζονται»[2]. Με την ησυχία ο νους του ανθρώπου καθαρίζεται και γίνεται όργανο δεκτικό της θεωρίας του Θεού. Βέβαια, όπως γνωρίζουμε, κατά την πατερική διδασκαλία, άλλο είναι ο νους και άλλο η λογική. Ο νους καλυπτόμενος από τα πάθη παύει να είναι θεωρός των μυστηρίων του Θεού (είναι νεκρός), ενώ απαλλασσόμενος από τα πάθη γίνεται διορατικός και βλέπει τον Θεό ως Φως, και αυτό είναι η ζωή του ανθρώπου. Και, όπως έχουμε γράψει, αυτή η κάθαρση του νου επιτυγχάνεται με την ησυχία.
Είναι γνωστό σε όσους καταγίνονται με την μελέτη των πατερικών έργων και σε όσους προσπαθούν να βιώσουν αυτήν την ησυχία ότι διακρίνεται σε σωματική και ψυχική. Η σωματική αναφέρεται σε εξωτερικά θέματα, ενώ η ψυχική σε εσωτερικά. Η σωματική ησυχία είναι συνήθως ο ησυχαστικός τόπος και η προσπάθεια να μειώση ο άνθρωπος, κατά το δυνατόν, τις εξωτερικές παραστάσεις, τις εικόνες που δέχονται και προσφέρουν στην ψυχή οι αισθήσεις, ενώ η ψυχική ησυχία έγκειται στο να αποκτήση ο νους την ικανότητα και την δυνατότητα να μη δέχεται καμμιά πειρασμική περιπλάνηση. Σ’ αυτήν την κατάσταση ο νους του ανθρώπου, διακατεχόμενος από την νήψη και την κατάνυξη, είναι στραμμένος μέσα στην καρδιά, ο νους (η ενέργεια) συνελλίσσεται στον χώρο της καρδιάς (ουσία), ενώνεται μαζί με αυτήν και έτσι αποκτά μερική ή περισσότερη γνώση του Θεού.
Η σωματική ησυχία είναι ο περιορισμός του σώματος. «Αρχή της ησυχίας (είναι) η σχολή»[3]. Ο άνθρωπος σχολάζει από κάθε έργο. Συνέπεια αυτής της «σχολής» είναι «η φωτιστική δύναμις και θεωρία∙ και τέλος η έκστασις και η αρπαγή του νοός προς Θεόν»[4]. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, αναφερόμενος σ’ αυτήν την εξωτερική – σωματική ησυχία, γράφει: «ο αγαπήσας ησυχίαν, απέκλεισε στόμα»[5].
Δεν είναι όμως μόνον οι λεγόμενοι νηπτικού Πατέρες που αναφέρονται και περιγράφουν την ιερά ατμόσφαιρα της ησυχίας, αλλά και οι λεγόμενοι κοινωνικοί. Χρησιμοποιώ την λέξη λεγόμενοι γιατί στην Ορθόδοξη Παράδοση δεν υπάρχει διαλεκτική αντίθεση μεταξύ της θεωρίας και της πράξεως, ούτε μεταξύ νηπτικών και κοινωνικών Πατέρων. Οι νηπτικοί είναι κατ’ εξοχήν κοινωνικοί και οι κοινωνικοί είναι αφάνταστα νηπτικοί.
Σαν παράδειγμα στο θέμα της ιεράς ησυχίας θα ήθελα να αναφέρω τον Μ. Βασίλειο. Σε επιστολή στον φίλο του άγιο Γρηγόριο γράφει για την ησυχία σαν αρχή της καθάρσεως της ψυχής, καθώς επίσης και για την ησυχία του σώματος, δηλαδή τον περιορισμό της γλώσσης, της οράσεως, της ακοής και των λόγων. Γράφει χαρακτηριστικά: «Ησυχία ουν αρχή καθάρσεως τη ψυχή, μήτε γλώσσης λαλούσης τα των ανθρώπων, μήτε οφθαλμών ευχροίας σωμάτων και συμμετρίας περισκοπούντων, μήτε ακοής τον τόνον της ψυχής εκλυούσης εν ακροάμασι μελών προς ηδονήν πεποιημένων, μήτε εν ρήμασιν ευτραπέλων και γελοιαστών ανθρώπων, ο μάλιστα λύειν της ψυχής τον τόνον πέφυκεν».
Εδώ εκφράζεται η ιερά κατάσταση της ησυχίας την οποία απολάμβανε εκείνο τον καιρό ο άγιος Πατήρ στην έρημο, όταν προσπαθούσε να αποκτήση την γνώση του Θεού στο πανεπιστήμιο της ερήμου, μετά την διατριβή του σε ανθρώπινες σχολές για την απόκτηση της ανθρωπίνης γνώσεως. Και στην συνέχεια παρουσιάζει ο ιερός Πατήρ, ο Φωστήρ της Καισαρείας, ένα κλασσικό χωρίο που δείχνει ότι είχε άριστες γνώσεις της ησυχαστικής ζωής. Ο νους ο οποίος δεν διασκορπίζεται προς τα έξω και δεν διαχέεται δια των αισθήσεων προς τον κόσμο, επιστρέφει προς τον εαυτό του και δια του εαυτού του ανέρχεται προς τον Θεό και τότε ελλάμπεται από το άκτιστο Φως της θεότητος. Χαρακτηριστικά γράφει: «Νους μεν γαρ μη σκεδαννύμενος επί τα έξω, μηδέ υπό των αισθητηρίων επί τον κόσμον διαχεόμενος, επάνεισι μεν προς εαυτόν, δι’ εαυτού δε προς την περί Θεού έννοιαν αναβαίνει∙ κακείνω τω κάλλει περιλαμπόμενός τε και ελλαμπόμενος και αυτής της φύσεως λήθην λαμβάνει, μήτε προς τροφής φροντίδα, μήτε προς περιβολαίων μέριμναν την ψυχήν καθελκόμενος, αλλά, σχολήν από των γηΐνων φροντίδων άγων, την πάσαν εαυτού σπουδήν επί την κτήσιν των αιωνίων αγαθών μετατίθησι…»[6].
Η σωματική ησυχία είναι βοηθητική για να φθάση ο άνθρωπος να αποκτήση και την εσωτερική ψυχική ησυχία, την λεγομένη νοερά ησυχία. Φαίνεται από την πατερική διδασκαλία ότι η πρώτη, αν και μη τελείως αναγκαία, είναι εν τούτοις πολύ απαραίτητη για την κατά Θεόν ζωή. «Ησυχία μεν σώματός εστιν, ηθών, και αισθήσεων επιστήμη, και κατάστασις»[7]. Η σωματική ησυχία είναι κατάσταση σώματος και αισθήσεων. Και σε άλλα σημεία ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος μιλά γι’ αυτήν την ησυχία, μάλιστα έχει υπ’ όψη του «ησυχαστικούς τόπους»[8]
Βέβαια, όπως αναφέραμε προηγουμένως, η έρημος και γενικά η σωματική ησυχία είναι βοηθητική για να φθάση κανείς στην εσωτερική νοερά ησυχία. Οι Πατέρες νοιώθουν την ησυχία «ουχί εις τον εγκλεισμόν, ουδέ εις την φυσικήν αναχώρησιν εις την έρημον, αλλ’ εις την διηνεκή εν τω Θεώ διαμονήν»[9]. Η έρημος, αν και έχη μεγάλη αξία, επειδή βοηθά στον περιορισμό των εικόνων και παραστάσεων που προέρχονται από τον γύρω κόσμο, εν τούτοις δεν απολυτοποιείται. Είναι χαρακτηριστικός στο σημείο αυτό ο Νικήτας ο Στηθάτος. Αναφερόμενος στο ότι η αρετή δεν περιορίζεται σε έναν ορισμένο τόπο και ότι ο σκοπός του ανθρώπου, που είναι «η αποκατάστασις των δυνάμεων της ψυχής» και «η επί το αυτό σύνοδος των γενικών αρετών εις την κατά φύσιν ενέργειαν», δεν συντελούνται από έξω, αλλά «συμπεφύκασιν ημίν εκ δημιουργία», καταλήγει «περιττόν η ερημία, εισερχομένων ημών εις αυτήν (την Βασιλείαν των Ουρανών) και ταύτης χωρίς, δια μετανοίας και πάσης φυλακής των του Θεού εντολών»[10]. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο άγιος Νικήτας, εκφράζοντας την απορία για το λεγόμενο από πολλούς ότι είναι αδύνατον ο άνθρωπος να φθάση στην έξη της αρετής «άνευ αναχωρήσεως μακράς και της εις ερημίαν φυγής», γράφει: «τεθαύμακα, πως το απεριόριστον έδοξεν αυτοίς εν τόπω περιορίζεσθαι»[11].
Πάντως η έρημος και γενικά η σωματική ησυχία βοηθά για την απόκτηση της νοεράς ησυχίας, της οποίας τώρα ερχόμαστε να περιγράψουμε το ιερό περιεχόμενο.
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος καθώς γράφει επιγραμματικά και συνεπτυγμένα στο περισπούδαστο έργο του, λέγει για την ησυχία της ψυχής ότι είναι «λογισμών επιστήμη». Ο ησυχαστής με την νήψη ίσταται στην πύλη της καρδίας, ελέγχει τους λογισμούς και ή φονεύει ή αποδιώκει τους ερχομένους λογισμούς: «ησυχία δε ψυχής, λογισμών επιστήμη και ασύλητος έννοια. Ησυχίας φίλος, ανδρείός τις και απότομος λογισμός, εν θύρα καρδίας ανυστάκτως ιστάμενος, και τους προσερχομένους λογισμούς ή κτείνων ή αποσειόμενος»[12].
Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, αναφερόμενος στο θέμα της νοεράς ησυχίας και διαγράφοντας την ιερά της ατμόσφαιρα, λέγει: «Ησυχία εστί νοός κατάστασις ανενόχλητος, γαλήνη ελευθέρας και αγαλλιωμένης ψυχής, καρδίας ατάραχος και ακύμαντος βάσις, θεωρία φωτός, γνώσις Θεού μυστηρίων, λόγος σοφίας, άβυσσος νοημάτων Θεού, αρπαγή νοός, ομιλία καθαρά προς Θεόν, ακοίμητος οφθαλμός, προσευχή νοερά, ένωσις μετά Θεού και συνάφεια και τέλος θέωσις και άπονος ανάπαυσις εν μεγάλοις πόνοις ασκήσεως»[13].
Και άλλοι Πατέρες μιλούν γι’ αυτήν την ιερά κατάσταση της ψυχής, αφού άλλωστε η εν Χριστώ ζωή είναι κοινή εμπειρία όλων των αγίων. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη «ησυχία γαρ εστιν απόθεσις νοημάτων των ουκ εκ του πνεύματος θειοτέρων, έως καιρού, ίνα μη προσέχων τούτοις ως καλοίς το μείζον απολέσης»[14].
Αυτή η απόθεση των νοημάτων εντάσσεται μέσα στην προσπάθεια να καθαρίση ο άνθρωπος το λογιστικό μέρος της ψυχής. Αγωνίζεται ο αθλητής της πνευματικής ζωής να αποδιώκη τους λογισμούς, οι οποίοι ενσπείρονται από τον πονηρό, με μοναδικό σκοπό να διαλύση την εσωτερική ενότητα των δυνάμεων της ψυχής και να αρρωστήση την καρδιά του ανθρώπου. Είναι γεγονός ότι η Ορθοδοξία είναι μια θεραπευτική επιστήμη. Διαβάζοντας τα έργα των αγίων Πατέρων που αναφέρονται στα θέματα αυτά, βλέπουμε καθαρά ότι ο Χριστιανισμός θεραπεύει την ασθενούσα ψυχή και μέσα στους τρόπους θεραπείας πρωταρχική θέση κατέχει η φυλακή του νοός, η απώθηση των λογισμών και η προσπάθεια να τους φονεύσουμε πριν εισέλθουν στην πύλη της καρδίας.
«Η ησυχία τι εστιν; αλλ’ ή το συστείλαι τινά την καρδίαν αυτού από δόσεως και λήψεως και ανθρωπαρεσκείας, και των λοιπών ενεργειών. Και ότε δε ο Κύριος ήλεξγε τον γραμματέα δια τον εμπεσόντα εις τους ληστάς, και επηρώτησεν αυτόν τις εγένετο πλησίον; λέγει∙ «ο ποιήσας το έλεος μετ’ αυτού». Πάλιν είρηκεν∙ «έλεον θέλω και ου θυσίαν» ∙ ει ουν έχεις άπαξ ότι το έλεος πλείον εστί της θυσίας, εις το έλεος κλίνον την καρδίαν σου∙ και γαρ η πρόφασις της ησυχίας φέρει εις υψηλοφροσύνην, πριν ή ο άνθρωπος κερδάνη εαυτόν, τουτέστιν άμωμος γένηται∙ τότε γαρ ησυχία εστίν∙ ότι εβάστασε τον σταυρόν. Εάν ουν συμπαθήσης, ευρίσκεις βοήθειαν∙ εάν δε κρατήσης σεαυτόν, ως δήθεν υπεραναβήναι το μέτρον, τούτο μάθε, ότι και ο έχεις απωλέσας∙ μήτε ουν έσω, μήτε έξω∙ αλλά αμέσως πορεύθητι, συνιών τι το θέλημα του Κυρίου, ότι αι ημέραι πονηραί εισίν;»[15].
Το ότι η ησυχία είναι κυρίως και προ παντός φυλακή του νου, φυλακή των λογισμών, φαίνεται και από τον όσιο Θαλάσσιο με την παραγγελία που δίδει: «Ασφάλισαι τας αισθήσεις τω τρόπω της ησυχίας και δίκασον τους λογισμούς εφεστώτας τη καρδία»[16].
Όμως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς είναι κυρίως ο υπέρμαχος της ησυχίας, όπως θα μας δοθή η ευκαιρία να πούμε πιο κάτω. Αυτός έκανε, με την Χάρη του Χριστού, αγώνες για την κατοχύρωση αυτής της μεθόδου καθάρσεως της καρδιάς και των λογισμών, που είναι απαραίτητη προϋπόθεση γνώσεως και κοινωνίας με τον Θεό. Σε λόγο του στα Εισόδια της Υπεραγίας Θεοτόκου ομιλεί για την ησυχαστική ζωή. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αγιορείτης άγιος, μιλώντας από την πείρα του, παρουσιάζει την Παναγία τύπο της νοεράς ησυχίας, αφού μέσα στα άγια των αγίων έφθασε στην κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό, δια της ησυχίας. Γράφει ότι δεν μπορούμε να φθάσουμε στον Θεό και κοινωνήσουμε μαζί Του, αν δεν καθαρθούμε και αν δεν καταλείψουμε τα αισθητά και τις αισθήσεις και αν δεν ανεβούμε πάνω από τους λογισμούς και τους συλλογισμούς και την ανθρώπινη γνώση και από όλη την διάνοια. Αυτό ακριβώς έκανε και η Παρθένος. Ζητούσα η Παρθένος αυτήν την κοινωνία με τον Θεό, «την ιεράν ησυχίαν ευρίσκει χειραγωγόν∙ ησυχίαν την νου και κόσμου στάσιν, την λήθην των κάτω, την μύστιν των άνω, την των νοημάτων επί το κρείττον απόθεσιν∙ αύτη πράξις ως αληθώς, επίβασις της ως αληθώς θεωρίας ή θεοπτίας, ειπείν οικειότερον ή μόνη δείγμα της ως αληθώς ευεκτούσης ψυχής». Στην συνέχεια περιγράφει ο άγιος ότι οι αρετές είναι φάρμακα για τις ασθένειες της ψυχής για τα πάθη, αλλά η θεωρία είναι «της υγιαινούσης ο καρπός, οίόν τι τέλος ούσα και είδος θεουργόν». Η ψυχή, με άλλα λόγια, θεραπεύεται δια των αρετών, αλλά θεραπευομένη ενώνεται με τον Θεό δια της θεωρίας, στην οποία οδηγεί η αγωγή της ησυχίας. «Δι’ αυτής (της θεωρίας) θεοποιείται άνθρωπος, ου της από των λόγων ή της των ορωμένων στοχαστικής αναλογίας, αλλά της από της καθ’ ησυχίαν αγωγής»[17].
Με την μέθοδο αυτή της ορθοδόξου ησυχίας και αγωγής θεραπευόμαστε, «απολυόμεθα των κάτω και συννεύομεν προς τον Θεόν» και με διαρκείς δεήσεις και προσευχές «θίγομέν πως της αθίκτου και μακαρίας φύσεως εκείνης. Και ούτως αυτοίς ανακραθέντος απορρήτως υπέρ αίσθησιν και νουν φωτός, εν εαυτοίς ως εν εσόπτρω θεωρούσι τον Θεόν οι την καρδίαν δι’ ιεράς ησυχίας καθαρθέντες»[18].
Τα κύρια χαρακτηριστικά σημεία του λόγου αυτού του αγιορείτου αγίου είναι ότι με την μέθοδο της ορθοδόξου αγωγής, που είναι ουσιαστικά μέθοδος της νοεράς ησυχίας, καθαρίζουμε την καρδιά και τον νου μας και δι’ αυτού του τρόπου ενωνόμαστε με τον Θεό. Αυτή είναι η μόνη μέθοδος προσψαύσεως του Θεού και κοινωνίας μαζί Του.
Οι άγιοι Πατέρες σε μελέτες τους ονομάζουν αυτήν την κατάσταση της ψυχής και Σαββατισμό. Ο νους του ανθρώπου, καθαρθείς με την μέθοδο και αγωγή της ιεράς ησυχίας, σαββατίζει , αναπαύεται εν Θεώ. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μιλώντας για την θεία κατάπαυση, για την κατάπαυση του Θεού, ο Οποίος «κατέπαυσε από πάντων των έργων αυτού», και για την κατάπαυση του Χριστού με την κάθοδο της ψυχής μαζί με την Θεότητα στον Άδη και με την παραμονή του Σώματός Του μετά της Θεότητος στον τάφο, γράφει ότι και εμείς πρέπει να επιδιώκουμε αυτήν την θεία κατάπαυση, να συγκεντρώνουμε δηλαδή τον νου μας με την επίπονη προσοχή και αδιάλειπτη προσευχή. Αυτή η θεία κατάπαυση, ο θείος Σαββατισμός, είναι η νοερά ησυχία. «Αν δε και παντός συλλογισμού, καν αγαθός η, τον σον απαναστήσης νουν και προς εαυτόν επιστρέψης όλον δι’ επιμόνου προσοχής και αδιαλείπτου προσευχής, όντως εισήλθες και αυτός εις την θείαν κατάπαυσιν και της κατά την εβδόμην ευλογίας επέτυχες, αυτός σεαυτόν ορών και δια σαυτού προς θεοπτίαν αναφερόμενος»[19]. Είναι χαρακτηριστικό ότι αυτά τα λέγει ο άγιος σε ομιλία στο ποίμνιο της Επισκοπής του, δηλαδή της Θεσσαλονίκης. Αυτό σημαίνει ότι όλοι, κατά διαφόρους όμως βαθμούς, μπορούν να αποκτήσουν εμπειρίες της θείας καταπαύσεως. Και πιστεύω ότι αυτή είναι η διδασκαλία που χάθηκε στην σημερινή εποχή.
Με όσα αναφέραμε για την νοερά ησυχία γίνεται φανερό ότι εκείνος που ασχολείται με αυτήν λέγεται ησυχαστής. Ησυχαστής είναι ο άνθρωπος εκείνος που ακολουθεί την αγωγή της ησυχίας, που στην πραγματικότητα είναι η αγωγή της Ορθοδόξου Παραδόσεως, η οποία έχει σκοπό να οδηγήση τον άνθρωπο προς τον Θεό και να τον ενώση μαζί Του. Για να θυμηθούμε τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος «ησυχαστής εστιν, ο το ασώματον εν σωματικώ οίκω περιορίζειν φιλονεικών, το παραδοξότατον… Ησυχαστής εστι τύπος Αγγέλου επίγειος, χάρτη πόθου, και σπουδής γράμμασι, την εαυτού προσευχήν ολιγωρίας, και ραθυμίας ελευθερώσας… Ησυχαστής εστιν, ο βοήσας εναργώς∙ «ετοίμη η καρδία μου ο Θεός». Ησυχαστής εστιν, εκείνος ο ειπών∙ «εγώ καθεύδω, και η καρδία μου γρηγορεί»[20].
Βεβαία, όπως έχει προηγουμένως σημειωθή, η ησυχία είναι η πιο κατάλληλη μέθοδος αυτοσυγκεντρώσεως και ανόδου της ψυχής προς τον Θεό και κοινωνίας μαζί Του. Και μάλιστα είναι αναγκαιοτάτη για την κοινωνία με τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, αφού αναπτύσσει δια μακρών ότι μέσα στην καρδιά πρέπει να στραφή ο νους του ανθρώπου (η ενέργεια) και ότι μέσα στην καρδιά, που είναι το «του λογιστικού ταμείον και πρώτον σαρκικόν όργανον λογιστικόν». «το των λογισμών ταμείον», ευρίσκεται η Χάρη του Θεού, γράφει: «Οράς πως αναγκαιότατον τοις προειρημένοις εν ησυχία προσέχειν εαυτοίς επανάγειν και εμπερικλείειν τω σώματι τον νουν και μάλιστα τω εν τω σώματι ενδοτάτω σώματι, ο καρδίαν ονομάζομεν;»[21].
Πρέπει όμως να τονίσουμε και να υπογραμμίσουμε δεόντως ότι η αγωγή της ησυχίας δεν είναι απλώς μια ανθρώπινη προσπάθεια επαναφοράς του νου προς τον εαυτό του και η ένωσή Του με την καρδιά, δεν είναι μόνον μια τεχνική μέθοδος, αλλά είναι μια αγιοπνευματική κατάσταση. Αυτή η αγωγή της ησυχίας εμπνέεται και καθοδηγείται από το Πανάγιο Πνεύμα και εκφράζεται με την μετάνοια και το πένθος. Δεν είναι απλώς μια τεχνητή μέθοδος, που μπορεί κατά κάποιο βαθμό να βρεθή και σε άλλα συστήματα ανθρωποκεντρικά. «Η νοερά ησυχία του ορθοδόξου μοναχού γεννάται οργανικώς εκ της βαθείας μετανοίας και εκζητήσεως της φυλάξεως των εντολών του Χριστού. Ουδόλως είναι τεχνητή τις εφαρμογήν εν τη πνευματική ζωή της αρεοπαγιτικής θεολογίας. Αι θεολογικαί θέσεις των «αρεοπαγιτικών» δεν αντιφάσκουν προς τα αποτελέσματα της ησυχίας, και υπ’ αυτήν την έννοιαν συνορεύουν και συμπίπτουν μετ’ αυτής∙ αλλά θεωρούμεν αναγκαίον να υπογραμμίσωμεν ως εν τα μάλλα ουσιώδες σημείον, ότι αφετηρία και βάσις της ησυχίας δεν είναι η αφηρημένη φιλοσοφία της αποφατικής θεολογίας, αλλ’ η μετάνοια και ο αγών κατά του ενεργούντος εν ημίν «νόμου της αμαρτίας» (Ρωμ. ζ’, 23)»[22].
Αυτήν ακριβώς την σύνδεση της νοεράς ησυχίας με την μετάνοια κάνουν όλοι οι άγιοι Πατέρες. Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης γράφει ότι «άνευ πενθικής εργασίας και πολιτείας αδύνατον τον της ησυχίας καύσωνα υπομείναι». Εκείνος που πενθεί για τα προ του θανάτου και τα μετά τον θάνατο, θα αποκτήση υπομονή και ταπείνωση, που είναι τα δυο θεμέλια της ησυχίας. Χωρίς την μετάνοια και τα δυο αυτά θεμέλια, ο ησυχαστής έχει «της ολιγωρίας την οίησιν»[23].
Επομένως η μέθοδος της αγωγής της ησυχίας, και αυτό πρέπει να τονισθή υπερβαλλόντως, συνδέεται με την μετάνοια, τα δάκρυα, το πένθος, την κατάνυξη. Χωρίς αυτά είναι νόθος, και άρα όχι βοηθητική. Γιατί σκοπός της ησυχίας είναι ο καθαρός της καρδιάς και του νου. Αυτό όμως δεν νοείται χωρίς τα δάκρυα και το πένθος. Γι’ αυτό για τον αθλητή της νοεράς ησυχίας τα δάκρυα είναι τρόπος ζωής. Η συγκέντρωση του νου μέσα στην καρδιά τον καθιστά ικανό να δη την αθλιότητά του και αμέσως οι οφθαλμοί και αυτή η καρδιά χύνουν δάκρυα μετανοίας. Και όσο αυξάνεται η μετάνοια, τόσο καθαρίζεται ο άνθρωπος και αποκτά γνώση Θεού.
Αλλά η ησυχία συνδέεται στενώτατα και με την τήρηση των εντολών του Χριστού. Τα μεγάλα όπλα αυτού που ησυχάζει με υπομονή είναι «εγκράτεια και αγάπη και προσοχή και ανάγνωσις»[24]. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη οφείλει ο ησυχάζων να έχη σαν θεμέλιο τις αρετές «σιωπήν, εγκράτειαν, αγρυπνίαν, ταπείνωσιν, και υπομονήν». Επίσης πρέπει να έχη τρεις θεάρεστες εργασίες «ψαλμωδίαν, προσευχήν και ανάγνωσιν και εργόχειρον»[25]. Σε άλλη συνάφεια ο ίδιος άγιος τονίζει ότι «η ησυχία προ πάντων πίστεως δείται και υπομονής και της εξ όλης καρδίας και ισχύος και δυνάμεως αγάπης και ελπίδος»[26]. Αλλού πάλι ο ίδιος τονίζει άλλες αρετές, όπως την εγκράτεια, την σιωπή και την αυτομεμψία, «τουτέστιν την ταπείνωσιν. Περιεκτικαί γαρ εισί και αλλήλων φυλακτικαί, εξ ων η προσευχή τίκτεται και αυξάνει διαπαντός»[27]. Ασφαλώς πρέπει να προσέχη και την τροφή, να είναι κατά πάντα εγκρατής, ώστε να μη θολώνεται ο νους του από τις τροφές: «ο ησυχάζων πάντοτε ενδεής οφείλει να είναι, μη κορεννύμενος. Βαρυνομένου γαρ του στομάχου και του νοός θολωθέντος δια τούτου, ουδέ προσευχήν δύναται λέγειν κραταιώς ή καθαρώς». Από τα πολλά βρώματα έρχεται ο ύπνος και πέφτουν στον νου αναρίθμητες φαντασίες[28].
Αυτά δείχνουν ότι η ησυχαστική αγωγή προϋποθέτει την τήρηση των εντολών του Χριστού, αφού δι’ αυτών των εντολών γεννώνται οι αρετές. Έτσι και οι αρετές δεν είναι ανεξάρτητες από την ησυχία αλλά ούτε και η ησυχία είναι ανεξάρτητη από την φυλακή των εντολών του Θεού, την φυλακή των «δικαιωμάτων» του Θεού.
Αντίθετα, η μη τήρηση των εντολών και η ύπαρξη των παθών δεν συνιστούν ορθόδοξη ησυχία. Και αν αρχίση να εμφανίζεται, αμέσως κατατρώγεται, εξαφανίζεται. «Το λυμαίνον την κατάστασιν της ησυχίας και την θείαν εξ αυτής περιαιρούν δύναμιν» είναι τα έξι πάθη, δηλαδή η παρρησία, η γαστριμαργία, η πολυλογία και ο περισπασμός, η φυσίωση και η κυρία των παθών οίηση[29].
Από όλα αυτά φαίνεται καθαρά ότι η ιερά νοερά ησυχία είναι αναγκαιότατη για την κάθαρση της ψυχής από τα πάθη και την κοινωνία με τον Θεό. Δεν είναι μια πολυτέλεια στην ζωή του ανθρώπου, δεν είναι μια αγωγή για μερικούς μόνον ανθρώπους ή καλύτερα δεν είναι μέθοδος την οποία πρέπει να εφαρμόσουν μόνον οι μοναχοί, αλλά αναφέρεται σε όλους. Είναι μια απαραίτητη εργασία για να φθάσουμε στην θεωρία του Θεού, στην θέωση, που είναι ο σκοπός του ανθρώπου. Όμως διαφορετικός είναι ο βαθμός της νοεράς ησυχίας.
Στα Ευαγγέλια πολλές φορές παρουσιάζεται ο Κύριος να διδάσκη για την κάθαρση της καρδιάς από τα πάθη, την εσωτερική προσευχή, την απαλλαγή από την δύναμη των λογισμών κ.λ.π. Ο Ίδιος έδειξε στους Μαθητές Του την αξία της ερήμου. Αυτή βοηθά τον άνθρωπο να νικήση τον εχθρό. Έτσι οι άγιοι Απόστολοι στην διδασκαλία τους έχουν αναπτύξει πολλές λεγόμενες νηπτικές θέσεις.
Ο χώρος αυτός δεν είναι κατάλληλος για την ανάπτυξη όλων αυτών των θεμάτων. Απλώς θα θέλαμε να υπομνήσουμε μερικά.
Είναι γνωστό ότι ο Κύριος μετά την Βάπτισή Του «ανήχθη εις την έρημον υπό του Πνεύματος πειρασθήναι υπό του διαβόλου» (Ματθ. δ’, 1). Εκεί στην έρημο κατενίκησε τον διάβολο, ο οποίος του υπέβαλε τους τρεις γνωστούς πειρασμούς. Πολλές φορές συναντούμε τον Κύριο να αποσύρεται στην έρημο για να ξεκουρασθή, αλλά και να διδάξη δι’ αυτού του τρόπου στους Μαθητάς Του την αξία της ερήμου. «Ανεχώρησεν εκείθεν εν πλοίω εις έρημον τόπον κατ’ ιδίαν» (Ματθ. ιδ’, 13). Και μετά το θαύμα του πολλαπλασιασμού των πέντε άρτων πάλι ανέρχεται μόνος Του στο όρος για να προσευχηθή: «και απολύσας τους όχλους ανέβη εις το όρος κατ’ ιδίαν προσεύξασθαι, οψίας δε γενομένης μόνος ην εκεί» (Ματθ. ιδ’, 23).
Είναι πολύ σημαντικό ότι, όταν οι Μαθηταί συνήχθησαν «και απήγγειλαν αυτώ πάντα, και όσα εποίησαν και όσα εδίδαξαν», ο Κύριος τους είπεν: «δεύτε υμείς αυτοί κατ’ ιδίαν εις έρημον τόπον και αναπαύεσθε ολίγον» (Μάρκ. Στ’, 30-31).
Ολόκληρες νύκτες ο Κύριος τις διερχόταν προσευχόμενος. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς διασώζει την πληροφορία: «εξήλθεν εις το όρος προσεύξασθαι και ην διανυκτερεύων εν τη προσευχή του Θεού» (Λουκ. στ’, 12).
Και στην διδασκαλία Του ο Χριστός υπογράμμιζε την αξία της νοεράς ησυχίας και της αποδεσμεύσεως από τα πάθη που βρίσκονται μέσα μας.
Διδάσκοντας τον τρόπο της αληθινής προσευχής έλεγε: «συ δε όταν προσεύχη είσελθε εις το ταμείόν σου, και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρυπτώ…» (Ματθ. στ’, 6). Ερμηνεύοντας την προτροπή αυτή του Κυρίου ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς γράφει: «… ταμείον της ψυχής είναι το κορμί∙ θύραις του εαυτού μας είναι η πέντε αίσθησες∙ η ψυχή εμβαίνει μέσα εις το ταμείόν της, όταν δε περιπατή ο νους εδώ και εκεί εις τα πράγματα του κόσμου, αλλά ευρίσκεται μέσα εις την καρδίαν μας∙ και η αίσθησές μας κλείουν και μένουν σφαλισμέναις, όταν δε ταις αφίνομεν να προσηλώνωνται εις τα αισθητά και φαινόμενα πράγματα∙ και με τούτον τον τρόπον μένει ο νους μας ελεύθερος από κάθε προσπάθειαν κοσμικήν και με την κρυπτήν και νοεράν προσευχήν ενώνεσαι με τον Θεόν τον Πατέρα σου∙ και τότε, λέγει, ο Πατήρ σου, ο βλέπων εν τω κρυπτώ, αποδώσει σοι εν τω φανερώ∙ βλέπει ο κρυφιογνώστης Θεός την νοεράν σου προσευχήν και την ανταμείβει με φανερά και μεγάλα χαρίσματα∙ επειδή και αυτή είναι η αληθινή και τελεία προσευχή και αυτή γεμίζει την ψυχήν από την θείαν χάριν και τα πνευματικά χαρίσματα, ωσάν και το μύρον, όπού, όσον περισσότερον το κλείεις μέσα εις το αγγείον, τόσον περισσότερον ευωδιάζει το αγγείον∙ έτζι και την προσευχήν, όσον περισσότερον την σφαλίζεις μέσα εις την καρδίαν σου, τόσον περισσότερον την γεμίζει από την θείαν χάριν»[30].
Ο Κύριος προς τους μαθητάς Του, που τους βρήκε να κοιμούνται στον κήπο της Γεθσημανή, είπε: «γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν» (Ματθ. κστ’, 41).
Μας συνέστησε ακόμη να κρατούμε τον νου, και κυρίως την καρδιά καθαρή από πάθη και διαφόρους λογισμούς: «επιγνούς δε ο Ιησούς τους διαλογισμούς αυτών αποκριθείς είπε προς αυτούς∙ τι διαλογίζεσθε εν ταις καρδίαις υμών;» (Λουκ. ε’, 22). Κατηγορώντας δε τους Γραμματείς και Φαρισαίους έλεγε: «Φαρισαίε τυφλέ, καθάρισον πρώτον το εντός του ποτηρίου και της παροψίδος, ίνα γένηται και το εκτός αυτών καθαρόν» (Ματθ. κγ’, 26).
Την μεγάλη αξία της ερήμου, της νοεράς ησυχίας, της καθάρσεως της εσωτερικής και της νήψεως συναντούμε και στις επιστολές των αγίων Αποστόλων. Και εδώ θα ήθελα να υπομνήσω μερικά κατάλληλα χωρία.
Ο Απόστολος Παύλος μετά την επιστροφή του στον Χριστό επορεύθη στην έρημο της Αραβίας και εκεί μετανόησε για την προηγούμενη διαγωγή του (Γαλ. α’, 17).
Γνώστης δε ο Απόστολος αυτής της εσωτερικής νοεράς ησυχίας, δίδει πολλές συμβουλές προς τους μαθητάς του. Έχοντας την αίσθηση ότι οι Χριστιανοί ενούμενοι με τον Χριστό αποκτούν τον νου του Χριστού έγραφε: «ημείς δε νουν Χριστού έχομεν» (Α’ Κορ. β’, 16). Αλλού προτρέπει: «νεκρώσατε ουν τα μέλη ημών τα επί της γης» (Κολ. γ’, 5). Με την Χάρη του Θεού, ο Απόστολος βλέπει τον έτερο νόμο εν τοις μέλεσί του, που αντιστρατεύεται τον νόμο του νοός (Ρωμ. ζ’, 23).
Στην διδασκαλία του Αποστόλου σημαντική θέση κατέχει και η νήψη, δηλαδή η εγρήγορση η πνευματική για να μη αιχμαλωτισθή ο νους του ανθρώπου από εξωτερική πονηρά δύναμη: «Άρα ουν μη καθεύδωμεν ως και οι λοιποί, αλλά γρηγορώμεν και νήφωμεν… ημείς δε ημέρας όντες νήφωμεν…» (Α’ Θεσ. Ε’, 6-8). Τον Απόστολο Τιμόθεο προτρέπει: «συ δε νήφε εν πάσι» (Β’ Τιμ. δ’, 5).
Και στο θέμα της προσευχής είναι σαφής. Η προσευχή πρέπει να γίνεται αδιάλειπτα στην καρδιά των Χριστιανών. «Τη προσευχή προσκαρτερείτε, γρηγορούντες εν αυτή εν ευχαριστία» (Κολ. δ’, 2). «Αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α’ Θεσ. Ε’, 17).
Και ο Απόστολος Πέτρος δίδει τις ίδιες παραγγελίες, αποδεικνύοντας έτσι ότι κοινή είναι η ζωή των πιστών μελών της Εκκλησίας. «Νήψατε γρηγορήσατε∙ ο αντίδικος υμών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη» (Α’ Πέτρ. ε’, 8).
Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι όλοι οι Χριστιανοί, τηρουμένων των αναλογιών, μπορούμε να φθάσουμε στην ησυχία και δι’ αυτής στην θεωρία του Θεού. Και στο σημείο αυτό οι άγιοι Πατέρες είναι απόλυτοι και εκφραστικοί.
Ο Πέτρος ο Δαμασκηνός γράφει: «Πάντες οι άνθρωποι χρήζομεν της τοιαύτης σχολής, είτε εκ μέρους, είτε ολοκλήρως, και εκτός ταύτης αδύνατον εις γνώσιν πνευματικήν και ταπεινοφροσύνην ελθείν τινα»[31].
Σ’ αυτή την διδασκαλία του Πέτρου του Δαμασκηνού είναι ανάγκη να επισημάνουμε το «πάντες οι άνθρωποι χρήζομεν της τοιαύτης σχολής». Αν αυτό πρέπη να συμβαίνη με όλους τους ανθρώπους, πολύ περισσότερο με τους μοναχούς. Δεν νοείται μοναχός ο οποίος δεν σχολάζει κατά Θεόν και δεν μετέρχεται αυτήν την αγωγή της ησυχίας. Το λέμε αυτό, γιατί πάντοτε υπήρχαν διαφορετικές ιδέες σε μερικούς κύκλους, και μάλιστα αν συναντήσουν μοναχούς να αγωνίζωνται για να επιτύχουν αυτήν την «σχολήν» κατά Θεόν, τους ονομάζουν πλανεμένους. Αλλά γι’ αυτό θα μας δοθή ευκαιρία να πούμε και μερικά άλλα σε επόμενη ενότητα. Το άλλο σημείο που πρέπει να υπογραμμισθή είναι ότι «εκτός ταύτης αδύνατον εις γνώσιν πνευματικήν και ταπεινοφροσύνην ελθείν τινα». Είναι η μόνη μέθοδος και ο μόνος τρόπος γνώσεως του Θεού, όπως αναφέραμε προηγουμένως, σύμφωνα με την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Μερικοί ισχυρίζονται ότι η ησυχία και ο τρόπος που διαγράφεται από τους αγίους Πατέρας συνιστά μια αδράνεια, δεν είναι δράση. Όμως στην πραγματικότητα το αντίθετο συμβαίνει. Η ησυχία είναι η μεγαλύτερη δράση μέσα στην αφάνεια και σιωπή. Ο άνθρωπος σχολάζει και σιωπά για να μιλήση με τον Θεό, για να αφήση τον εαυτό του ελεύθερο και να δεχθή τον Ίδιο τον Θεό. Και αν σκεφθούμε ότι τα μεγαλύτερα προβλήματα που μας μαστίζουν είναι τα ψυχικά και εσωτερικά, κι αν σκεφθούμε ότι οι περισσότερες ασθένειες (ψυχολογικές και σωματικές) προέρχονται από την επεξεργασία των λογισμών, δηλαδή από την ακαθαρσία του νου και της καρδιάς, τότε μπορούμε να καταλάβουμε την μεγάλη αξία της νοεράς ησυχίας. Είναι επομένως δράση και ζωή. Η ησυχία δίδει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να αγαπήση ο άνθρωπος απαθώς τους αδελφούς του, να αποκτήση ανιδιοτελή και απαθή αγάπη. «Αγαπά ησυχίαν ο μη πάσχων προς τα του κόσμου∙ και αγαπά ανθρώπους, ο μηδέν αγαπών ανθρώπινον» (άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής)[32]. Πως μπορεί κανείς να έχη ανιδιοτελή αγάπη, που είναι ένας από τους σκοπούς της πνευματικής ζωής, όταν διακατέχεται από τα πάθη;
Έτσι η ησυχαστική ζωή είναι ζωή εντόνου δράσεως, δράσεως όμως πραγματικής και αγαθής. «… η ησυχία των αγίων δεν πρέπει να θεωρήται ως αδράνεια, αλλ’ ως μορφή εντόνου δράσεως. Κατά παρόμοιον άλλωστε τρόπον αποκαλύπτεται και ο Θεός εις τας σχέσεις του μετά των ανθρώπων. Η κίνησις του Θεού προς τον άνθρωπον δεν είναι μόνον κίνησις φανερώσεως, αλλά και κίνησις αποκρύψεως∙ δεν είναι μόνον αποκάλυψις λόγου, αλλά και έκφρασις ησυχίας. Δια τούτο και ο άνθρωπος προκειμένου να πλησιάση τον Θεόν, δεν αρκεί να δεχθή μόνον τας αποκαλυφθείσας ενεργείας του, αλλά πρέπει να προσχωρήση και εις την εν σιωπή αποδοχήν του μυστηρίου της αγνωσίας του∙ δεν αρκεί να ακούση τον λόγον του, αλλά πρέπει να προχωρήση και εις το άκουσμα της ησυχίας του. Το δεύτερον τούτο σκέλος οδηγεί εις την τελείωσιν, δια τούτο δε και προϋποθέτει το πρώτον. Πράγματι, ως παρατηρεί Ιγνάτιος ο και Θεοφόρος, μόνον «ο λόγον Ιησού κεκτημένος αληθώς δύναται και της ησυχίας αυτού ακούειν, ίνα τέλειος η». Κατά συνέπειαν λοιπόν η κίνησις του ανθρώπου προς τον Θεόν δεν πρέπει να είναι μόνον κίνησις δράσεως, αλλά και κίνησις περιστολής∙ δεν πρέπει να είναι μόνον μαρτυρία ομολογίας, αλλά και μαρτυρία σιωπής και ησυχίας»[33].
Γι’ αυτό οι άγιοι Πατέρες μιλούν για την «έγκαρπον ησυχίαν». Όταν εξασκήται ορθά, τότε προσφέρει πολλή βοήθεια στον άνθρωπο, αναπλάττει την προσωπικότητά του, ανακαινίζει την ύπαρξή του, την ενώνει με τον Θεό και τότε διορθώνει και την κοινωνία. Όταν ο άνθρωπος αποκτήση την φιλοθεΐα, τότε οπωσδήποτε αποκτά και την φιλανθρωπία.
Από το βιβλίο: Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία