Αγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν σαλός και Ομολογητής: στιγμιότυπα από την ζωή του – μαρτυρίες.

Αγιος Γαβριήλ ο δια Χριστόν σαλός και Ομολογητής: στιγμιότυπα από την ζωή του – μαρτυρίες.

Μια κοπέλα, πηγαίνοντας προς το μοναστήρι, συνάντησε  στο δρόμο έναν μικροπωλητή βιβλίων. Ανάμεσα σε διάφορα βιβλία με άσεμνο  περιεχόμενο ήταν και το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Η κοπέλα ζήτησε τότε  από τον πωλητή να το ξεχωρίσει και να το απομακρύνει από τα υπόλοιπα. Όταν έφθασε στον π. Γαβριήλ, εκείνος της είπε αμέσως: — Αυτή την πράξη σου ο Θεός ποτέ δεν θα την ξεχάσει. Όλα καταγράφονται. Ο π. Γαβριήλ όταν μιλούσε για τη μητέρα του έμοιαζε με μικρό  παιδί. Ξεχνούσε κάθε πόνο που υπέφερε και στο πρόσωπο του ζωγραφιζόταν  άπειρη τρυφερότητα. Μια μέρα ήρθε ασθμαίνων ο γαμπρός του και του είπε: — Γαβριήλ, ήρθα όσο πιο γρήγορα μπορούσα με αυτοκίνητο. Πρέπει αμέσως  να φύγουμε. Η μητέρα σου είναι χάλια. Έπαθε εγκεφαλικό! Οι γιατροί  αμφιβάλλουν για τη ζωή της. Μ’ έστειλαν να σ’ το πω, μήπως και την  προφθάσεις ζωντανή. Ο π. Γαβριήλ, αφού τον άκουσε, έστρεψε το βλέμμα του προς την εικόνα του Σωτήρα και του είπε: — Πήγαινε εσύ. Εμένα ο Θεός δεν μου δίνει ευλογία να αφήσω τώρα το  μοναστήρι. Πες τους να μη στενοχωριούνται. Θα γίνει εντελώς καλά. Μπορεί σε δύο εβδομάδες να μπορέσω να έρθω να τη δω. Ο γαμπρός του έφυγε θυμωμένος. Πράγματι όμως, ύστερα από δύο ημέρες η υγεία της μητέρας του Γέροντα βελτιώθηκε. —— Μια πιστή θυμάται: «Όταν άρχισα να πηγαίνω τακτικά στο μοναστήρι, η οικογένεια μου  αντιμετώπισε αυτό το γεγονός ως κάτι το φυσιολογικό. Αλλά όταν άρχισα να πηγαίνω πολύ συχνότερα ανησύχησαν, και ο πατέρας μου, ένας άνθρωπος που ποτέ δεν είχε υψώσει τον τόνο της φωνής του, αντέδρασε τόσο, που  κόντεψε να χειροδικήσει πάνω μου. Τον κοίταζα με έκπληξη. Δεν είχα  ξαναδεί τον πατέρα μου έτσι. Σκέφθηκα μήπως τρελάθηκε και έφυγα. Την άλλη μέρα πήγα κρυφά στον π. Γαβριήλ. Όπως πάντα με δέχθηκε με πολλή αγάπη. Δεν του είπα τίποτα. Άκουγα ήσυχα την ομιλία του. Ξαφνικά με  ρώτησε: —        Πώς τα πας με τον πατέρα σου; Είχα ξεχάσει τη σύγκρουση που είχα μαζί του και απάντησα ότι έχω εξαιρετικό πατέρα, πολύ φιλότιμο και καλοσυνάτο. Με ξαναρώτησε: —        Μήπως σε μαλώνει που έρχεσαι σε μένα; Γέλασα και είπα ότι μόνο μια φορά με μάλωσε, και αυτό εξαιτίας μου, διότι τον εκνεύρισα. Μου είπε: —        Να προσεύχεσαι για τους γονείς σου. Είναι πολύ καλοί άνθρωποι. Μην αφήσεις να κυριεύει ο θυμός την καρδιά σου. Από εκείνη την ημέρα, όποτε καθόμασταν στο τραπέζι, ο πατέρας μου έλεγε στην πρόποση: —        Δόξα πάνω στον Θεό και κάτω στον μοναχό της κόρης μου!». —  Ο π. Γαβριήλ εκτιμούσε πολύ την αρετή της συμπόνιας. Εκείνος  μπορούσε να κάνει ολόδικό του τον πόνο του άλλου. Αλλά αν έβλεπε ότι και ο άλλος είχε αυτή τη διάθεση, χαιρόταν πολύ. Η Ταμάρη Γποτσοράντζε θυμάται: «Μια φορά ο π. Γαβριήλ μου είπε: —        Θα ξεκουραστώ λίγο. Εσύ μείνε και κοίταζε τις εικόνες. Σε λίγο  άκουσα τον αναστεναγμό του. Τον πονούσε το πόδι. Πολύ τον λυπήθηκα και  σκέφτηκα: Κύριε, μόνο Εσύ ξέρεις το φορτίο του. Ήταν ανάγκη να σπάσει  και το πόδι του; Σε ικετεύω, ελέησε τον! Και, αν θέλεις, να πάρω εγώ  αυτόν τον πόνο”. Εκείνη τη στιγμή άκουσα τον π. Γαβριήλ: —        Ευχαριστώ πολύ για τη συμπόνια σου! «Μ’ άκουσες, π. Γαβριήλ” απόρησα. Πάλι έκλεισε τα μάτια του. Εγώ  συνέχισα να κοιτάζω την εικόνα του Σωτήρα και παρακαλούσα: «Σε ικετεύω,  Κύριε, αν δεν μπορέσω ν’ αντέξω όλο τον πόνο, δώσε μου τουλάχιστον τον  μισό”. Και πάλι άκουσα τη φωνή του Γέροντα: —        Δυο φορές σ’ ευχαριστώ για τη συμπόνια σου. «Πάλι μ’ άκουσες; Αφού κοιμόσουν!” σκέφτηκα. —        Εγώ ποτέ δεν κοιμάμαι, μου απάντησε ο Γέροντας!». —    Μια άλλη γυναίκα επισκέφθηκε τον π. Γαβριήλ και του είπε: —        Με έστειλε σε σας ένας επίσκοπος, επειδή μπορείτε να βλέπε  τε τις ψυχές, για να σας παρακαλέσω να μου φανερώσετε πού βρίσκεται τώρα η ψυχή του νεκρού μου γιου. Ο π. Γαβριήλ έσκυψε για λίγο το κεφάλι του,  και αμέσως της είπε: —        Τώρα είναι στον Παράδεισο. —    Ο Γέροντας εμφανιζόταν και σ’ αυτούς που βρίσκονταν πολύ μακριά και  τους βοηθούσε, ενώ σε άλλους εμφανιζόταν στο όνειρο τους κι έτσι τους  έσωζε. Μια νέα γυναίκα, που ήταν άστεγη, έμενε σ’ έναν εγκαταλειμμένο  χώρο, δίπλα στην είσοδο του νεκροταφείου. Κάποια μέρα ληστές της έσπασαν την πόρτα. Τρομοκρατημένη, άρχιζε να φωνάζει καλώντας σε βοήθεια τον π.  Γαβριήλ. Και πράγματι εμφανίστηκε μπροστά τους ο Γέροντας κρατώντας ένα μαδέρι. Οι ληστές φοβήθηκαν κι έφυγαν τρέχοντας, ενώ ο Γέροντας αμέσως  εξαφανίστηκε! —    Μια πιστή περίμενε τον π. Γαβριήλ πάνω στη σκάλα, ενώ εκείνος  βρισκόταν ακόμη στην τραπεζαρία. Εκείνη την ώρα είδε δύο μοναχές να  βγάζουν με δυσκολία τον Γέροντα από την τραπεζαρία «σαν μεθυσμένο». Στην αυλή είχε δημιουργηθεί ένα εκτεταμένο λεπτό στρώμα πάγου. Όταν  πλησίασαν εκεί, ομολογουμένως με δυσκολία, η επισκέπτρια σκέφτηκε: «Θα  πέσει οπωσδήποτε». Αλλά μόλις ο π. Γαβριήλ πάτησε πάνω στον πάγο, άφησε  τις μοναχές, και τελείως νηφάλιος είπε στην επισκέπτρια: —        Μη φοβάσαι. Δεν θα πέσω. Και με βήμα γοργό περπάτησε πάνω στον πάγο, μπήκε στο κελί του και έκλεισε δυνατά την πόρτα πίσω του. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: Ο ΑΓΙΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ. Η/Υ ΠΗΓΗ: ΑΠΑΝΤΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ.
Share Button