Γέρων Ευδόκιμος Αγιοπαυλίτης. Μέρος Β’
Τόσα χρόνια στο Μοναστήρι κανείς δεν τον είδε θυμωμένο ποτέ. Είχε το ακατάκριτον και το αγόγγυστον. Είχε επίσης και φυσική ευγένεια. Όταν ήθελε κάτι, έλεγε: “Πού είσαι, Γέροντα (και τα νέα καλογέρια έτσι τα αποκαλούσε), αν μ’ αγαπάς, φέρε μου αυτό”. Συνήθως ήταν με το ράσο και το κουκούλι στην πόρτα. Είχε το διακόνημα του πορτάρη και συμβούλευε τους προσκυνητές. Ήθελαν να τον κάνουν προϊστάμενο, αλλά αυτός για να αποφύγει κρυβόταν στην ασβεσταριά. Τρεις μέρες τον έψαχναν. Ο Γέροντας τον παρατήρησε και του είπε να παρουσιασθεί στη Σύναξη να πει όχι, αν δε θέλει. Όταν πήγε και του πρότειναν, είπε: “Ευχαριστώ πολύ, Γέροντα, η Παναγία να πληρώσει τον κόπο σας. Έχετε κάτι άλλο;… Ευλογείτε”· και έφυγε. Τον ρωτούσε κάποιος, αν μετάνιωσε που δεν έγινε προϊστάμενος. “Όχι”, απάντησε, “χαίρομαι που δεν φαίνεται η υπογραφή μου σε κάποιο χαρτί”. Συμβουλευόταν τον γερω-Ιωσήφ τον Ησυχαστή, για τον οποίο έλεγε ότι ήταν άγιος άνθρωπος, και από εκείνον έμαθε την ευχή. Την εξασκούσε όχι συστηματικά, όπως άλλοι, αλλά απλά. Είχε προσπάθεια να λέγει όσο συχνότερα μπορούσε την ευχή. Συμβούλευε: “Παιδί μου, να λες την ευχή συνέχεια, όχι μόνο στον κανόνα. Αν καμιά φορά κουράζεσαι, να το γυρνάς στον πλάγιο του πρώτου και να τη λες λίγο ψαλτά και μετά πάλι νοερώς. Και όταν ανεβαίνεις τις σκάλες, να λες σε κάθε σκαλοπάτι, “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με” “. Όταν γήρασε και τον ανέλαβε ο γηροκόμος, πρώτα του άδειασε το κελί από τα άχρηστα πράγματα, το τακτοποίησε και έκλεισε το παράθυρο. Όταν τον έφερε στο κελί του, ο γερω-Ευδόκιμος ρωτούσε: “Καλά, Γέροντα, στο κελί μου πότε θα πάω;¨. Πίστεψε ότι τον είχαν μεταφέρει σε άλλο κελί. Έλεγε: “Πενήντα χρόνια έχω να ξαπλώσω”. Είχε γηροκομήσει αρκετά γεροντάκια και είχε μαζέψει μία σακούλα γυαλιά. Του έλεγε ο γηροκόμος του: – Εσύ βρήκες εμένα τον ταλαίπωρο και σου δίνω ένα ποτήρι νερό. Εμένα άραγε θα με γηροκομήσει κανείς; Απαντούσε ήρεμα: – Μην στεναχωριέσαι, Γέροντα, θα σε οικονομήσει ο Θεός, όπως οικονόμησε και μένα. Εφτά γεροντάκια γηροκόμησα και δε μ’ άφησε ο Θεός. Και σένα δε θα σ’ αφήσει. Ο γηροκόμος θα γινόταν μεγαλόσχημος και του το ανακοίνωσε. Ο γερω-Ευδόκιμος χάρηκε πάρα πολύ και του ευχήθηκε. Του ζήτησε συμβουλές και του είπε: “Δύο κεφάλαια Καινή Διαθήκη να διαβάζεις κάθε μέρα. Δύο κεφάλαια. Μην τ’ αφήνεις. Να κάνεις την Παράκληση, να λες τους Χαιρετισμούς και το κομποσχοίνι. Θα δουλεύεις την ευχή, ώσπου να ακούσεις από μέσα σου τη φωνή. “Αν δεν την ακούσεις, δεν προχώρησες. Όταν θα λες “Κύριε Ιησού Χριστέ”, θα ακούς μέσα σου φωνή: “Τι θέλεις;”. “Ελέησόν με” “. Το ζούσε. Επίσης έλεγε: “Ούτε ένα σκαλί να μην ανέβεις μέσα στο Μοναστήρι, χωρίς να πεις μία ευχή”. Τον αγαπούσαν οι πατέρες και ο Γέροντας και κάθε βράδυ περνούσαν να τον δουν στα τελευταία του. Όταν κουραζόταν, ενώ ήταν σκεπασμένος με τη φλοκάτη, έβγαζε το κεφάλι του και έλεγε με απλότητα: “Ο πατήρ Ευδόκιμος τώρα θέλει ησυχία, αν με αγαπάτε…”, και πάλι σκεπαζόταν.
Ἀναβάσεις