Γεννήθηκε το έτος 1893 στην Μάνδρα (Κούντουρα) Ελευσίνος από τον Κωνσταντίνο Κωσταντώνη και την Ευαγγελία. Ήταν Αρβανίτης. Η μακρινή καταγωγή των προγόνων του ήταν από τη μαρτυρική Βόρειο Ήπειρο. Στη βάπτιση τον ονόμασαν Αθανάσιο. Ήταν πρωτότοκος από άλλα δύο αδέλφια και δύο αδελφές, εκ των οποίων η Αντιγόνη έγινε και αυτή μοναχή με το όνομα Ανυσία. Όταν ο Αθανάσιος ήταν βρέφος, δε θήλαζε τις Τετάρτες και τις Παρασκευές, σαν τον άγιο Νικόλαο, προοιμιάζοντας την μετέπειτα ισόβια εγκράτειά του. Αγαπούσε την Εκκλησία και την προσευχή. Τα μικρότερα παιδιά τον θαύμαζαν για την καλοσύνη του. Μεγαλώνοντας βοηθούσε τον πατέρα του στις αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Εκεί κοντά στο χωριό τους υπήρχε μια σπηλιά που τη νύχτα φαινόταν φως, γι’ αυτό ολόκληρη την περιοχή ονόμαζαν “Καντήλι”. Ήταν σε απόκρημνα βράχια, πολύ ψηλά και κανείς δεν κατάφερε ν’ ανεβεί. Ο Αθανάσιος κατόρθωσε να ανεβεί και έμεινε δύο μερόνυχτα στη σπηλιά. Του συνέβη ένα θεϊκό γεγονός που τον επηρέασε. Όταν κατέβηκε από τη σπηλιά, χωρίς να πει σε κανέναν τίποτε, έφυγε για να γίνει μοναχός. Πήγε στο Μοναστήρι της Πεντέλης, αλλά δεν έμεινε πολύ. Έγινε δόκιμος στη μονή του Οσίου Μελετίου, αλλά επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε στρατιώτης στον Μικρασιατικό πόλεμο για δύο χρόνια. Μετά την απόλυσή του ήρθε στο Άγιον Όρος και κοινοβίασε στην Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου το έτος 1920 σε ηλικία 28 ετών. Η πρόθυμη διακονία του, η ακρίβεια στην υπακοή και στη μοναχική ζωή του, η αγωνιστικότητα και η φιλοθεΐα του έκαναν εντύπωση στους πατέρες, και σε ένα χρόνο έγινε μεγαλόσχημος. Διακόνησε στην Εκκλησία, στο μύλο, στο μαγειρείο, έξω στον κόσμο στα Μετόχια και στους κήπους. Ήταν φιλόπονος, εργατικός και επιμελής στο διακόνημά του. Κουραζόταν πολύ και στις αρχές για ένδεκα χρόνια είχε πόλεμο με τον ύπνο. Στενοχωριόταν που καμιά φορά μετά από την ολοήμερη κόπωση στο διακόνημα τον έπαιρνε ο ύπνος στην ακολουθία. Το εξομολογήθηκε στον Ηγούμενο παπα-Θανάση και εκείνος του είπε να μη στενοχωρείται, διότι η Εκκλησία είναι σαν το καράβι που ταξιδεύει. Άλλος αγρυπνεί, άλλος κοιμάται, αλλά το καράβι προχωρά και θα φθάσουν κάποτε στον προορισμό τους. Ενισχύθηκε, έλαβε θάρρος, συνέχισε τον αγώνα του και νίκησε τον ύπνο. Έτσι έφθασε να αγρυπνεί όλη τη νύχτα στο κελί του, είτε καθήμενος σε ειδικό κάθισμα είτε κάνοντας μεγάλες μετάνοιες και σταυρωτά κομποσχοίνια· ξεκουραζόταν λίγο την ημέρα. Αυτό το συνέχισε και αργότερα που έχασε το φως του και έπασχε από κήλη, ακόμα και στα γεράματά του. Ο Ηγούμενος είχε ορίσει κάθε νύχτα να αγρυπνεί ένας αδελφός. Έκανε χρέη νυχτοφύλακα, γυρνούσε στο Μοναστήρι και πήγαινε να δει, αν ήθελε κάτι ο τυφλός πλέον γερω-Αυξέντιος. Όσες φορές έμπαινε στο κελί του, ο γερω-Αυξέντιος ήταν πάντα όρθιος. Μόλις όμως άκουγε θόρυβο, καθόταν στο κρεβάτι και έκανε πως κοιμόταν. Οι πατέρες που έμαθαν το τυπικό του φρόντιζαν να μπαίνουν αθόρυβα για να μην τον διακόπτουν, και τον έβλεπαν πάντα όρθιο να προσεύχεται. Ο γερω-Αυξέντιος ήταν μοναχός σιωπηλός και φιλήσυχος. Όταν έβλεπε σκάνδαλα, έφευγε αμέσως. Μιλούσε λίγο, αλλά αγωνιζόταν πολύ. Απέφευγε τις συζητήσεις, γιατί όπως έλεγε “όταν ομιλώ, μετά δυσκολεύομαι στην πνευματική εργασία, διότι μου έρχονται λογισμοί άλλοι”. Ούτε και όταν γήρασε δεν ήθελε παρέα και συζήτηση, όπως συνήθως συμβαίνει με τους γέρους. Αυτός προτιμούσε την σιωπή, την ησυχία για να μη διακόπτει τη νοερά του εργασία. Και όταν κανείς απ’ τους νέους πατέρες καθόταν παραπάνω στο κελί του, με τον τρόπο του έκοβε τις συζητήσεις και του έδινε να καταλάβει ότι πρέπει να τον αφήσει μόνο του. Κάποτε ο διακονητής που τον βοηθούσε να πάει από το κελί στην Εκκλησία, του μιλούσε στη διαδρομή. Οπότε του λέγει αυστηρά ο γερω-Αυξέντιος: “Δε θα μου μιλάς στο δρόμο”. Δεν ήθελε να τον αποσπούν από την προσευχή. Ήταν μοναχός της πράξεως αλλά και της θεωρίας. Ήταν κυρίως ένας νηπτικός μέσα στο Κοινόβιο, σε μεγάλα μέτρα, που σαν αυτόν είναι δύσκολο να συναντήσει κανείς ακόμα και στην έρημο. Μέχρι την κοίμησή του, όσο έζησε σ’ αυτόν τον κόσμο, δεν έπαυε τη νοερά προσευχή. Γι’ αυτό έμεινε έγκλειστος στο κελί του, δεν κυκλοφορούσε στην αυλή και απέφευγε την ομιλία, για να μη διακόπτει τη νοερά προσευχή του. Συμβούλευε: “Να λέτε συνεχώς την ευχή, γιατί θα είστε μαζί με το Χριστό. Με την ευχή αισθάνεται κανείς ένωση με το Θεό. Καταλαβαίνει ότι το παν είναι ο Θεός. Με την ευχή να διώχνετε τους λογισμούς. Ο ίδιος ο Χριστός θα σας διδάσκει και θα σας φωτίζει. Μόνο να κοιτάτε ο νους σας να είναι μέσα στην καρδιά. Όταν όμως κουράζεστε, να λέτε το “Κύριε Ιησού Χριστέ…” με το στόμα. Εγώ αυτό που έχω να σας πω είναι το “Κύριε Ιησού Χριστέ…” και τίποτε άλλο”. Όταν τον ρωτούσαν, “τι πρέπει να κάνουμε για να κερδίσουμε τη Βασιλεία των Ουρανών”, απαντούσε: “Να λέμε συνεχώς την ευχή “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με”. Σε όλους συνιστούσε να λένε την ευχή, και μάλιστα έλεγε “την ευχή στην καρδιά”, ενώ στους λαϊκούς έλεγε να τηρούν τις εντολές και να διαβάζουν την Αγία Γραφή.
Ἀναβάσεις 29 Ὀκτωβρίου 201