Νηπτικός Αυξέντιος Γρηγοριάτης. (Μέρος Γ’). Τελευταῖο. Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση

Νηπτικός Αυξέντιος Γρηγοριάτης. (Μέρος Γ’). Τελευταῖο. Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση

   Νηπτικός Αυξέντιος Γρηγοριάτης. (Μέρος Γ’). Τελευταῖο

Είχε μεγάλη αυταπάρνηση. Για να μη βγει στον κόσμο να εγχειρισθεί στα  μάτια του έμεινε τυφλός. Δεν έκανε εγχείριση κήλης, παρ’ όλο που πονούσε και υπέφερε. Δε θέλησε να βάλει ξένα δόντια. Έμεινε χωρίς ούτε ένα  δόντι, και δυσκολευόταν στις σκληρές τροφές. Δεν ήθελε να του κάνουν ιδιαίτερα φαγητά. Όταν τον ρωτούσαν τι φαγητό θέλει, απαντούσε: “Ό, τι έχει το κοινό”. Πάντα έτρωγε με εγκράτεια και μέτρο. Αν τον πίεζαν να φάει περισσότερο,  έλεγε: “Μη με πιέζετε. Το πολύ φαγητό δεν είναι κατά Θεόν”. Έδινε και  στο διακονητή του κάτι απ’ αυτά που του πήγαινε.    Όταν κοινωνούσε κλεινόταν στο κελί του και προσευχόταν. Δε μιλούσε  και δεν απαντούσε σε κανέναν. Κάποτε, μετά τη θεία Κοινωνία τον βρήκαν  οι πατέρες μπρούμυτα μέσα στο κελί του να προσεύχεται. Ήταν σε θεωρία και δεν ένιωθε τους πατέρες που τον παρακολουθούσαν.    Τυφλός ων και ενώ δεν άκουγε και καλά, μη έχοντας ακριβή αίσθηση του  χρόνου και μη θέλοντας να χάσει την ακολουθία, ξεκινούσε από το κελί του ως συνήθως και δύο ώρες νωρίτερα. Μια νύχτα σκόνταψε. έπεσε, χτύπησε  και πλημμύρισε στα αίματα που έτρεχαν από τη μύτη του. Εξαντλήθηκε και δεν μπορούσε να σηκωθεί. Τον βρήκαν μετά από δύο ώρες  περίπου ξυλιασμένο μέσα στα αίματα και τον μετέφεραν στο γηροκομείο.  Εκεί τον καθάρισαν και κάθισε ένας αδελφός να τον προσέχει. Όταν  κατάλαβε ότι έφυγαν οι πατέρες και νομίζοντας ότι είναι μόνος, πέταξε  τις κουβέρτες σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να κάνει τον κανόνα του,  συνεχίζοντας για ώρες τα κομποσχοίνια του. Του είπαν οι πατέρες:  “Γερω-Αυξέντιε, εσύ τώρα είσαι γεροντάκι. Κάθισε στο κελί σου, δεν  χρειάζεται να έρχεσαι στην ακολουθία”. Αυτός απάντησε: “Μη μου στερείτε  την Εκκλησία. Εκεί αισθάνομαι πραγματική ελευθερία”.    Όταν είχε το φως του, διάβαζε τη Φιλοκαλία και μάλιστα στο πρωτότυπο.  Τους πέντε τόμους τους διάβασε για τέταρτη φορά. Όταν τον ρωτούσαν οι  πατέρες, τι να διαβάζουν, έλεγε τη Φιλοκαλία. Και όταν του έλεγαν ότι  δεν την καταλαβαίνουν, απαντούσε: “Δεν πειράζει. Σιγά-σιγά θα την  καταλάβετε”.    Αγαπούσε ιδιαιτέρως τη Φιλοκαλία, γιατί και ο ίδιος ήταν ένας μεγάλος νηπτικός με ανάλογες εμπειρίες και βιώματα σαν αυτά που διάβαζε στους  αγαπημένους του φιλοκαλικούς Πατέρες. Όπως εξομολογήθηκε στον Πνευματικό του, στο δωδέκατο κομποσχοίνι του κανόνος έβλεπε το άκτιστο φως, ενώ  ήταν τελείως τυφλός. Και ενώ είχε την ευχή αδιάλειπτο και στα γηράματά  του έκανε 150 μεγάλες μετάνοιες, ταπείνωσε τον εαυτό του και  αυτομεμφόμενος έλεγε: “Σκοτεινά βαδίζω, αναισθησία με κρατάει και ζω στη ματαιότητα”.    Κάποτε τον επισκέφθηκε ο παπα-Ισαάκ ο Καψαλιώτης και τον ρώτησε πότε  καταλαβαίνουμε ότι η ευχή γίνεται καρδιακή, και απάντησε· όταν σταματούν οι λογισμοί. Και όταν τον ρώτησε για μεγάλες καταστάσεις, για φώτα και  οράματα, απάντησε με μεγάλη φωνή λέγοντας: “Μη ζητάς τέτοια πράγματα.  Κάθαρση από τα πάθη να ζητάς”.    Σε δύο νέους που έβαλαν μετάνοια για δόκιμοι τους ευχήθηκε και τους συμβούλεψε: “Να πορεύεσθε εις οδόν αληθούς μετανοίας”.    Ο γερω-Αυξέντιος αγωνιζόμενος και υπομένοντας το γήρας και τις  ασθένειες, έχοντας σύντροφον αχώριστον την αγαπημένη του ευχή, έφθασε  στο τέλος του μοναχικού του δρόμου νικητής. Ήταν υπάκουος μέχρι θανάτου,  βιαστής μέχρι αίματος, ακτήμων στο έπακρο, ξένος του κόσμου, οικείος  του Θεού, αγαπητός και ποθεινός στους πατέρες, κανών μοναχικής ακριβείας και νηπτικός μέγας, κατορθώσας την αδιάλειπτον προσευχή.    Εκοιμήθη την 1η Μαρτίου 1981, ξημερώνοντας Κυριακή της Ορθοδοξίας, σε ηλικία 89 ετών, προετοιμασμένος πλήρως για την άλλη ζωή. Ο Γέροντας και οι πατέρες μιλούσαν με θαυμασμό και συγκίνηση για το γερω-Αυξέντιο, για τα ασκητικά του και νηπτικά του κατορθώματα, και είχαν την αίσθηση ότι  προπέμπουν έναν όσιο στην Εκκλησία των πρωτοτόκων, στη Βασιλεία των  Ουρανών.    Μετά την κοίμησή του, αδελφός ρώτησε το γερω-Παΐσιο εάν σώθηκε ο  γερω-Αυξέντιος και απάντησε: “Εάν αυτός δε σώθηκε, τότε κανείς από μας  δε θα σωθεί”.    Η τίμια κάρα του κατά καιρούς εκπέμπει ευωδία, όπως την αισθάνθηκαν κάποιοι πατέρες.    Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.

  Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση
Εκδόσεις
Ιερόν Ησυχαστήριον
“Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος”
σελ. 138-148
Share Button