Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης
Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης στην πανήγυρη του Ρωσικού μοναστηριού στα τέλη του 19ου αιώνα
(εκπληκτική αφήγηση που μας μεταφέρει σε μιαν άλλη πραγματικότητα που όλοι έχουν βαλθεί να απομακρύνουν και να εξαφανίσουν βυθίζοντάς μας στην απελπισία και την απόγνωση. Χαρείτε το!!!)
(εκπληκτική αφήγηση που μας μεταφέρει σε μιαν άλλη πραγματικότητα που όλοι έχουν βαλθεί να απομακρύνουν και να εξαφανίσουν βυθίζοντάς μας στην απελπισία και την απόγνωση. Χαρείτε το!!!)
Ο Σκιαθίτης λογοτέχνης, και δημοσιογράφος Α. Μωραϊτίδης (ο γνωστός εξάδελφος και συμψάλτης του Α. Παπαδιαμάντη) επισκέφτηκε για πρώτη φορά το Άγιον Όρος το 1888. Αργότερα θα επιστρέψει και πάλι για προσκύνημα τα καλοκαίρια του 1893, του 1898, και του 1900. Τις εντυπώσεις του από αυτές τις προσκυνηματικές επισκέψεις, καθώς και από άλλα ταξίδια που έκανε, θα τις καταγράψει στο βιβλίο του «Με του Βορηά τα κύμματα» που εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Ν. Ι. Σιδέρη, το 1924.
Το παρακάτω απόσπασμα είναι από το παραπάνω βιβλίο, και περιγράφει την πανήγυρη του Ρωσικού Μοναστηριού, ή Μονής Αγίου Παντελεήμονος, στο Άγιον Όρος.
* * *
Επιθυμών να παρευρεθώ εις την ωραίαν πανήγυριν του παμμεγίστου Ρωσικού Μοναστηρίου, εορτάζοντος εις μνήμην του Αγίου Παντελεήμονος, ανεχώρησα εκ Καρυών, μεσημέριον σχεδόν. Εις τον Άθωνα, όπου τα τόσα πυκνά και απέραντα δάση, δεν έχετε να φοβηθήτε το καύμα· διότι βαδίζετε υπό δροσερωτάτην σκιάν καστανεών, τας οποίας δεν διαπερνούν αι ακτίνες του ηλίου.
Μετά δε μιάς ώρας πορείαν επί ημιόνου έφθασα εις τον ζυγόν του βουνού· και αφίνων οπισθέν μου τας βορείους του Όρους ακτάς και την εύμορφον Θάσον ησυχάζουσαν πέραν εις τον γλαυκόν πόντον, κατήλθον εις την περιφέρειαν του Ρωσικού, θαυμάζων αδιακόπως τα καλλιεργημένα των καστανεών δάση, εξ ων παράγεται η αρίστη εκείνη οικοδομήσιμος ξυλεία, η «αγιορείτικη», με τ’ όνομα. Ενόμιζον ότι ήσαν λεμονέαι τα ωραία δένδρα· τόσον χλοερά και τόσον σκιερά ήσαν τα καταπράσινα φύλλα των. Υπό την δροσεράν τούτων σκιάν περιπατών, μετά μίαν ακόμη ώραν είδον τους στιλπνούς, πολλούς και καταπρασίνους θόλους, και τους χρυσούς σταυρούς του Ρωσικού Κοινοβίου, όπερ εθεώρουν εκ του ανωφερούς εκεί μετά θαυμασμού ως μίαν μεγάλην πόλιν επαύλεων και ανακτόρων.
Κείμενον παρά την ακτήν, ολίγον πέραν της θαλάσσης, εκτείνεται πολυδαίδαλον και πολυώροφον. Εκ των αρχαίων δε ελληνικών κτιρίων σώζεται ανέπαφον μόνον το ωραίον Καθολικόν, ένας ωραιότατος ναός, και 6 παρεκκλήσια περικλεισμένα πλέον μετά την Ρωσικήν κατάκτησιν από πολυαρίθμους πυργοειδείς οικοδομάς των νέων κυριάρχων, οι οποίοι κατέστησαν αυτήν ονομαστήν και μοναδικήν εις το είδος της με τας μαρμαροκτίστους και πανυψήλους πτερυγάς της, παρέχουσαν όψιν μιάς ολοκλήρου πόλεως. Ο ξένος απομένει κατάπληκτος ευρισκόμενος ενώπιον ποικιλορρύθμου σειράς οικοδομών και παραρτημάτων, άλλων εξεχόντων, και άλλων εισεχόντων, τα οποία είναι όλα με θόλους καταπρασίνους εστολισμένα, τον ένα επί του άλλου, με χρυσούς σταυρούς, με παράθυρα μεγάλα και μικρά, με εξώστας και απλωταριαίς, με τειχόκαστρα και αυλάς και παραυλάς, αναβάσεις και καταβάσεις, και κρυψώνας εδώ κι εκεί, εις τους διαδρόμους υπό τας κλίμακας, δια να χωρή η αναρίθμητος μυρμηγκιά των μοναχών.
Αποβιβασθείς ο ξένος, ολίγον παραπάνω από την βραχώδη ακτή συναντά αμέσως την τοξοειδή Πύλην του Μοναστηρίου, εντός του τόξου της οποίας υπάρχει η εικών του Αγίου Παντελεήμονος αρχαία βυζαντινή, της παλαιάς Μονής, αλλά με ρωσικήν επιγραφήν. Οι Ρώσοι γενόμενοι κύριοι της Μονής ήλλαξαν παν το ελληνικόν. Μόνον το παλαιόν Καθολικόν εσεβάσθησαν αφήσαντες αυτό όπως αρχηθέν ήτο. Επειδή όμως ο χώρος του δεν επαρκεί να εκκλησιάζωνται τόσοι μοναχοί, άνω των 1.500, επάνω εις την υψηλοτέραν οροφήν προς βορράν, έκτισαν έναν παμμέγιστον Ναόν εις τιμήν της Αγίας Σκέπης, όλον απαστράπτοντα από τον χρυσόν και άργυρον, όπου εκκλησιάζονται οι Ρώσοι με άνεσιν. Απέμεινε δε ωσαύτως ανέπαφος και η αρχαία του Βυζαντινού Μοναστηρίου Τράπεζα με τας ωραίας τοιχογραφίας της.
Αλλά μοί επεφυλάσσετο άλλη μείζων έτι έκπληξις. Εθαμβώθην ολοτελώς ότε εισελθών εις την αυλήν είδον αυτήν κατάμαυρον εκ των αναριθμήτων μοναχών, οίτινες ξετινάξαντες πλέον τα υποδήματά των εκ της μακράς οδοιπορίας περιεπάτουν καθ’ ομίλους εκεί, αναμένοντες την έναρξιν του Εσπερινού. Κ’ εξηκολούθουν ολονέν να έρχωνται και άλλοι και άλλοι. Ουδέποτε είχον ίδει επί το αυτό τόσους μαυροφόρους. Οι ρώσοι πατέρες καλοενδεδυμένοι και αυτοί είχον εις το πρόσωπόν των ρίψει μίαν φαιδρότητα πάντη ευφρόσυνον, αναμεμιγμένην μετά τινός υπερηφανείας και αυταρεσκείας, γεννήματα του πλούτου και της εθνικής των μεγαλειότητος.
Αυτήν την ημέραν και οι πλέον αυστηροί αποβάλλουσι το ξηρόν της όψεως, και θέλουσι να φανώσι μειλίχιοι και ευπροσήγοροι. Άλλως δε οι Ρώσοι δεν είναι κακοί κατά βάθος, τουλάχιστον οι κατώτεροι μοναχοί, είναι απλούστατοι άνθρωποι. Ο πορτάρης είχεν αφήσει ελευθέραν την είσοδον εις πάντας, ούτε διαμονητήρια ζητεί, ούτε ερωτά περί των ερχομένων. Ευτραφής, ως ήτο, με τα καινούργια ράσα του, εκάθητο εις την θολωτήν είσοδον με ελεήμον θεωρών βλέμμα τους σωρευμένους εκεί ενώπιόν του άρτους, τους παμμεγίστους εν σχγήματι ορθογωνίων, όπου έκαστος ζυγίζει 8 οκάδας, οίτινες εκεί εκείντο προς ελεημοσύνην. Άλλος δε βοηθός του με μάχαιραν μεγάλη ήτο έτοιμος ν’ αρχίσει να κόπτη έκαστον άρτον εις 8 τεμάχια· διότι ούτω κομμένος διανέμεται. Οι ξενώνες πάμπολοι και ποικίλοι, άλλα δωμάτια και κελλία, όλα εγέμισαν. Την τρίτην ώραν πλέον δεν υπήρχεν ούτε κλίνη ούτε θέσις. Εγώ γνωρίζων και εξ άλλης επισκέψεώς μου τον αρχοντάρην, κάλλιστον ρώσον μοναχόν εκ Καυκάσου, επορεύθην κατ’ ευθείαν ζητών κλίνην.
– Τώρα, τώρα, τι κάμει εγώ, μοι έλεγε στριφογυρίζων εδώ και εκεί ως άνθρωπος πολύ απησχολημένος, ενώ εξηκολούθουν να βλέπω σωρείαν ξένων μοναχών, άλλους καθημένους εις τους εξώστας και άλλους τρώγοντας εις τα δωμάτια, ή πίνοντας τσάϊ, εύγεστον και άφθονον. Οι υπηρέται επηγαινοήρχοντο βαστάζοντες φαγητά και ιμπρίκια.
– Λοιπόν, δεν έχεις μέρος; ηρώτων πάλιν εγώ.
– Δεν έχειμι, δεν έχειμι. Αγρυπνία απόψε· εκκλησία απόψε. Δεν έχειμι ύπνο!
Αν και κουρασμένος και επιθυμών να καθίσω ολίγον, όμως από τινος θυρίδος ιδών κάτω εις την αυλήν πληθύν μοναχών, παρεσύρθην πάλιν εκ του σπανίου θεάματος και κατήλθον και ανεμίχθην μετά των πενθίμων εκείνων ομίλων, μελετών τας καλογηρικάς όψεις. Ήσαν εκεί εξ όλων των μοναστηρίων του Αγίου Όρους, και όλων των καλυβών των Σκήτεων και της ερήμου. Σιωπηλοί και ωχμόλευκοι ασκηταί βηματίζοντες εις το προαύλιον και προσμετρούντες τα βήματά των δια των κόκκων του τριχίνου κομβοσχοινίου των, λάλοι κελλιώται συναντώντες εκεί τους γνωρίμους των και ανοίγοντες μακράς διαλέξεις, μη αφήνοντες απειράκτους και τους ρώσους διακονητάς, οίτινες με τα βαρέα των πατήματα και τας ξανεμιζομένας άκρας των πλατεών ράσων διέσχιζον τους διαδρόμους ή κατήρχοντο τας κλίμακας.
Ήσαν ακόμη και οι φερέοικοι εκείνοι, οίτινες διέρχονται ημέρας και μήνας εν αργία, περιηγούμενοι τας μονάς, ευρίσκοντες πολύ γλυκύν τον αγιορείτικον άρτον, οι κυκλευταί υπό των παλαιών καλουμένοι.
Άλλοι πάλιν, οι πενέστεροι, εθαύμαζον τον πλούτον του Κοινοβίου εν τοις μεγάλοις μαγειρείοις, όπου 20 πατέρες ητοίμαζον τα φαγητά με ογκώδεις βούρτσας ξύοντες τα λέπια μεγάλων ιχθύων νωπών ορφών έως 300 οκάδων και πλύνοντες εις το ψυχρόν και διαυγές ύδωρ των εγγύς κρηνών άλλους ιχθύς έως 2.000 οκάδας. Άλλοι εκαθάριζον και έκοπτον τα κρόμμυα έως 200 οκάδας και τις τομάταις έως 300 οκάδες, εν ώ έτεροι είχον ήδη καταιβάσει από της εσχάρας τον παμμέγιστον λέβητα τον περιέχοντα την ορεκτικήν και παχείαν μουρούναν, τοποθετήσαντες αυτόν δια του ανελκυστικού μηχανήματος εις μεγάλην τροχοφόρον τράπεζαν, όπως ούτως ευκόλως τον μεταφέρωσιν εις το μέρος όπου θα εγίνετο η διανομή.
Την στιγμήν εκείνην 3 ώραν μετά μεσημβρίαν εκτύπησαν οι βαρείς κώδωνες τον μικρόν Εσπερινόν πληρούντες ήχων εκκωφωτικών τας στοάς του Κοινοβίου. Πάραυτα οι πολυάριθμοι εργάται παύσαντες έξω τας εργασίας των, εις τους κήπους και τας οικοδομάς, εισήρχοντο εις μακράς γραμμάς, όπως καθαρισθώσι και ενδυθώσι δια την αγρυπνίαν. Μετ’ ολίγον τους είδον εις μακράν γραμμήν πάλιν να διέρχωνται καθαροί, και ν’ αναβαίνωσι τας κλίμακας εν πλήθει.
Είναι καμμία άλλη εκκλησία ηρώτησα;
– Όχι· πηγαίνουν εις το καφενείον!
Μάλιστα εις το Κοινόβιον υπάρχει και καφενείον, εν ώ διανέμεται εις τους Ρώσους το τσάϊ και εις τους γραικούς ο καφές εν αφθονία.
* * *
Μετά την δύσιν του ηλίου ήρξατο η αγρυπνία και εις τους δύο ναούς, επάνω εις τον ρωσικόν και κάτω εις το καθολικόν, όπου κυρίως τελείται η επίσημος πανήγυρις του Αγίου Παντελεήμονος, χοροστατούντος ενός αρχιεπισκόπου εκ των ησυχαζόντων εν Άθωνι. Η ακολουθία της αγρυπνίας, μικτή εις ελληνικήν και ρωσικήν γλώσσαν, παρετάθη μέχρι της 5 ½ ώρας της πρωίας, ότε μετά το τέλος αυτής ο αρχιεπίσκοπος, ο ηγούμενος φέρων ρωσικήν μίτραν, τον μανδύαν και την επίσημον ράβδον, και οι περί αυτούς ιερείς και διάκονοι εξελθόντες προ της εισόδου έψαλαν τον αγιασμόν, πολυτελέστατα, μεθ’ ο έκρουσαν γλυκύτατα τα βυζαντινά σήμαντρα και ήρξατο η θεία Λειτουργία., βοϋζόντων των ρωσικών κωδώνων. Το θέαμα εν τω χορώ ήτο μεγαλοπρεπέστατον.
Ελειτούργησεν ο αρχιεπίσκοπος μετά 33 ιερέων και 12 διακόνων, φερόντων όλων ομοίας ιερατικάς στολάς, τας λεγομένας μαρτυρικάς εις μνήμην του μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος, ήτοι ερυθρού χρώματος μετά χρυσών σταυρών ως ποικιλμάτων. Το είδος τούτο των ιερατικών στολών καλείται «πολυσταύριον», και είναι απομίμησις αρχαιοτάτων βυζαντινών στολών του Ε’ αιώνος. Ούτω ζωγραφίζονται οι τρείς Ιεράρχαι εις τας αρχαιοτέρας βυζαντινάς αγιογραφίας. Φαντασθείτε λοιπόν τον Ναόν κατάχρυσον με τας βαρυτάτας αργυρωμένας ρωσικάς εικόνας του τεμπλέου, με τα δύο νεώτατα μεγάλα εικονοστάσια κατάχρυσα, κομισθέντα άρτι εκ Ρωσίας, με τα πολλά φώτα των πολυελαίων, μανουαλίων, και του στεφάνου του χορού, και υπ’ αυτόν εν τη Εισόδω 33 ιερείς και 12 διακόνους. Θέαμα επιβλητικότατον.
Η ψαλμωδία γίνεται ελληνιστί και ρωσιστί, κατά το Βυζαντινόν ύφος και κατά την τετραφωνίαν. Μέρος μεν της ακολουθίας γίνεται ελληνιστί και μέρος δε ρωσιστί. Τα Κεκραγάρια, κατά την Αγρυπνίαν, εξετελέσθησαν πολύ ωραία κατά το βυζαντινόν ύφος ελληνιστί υπό του μετακληθέντος πρωτοψάλτου Διακο-Συνεσίου, Δοχειαρίτου, όστις καλλίφωνος λίαν και ειδήμων της Βυζαντινής μουσικής καλείται πάντοτε κατά τας εορτάς παρά των διαφόρων Μονών, καταθέλγων με την υψιφωνίαν του. Αυτοί οι ρώσοι μοναχοί, παρετήρησα, τον ήκουον με πολλήν κατάνυξιν, ευφραινόμενοι από την ελληνικήν μελωδίαν· άλλ’ όμως, οι πλέον φανατικοί οι εμμένοντες ακλόνητοι εις τα πάτριά των, είδα ότι, αρχομένης της ελληνικής ψαλμωδίας, εξήρχοντο του Ναού, κρυφά-κρυφά· αλλά δεν έφευγον ολοτελώς, παρέμενον έξω εις τον Νάρθηκα, ένθεν ήκουον με κρυφήν χαράν την ψαλμωδία μας. Πλησιάσας ένα τούτων, ένα ωχρόν και ευπροσήγορον γαλανομάτην, τον ηρώτησα:
– Πώς φαίνεται μουσική δική μας;
– Βυζαντίνα;
– Ναι, πως πάει αυτί;
– Αυτί καλό, πολύ καλό, μου απήντησε μειδιών ο νεαρός Ρώσος.
– Αφού αυτί καλό, πως δεν ψάλλει έτσι ρούσο;
– Πως ψάλλει; Βυζαντίνα;
– Ναι. Βυζαντίνα, επανέλαβον.
– Εμείς φυλάει ότι βρή. Φυλάει όλα όπως βρή. Φυλάει παλαιά όλα.
Την στιγμήν εκείνην, πλησιάσας γέρων Ρώσος, έρριψε βλοσυρόν βλέμμα προς εμέ, και άγριον ούς εις την ομιλίαν μας· και είπε με οργήν:
– Εμείς έτσι ψάλλει, καλά ψάλλει. Καλλίτερα από όλο κόσμο ψάλλει εμείς!
Και απεσύρθη καταρώμενος:
– Ά Σκουσένιε!
* * *
Και εν άλλο παρετήρησα κατά την Αγρυπνίαν. Αρέσει εις τους Ρώσους πολύ πάρα πολύ η σεισμόηχος και βροντερά κωδωνοκρουσία, από την οποίαν σείονται τα θεμέλια της Μονής, αλλ’ όμως ευφραίνονται υπερβολικά προς τους γλυκυτάτους ήχους των βυζαντινών σημάντρων, τα οποία κρούονται μετά την των κωδώνων βροντήν. Την χρήσιν των σιδηρών και ξυλίνων βυζαντινών σημάντρων διετήρησαν με πολλήν αγάπην οι Ρώσοι· κρούουσι δε αυτά πολύ τεχνηέντως, και με τόσην αβράν αισθητικότητα, ως να αναγνωρίζουν οι ίδιοι την λεπτοτάτην διαφοράν των δύο αυτών κρούσεων· της μιάς μεν ομοιαζούσης με τρικυμίαν και καταιγίδα, και της άλλης δε με ανοίξεως αύραν και αηδονολογήματα, τα οποία αφήνουν γλυκυτάτας αναμνήσεις εις τον ταξειδιώτην.
Μετά την απόλυσιν του Όρθρου, ανατείλαντος ήδη του ηλίου, εις τον εξωτερικόν πρόναον, εν τη επί τούτω φιάλη, ετελέσθη μεγαλοπρεπέστατος αγιασμός εις τιμήν του εορταζομένου Μεγαλομάρτυρος υπό ολοχρύσου ιερατείου, παρισταμένου και του Ηγουμένου Μακαρίου με την ρωσικήν μίτραν του, τον χρυσοΰφαντον μανδύαν του και την ποιμαντικήν του ράβδον, εν μέσω παρατάξεως χιλιάδων μοναχών, όλων με τα κουκούλλια και τα Σχήματά των. Πανόραμα πολύ θεαματικόν.
* * *
Μετά την θείαν Λειτουργίαν, ήτις έληξεν περί την 11 ½ ώραν, οι μεν μοναχοί και οι προσκυνηταί εξήλθον, διασπαρέντες έξω εις διάφορα μέρη του προαυλίου, το οποίον εδροσοβολούσεν όλον από την τεχνιτήν επί τούτω γενομένην βροχήν διά τινος μακρού σωλήνος, ο δε Ηγούμενος εδέξατο εν τη μεγάλη αιθούση του καφενείου τας ευχάς των επισήμων ξένων, εν οις διεκρίνετο ο ηγούμενος του Ζωγράφου, βουλγαρικού μοναστηρίου, ευτραφής ιερομόναχος βούλγαρος, με τα παράσημά του τα ρωσικά, ακολουθούμενος υπό τινων άλλων ζωγραφιτών πατέρων, και άλλοι τινές Προηγούμενοι και αντιπρόσωποι άλλων μοναστηρίων, ολίγων όμως, διότι ως θα λάβωμεν αφορμήν να είπωμεν εις άλλα ημών άρθρα, ήδη υπάρχει μεν ομόνοια εν Αγίω Όρει, αλλ’ οι Έλληνες πατέρες και προεστοί δεικνύουσι κάποιαν ψυχρότητα και αδιαφορίαν εις τας ρωσικάς τελετάς, θέλοντες να μειώσωσιν ούτω το εξασκούμενον γόητρον των ξένων κατακτητών, διά της αποχής των εκφράζοντες μίαν μυστικήν θλίψιν δια τας επελθούσας εν Αγίω Όρει μεταβολάς από του 1875.
Μετά τούτο ο Ηγούμενος φέρων την επίσημον αυτού στολήν, τον ιερόν μανδύαν και την ποιμαντικήν ράβδον εισήλθε εις την Τράπεζαν, προηγουμένων κηρίων και του χορού των ψαλτών, ενώ ο μέγας κώδων έσειε δια του δεινού ήχου του τας στέγας και τα θεμέλια των διαφόρων οικοδομών.
Η Τράπεζα στην Ιερά Μονή Αγίου Παντελεήμονος (Ρωσικό), 1917
|
Η Τράπεζα του ρωσικού Κοινοβίου είναι η παλαιά βυζαντινή, με τας παλαιάς τοιχογραφίας, περιλαμβάνουσα εις δύο στοίχους μακράς τραπέζας διά 500 πατέρας. Εκεί έφαγεν ο Ηγούμενος μετά των μοναχών. Οι κοσμικοί και οι επίσημοι εκ των κεκλημένων έφαγον επάνω εις τους ξενώνας, εν πλούτω εδεσμάτων και ποικιλία μεγάλη. Οι εν τω μεγάλω μάλιστα Εστιατορίω φαγόντες, εν οις ο ιερουργήσας αρχιεπίσκοπος, ο παρεπιδημών πρώην Πατρών και άλλοι τινές εκ των ημετέρων, οι προσελθόντες αντιπρόσωποι της Κοινότητας και οι Ζωγραφίται πατέρες, είχον ενώπιον των μίαν πλουσιωτάτην παράθεσιν εδεσμάτων επί τη μεγάλη πανηγύρει του Μεγαλομάρτυρος, θαυμάζοντες την τέχνην και πολυτροπίαν της ρωσικής μαγειρικής, αμιλλωμένης προς την οψοποιίαν των μεγάλων Ευρωπαϊκών ξενοδοχείων, εν λεπτή καθαριότητι και αβρά περιποιήσει. Εκεί εθαυμάσαμεν τα ωραία σαρακοστιανά petits-pates, ευωδιάζοντα καθόλου ευλογίαν, και την παχείαν μουρούναν εξηυγενισμένην πανσόφως. Το δε θαυμαστότερον πάντων, όπερ δεν είδομεν εν Αθήναις ακόμη, ήτο το μαύρο χαβιάρι, εκλεκτόν και εύγεστον και ορεκτικόν, αριστοκρατικόν όψον, κοκκωτόν και σπυρωτόν εις θαυμάστόν τρόπον, νωπότατον δε και γλυκύτατον. Εγώ όμως λεληθότως πως επροτίμησα το λιπώδες εκείνο ξυρίχι, συνοδευόμενον υπό αφρώδους αγιορείτικου οίνου, κρατερώς εντείνοντος τας δυνάμεις του οδοιπόρου, όστις, απεφάσισε να βαδίζη τα μαύρα και έρημα εκείνα δάση, όπου το ήμισυ μέρος του ανθρώπου, ορφανόν και τεθλιμένον, αγωνίζεται τον κράτιστον των αγώνων της εξαϋλώσεως του γηίνου σαρκίου …
Μετά το γεύμα ανήλθαμεν εις την μεγάλην Αίθουσαν της υποδοχής, υψηλά, επάνω εις τον τέταρτον όροφον καταλαμβάνουσαν ολόκληρον μέγα τετράγωνον, με παμπόλλους εξώστας θεαματικούς, αφ’ ων θεωρεί κανείς με απερίγραπτον ψυχικήν τέρψιν τον ωραίον Σιγγιτικόν κόλπον, εισχωρούντα εις βάθος της Χαλκιδικής, και τας φαιάς ερημονήσους του Αιγαίου, υπό την σκιάν του Άθωνος, μέχρι Σκιάθου και Σκοπέλου. Η αίθουσα αύτη είνε πολυτελέστατα στολισμένη ωσάν των πλουσιωτέρων ξενοδοχείων, με ανάκλιντρα, με πολυθρόνας, με κυκλικάς τραπέζας, και με άλλα αντικείμενα και μικροκομψοτεχνήματα, ευμαρείας και πλούτου μαρτύρια, πλήν καθρεπτών. Εις δε τους τοίχους της είνε ανηρτημέναι αι εικόνες της πολυμελούς αυτοκρατορικής οικογενείας της Ρωσίας, των Μητροπολιτών, και των Κατακτητών του ελληνικού Κοινοβίου του Αγίου Παντελεήμονος, μεταξύ των οποίων διαπρέπει η ζωηρά εικονογραφία του πανούργου εκείνου Ιερονύμου με τον βαθύν πώγωνα διηρημένον εις δύο μέχρι του στήθους, περί ου θα ομιλήσωμεν κατόπιν. Εις ωραίαν πάλιν θέσιν κρέμαται η εικών του Σουλτάνου Αβδούλ-Χαμίτ, κυριάρχου της ιεράς χώρας. Εννοείται, δεν λείπουν αι εικόνες και της βασιλικής οικογενείας της Ελλάδος, ης τα ονόματα ακούει κανείς μνημονευόμενα εν τη Λειτουργία, πλην του Βασιλέως, ου η μνημόνευσις απαγορεύεται, από τους ιερούς κανόνας ως ετεροδόξου. Εν τη αιθούση αυτή της πολυτελούς χλιδής ελάβομεν το σύνηθες μετά το γεύμα επιλεκάνιον. Κατά δε τας γινομένας συνήθεις ομιλίας εν τοιαύτας πολυόχλοις υποδοχαίς, μετά πολλής περιεργείας ξένοι τινές ανταποκριταί εζήτουν παρ’ εμού πληροφορίας περί των καθ’ ημάς πραγμάτων, οι δε Ρώσοι μετ’ επιμονής ανηρεύνων τας εντυπώσεις μου περί τε της εκκλησιαστικής τάξεως, της αγρυπνίας, κωδωνοκρουσίας και λοιπών.
Κάτω εν τη Τραπέζη του Κοινοβίου οι 500 μοναχοί προεξάρχοντος του Ηγουμένου έτρωγον, και έξω άλλοι 500 περιέμενον να τραπεζωθώσι, και μετ’ εκείνους άλλοι 500 ακόμη. Τόσος ην ο συγκεντρωθείς πληθυσμός των μοναχών και κοσμικών κατά την πανήγυριν, ήτις με όλην την ως εκ της πληθύος ανησυχίαν παρηγορεί και επαναπαύει τινά λίαν ευφροσύνως, διότι δεν είναι μικρόν και σύνηθες να ιδής επί το αυτό συνηγμένους 3.000 μοναχούς με τα κατάμαυρα ράσα και τα κατάμαυρα κουκούλια.
* * *
Το δειλινόν της πανηγύρεως, ξεκουρασμένος ολίγον από την παρελθούσαν αγρυπνίαν, κατελθών προς την ακτήν, εκάθησα υπό την σκιάν μιάς χλοερωτάτης πλατάνου, θεωρών τα διάφορα πλοιάρια, απού είχον συναχθή εκεί διά την πανήγυριν, και ναύτας φορτωμένους άρτους και φαγητά και οίνον, όπου κατήρχοντο εις τα πλοία των να εορτάσουν και αυτοί τον Άγιον Παντελεήμονα με τα πλούσια δώρα του. Παρακάτω από την ωραίαν μου πλάτανον εσχηματίζετο κρημνός μέχρι του παραλίου κύματος, στερεούμενος όμως δια ξηρολίθων, από τινος οπής του οποίου σιδηρούς κρουνός εξηκόντιζε μετά πατάγου διαυγές και κατάψυχρον ύδωρ, ωσάν να είχε μέσα του πάγον, λίαν παρήγορον δια τας καυσώδεις ώρας του θέρους εις την προς δύσιν πλευράν του Αγίου Όρους. Εκεί καθήμενος αγνάντευα κάτω εις το βάθος του κόλπου, προς τον ισθμόν, την Σκήτην του Ρωσικού Μοναστηρίου, εις θέσιν οπού φέρει ένα πολύ άσχημον όνομα Γουρούνι κοινώς ονομαζομένην «Σφηνιά» ης αι καλύβαι ως αρνία εφαίνοντο από το Κοινόβιον. Εκεί διεσκέδαζα με την ρωσικήν μαύρην ατμάκατον, η οποία παραλαβούσα ικανούς εκ των επισήμων εορταστών έπλεεν ολοταχώς προς την Σκήτην, εις περίπατον θαλασσινόν προς τέρψιν. Εις τας μαρμαρίνας δε προκυμαίας πέραν, πάμπολλα μικροκάϊκα είχαν συγκεντρωθή από την νύκτα ακόμη, όπου επωλούσαν διάφορα του θέρους οπωρικά, και είδη αποικιακών, και αλμυρά οψάρια και οίνους και λοιπά, καταρτισθείσης εκεί πολυόχλου αγοράς ζωηροτάτης.
* * *
Μετ’ ολίγον γλυκύτατος ήχος σημάντρου αντηχούσε κάτω εις την ακτήν και τας ωραίας προκυμαίας του Μοναστηρίου. Εσήμαινεν ο Εσπερινός, ο Μεθεόρτιος, ενωρίς, δια τον κόπον της αγρυπνίας, μετά τον οποίον ήρχισαν να απέρχωνται οι πλείστοι των προσκυνητών και οι εκ των επισήμων και άλλων Μονών. Διεκρίνοντο δε εν μέσω αυτών οι ασκηταί και οι ερημίται, απερχόμενοι με γεμάτα τα τουρβαδάκια των, από τα πλούσια λείψανα της πανηγυρικής του Ρωσικού Μοναστηρίου Τραπέζης, καταχαρούμενοι.
Τότε αίφνης αντήχησε βροντερώτατα, ωσάν βροντή ουράνιος αληθώς, ο βόμβος των ρωσικών κωδώνων οπού εσείετο όλη η γη εκεί. Και συγχρόνως ηκούσθησαν βαρύηχοι ρωσικαί ψαλμωδίαι, παταγώδεις ωσαύτως και βροντεραί, ανάμικτοι με το ελληνικόν και ρωσικόν της μουσικής ύφος, και εις γλώσσαν ρωσικήν και βουλγαρικήν. Μία ωραία συνοδία, ως εν πομπή χαρμοσύνω, ταχέως κατέβαινεν από της Μονής προς την θάλασσαν: Αι λέξεις των ύμνων συγκεχυμέναι απέληγον όλαι εις μίαν μόνον, βροντερωτέρα ηχούσαν, την λέξιν Παντελεήμονα. Προς την θορυβώδη αυτήν συναυλίαν ηγέρθην· και είδον τότε τον Καθηγούμενον του Ρωσικού Μοναστηρίου Μακάριον, όπου προέπεμπε μέχρι του αιγιαλού τους απερχομένους ζωγραφίτας Πατέρας, οι οποίοι είχον αντιπροσωπεύσει την Βουλγαρικήν Μονήν του Ζωγράφου κατά την πανήγυριν. Και ήτο πολύ τερπνόν το θέαμα να βλέπη κανείς τους παρατυχόντας κατά την διάβασιν ρώσους μοναχούς πως αποκαλυπτόμενοι, με βαθυτάτην ευλάβειαν, έκυπτον μέχρι εδάφους εις σεβασμόν των απερχομένων, οι οποίοι επιβάντες άλλης ατμακάτου απήλθον, αφού ησπάσθηκαν την δεξιάν του Ηγουμένου.