Λίγο αργότερα μετά το γεγονός αυτό, άλλος υποτακτικός, από πλούσια οικογένεια καταγόμενος, νέος στην ηλικία, ανέβαζε από τη θάλασσα το φορτίο του στην πλάτη καί από τον πολύ κόπο, σαν να δυσανασχέτησε καί παρακάλεσε το Γέροντα του, να του επιτρέψει να χρησιμοποιεί υποζύγιο για να ανεβοκατεβαίνει αυτός από τη θάλασσα καί να μεταφέρει τα απαραίτητα τρόφιμα στην Καλύβα καί στον Γέροντα του. Ό Γέροντας του, γνωρίζοντας την αδυναμία του υποτακτικού του, επέτρεψε να πάρει ένα γάιδαρο για το σκοπό αυτόν.
Μια μέρα πού ανέβαζε με το γαιδουράκι το φορτίο του, σε μια στροφή πού είναι το δυσκολότερο σημείο του δρόμου, εκεί ακριβώς βλέπει ένα λαμπροφορεμένο νέο να βαστάει στα χέρια ένα σφουγγάρι με το οποίο σκούπιζε τον ίδρωτα από το μέτωπο των διερχομένων Πατέρων, καί τους θύμιαζε. Τότε πλησίασε κι αυτός πρότεινε το μέτωπο του καί περίμενε να τον σκουπίσει, άλλα ό νέος αντί να σκουπίσει αυτόν, σκούπισε του γαϊδάρου το μέτωπο. Κι όταν ό Μοναχός παραπονέθηκε, ό φαινόμενος νέος του είπε: «Εγώ αδελφέ, σκουπίζω, αρωματίζω καί πληρώνω μόνον αυτούς που κοπιάζουν καί ιδρώνουν, κι όχι εκείνους πού ζητούν εδώ ανέσεις». Κι όταν είπε αυτά έγινε άφαντος.
Από το μάθημα αυτό, ό νέος Μοναχός, δε μεταχειρίστηκε άλλη φορά το υποζύγιο, αλλά μετά χαράς μεγάλης μετέφερε κι αυτός το φορτίο του στην πλάτη όπως καί οί άλλοι Πατέρες.
ΚΙ ΑΛΛΟ ΜΙΚΡΟΤΕΡΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΑΚΙ
Από την παραλία της Αγίας Αννης, ανεβαίνοντας δεξιά προς τα επάνω, για να πάμε συντομότερα στη Μικρή Αγία Άννα, παίρνουμε ένα πολύ δύσκολο καί ανηφορικό δρόμο, πού ό περισσότερος είναι όλο σκαλοπάτια. Στο δυσκολότερο σημείο της αναβάσεως, ένας μεσήλικας Μοναχός, ό όποιος πριν να γίνει Μοναχός ήταν αξιωματικός του Στρατού, ακούμπησε στον κορμό ενός δέντρου για λίγο να ξεκουραστεί, από τον πολύ κόπο του ανήφορου
καί το φορτίο του με τα τρόφιμα στην πλάτη.
Στενοχωρημένος από την κούραση είπε μέσα του: «Άραγε θα έχουμε κανένα ιδιαίτερο μισθό πού μεταφέρουμε τα τρόφιμα μας καί δεν καθόμαστε κάτω στην παραλία να τα τρώμε, αλλά τα ανεβάζομε τόσο ψηλά, δεν είναι άραγε αυτό που κάνουμε ανόητο;»
Σαν απάντηση στη σκέψη του, άκουσε φωνή που του λέγε: «Όλοι οι κόποι αναγνωρίζονται και τα βήματα πού κάνετε για την αγάπη του Χριστού μετριόνται και πληρώνονται». Ό αδελφός μετά από την πληροφορία αυτή αναπτερωμένος στο ηθικό, περνούσε συχνότερα από το μέρος εκείνο χωρίς να κουράζεται. Και στο σημείο αυτό, οί Πατέρες, για να θυμούνται το θαύμα, έβαλαν εικόνα και παλαιότερα άναβαν και καντηλάκι προς δόξαν Θεού.
ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΑΡΙ ΠΟΥ ΕΞΟΥΔΕΤΕΡΩΣΕ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ
Στο δρόμο μεταξύ της Σκήτης της Μεγάλης και της Μικρής Αγίας Αννης, κάτω από βράχο πού σχηματίζει σπηλιά, υπάρχει ένα άλλο Προσκυνητάρι με ιερές εικόνες και καντήλι, πού οί Πατέρες περνώντας συχνά από το δρόμο αυτό το διατηρούν αναμμένο και ό λόγος είναι ότι στο σημείο αυτό, κατά καιρούς έχουν γίνει πολλές σατανικές ενέργειες, τις όποιες και παραθέταμε όπως μας τις αφηγήθηκαν σεβάσμιοι Πατέρες και αδελφοί:
α) Μία άπ’ αυτές, πιο γνωστή καί σε μας είναι, ότι Όλοι Μοναχός Αρσένιος, υποτακτικός του Γέροντα Αυξεντίου από την Καλύβα του Αγίου Γεωργίου, ή οποία τώρα είναι ερειπωμένη, έφυγε από την Καλύβα τους χωρίς την άδεια του Γέροντα του, τον όποιον άφησε πολύ στενοχωρημένο, άλλα κι ό ίδιος συγχυσμένος έφτασε στο δρόμο, πού πηγαίνει για τη Μικρή Άγιάννα. Ακούμπησε στον κορμό ενός δέντρου, εκεί πού μέχρι σήμερα βρίσκεται καρφωμένος ένας ξύλινος σταυρός, τον όποιο με ευλάβεια προσκυνούν οι Μοναχοί και οί διερχόμενοι προσκυνητές.
Στο σημείο αυτό, κάθισε λίγο καί συλλογίστηκε ό Πάτερ Αρσένιος, πώς αυτό πού κάνει δεν είναι καλό καί προς στιγμήν είπε να γυρίσει πίσω στο Γέροντα του, αλλά νίκησε ό εγωισμός καί απερίσκεπτα προχώρησε. Όταν όμως έφτασε μπροστά στη σπηλιά, πού είναι σήμερα το Προσκυνητάρι, άκουσε μεγάλη οχλοβοή καί τόση αναταραχή, πού νόμισε πώς τον κυνηγούσαν Δαίμονες να τον πιάσουν, από το φόβο του γύρισε αμέσως πίσω καί τότε άκουσε φωνές στον αέρα να του λένε: «Τι να σου κάνουμε, έχε χάρι στο Γέροντα σου». Από τον τρόμο πού πήρε, ό Μοναχός Αρσένιος, δεν κατάλαβε πώς καί πότε έφτασε πίσω στην Καλύβα τους καί βρήκε το Γέροντα του να προσεύχεται με δάκρυα στα μάτια καί να παρακαλεί το Θεό. Του έβαλε μετάνοια καί έλαβε συγχώρεση. Όπως μας βεβαίωνε δε ό ίδιος, μέχρι πού πέθανε με πολύ φόβο και τρόμο περνούσε από το μέρος εκείνο. Αυτός δε έβαλε και στον κορμό του δέντρου το Σταυρό.
β) Άλλοτε πάλιν, Όλοι Γέρο – Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης μας διηγήθηκε πώς όταν ήταν νέος περνούσε με τον νυν πνευματικό Παπα – Διονύσιο, δόκιμο οντά τότε Θεοδόσιο, πήγαιναν για την ‘Αγιάννα, πολύ πρωί μπροστά από τη Σπηλιά είδε να κάθονται τρεις τράγοι, Όλοι ένας μεγάλος και δυο μικρότεροι, οί δυο αυτοί Μοναχοί, ξεκινώντας από την Καλύβα τους, είχαν το κομποσχοίνι στο χέρι και λέγανε τους χαιρετισμούς της Παναγίας. Οί τράγοι τους κοίταξαν με άγριο βλέμμα και δεν κινήθηκαν από τη θέση τους. Οί Μοναχοί έκαμαν το σταυρό τους μπροστά στο Προσκυνητάρι κι όταν έκαμαν λίγα βήματα πιο πέρα, οί τράγοι έγιναν άφαντοι, φανερό είναι πώς ήταν Δαίμονες σε σχήμα τράγων, οί όποιοι ασφαλώς θα είχαν πρόθεση να βλάψουν τους Μοναχούς, άλλ’ επειδή εκείνοι έλεγαν τους Χαιρετισμούς της Παναγίας, δεν τόλμησαν να τους κάνουν κακό.
γ) Άλλοτε, Όλοι Μοναχός Μελέτιος των Δανιηλαίων, διηγήθηκε στο Γέροντα Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, ότι μια μέρα μετέφερε από την Άγιάννα λεμόνια στον τορβά του, κι όταν περνούσε από τη Σπηλιά έγινε τέτοια σύγχυσι και ταραχή από τους Δαίμονες, πού από το φόβο του παραπάτησε έπεσε και χύθηκαν όλα τα λεμόνια, άλλα αυτός επειδή είχε στο χέρι το κομποσχοίνι κι έλεγε ακατάπαυστα την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησαν με» δεν τον πείραξαν άλλο οί Δαίμονες, οί όποιοι, καθώς ομολογούν εκεί οί Πατέρες δημιουργούσαν συνέχεια επεισόδια από την ακόλουθη αιτία:
δ) Στην αρχή της Σκήτης της λεγόμενης Μικρής Αγιάννας, επάνω στο λοφίσκο, υπάρχει μια ασκητική Καλύβα με εκκλησάκι, «Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ» σ’ αυτήν, πριν από πολλά χρόνια, ασκητικά διέπρεψε ό ξακουστός και περίφημος πνευμονικός Παπα – Σάββας, για τον όποιον λέγουν πώς ήταν σπουδαίος εργάτης της αρετής και διακριτικός Πνευματικός έξομολόγος. Σ’ αυτόν ξεμολογήθηκε ένας μάγος από τα χωριά της Χαλκιδικής, ο όποιος αφού ειλικρινά μετανόησε και αποφάσισε ν’ αλλάξει ζωή και να γίνει καλός και πιστός χριστιανός, παρέδινε στον Πνευματικό Παπα-Σάββα ένα μαγικό βιβλίο πού το λένε «Σολομωνική» με το οποίο έκανε τις διάφορες μαγείες και γοητείες. Ό Πνευματικός Παπα -Σάββας δε δέχθηκε να πάρει το βιβλίο αυτό, αλλά είπε στον μετανοήσαντα μάγο Ιλαρίωνα ότι το βιβλίο αυτό είναι δαιμονικό και θα πρέπει να το κάψει εκεί το βιβλίο αυτό. Μάζεψε φρύγανα και ξύλα, ε6αλε φωτιά και πέταξε το βιβλίο μέσα, καί όπως ομολόγησε ό ίδιος στον Πνευματικό και στους Πατέρες, από τις πολύχρωμες φλόγες πού καιγόταν το βιβλίο βγαίνανε άναρθρες φωνές καί φαινόταν σαν να κλαίγανε χιλιάδες παιδιά μικρά καί μεγάλα.
Από τότε άρχισαν στο σημείο αυτό οι δαιμονικές ενέργειες καί εξ αφορμής του γεγονότος αυτού, οι Πατέρες έκαμαν Αγιασμό με άγια Λείψανα καί έφτιαξαν το Προσκυνητάρι με το ακοίμητο σχεδόν καντήλι καί έτσι έπαψαν οι Σατανικές ενέργειες καί εξουδετερώθηκε ή δύναμη του εχθρού.