— anaxoriti
Ο Προηγούμενος Χριστόφορος, αδελφός της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας, περνώντας μια μέρα από το μέρος που λέγεται «ΒΕΛΛΑΣ» είδε στον δρόμο ένα μικρό και πολύ όμορφο γατάκι.
Επειδή το μέρος εκείνο είναι δασώδες και αρκετά μακριά από το Μοναστήρι, στην αρχή του φάνηκε πολύ περίεργο, πώς βρέθηκε εκεί το γατάκι;
Εκείνο μόλις είδε τον Προηγούμενο, άρχισε να φωνάζει, νιάου, νιάου και με διάφορα ναζιάρικα χάδια και σχήματα πλησίαζε και πήγε κοντά του.
Ο Προηγούμενος τότε έσκυψε, το πήρε στα χέρια του και άρχισε να παίζει μαζί του. Εκείνο παίζοντας, άλλοτε έβγανε τα νύχια του κι άλλοτε με τα δόντια δάγκανε και γκριτζιάνιζε τα χέρια του Προηγούμενου Χριστόφορου, παίζοντας μαζί του.
Σε μια στιγμή που τον δάγκανε, ο Προηγούμενος, πόνεσε και είπε στο γατάκι χαϊδευτικά: «βλέπω βρε, ότι έχεις δόντια και δαγκώνεις!»
Τότε απροσδόκητα και ξαφνικά φούσκωσε ο γάτος κι έγινε σαν μπαλόνι, και με πολύ άγρια φωνή, το φαινόμενο γατάκι είπε: «Έχω ρε! τί νόμισες πώς δεν έχω; Μάλιστα έχω κι άλλα πράγματα…» Κι άμα είπε αυτά έγινε άφαντο το γατάκι, που στο μεταξύ είχε γίνει γάταρος. Άφησε πολλή βρώμα και δυσοσμία και τον Προηγούμενο εμβρόντητο από το φόβο και τη φρίκη που πήρε. Και όπως μετά ομολόγησε ο ίδιος, σ’ όλη του τη ζωή δεν μπορούσε να ξεχάσει εκείνη την άγρια φωνή, που έβγαλε και από το άγριεμα των ματιών του, που του φάνηκε σαν να πέταγαν φωτιές. Ήτανε πολύ τρομερό το φαινόμενο.
Μ’ αυτό ο Σατανάς θέλησε να τρομάξει τον ιερομόναχο αυτόν και ασφαλώς θα ήθελε να του κάνει ίσως μεγάλο κακό, αλλά δεν είχε περισσότερη εξουσία από το Θεό για να βλάψει πιο πολύ τον άνθρωπο, διότι ο Σατανάς δεν έχει διάθεση ούτε θέλει να παίξει με τον άνθρωπο, ήθελε να του κάνει μεγάλη ζημιά, όπως κατά καιρούς είχε κάνει σε άλλους, αλλά σ’ αυτόν δεν είχε την άδεια να κάνει περισσότερο κακό.
Γι’ αυτό να παρακαλούμε τον Πανάγαθο Θεό, να μας φυλάει από τέτοια παιχνίδια με τον Διάβολο, αλλά πρέπει κι εμείς να φυλαγόμαστε και να μην κάνουμε πονηρά έργα, που δίνουν την άδεια στον Σατανά να μας πειράζει.
Παρόμοιο απατηλό φαινόμενο του σατανά
Ο Κλητήρας του Πολιτικού Διοικητού του Αγίου Όρους, Μπούζας γνωστός με το όνομα «Μπαρμπαγιώργης» πήγαινε σε αποστολή από τις Καρυές στην ιερά Μονή Φιλόθεου.
Στην τοποθεσία που κατηφορίζει ο δρόμος και πηγαίνει για την Σκήτη της Ιεράς Μονής των Ιβήρων, εκεί ακριβώς που είναι πολλές «δρεις» δένδρα και ο δρόμος είναι καλντερίμι. Στο σημείο αυτό ο Μπαρμπαγιώργης, καβάλα στο μουλάρι, βλέπει στον δρόμο ένα ωραίο σκυλάκι, το οποίο ακολουθούσε το μουλάρι αρκετό διάστημα και πήγαινε πότε μπρος και άλλοτε πίσω από το μουλάρι.
Ο Μπούζας επειδή του άρεσε, γιατί ήταν ομορφούτσικο, άρχισε να το καλεί και να του φωνάζει, όπως συνήθως λέμε στα σκυλιά «κούτσι, κούτσι κλπ.». Τότε εκείνο σε μια ευκαιρία που το έδαφος ήταν επικλινές, με ένα πήδημα βρέθηκε πάνω στο μουλάρι, στην αγκαλιά του Μπούζα.
Εκείνος χάρηκε κι άρχισε να το χαϊδεύει, κι όσο αυτός το χάιδευε
τόσο εκείνο σήκωνε την ουρά του και τον κοίταζε στα μάτια χαρούμενο.
Σε μια στιγμή, εκεί που το χάιδευε ο μαρμπαγιώργης, σαν κοσμικός που ήταν, είπε στο σκυλάκι: «Βρε συ, το ξέρεις πώς είσαι όμορφο,
μπα τί βλέπω, έχει και μπαμπαλάκια αρχίδια —».
Τότε το φαινόμενο σκυλάκι, γύρισε και με ανθρώπινη φωνή είπε στον μπαρμπαγιώργη: «Έχω ρε Μπούζα, τί νόμιζες πώς δεν έχω;»
Ο Μπαρμπαγιώργης με τα χέρια του το πέταξε κάτω κι εκείνο μεν έγινε άφαντο, αλλά ο Μπούζας βρέθηκε στον δρόμο κατασακατεμένος από τα χτυπήματα, διότι αφήνιασε το μουλάρι και τον πέταξε κάτω και άλλοι περαστικοί βρήκαν τον Μπαρμπαγιώργη σε κακά χάλια.
Και στην περίπτωση αυτή, όπως και στην προηγούμενη, ο Δαίμονας θέλησε να κάνει κακό και να σκοτώσει τον άνθρωπο, αλλά δεν είχε εξουσία από τον πανάγαθο Θεό, διότι όπως λέγανε εκείνοι που γνώρισαν και έζησαν από κοντά τον Μπαρμπαγιώργη, πως δεν ήταν κακός άνθρωπος. Αλλά ο Θεός θέλησε με την δοκιμασία αυτή να τον κάνει να γίνει περισσότερο καλός, πράγμα που ζητεί και θέλει από όλους τους ανθρώπους να γίνουμε όλοι καλύτεροι από ό,τι είμαστε.