Ο ΙΟΒΙΝΙΑΝΟΣ
Ο ΙΟΒΙΝΙΑΝΟΣ
π. Γεωργίου Φλορόφσκυ
Η γνώση μας για τον Ιοβινιανό προέρχεται πρωτίστως από τον Αγ. Ιερώνυμο. Εκτός αυτού, έχουμε πληροφορίες γι’ αυτόν από τον Αγ. Αυγουστίνο και από τις συνόδους στις οποίες οι ιδέες του καταδικάστηκαν. Ο περίφημος Ιουδαίος προσήλυτος David Mendel, που ονομάστηκε Neander (1789-1850) κατά τη μεταστροφή του στον Προτεσταντισμό, συνέκρινε τον Ιοβινιανό με το Λούθηρο γιατί και οι δύο αντέδρασαν στον ασκητισμό από την προσωπική τους εμπειρία μέσα στο μοναχισμό. Το έργο του Ιερωνύμου Adversus Jovinianum («Κατά Ιοβινιανόν») είναι το εκτενέστερο από τα πολεμικά του έργα και από πολλές απόψεις το καλύτερο έργο του, παρ’όλο που κι αυτό έχει την τυπική δηκτική γλώσσα και τη βίαιη εξύβριση που είναι τόσο χαρακτηριστική τού Αγ. Ιερωνύμου -αναφέρει το έργο του Ιοβινιανού ως εμετό και ονομάζει τον Ιοβινιανό δούλο της διαφθοράς, βάρβαρο συγγραφέα, και Χριστιανό Επικούρειο, ο οποίος αγαπά περισσότερο τη γη από τον ουρανό, την κακία από την αρετή, την κοιλιά του από το Χριστό. Ο Αγ. Ιερώνυμος τον επιτιμά γιατί άρχισε να ντύνεται πιο κομψά. Το βιβλίο επίσης είναι πολύ μέτριο στον όλο χειρισμό του θέματος. Εκείνο που το κάνει να είναι το καλύτερο έργο του είναι το γεγονός ότι χρησιμοποιεί σ’ αυτό τους εθνικούς κλασσικούς. Ο Αγ. Αυγουστίνος είναι πολύ πιο επιεικής -ίσως πιο αντικειμενικός-γιατί η κυριότερη του κριτική για τον Ιοβινιανό ως άτομο είναι ότι παρέσυρε πολλές Ρωμαίες μοναχές να παντρευθούν. Το έργο τού Ιερωνύμου Adversus Jovinianum απέχει από του να είναι άψογο. Συχνά, όταν έχει ένα ουσιαστικό επιχείρημα από την Αγία Γραφή, το υπερτονίζει, το μεγαλοποιεί. Άλλες φορές, η εξήγησή του είναι λιγότερο επιτυχής.
Φαίνεται ότι ο Ιοβινιανός έγραψε ένα βιβλίο, ίσως προ του 390, ενώ βρισκόταν στη Ρώμη, εναντίον του μοναχισμού. Το έργο δεν υπάρχει πια. Ο Ιοβινιανός ήταν μοναχός, και πιθανώτατα παρέμεινε μοναχός ως το θάνατο του, αν και με μια μάλλον ανορθόδοξη και ελεύθερη διάθεση. Ήδη το 390 αυτός – μαζί με οκτώ συντρόφους του- καταδικάστηκε από μια σύνοδο στη Ρώμη με πρόεδρο τον Πάπα Σιρίκιο, ο οποίος αντετίθετο με ζήλο στο γάμο των κληρικών και ήταν επίσης προσεκτικός για τις ακρότητες του μοναχισμού. Ο Ιοβινιανός τότε πήγε στο Μεδιόλανο (Μιλάνο) όπου συναντήθηκε με τον Αγ. Αμβρόσιο. Μπορεί να φαίνεται ότι έκανε μια ανόητη κίνηση ο Ιοβινιανός , γιατί ο Αγ. Αμβρόσιος ήταν ένας πιστός υποστηρικτής του ασκητισμού και της παρθενίας. Αλλά υπήρχαν στο Μεδιόλανο δυο μοναχοί, ο Sarmatio και ο Barbatian, οι οποίοι είχαν παρόμοιες απόψεις με εκείνες του Ιοβινιανού. Υπάρχει ακόμα η πιθανότητα ότι ο Ιοβινιανός υπολόγιζε στα νέα γεγονότα τα σχετικά με τον Ευγένιο.
Ο Ευγένιος ήταν καθηγητής της ρητορικής στη Ρώμη, και αργότερα πήρε μια θέση στην κυβέρνηση τού Ουαλεντινιανού. Με το θάνατο τού Ουαλεντινιανού, τα στρατεύματα τού Arbogasi ανακήρυξαν τον Ευγένιο νέο Αύγουστο. Αμέσως ο Ευγένιος έστειλε αγγελιαφόρους στο Θεοδόσιο που τον πληροφόρησαν για την ανακήρυξή του και επίσης τόνισαν ότι ο Arbogasi δεν ευθύνονταν για το θάνατο τού Ουαλεντινιανού. Ο Ευγένιος ταυτόχρονα επικοινώνησε με τον Άγ. Αμβρόσιο, τον οποίο γνώριζε, άλλα ο Άγ. Αμβρόσιος αρνήθηκε να απαντήσει. Ο Ευγένιος, ο «νέος Αύγουστος», ήταν Χριστιανός, Ρωμαίος στην καταγωγή. Ο Ευγένιος ζήτησε επίσης την υποστήριξη των επισκόπων της Γαλατίας. Ο Ευγένιος, αν και είχε ανακηρυχθεί Αύγουστος από τα στρατεύματα του, είχε ακόμα ανάγκη από την αναγνώριση του Θεοδοσίου. Αλλά ο Θεοδόσιος ανακήρυξε ως Αύγουστο της Ιταλίας τον ενιάχρονο γυιό του Ονώριο στις αρχές του 393. Ο Ευγένιος, ο οποίος διεκδικούσε ως δική του την Ιταλία, διέκοψε φανερά τις σχέσεις του με τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο. Εκείνον ακριβώς τον καιρό ο Αγ. Αμβρόσιος ήταν απασχολημένος με την Τρίτη Σύνοδο του Μεδιολάνου.
Στα τέλη του 392 ο Πάπας Σιρίκιος είχε στείλει τρεις Ρωμαίους Ιερείς στον Άγ. Αμβρόσιο στο Μεδιόλανο να τον πληροφορήσουν (Patrologia Latina 13,1171) ότι ο Ιοβινιανός και οκτώ σύντροφοι του είχαν καταδικαστεί ως αιρετικοί. Ο Ιοβινιανός αναφέρεται ως «ψευδο-μοναχός», που δίδασκε ότι η ισότητα τού βαπτίσματος έδινε ίση «άξια» σε όλους τους βαπτισμένους, ότι η νηστεία ή το φαγοπότι ήταν ένα θέμα τελείως αδιάφορο. Μια τέτοια διδασκαλία, φυσικά, ήταν ανοιχτός πόλεμος εναντίον κάθε ασκητισμού.
Ο Άγ. Αμβρόσιος δίνει μερικές λεπτομέρειες για την καταδίκη του Ιοβινιανού στο Μεδιόλανο (Patrologia Latina 16,1125). «Πόσο μεγάλη είναι η παραφροσύνη των θλιβερών υλακών τους, ώστε τα ίδια πρόσωπα να λένε ότι ο Χριστός δεν μπορούσε να γεννηθεί από Παρθένο, και όμως να ισχυρίζονται ότι οι γυναίκες, αφού γεννήσουν σύμφωνα με τους ανθρώπινους όρους, παραμένουν παρθένες; Δίνει ο Χριστός στους άλλους ο,τι -όπως αυτοί ισχυρίζονται- δεν θα μπορούσε να δώσει στον εαυτό του; Αλλά αυτός, αν και ανέλαβε τη σάρκα μας, αν και έγινε άνθρωπος για να μπορέσει να λυτρώσει τον άνθρωπο και να τον ανακαλέσει από το θάνατο, ακόμα, επειδή ήταν Θεός, ήρθε πάνω στη γη μ’ έναν ασυνήθιστο τρόπο, ώστε, όπως αυτός είπε: Ιδού, καινά ποιώ πάντα” (Αποκ. 21,5), έτσι επίσης μπόρεσε να γεννηθεί από μιαν άσπιλη Παρθένο, και να πιστευθεί ότι είναι, όπως γράφτηκε (στην Παλιά Διαθήκη), ‘ο Θεός μεθ’ ημών’. Αλλά αυτοί από τους δικούς τους διεφθαρμένους τρόπους παρακινήθηκαν να λένε, ήταν παρθένος όταν συνέλαβε, αλλά δεν ήταν παρθένος όταν γέννησε. Θα μπορούσε, λοιπόν, να συλλάβει ως παρθένος, και δεν θα μπορούσε να γεννήσει ως παρθένος, αφού η σύλληψη προηγείται πάντα και η γέννηση ακολουθεί;».
«Αλλά τι είναι αυτή η ‘πύλη του ιερού’, εκείνη η εξωτερική πύλη που κοιτάζει προς Ανατολάς, που παραμένει κλειστή και κανένας άνθρωπος, λέγεται, δεν θα την περάσει παρά μόνο ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ; Δεν είναι η Μαρία αυτή η πύλη, δια της οποίας ο Σωτήρας εισήλθε στον κόσμο; Αυτή είναι η πύλη της δικαιοσύνης, όπως είπε ο ίδιος. Είναι πρέπον σε μας να πληρώσουμε κάθε δικαιοσύνη (Ματθ. 3,15). Η Ευλογημένη Μαρία είναι η πύλη για την οποία γράφτηκε ότι ο Κύριος διήλθε δι’ αυτής, γι’ αυτό αυτή πρέπει να κλειστεί μετά τη γέννηση, γιατί αυτή και συνέλαβε και γέννησε ως παρθένος».
Το άμεσο αποτέλεσμα της διδασκαλίας τού Ιοβινιανού ήταν η αποσκίρτηση των μοναχών, ανδρών και γυναικών, στη Ρώμη, oι οποίοι αποκήρυξαν τους όρκους τους και παντρεύτηκαν, κατά παρόμοιο τρόπο με ο,τι έγινε στη Βιττεμβέργη κάτω από την επίδραση του Carlstadt και ενώ ο Λούθηρος εκρατείτο κάτω από την προστατευτική φρουρά του Φρειδερίκου. Ο Λούθηρος, όταν πρωτοάκουσε ότι οι μοναχοί και οι μοναχές αποκήρυτταν τους όρκους τους, στενοχωρήθηκε. Αμέσως τότε μελέτησε την Αγία Γραφή και έβγαλε το συμπέρασμα ότι τέτοιοι όρκοι δεν ήταν Βιβλικοί και γι’ αυτό ενέκρινε την αποκήρυξη των όρκων. Η πρώτη του, όμως, αντίδραση ήταν ενδιαφέρουσα. Ήταν αυτή η αποκήρυξη των όρκων που στενοχώρησε τον Άγ. Αυγουστίνο. Στο βιβλίο του De Haeresibus (82) ο Άγ. Αυγουστίνος γράφει: «iia ui quaedam virgincs sacrae proveciac jam aetatis in urbe Roma ubi haec docchai co audiio nupissc dicaniur»10. Ο Άγ. Αυγουστίνος γράφει κατά παρόμοιο τρόπο στο βιβλίο Retract at innes (2,48): «tanium valuit in urbe Romana u( nonnullas eiiam san ciimonialcs de quarum impudkitia suspick) nulla praecesserai. deiecissc in nupiias dicereiur. hoc maxime argumenio cum eas arguerei dicens: Tu ergo melior quam Sarra. melior quam Susanna sivc Anna? …. Hoc modo eiiam vizorum sanciorum sanctum caclibatum commcmoraiionc patrum coniugaiorum el comparaiione frangcbat»11.
Ο Αγ. Αμβρόσιος ενδιαφέρονταν, πράγματι, πολύ για τους όρκους του Ιοβινιανού. Παρά το γεγονός ότι ο Πάπας Σιρίκιος έστειλε κοινοποίηση τού αφορισμού του Ιοβινιανού και των οκτώ συντρόφων του, ο Άγ. Αμβρόσιος θεώρησε το θέμα αρκετά σοβαρό για να συγκαλέσει τη δική του σύνοδο. Ήθελε, προφανώς, να σταματήσει την εξάπλωση τέτοιων διδασκαλιών στο Μεδιόλανο. Οι επίσκοποι που συμμετείχαν σ’ αυτή τη σύνοδο ήταν: ο Sabinus της Piacenza, ο Bassianus τού Lodi, ο Eventius της Pavia, ο Maximus της Aemona, ο Felix του Como, ο Theodore του Octodurum, ο Constantius της Claicrna, ο Geminian της Modena, και ο Eustratius της Tortona.
Στη Ρώμη, εν τούτοις, η ειδωλολατρία ακόμα επέμενε. Πολλές ισχυρές οικογένειες ήταν εχθρικές προς την Κωνσταντινούπολη, μη ξεχνώντας ποτέ την αποσκίρτηση τού Μεγάλου Κωνσταντίνου από την πόλη της Ρώμης και την ίδρυση της «Νέας Ρώμης» στην πόλη τού Βυζαντίου. Αυτοί oι Ρωμαίοι δυσανασχετούσαν για τους νόμους που προέρχονταν από την Ανατολή. Η εχθρότητά τους μεγάλωσε με τα διατάγματα τού Θεοδοσίου που καθιστούσαν το Χριστιανισμό τη μόνη νόμιμη θρησκεία της αυτοκρατορίας. Ταράχτηκαν ιδιαίτερα από το διάταγμα του Θεοδοσίου στις 8 Νοεμβρίου του 392, το οποίο απαγόρευε κάθε μορφή ιδιωτικής ειδωλολατρικής λατρείας. Στο όνομα της αιωνίας πόλεως Ρώμης, η Ρωμαϊκή σύγκλητος αναγνώρισε τον Ευγένιο ως Αύγουστο. Η Ρωμαϊκή σύγκλητος έστειλε πρεσβεία στον Ευγένιο να τον πληροφορήσει για την απόφασή της και για να ζητήσει την ακύρωση των διαταγμάτων του Γρατιανού. Ο Ευγένιος δεν απάντησε. Μια δεύτερη αίτηση υποβλήθηκε. Και πάλι αυτός δεν προέβη σε καμιά ενέργεια. Έγραψε, μάλλον, στον Αγ. Αμβρόσιο για δεύτερη φορά. Όταν τελικά πιέστηκε να πει το λόγο για τη σιωπή του, ο Αγ. Αμβρόσιος απάντησε ότι αυτός φοβόταν ότι oι ειδωλολάτρες θα υπερίσχυαν τού νέου Αύγουστου. Τελικά ο Ευγένιος απέδωσε τις δημευμένες περιουσίες των ειδωλολατρικών ναών αλλά όχι στους ιερείς από τους οποίους τις είχαν πάρει. Τις έδωσε, μάλλον, στούς συγκλητικούς που τις είχαν ζητήσει, και τις έδωσε ως δώρα στους «άξιους πολίτες» ούτως ώστε η κυβέρνηση να μην μπορούσε να ενοχοποιηθεί. Απένειμε επίσης δώρα στους επισκόπους. Επιπλέον, ο Ευγένιος διέταξε την αποκατάσταση τού Βωμού της Νίκης. Ο Ευγένιος, μαζί με τον Arbogasi. διέσχισε τις Άλπεις το καλοκαίρι τού 393, κι έφθασε στο Μεδιόλανο τον Αύγουστο. Ο Αγ. Αμβρόσιος προτίμησε να φύγει σε εθελοντική εξορία παρά να συναντήσει αυτούς τους νέους κυρίους, μια εξορία που κράτησε πάνω από ένα χρόνο. Ήταν ίσως αυτό πάνω στο οποίο βασίζονταν ο Ιοβινιανός όταν έφυγε από τη Ρώμη για το Μεδιόλανο. Ο,τι είχε κάνει ο Αγ. Αμβρόσιος με το Θεοδόσιο, το ίδιο έκανε τώρα με τον Ευγένιο. Τού έστειλε μια επιστολή και εξηγούσε γιατί έφυγε από την πόλη. Δεν έφυγε από φόβο. Έφυγε για να δηλώσει την πλήρη αποδοκιμασία του για την «Ιεροσυλία» που διαπράχθηκε από τον Ευγένιο όταν παραχώρησε με νόμο στους ειδωλολάτρες ό,τι τού ζήτησαν. «Δεν φοβούμαι να σας πω, αυτοκράτορες, τι θεωρώ καλύτερο. Συνεπώς, όπως ακριβώς δεν σώπασα με τους άλλους αυτοκράτορες, έτσι δεν θα σωπάσω και με σένα, φιλανθρωπότατε Αυτοκράτορα … Ακόμα κι αν η δύναμη ενός αυτοκράτορα είναι μεγάλη, θυμήσου, αυτοκράτορα, πόσο μεγάλος είναι ο Θεός. Αυτός βλέπει τις καρδιές όλων. Διερευνά τα βάθη της συνειδήσεως. Γνωρίζει τα πάντα πριν ακόμα να συμβούν: γνωρίζει τα μυστικά της καρδιάς σας». Η εθελοντική εξορία τού Άγ. Αμβροσίου και το θαρραλέο γράμμα του στον Ευγένιο ήταν στην ουσία ένας υπονοούμενος αφορισμός. Ο Αγ. Αμβρόσιος δεν ζήτησε μετάνοια, όπως έκανε με το Θεοδόσιο, όταν ο τελευταίος είχε φονεύσει τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Ο προφανής λόγος ήταν ότι ο Άγιος Αμβρόσιος κατάλαβε ότι ο Ευγένιος είχε ταυτιστεί με την ειδωλολατρική μερίδα. Ο Ιοβινιανός προφανώς νόμισε ότι θα μπορούσε να δράσει πιο εύκολα μέσα στην ατμόσφαιρα που δημιούργησε ο Ευγένιος.
Ο Άγ. Αμβρόσιος αποδείχτηκε ότι είχε δίκιο. Η Εκκλησία αρνήθηκε να δεχθεί τα δώρα που της πρόσφερε ο Ευγένιος. Με τη σειρά του, ο Ευγένιος επέτρεψε στους ειδωλολάτρες να αποκατασταθούν πλήρως στη Ρώμη και σ’ ολόκληρη την Ιταλία με την αρχηγία τού Νικόμαχου Φλαβιανού. Το 1938 ανακαλύφθηκε μια επιγραφή στην Όστια που χρονολογείται στα 393/394 και μνημονεύει την αποκατάσταση ενός ναού τού Ηρακλέους. Οι ειδωλολατρικοί ναοί άνοιξαν πάλι. Η προσφορά θυσιών ξανάρχισε. Το χειμώνα του 393/394 οι λησμονημένες γιορτές αποκαταστάθηκαν. Τον Μάρτιο έγινε η περιφορά της Ίσιδος. Τον Απρίλιο έγιναν οι Μεγαλενσιανικοί αγώνες προς τιμήν της Κυβέλης. Από τις 28 Απριλίου ως τις 6 Μαΐου δόθηκαν οι απαίσιες παραστάσεις των Ludi Morales. Και τέλος ήρθε η τελική ανατροπή – όλες οι τιμητικές θέσεις στο κράτος δόθηκαν μόνο σε ειδωλολάτρες.
Από τη μια μεριά υπήρχε η αποστασία των μοναχών, ανδρών και γυναικών, κάτω από την επίδραση του Ιοβινιανού˙ από την άλλη μεριά, υπήρχε η αποστασία πολλών προς την ειδωλολατρία. Μεγάλη λύπη δοκίμασε η Εκκλησία, στο Μιλάνο και στη Ρώμη. Ο Άγ. Αμβρόσιος συνέχισε να γράφει ατούς κληρικούς του και να τους παροτρύνει να παραμείνουν πιστοί και νομοταγείς στον Κύριο τους Ιησού Χριστό, στη Χριστιανική τους πίστη.
[…]
Στο βιβλίο του Adversus Jovinianum ο Άγ. Ιερώνυμος εξετάζει «τέσσερες προτάσεις» του Ιοβινιανού (Patrologia Latino 23,214). «(Ο Ιοβινιανός) λέγει ότι “παρθένες, χήρες και έγγαμες γυναίκες, που έχουν κάποτε περάσει δια του νιπτήρος του Χριστού, αν είναι ίσες από άλλες απόψεις, είναι ίσης αξίας”. (Ο Ιοβινιανός ) προσπαθεί να δείξει ότι αυτοί οι οποίοι , με την πλήρη βεβαίωση της πίστεως, έχουν αναγεννηθεί στο βάπτισμα, δεν μπορούν να ανατραπούν από το διάβολο. Η τρίτη πρόταση του είναι ότι δεν υπάρχει καμιά διαφορά ανάμεσα στην αποχή από την τροφή και την λήψη της με ευχαριστία. Η τέταρτη και τελευταία (πρόταση του) είναι ότι υπάρχει μία ανταμοιβή στη βασιλεία των ουρανών για όλους εκείνους που έχουν κρατήσει τον όρκο που έδωσαν στο βάπτισμα». Από τον Άγ. Αμβρόσιο και τον Άγ. Αυγουστίνο γίνεται φανερό ότι ο Ιοβινιανός είχε μια πέμπτη θέση: ότι η Μαρία συνέλαβε παρθενικώς αλλά έχασε την παρθενία με τη γέννηση (Άγ. Αμβροσίου, Eristula 42,4-7 στήν Patrologia Latina 16,1125· Άγ. Αυγουστίνου, De Nuptiis et Concupis-centia 2,15- Contra duas Epistutas Pelagianorum 1,4- Contra Julianum 1,4· και De Haeresibus 82).
10. «ούτως ώστε κάποιες Ιερές παρθένες προχωρημένης ήδη ηλικίας στην πόλη της Ρώμης, όπου αυτά διδάσκονταν, δέχονταν αμέσως να παντρευθούν». (Σ.τ.Μ.)
11. «Τόση δύναμη είχε (αυτός) στην πόλη της Ρώμης ώστε μερικές μάλιστα παρθένες για τις οποίες δεν υπήρχε πριν καμιά υποψία για ασέλγεια, λέγεται ότι εκτρέπονταν σε γάμους, πείθοντάς τες μ’ αυτό το μέγιστο επιχείρημα: Συ, λοιπόν, είσαι καλύτερη από τη Σάρρα. καλύτερη από τη Σουσάννα ή την Άννα; Και μ’ αυτόν τον τρόπο, δηλαδή με την υπόμνηση και τη σύγκριση έγγαμων πατέρων, κατέλυε την ιερή αγαμία αγίων ανδρών·. (Σ.τ.Μ.)
Από το βιβλίο: ΟΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ
Μετάφραση: Παναγιώτη Πάλλη- Εκδόσεις: Π.ΠΟΥΡΝΑΡΑ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1992
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον www.egolpion.com
Read more: http://www.egolpion.com/iovinianos.el.aspx#ixzz2rQJ25xay