Γέροντας Λαυρέντιος Σόβρε ἤ ἕνα ὡραῖο μάθημα περί ταπεινοφροσύνης.
— anaxoriti
Ο γέροντας(Λαυρέντιος) επιθυμούσε την ταπεινοφροσύνη με όλη του την ψυχή και επιθυμούσε να τη δει ανθίζοντας και στις καρδιές των υποτακτικών του. Θυμάμαι μια φορά που πήγα στο κελί του και χτύπησα την πόρτα:
• Ποιος είναι;
• Ο π. Μύρων
• Ποιος Μύρων;
Έαν δεν πρόσθετες και τη λέξη ο ¨αμαρτωλός¨ δύσκολα ανοίγε. Το έκανε για να καταλάβω την πραγματική κατάσταση της ψυχής μου.
Αφού έμπαινα πρώτα ταπεινωνόταν ο γέροντας ζητώντας μου να τον ευλογήσω.
• Ευλογείτε π Μύρωνα. Είμαι γεμάτος τεμπελιά. Εσύ είσαι τεμπέλης;
• Είμαι γέροντα
• Δε νομίζω. Εγώ πιστεύω ότι είσαι λίγο.
• Όχι γέροντα, είμαι πολύ τεμπέλης.
• Παιδί μου, να θυμάσαι ότι αυτός που ταπεινώνεται βρίσκει παντού ανάπαυση.
Αυτή η συνήθεια του να θεωρεί τον εαυτό του τεμπέλη, αμαρτωλό κ.α. και να μου ζητάει να τον ευλογήσω, πράγμα που δεν μου ανήκει, μου έδινε να καταλάβω ότι ο γέροντας έψαχνε με οποιοδήποτε τρόπο να μάθουμε ότι ο μόνος δρόμος να γνωρίσουμε πραγματικά τον εαυτό μας είναι να αναγνωρίσουμε με ειλικρίνεια τις αδυναμίες μας.
Έλεγε ο γέροντας: ¨ Η ταπεινοφροσύνη καίει το διάβολο¨.
Όταν εμείς μαλώναμε με κάποιον μας έλεγε:¨ Πείτε μόνο: Συγχώρεσέ με. Τίποτα περισσότερο. Μη προσπαθείτε να αθωωθείτε.Να λέτε μόνο: ¨ Έκανα λάθος,συγχώρεσέ με¨.Ότι περισσότερο ειπωθεί είναι από το διάβολο. Ο γέροντας είχε καταλάβει ότι το να προσπαθείς ν’ αυτοδικαιωθείς προδίδει ότι έχεις στην ψυχή σου κάποιους λογισμούς καλής γνώμης για το εαυτό σου, τους οποίους ονόμαζε υψώσεις του νου και έτσι προσπαθούσε να μας κάνει να καταλάβουμε ότι πρέπει να επωμισθούμε όλες τις κατηγορίες, για να έχουμε ειρήνη στην ψυχή μας, αλλά και να υπάρχει ειρήνη μεταξύ ημών και εκείνου που μας κατηγόρησε. Ο γέροντας όχι μόνο μας έδινε συμβουλές πώς να γίνουμε ταπεινοί, αλλά έψαχνε να βρει σε κάθε συζήτηση εάν εμείς αφομοιώσαμε τις συμβουλές του. Θυμάμαι μια φορά με ρώτησε.
• Είσαι άξιος να κοινωνήσεις;
• Όχι και πολύ.
• Δε λέμε όχι και πολύ, αλλά δεν είμαι άξιος ό,τι και να κάνω.
Ο γέροντας ήταν πολύ προσεχτικός στο τι λέγαμε. Ζύγιζε τα λόγια μας για να δει προς τα πού κλίνει ο λόγος μας προς τον αυτοεγκωμιασμό ή προς το να μέμφουμε τον εαυτό μας. Μια άλλη φορά που ήταν στην εκκλησία με άκουσε να ψάλω δυνατά και μου είπε: ¨Παιδί μου, παρά να ψάλλεις με υπερηφάνεια, καλύτερα να μη ψάλεις καθόλου».
Αλλά και τους λαϊκούς που ερχόταν στο μοναστήρι τους δοκίμαζε για να δει εάν έχουν ταπεινό λογισμό, ο οποίος είναι η αρχή της μετάνοιας. Όταν ερχόταν κάποιος εγκωμίαζε: « Θα θέλατε να γίνετε δήμαρχος; Έχετε και το παρουσιαστικό και την πείρα» Ο γέροντας ήξερε ότι μια από τις επιθυμίες του σύγχρονου ανθρώπου είναι τα υψηλά αξιώματα, για να έχει δύναμη και χρήματα. Θυμάμαι είχε έρθει κάποιος και ο γέροντας του είπε.
• Α, ο κύριος Δήμαρχος
• Δεν είμαι δήμαρχος πάτερ …
• Αλλά θα ήθελες να είσαι. Ξέρεις έχεις το παρουσιαστικό και την πείρα.
• Θα ήθελα…
• Βρε, δε σε σώζει το αξίωμα. Όσο πιο μεγάλο αξίωμα τόσο πιο μεγάλος κίνδυνος μπροστά στο Θεό να κάνεις λάθος. Ευχαρίστησε το Θεό για ότι έχεις και λέγε: «Γεννηθήτω το θέλημά Σου»
Πράγματι, πολλοί από υπερηφάνεια έβλεπαν τον εαυτό τους άξιο για μεγάλα αξιώματα και ο γέροντας Λαυρέντιος τους μάθαινε την ταπείνωση.
Άλλες φορές δοκίμαζε εμάς τους μοναχούς, λέγοντάς μας:
«Ο π. Μύρων όταν προσεύχεται βλέπω από εδώ να βγαίνει από το κελί του μια στήλη φωτιάς προς τον ουρανό και λέω μέσα μου: Ω προσεύχεται ο π. Μύρων. Πάτερ είστε γεμάτος αρετές, δώστε μου κι εμένα».
Εμείς, εάν δε γνωρίζαμε το σκοπό του θα λέγαμε ότι είναι κάποιες κοινοτοπίες, αλλά ο γέροντας το έκανε για να δει εάν θεωρούμε την επιτίμηση ως έπαινο και τον έπαινο ως επιτίμηση.
Στη μοναχική μου κουρά μου είπε:
«Κάποτε ένας αδελφός διάβασε στις Πράξεις των Αποστόλων ότι ο άνθρωπος πρέπει να είναι νεκρός για τον κόσμο και δεν το καταλάβαινε. Τότε πήγε στο Μ. Αντώνιο και τον ρώτησε. Ο Άγιος έστειλε τον αδελφό σ’ ένα κοιμητήριο για να εγκωμιάζει τους νεκρούς από το πρωί έως το βράδυ και έπειτα του είπε να γυρίσει στο κελί του. Ο αδελφός το έκανε. Τη δεύτερη ημέρα ο Μ. Αντώνιος τον έστειλε να επιπλήξει τους νεκρούς. Κάνοντας το κι αυτό ο δόκιμος επέστρεψε στο κελί του και ο Άγιος του είπε: «Όταν εγκωμίασες τους νεκρούς σου απάντησαν; Όχι. Κι όταν τους επέπληξες;
Ο αδελφός του απάντησε πάλι όχι. Έτσι να είσαι κι εσύ σαν τους νεκρούς. Όταν σ’ εγκωμιάζει κάποιος να μην περηφανεύεσαι και όταν σ’ επιπλήττει να μην ταράσσεσαι. Τότε θα είσαι νεκρός για τον κόσμο.