Ναυπάκτου Ιερόθεος “Ορθόδοξη Θεολογία και Επιστήμες”
Την εβδομάδα της Διακαινησίμου (26-30 Απριλίου 2011) πραγματοποιήθηκε στην Βουλγαρία ένα σημαντικό Διεθνές Συνέδριο με θέμα «Ορθόδοξη Θεολογία και Επιστήμες», στο οποίο κλήθηκα να παραστώ και να εισηγηθώ δύο επί μέρους θέματα, κατά την επίσημη έναρξη που έγινε στο Κρατικό Πανεπιστήριο της Σόφιας «Άγιος Κλήμης Οχρίδος».
Εκτός από την επίσημη έναρξη που έγινε στην Σόφια, το Συνέδριο συνέχισε τις εργασίες του στο Συνεδριακό Κέντρο του Ιδρύματος «Minu Balkanski» στην Oryahovitza πλησίον της Stara Zagora Βουλγαρίας.
Αποδέχθηκα την πρόσκληση, παρά το βαρύ πρόγραμμα των ημερών, διότι από την θεματολογία και τους εισηγητές διεπίστωσα ότι πρόκειται για ένα σοβαρό συνέδριο, που επρόκειτο να παίξη σημαντικό ρόλο στην χώρα, αφού μάλιστα είναι το πρώτο Διεθνές Συνέδριο αυτού του είδους που γίνεται στην Βουλγαρία.
Το Συνέδριο διοργανώθηκε από την Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σόφιας, «ο Άγιος Κλήμης Οχρίδος», σε συνεργασία με το Ίδρυμα της Τεχνολογίας και του Νεωτερισμού του Πανεπιστημίου της Νότιας Δανίας, Odense, και το Ίδρυμα «Minu Balkanski» στην Oryahovitza Βουλγαρίας.
Η διοργάνωση καταστάθηκε δυνατή χάριν της επιδοτήσεως από το Ίδρυμα «John Templeton Foundation» στις ΗΠΑ, με την βοήθεια του «Communitas Foundation» και του Δήμου της Σόφιας στην Βουλγαρία.
Ο σκοπός του Συνεδρίου, όπως καταγράφηκε από τους διοργανωτές, ήταν «να δημιουργήση ένα φόρουμ (χώρο συνδιάσκεψης) που θα περιλαμβάνη διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους για συζήτηση συγχρόνων θεμάτων στο όριο μεταξύ της θεολογίας και της επιστήμης. Η επικέντρωση στην ορθόδοξη θεολογία αποβλέπει στην έκφραση και επιβεβαίωση τόσο του οικουμενικού χαρακτήρα των διοράσεών της για την ανθρωπότητα όσο και της μοναδικότητας της συγκεκριμένης χριστολογικής αντιλήψεως που έχει για την δυναμική σχέση μεταξύ του Θεού, του ανθρώπου και του κόσμου».
Το συνέδριο είναι το πρώτο αυτού του είδους στην Βουλγαρία και ασχολήθηκε με μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων σχετικά με μερικούς κλάδους της επιστήμης, π.χ. την φυσική, τον τεχνικό νεωτερισμό, την ιατρική, την φιλοσοφία, την κοινωνιολογία και την ψυχολογία σε σχέση με την ορθόδοξη θεολογία.
Όπως προαναφέρθηκε η πρώτη επίσημη έναρξη του Συνεδρίου έγινε την 26η Απριλίου στην αίθουσα 1 της ολομελείας του Πανεπιστημίου της Σόφιας «ο Άγιος Κλήμης Οχρίδος». Εισαγωγικά ομίλησαν οι δρ. Pavel Pavlov, δρ. Soyan Tanev και δρ. π. Γεώργιος Δράγας, οι οποίοι και ενημέρωσαν τους συνέδρους για τους σκοπούς του Συνεδρίου, για την σημασία των θεμάτων για τους διανοούμενους και τον λαό της Βουλγαρίας, καθώς επίσης ενημέρωσαν για τον τρόπο λειτουργίας του Διεθνούς αυτού Συνεδρίου, όπως και για την διοργάνωση και επιχορήγησή του.
Στην συνέχεια έγιναν χαιρετισμοί εκ μέρους του Πρύτανη του Πανεπιστημίου της Σόφιας, της Δημάρχου της πόλεως κ. Yordanka Fandakova, του Δρ. Emil Traychev, Κοσμήτορος του Θεολογικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας, του Δρ. Paul Watson, Διευθυντού των προγραμμάτων «Επιστήμες Ζωής» και «Διάλογοι» στο Ίδρυμα «John Templeton Foundation», οι οποίοι επήνεσαν την προσπάθεια αυτή και ο καθένας από την πλευρά του παρουσίαζε την σημασία του Συνεδρίου για την πόλη, το Πανεπιστήμιο, την Θεολογική Σχολή, τα πολιτιστικά δρώμενα της χώρας και τον λαό.
Τόνισαν ότι τέτοιες συναντήσεις έχουν μεγάλη αξία, γιατί αφ’ ενός μεν ζούμε σε μια εποχή κατά την οποία πρέπει να γίνεται διάλογος για τα σοβαρά αυτά θέματα, αφ’ ετέρου δε διότι τα σύγχρονα επιτεύγματα της επιστήμης πρέπει να λαμβάνουν σοβαρώς υπ’ όψη τις θέσεις της κοινωνίας στο σύνολό της και της ορθοδόξου θεολογίας, ώστε να είναι ωφέλιμα και όχι βλαπτικά.
Μετά τους χαιρετισμούς έγιναν τρεις ομιλίες. Η πρώτη από τον καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Τιμίου Σταυρού Βοστώνης π. Γεώργιο Δράγα, με θέμα: «Η Ανθρωπότητα του Χριστού: το κλειδί της κατανοήσεως του Σύμπαντος», η δεύτερη από τον δρ. Jean-Claude Larchet με θέμα: «Πατερικές απόψεις σχετικά με την φύση και την θέση της επιστημιακής γνώσης» και η τρίτη από τον γράφοντα με θέμα: «Θεολογία και επιστήμη».
Παρόντες στην επίσημη έναρξη του Συνεδρίου ήταν καθηγητές και διδακτικό προσωπικό του Πανεπιστημίου, διανοούμενοι της Βουλγαρίας και βεβαίως προσκεκλημένοι από πολλές χώρες, όπως την Ρωσία, την Αγγλία, την Δανία, την Γαλλία, τον Καναδά, την Αμερική κλπ. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο η γλώσσα εργασίας του Συνεδρίου ήταν η αγγλική.
Το πρωϊνό της επόμενης ημέρας οι Σύνεδροι θα μετέβαιναν στην περιοχή Stara Zagora, για να συνεχίσουν τις εργασίες του Συνεδρίου, αλλά δεν τους ακολούθησα, γιατί είχα άλλες υποχρεώσεις. Πριν την αναχώρησή τους πραγματοποιήθηκε σε αίθουσα του ξενοδοχείου Grand Hotel της Σόφιας η δεύτερη εισήγησή μου με θέμα «Οι βάσεις της Ορθοδόξου Ψυχοθεραπείας». Το θέμα, όπως και τα προηγούμενα, τα καθόρισαν οι διοργανωτές του Συνεδρίου και βεβαίως τους ενδιέφερε πολύ να ακούσουν τις θέσεις μου για την Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία σε σχέση με τις σύγχρονες επιστήμες και τις ανάγκες του σημερινού ανθρώπου. Στην εισήγηση αυτή παρευρέθηκαν εκτός από τους Καθηγητές και νέοι, φοιτητές και σπουδαστές, επειδή ήθελαν να ακούσουν για το θέμα αυτό. Άλλωστε, το σχετικό βιβλίο μου «Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία» είχε μεταφρασθή στην βουλγαρική γλώσσα και έδειχναν ενδιαφέρον για επί πλέον ενημέρωση πάνω στα θέματα αυτά.
Μετά την πρωϊνή συνεδρίαση, με τον π. Γεώργιο Δράγα και τον π. Καλλίνικο Γεωργάτο που με συνόδευε, επισκεφθήκαμε την Ιερά Σύνοδο της Βουλγαρίας για να υποβάλουμε τα σέβη μας στον Πατριάρχη. Μας υποδέχθηκε στο γραφείο του ο Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου Επίσκοπος Ναούμ, με τον οποίον είχαμε ενδιαφέρουσα συζήτηση για θεολογικά και εκκλησιαστικά ζητήματα. Βεβαίως, προκειμένου να παρευρεθώ στο διεθνές αυτό Συνέδριο είχα λάβει άδεια και από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Βουλγαρίας και από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Στην συνέχεια μου ζητήθηκε να δώσω συνέντευξη στην κρατική τηλεόραση της Βουλγαρίας, η οποία κράτησε περίπου μία ώρα για να μεταδοθή σε εκπομπή με υψηλή ακροαματικότητα. Τα θέματα τα οποία ετέθησαν ήταν θεολογικά, εκκλησιαστικά, κοινωνικά, νεανικά, όπως π.χ. για την σημασία του Αγίου Όρους, για την αποστασία από τον Θεό, για την σχέση θεολογίας και επιστήμης, για τις ψυχικές ασθένειες, για την γλώσσα επικοινωνίας των νέων κλπ.
Χάριν ενημερώσεως νομίζω ότι είναι καλό να παρατεθούν οι εισηγητές του Συνεδρίου και τα θέματα που εισηγήθηκαν, διότι έτσι μπορεί κανείς να δη την θεματολογία του και την σημασία του όχι μόνον για την Βουλγαρία, αλλά και για τον σύγχρονο κόσμο.
–π. Νικόλαος Λουδοβίκος: «Σύγχρονη ψυχολογία στον προορισμό της θεολογίας: Μπορεί να υπάρχει μια θεολογική γνωσιολογία της ψυχολογίας;», –Dr. Stoyan Tanev: «Η γλώσσα της ορθοδόξης θεολογίας και η κβαντομηχανική: ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο Niels Bohr», – Dr. Dmitry Biryukov: «Πατερικές διοράσεις στην φύση της γλώσσας και η πραγματικότητα», –Vladimir Cvetkovic: «Οι γεωμετρικές αναλογίες του αγίου Μαξίμου του Ομολογητή εφαρμοσμένες στην σχέση μεταξύ του Χριστού και την κτίση», –Fr. Dr. Dmitry Leskin : «Η φιλοσοφία του ονόματος στην ορθόδοξη σκέψη του 20ου αιώνα», –Dr. Plamen Fiziev:
«Οι μεγάλες ανοιχτές ερωτήσεις στην φυσική», –Fr. Stephane Bigham: «Η θεολογία της εικόνας ως ερμηνευτικό όργανο στο διάλογο μεταξύ της ‘επιστήμης’ και της θρησκείας», –Emil Traychev: «Η αρχική αιτία της ζωής και ο σκοπός της παίρνοντας υπ’ όψη την σύγχρονη επιστήμη», –Dr. Ivan Christov: «Θεολογικές και επιστημονικές προσεγγίσεις στον στοχασμό της φύσεως», –Goran Sekulovski: «Η ορθόδοξη αντίληψη του κακού: πατερικές επιγνώσεις για την σύγχρονη κοινωνία», –Dr. Svetoslav Ribolov: «Τα οικονομικά της χριστιανικής ασκήσεως – μια μεταμοντερνική άποψη από τις κοινωνικές προκλήσεις της Εκκλησίας», –Fr. Dr. Christopher Knight : «Η επιστήμη και η θεολογία της θείας ενεργείας (action)», –Dr. Georgi Kapriev: «Οι αξιωματικές βάσεις και η αποδοχή της Βυζαντινής φιλοσοφίας», –Dr. Tinko Eftimov:
«Τα γνωσιολογικά μαθήματα από τις εξελίξεις της φυσικής», –Dr. Marian Stoyadinov: «Οι επιστημονικές προϋποθέσεις της ορθόδοξης θεολογικής έρευνας», –Καθηγ. π. Γ. Δράγας: «Η επιστημονική θεολογική κληρονομιά του π. Γ. Φλωρόφσκι,T. Torrance και S. Jaki», –Dr. Pavel Pavlov: «Οι θεολογικές διοράσεις του π. Γ. Φλωρόφσκι», –Matthew Banker: «Κοσμολογικό ενδεχόμενο και λογική αναγκαιότητα: Γ. Φλωρόφσκι και T. Torrance», –Dr. Dimo Penkov: «Πίστη και Γνώση», –Dr. Stefan Stefanov: «Πίστη και Λογική».
Στο τέλος κάθε συνεδρίασης προβλεπόταν από το πρόγραμμα ανοικτή συζήτηση με διάφορα ερωτήματα, π.χ. στο τέλος της πρώτης συνεδρίασης προβλεπόταν θέμα συζήτησης: Ανοιχτές ερωτήσεις στον διαλόγο μεταξύ της θεολογίας και της επιστήμης: Ποιά ερώτηση αξίζει να τεθή; Πως να κτίσουμε ένα διεθνές Κέντρο της Θεολογίας και της Επιστήμης που θα περιλαμβάνη διαφορετικούς επιστημονικούς κλάδους. Στο τέλος της τρίτης συνεδρίασης προβλεπόταν συζήτηση με θέμα: «Η θεία ενέργεια [action] και οι θείες ενέργειες», ενώ στο τέλος της επομένης συνεδρίασης προβλεπόταν ανοικτή συζήτηση μεταξύ των Καθηγητών: Dr. Dimo Penkov, Dr. Stefan Stefanov και Dr. Todor Veltchev.
Στους παρελθόντες αιώνες, ιδίως τον 18ο αιώνα, παρατηρήθηκε σύγκρουση μεταξύ θεολογίας και επιστήμης, αλλά αυτή η σύγκρουση έγινε από την δυτική θεολογία και όχι από την ορθόδοξη θεολογία, για ειδικούς λόγους, τους οποίους εξήγησα στην πρώτη εισήγησή μου.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Μ. Βασίλειος στην Εξαήμερό του, ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης, στο έργο του Απολογητικός στην Εξαήμερο και Περί κατασκευής του ανθρώπου, έκαναν έναν ουσιαστικό δημιουργικό διάλογο μεταξύ της ορθοδόξου θεολογίας και της επιστήμης της εποχής τους. Κατά παρόμοιο τρόπο η σύγχρονη θεολογία που είναι ο λόγος περί του Θεού θα πρέπει να απαντά στα σύγχρονα ερωτήματα και να βοηθήση την επιστήμη στο έργο της, με τις βασικές θέσεις τις οποίες διαθέτει.
Τα Συνέδρια αυτού του είδους είναι ωφέλιμα τόσο για τους εισηγητές, οι οποίοι έχουν την δυνατότητα να ανταλλάσσουν απόψεις και να ωφελούνται, να επικοινωνούν με τους εισηγητές από διάφορες χώρες κατά τα διαλείμματα και να συζητούν διάφορα ζητήματα, όσο και για τους συνέδρους, οι οποίοι έχουν την δυνατότητα να ακούσουν τα πορίσματα ερεύνης κάθε εισηγητού και βεβαίως να κάνουν τις ανάλογες επιλογές.
Επίσης, τα Συνέδρια αυτά ωφελούν γενικά τους ανθρώπους στο ότι δημοσιεύονται τα Πρακτικά και με αυτόν τον τρόπο γονιμοποιούνται οι σκέψεις των ανθρώπων και δημιουργείται ποικιλότροπη ωφέλεια.–
Παρακάτω η πρώτη εισήγηση του Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου:
Θεολογία και Επιστήμη
του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου
Αισθάνομαι ιδιαίτερη τιμή διότι μου ανετέθη την πρώτη ημέρα του Συνεδρίου να κάνω μια γενική παρουσίαση του θέματος «Θεολογία και Επιστήμη». Είναι ένα θέμα καθοριστικό, για το οποίο κατά καιρούς έγιναν πολλές συζητήσεις, αλλά πάντοτε πρέπει να επικαιροποιήται, διότι αναφύονται νέα προβλήματα.
Κατ’ αρχάς πριν προχωρήσω στην ανάπτυξη του θέματος θα πρέπει να σημειώσω ότι όταν χρησιμοποιώ τον όρο θεολογία, εννοώ την ορθόδοξη πατερική θεολογία, όπως διαφυλάσσεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία και όχι την σχολαστική και προτεσταντική θεολογία που αναπτύχθηκε στην Δύση. Αναπτύσσοντας το θέμα θα τεθούν εν συντομία μερικά σημεία τα οποία θεωρώ σημαντικά.
1. Κλασσική μεταφυσική και επιστήμη
Ο όρος μεταφυσική εμφανίσθηκε μετά την έκδοση των έργων του Αριστοτέλους από τον Ανδρόνικο τον Ρόδιο, τον 1ο αιώνα π.Χ. Είναι γνωστόν ότι ο Αριστοτέλης έγραψε ένα έργο με τίτλο Φυσική ακρόασις η Φυσικά και μερικά άλλα έργα στα οποία ασχολείται με τα φυσικά φαινόμενα, ήτοι τον ουρανό, την γέννηση και την φθορά, τα μετεωρολογικά κλπ. Επίσης, ο Αριστοτέλης έγραψε και ένα άλλο βιβλίο με τίτλο Πρώτη φιλοσοφία και στην οποία ασχολείται με την οντολογία του. Ο εκδότης των έργων του, που αναφέραμε πιο πάνω, έβαλε το βιβλίο Πρώτη φιλοσοφία μετά από το βιβλίο του Φυσικά, οπότε και ονομάστηκε Μεταφυσικά. Έτσι, η λέξη μεταφυσική δηλώνει την επιστήμη εκείνη που ασχολείται με το ανώτατο ον, τον Θεό.
Με τον όρο μεταφυσική εννοείται και η διδασκαλία του Πλάτωνος, ο οποίος προηγήθηκε του Αριστοτέλους. Ο Πλάτων υποστήριξε την άποψη ότι ο Θεός είναι το ανώτατον Ον, μέσα στον οποίον υπάρχουν οι ιδέες, οι οποίες είναι αγέννητες και επί τη βάσει αυτών δημιουργήθηκε ο κόσμος. Επίσης, ο Αριστοτέλης διετύπωσε την θεωρία περί του πρώτου ακινήτου κινούντος.
Επομένως, η μεταφυσική είναι η επιστήμη εκείνη που κάνει λόγο για τον Θεό, αλλά και συνδέει πολύ στενά τον Θεό με την φύση, αφού όλα τα αντικείμενα που υπάρχουν στον κόσμο είναι αντίγραφα των αγεννήτων ιδεών η κινούνται από το ανώτατο Ον. Αυτήν την κλασσική μεταφυσική εγκολπώθηκε η σχολαστική θεολογία και την συναντάμε στα κείμενα του Θωμά του Ακινάτη, ο οποίος κάνει λόγο για το analogia entis. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει αναλογία μεταξύ Θεού και κτιστών πραγμάτων. Κατ’ επέκταση σημαίνει ότι υπάρχει στενός σύνδεσμος μεταξύ μεταφυσικών και φυσικών, μεταξύ του Θεού και του κόσμου. Ο,τι γίνεται στον κόσμο είναι αντανάκλαση των ιδεών. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι και αυτός ο Αριστοτέλης συνέδεε την φιλοσοφία με την επιστήμη.
Μελετώντας την δυτική θεολογία, όπως εκφράζεται στο έργο του Θωμά Ακινάτη Suma Theologica, συναντάμε την άποψη ότι η δημιουργία του κόσμου είναι αντιγραφή της θείας ουσίας δια της ενυποστατοποιήσεως των αρχετύπων.
Αυτός ο σύνδεσμος μεταξύ μεταφυσικής και φυσικών, δηλαδή δυτικής θεολογίας και επιστήμης, δημιούργησε ένα ορισμένο κοσμοείδωλο και βάσει αυτού κινήθηκαν όλες οι ερμηνείες περί του Θεού, του ανθρώπου και του κόσμου.
Όμως, κατά την αναγέννηση και τον διαφωτισμό, όταν αναπτύχθηκε ο ουμανισμός, ο οποίος στηρίχθηκε στον ορθό λόγο και την αυτονομία του ανθρώπου, άλλαξαν τα δεδομένα, δεν μπορούσαν να δεχθούν την σχέση μεταξύ της μεταφυσικής και της επιστήμης, δεν μπορούσαν να δεχθούν πως ο,τι υπάρχει στον κόσμο είναι αντίγραφο των ιδεών του Πλάτωνος η κινούνται από το πρώτο ακίνητο κινούν του Αριστοτέλους, οπότε κατέρρευσε το κοσμοείδωλο της μεταφυσικής.
Οι επιστήμονες που ερευνούσαν τον κόσμο, τόσο στην γη όσο και στο ουράνιο στερέωμα, τα εξέταζαν μέσα από την παρατήρηση και το πείραμα. Αναπτύχθηκε ένας θετικισμός, ο οποίος κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση από την μεταφυσική. Μέσα από αυτήν την προοπτική ο αθεϊστικός ουμανισμός καταφέρθηκε εναντίον του Θεού της Δύσεως.
Έτσι, δημιουργήθηκε η αθεΐα, η οποία στην πραγματικότητα είναι άρνηση ενός φανταστικού Θεού, διότι ο Θεός του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους, αλλά και των Σχολαστικών θεολόγων στην πραγματικότητα είναι φανταστικός, ανύπαρκτος. Επομένως, η διακήρυξη ότι ο Θεός απέθανε έχει υπ’ όψη της τον Θεό της μεταφυσικής –κλασσικής και χριστιανικής– όπως επικράτησε στην Δύση. Οι δε θεολόγοι του Πάπα του καθολικισμού θέλησαν να προστατεύσουν τον Θεό που περιγράφεται από τον Θωμά τον Ακινάτη, με αποτέλεσμα να έλθουν σε αντίθεση με την επιστήμη και μάλιστα με βίαιο τρόπο, όπως το βλέπουμε στις ενέργειες της Ιεράς Εξετάσεως.
2. Η Ορθοδοξία ως αντιμεταφυσική
Οι Πατέρες της Εκκλησίας –και μάλιστα εδώ έχω υπ’ όψη μου ιδιαιτέρως τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης και μερικούς άλλους που ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με τα θέματα αυτά, όπως και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά– δεν κινούνται μέσα στα πλαίσια της κλασσικής και της δυτικής μεταφυσικής, αλλά σε αντίθετη κατεύθυνση. Στην πραγματικότητα η ορθόδοξη θεολογία, όπως εκφράσθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας, είναι αντιμεταφυσική. Θα δώσω μερικά παραδείγματα για να γίνη κατανοητό.
Το ένα παράδειγμα έχει σχέση με το analogia entis, όπως το ανέπτυξε ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Όπως είδαμε προηγουμένως ακόμη και η δυτική χριστιανική μεταφυσική, θεωρεί ότι υπάρχει μια αναλογία μεταξύ του κόσμου που βλέπουμε και του αγεννήτου κόσμου των ιδεών που δεν βλέπουμε, δηλαδή όλος ο κόσμος είναι αντίγραφο των ιδεών του Θεού και στο σημείο αυτό βλέπουν την αρμονία στον κόσμο. Οι Πατέρες, όμως, της Εκκλησίας καταφέρονται εναντίον αυτής της απόψεως και διδάσκουν, ακολουθώντας την όλη θεολογία της Εκκλησίας, ότι όλη η κτίση δημιουργήθηκε από τον Θεό εκ του μη όντος και όχι εκ των αγεννήτων ιδεών. Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας δεν υπάρχει οντολογική σχέση μεταξύ των ιδεών του Θεού και των κτισμάτων. Ο κόσμος ήλθε στην ύπαρξη από την ανυπαρξία. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στους θεολογικούς του λόγους προτρέπει τους ακροατάς του: «βάλε (απόβαλε) τας ιδέας του Πλάτωνος».
Το άλλο παράδειγμα είναι συνέχεια του προηγουμένου και αναφέρεται στην ψυχή. Σύμφωνα με την κλασσική μεταφυσική, όπως εκφράζεται από τον Πλάτωνα, η ψυχή του ανθρώπου ανήκει στον αγέννητο κόσμο των ιδεών και μετά την πτώση της κλείσθηκε μέσα στο σώμα που είναι φυλακή της ψυχής. Επειδή η ψυχή έχει ανάμνηση του κόσμου των ιδεών γι’ αυτό θέλει να επιστρέψη σε αυτόν, με την αποβολή του σώματος και μέσα στα πλαίσια αυτά κινείται όλος ο μυστικισμός και των πλατωνικών και των νεοπλατωνικών φιλοσόφων.
Όμως, οι Πατέρες της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν δέχονται αυτήν την άποψη περί της ψυχής, ισχυριζόμενοι ότι η ψυχή είναι ανίδεη, δηλαδή δεν ανήκει στον κόσμο των ιδεών, αλλά είναι δημιούργημα του Θεού, που προήλθε στην ύπαρξη από το μη ον, όπως και όλος ο κόσμος. Με αυτήν, λοιπόν, την προοπτική το σώμα δεν είναι η φυλακή της ψυχής ούτε η ψυχή πρέπει να επανέλθη στον κόσμο των ιδεών, κατά τρόπο μυστικιστικό, μέσα από μαγείες. Είναι γνωστόν ότι ο νεοπλατωνισμός συνδέεται στενά και με μαγείες, όπως το βλέπουμε στον βίο του Πλωτίνου. Έτσι, η ορθόδοξη θεολογία αρνείται τον μυστικισμό του πλατωνισμού και νεοπλατωνισμού.
Το τρίτο παράδειγμα, που είναι συνέχεια των προηγουμένων έχει σχέση με την διάκριση μεταξύ ακτίστου και κτιστών. Ενώ η μεταφυσική ομιλεί για μεταφυσικά και φυσικά, οι Πατέρες της Εκκλησίας κάνουν λόγο για άκτιστα και κτιστά. Και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί, όπως είδαμε προηγουμένως στην μεταφυσική, τα φυσικά είναι αντίγραφα των φυσικών, ενώ κατά τους Πατέρες ο Θεός είναι άκτιστος και όλη η φύση είναι κτιστή, δηλαδή δημουργήθηκε από τον Θεό και δεν είναι αντίγραφο ιδεών. Και το σπουδαιότερο είναι ότι δεν υφίσταται διαλεκτική διάκριση μεταξύ αυτών, ωσάν τα μεταφυσικά να βρίσκωνται σε έναν άλλον όροφο πιο πάνω από τα φυσικά, αλλά η άκτιστη ενέργεια του Θεού συναντάται με την κτιστή ενέργεια των κτιστών.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν ήλθαν σε αντίθεση με την επιστήμη, όπως έγινε στην Δύση, με την Ιερά Εξέταση. Γνώριζαν πολύ καλά ότι η θεολογία ομιλεί για τον άκτιστο Θεό και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τον αγιασμό πραγμάτων από την άκτιστη Χάρη του Θεού, ενώ η επιστήμη ασχολείται με την εξερεύνηση των κτιστών πραγμάτων.
Έτσι, από πλευράς ορθοδόξου θεολογίας δεν μας δημιουργεί προβλήματα η ανάπτυξη των θετικών επιστημών, γιατί οι ανακαλύψεις της επιστήμης δεν κλονίζουν την σχέση του ανθρώπου με τον Θεό, αφού η κτίση δεν είναι αντίγραφο των ιδεών για να προσβάλλεται ο Θεός σε κάθε διερεύνηση. Για να δούμε το θέμα αυτό θα αναφερθώ στην αστρονομία και την σύγχρονη γενετική.
Οι αρχαίοι Έλληνες μεταφυσικοί πίστευαν ότι τα ουράνια σώματα είναι αμετάβλητα και κινούνται κυκλικώς αμεταβλήτως. Ο Αριστοτέλης στο βιβλίο του Τα φυσικά υποστηρίζει ότι υφίσταται μεταβολή στα φυσικά φαινόμενα, όχι όμως και στα ουράνια σώματα, τα οποία είχε τοποθετήσει στο βιβλίο μετά τα φυσικά.
Είναι χαρακτηριστικό ότι θεωρούσε ότι τα ουράνια σώματα είναι έμψυχα, είναι κατώτεροι θεοί που βρίσκονται πλησίον της θεότητος. Έτσι, στο σύμπαν υπάρχει το αμετάβλητο. Όμως η σύγχρονη αστρονομία, παρατηρώντας τον έναστρο ουρανό, βλέπει ότι υπάρχουν αλλαγές, δεν είναι δυνατόν να θεωρήση τα ουράνια σώματα για θεούς, γιατί ο άνθρωπος έχει δυνατότητα να στείλη στα ουράνια αυτά σώματα και επανδρωμένα διαστημόπλοια, και ακόμη ο άνθρωπος περπάτησε στην Σελήνη.
Έπειτα, η σύγχρονη γεννητική έχει την δυνατότητα, με τα μέσα τα οποία διαθέτει, να μελετήση τον υποκυτταρικό κόσμο και να ερευνήση όλο το μυστήριο το οποίο υπάρχει σε αυτόν, καθώς επίσης έχει την δυνατότητα να διαπιστώση και τις αλλαγές που γίνονται μέσα στο γενετικό υλικό, το DNA του ανθρώπου. Γι’ αυτό και η σύγχρονη επιστήμη δεν μπορεί να δεχθή την εξέταση όλων αυτών των στοιχείων από έναν μεταφυσικό κόσμο των ιδεών, των οποίων είναι αντίγραφα.
Αυτός είναι λόγος για τον οποίον λέμε ότι η ορθόδοξη θεολογία, η οποία αρνείται την μεταφυσική, δεν έχει ουσιαστικό πρόβλημα από την ανάπτυξη της συγχρόνου επιστήμης, εκτός και αν η επιστήμη εξέρχεται από τα όριά της. Έτσι, δεν επιτίθεται εναντίον της επιστήμης, όταν αυτή εξυπηρετή τον άνθρωπο. Μάλιστα, μέσα από τις σύγχρονες ανακαλύψεις θαυμάζουμε την σοφία του Θεού που δημιούργησε τον κόσμο, «ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κυριε· πάντα εν σοφία εποίησας, επληρώθη η γη της κτίσεώς σου» (Ψαλμ. 103, 24).
Βεβαίως, υπάρχει πρόβλημα ως προς τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται οι επιστημονικές ανακαλύψεις, γιατί είναι ενδεχόμενο μερικές από αυτές να γίνουν πρόβλημα για τον άνθρωπο και τον κόσμο, να συντελέσουν στον βιασμό του περιβάλλοντος και στον γενετικό μολυσμό και να βλάψουν τελικά τον ίδιο τον άνθρωπο. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση η ορθόδοξη θεολογία θέτει μερικές βασικές θεολογικές αρχές, καθώς επίσης τονίζει ότι η ίδια η επιστήμη πρέπει να θέση βιοηθικούς κανόνες για να μην λειτουργή σε βάρος του ανθρώπου. Παρατηρούμε δε ότι η σύγχρονη επιστήμη της βιοηθικής θέτει τέτοιους κανόνες, ύστερα από την συνάντηση της μοριακής βιολογίας με την μηχανική ιατρική και την τεχνολογία.
3. Το έργο του θεολόγου και του επιστήμονος
Μέχρι τώρα έγινε λόγος για την σχέση μεταξύ μεταφυσικής και επιστήμης και είδαμε το πόσο παλαιότερα ήταν συνδεδεμένα μεταξύ τους, αλλά ότι στην εποχή μας, ιδιαιτέρως στους τελευταίους δύο-τρεις αιώνες, έχουν αποσυνδεθή. Όμως, καίτοι η επιστήμη λειτουργεί ανεξάρτητα από την θεολογία, εν τούτοις οι επιστήμονες μπορούν να είναι πιστοί και θεολόγοι, όπως επίσης και οι θεολόγοι μπορεί να είναι επιστήμονες, αλλά ο καθένας γνωρίζει τα όριά του, τον ρόλο του και την αποστολή του.
Η ορθόδοξη θεολογία κάνει λόγο για το τι είναι ο Θεός, όπως το βλέπουμε στην ορθόδοξη δογματική στην οποία συγκεκριμενοποιείται η διδασκαλία της Εκκλησίας για τον Θεό. Ο Θεός είναι Τριαδικός, Πατήρ, Υιός και Πνεύμα, είναι άκτιστος, είναι τρία πρόσωπα, όπως το φανέρωσε ο ίδιος ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του και το βίωσαν οι άγιοι της Εκκλησίας.
Αντίθετα, η επιστήμη ασχολείται με τα κτίσματα, διερευνά την ουσία των κτισμάτων, βλέπει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν, και στην συνέχεια καταλήγει σε συμπεράσματα, τα οποία καταγράφονται για να ωφελήσουν τον άνθρωπο.
Η ορθόδοξη θεολογία κάνει λόγο για το ότι ο Θεός είναι ο δημιουργός του κόσμου. Αυτός τον έφερε από την ανυπαρξία στην ύπαρξη, αυτός τον ζωοποιεί και επομένως μέσα από την κτίση μπορεί κανείς να δοξάση τον Θεό. Αντίθετα, η επιστήμη ερευνά να διακριβώση τον τρόπο με τον οποίο ο Θεός έκανε τον κόσμο η τουλάχιστον τον τρόπο με τον οποίο ενεργούν τα κτιστά πράγματα.
Η ορθόδοξη θεολογία προσδιορίζει τους «λόγους των όντων», δηλαδή κάνει λόγο για την άκτιστη ενέργεια του Θεού, που υπάρχει μέσα σε όλα τα κτίσματα, ακόμη και στο πιο μικρό, δηλαδή ένα μικρό χόρτο. Είναι η ουσιοποιός και ζωοποιός ενέργεια του Θεού σε όλη την κτίση, καθώς επίσης και η σοφοποιός ενέργεια στον άνθρωπο που φανερώνεται με τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η λογική του.
Αντίθετα, η επιστήμη ασχολείται με την υλική ουσία των πραγμάτων, παρατηρεί την σύνθεσή τους, την μεταβολή τους και την ωφέλεια την οποία μπορούν να προξενήσουν στους ανθρώπους. Έτσι, από έρευνες στον φυσικό κόσμο ανακαλύπτεται η σύνθεσή τους και μπορεί ο άνθρωπος να θεραπεύση κάποια ασθένεια. Αυτό γίνεται στα ιατρικά εργαστήρια.
Η ορθόδοξη θεολογία αναφέρεται στην μεταμόρφωση του κόσμου, στο πως δηλαδή ο κόσμος αγιάζεται και ο άνθρωπος σώζεται. Ο άρτος και ο οίνος μεταβάλλεται σε Σώμα και Αίμα Χριστού χωρίς να γίνη αλλαγή της ουσίας τους, το λάδι γίνεται άγιο Ευχέλαιο κ.ο.κ. Επίσης, ο άνθρωπος αγιάζεται ολόκληρος στην ψυχή και το σώμα και μπορεί να ενωθή με τον Θεό. Αυτό είναι το έργο της ορθοδόξου θεολογίας. Αντίθετα, η επιστήμη ασχολείται με τον τρόπο βελτιώσεως των υλικών πραγμάτων, προκειμένου να λύση το οικολογικό πρόβλημα, καθώς επίσης η ιατρική επιστήμη προσπαθεί να θεραπεύση το φθαρτό και θνητό σώμα, ώστε η ζωή του ανθρώπου να έχη μια ποιότητα.
Από αυτά φαίνεται ότι άλλο είναι το έργο της ορθοδόξου θεολογίας και άλλο το έργο της επιστήμης. Και, φυσικά, άλλο είναι το έργο του ορθοδόξου θεολόγου και άλλο το έργο του επιστήμονος. Δεν μπορεί να γίνη σύγχυση μεταξύ αυτών των δύο. Βεβαίως, ο ορθόδοξος θεολόγος μπορεί να ασχοληθή με την επιστήμη, αλλά όταν είναι και επιστήμονας, και ο επιστήμων μπορεί να ασχολήται με τον Θεό, αλλά όταν κινήται στην προοπτική της θεολογίας.
Δεν είναι δυνατόν ο θεολόγος με γνώσεις μόνον θεολογικές να αποφαίνεται επιστημονικά, εάν δεν είναι και επιστήμων, ούτε είναι δυνατόν ο επιστήμων να αποφαίνεται θεολογικά, εάν δεν είναι και θεολόγος. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν όρια μεταξύ θεολογίας και επιστήμης (π. Ιωάννης Ρωμανίδης).
Άλλωστε, η Αγία Γραφή δεν είναι επιστημονικό βιβλίο, αλλά θεολογικό, δηλαδή δεν ενδιαφέρεται να κάνη επιστήμη, αλλά να βοηθήση τον άνθρωπο να γνωρίση τον Θεό και να ενωθή μαζί Του. Αυτό σημαίνει ότι οι συγγραφείς της Αγίας Γραφής, οι Προφήτες και οι Απόστολοι, χρησιμοποιούσαν τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής εκείνης. Έτσι, δεν μπορεί κανείς να χρησιμοποιή παραδείγματα από την Αγία Γραφή εναντίον της επιστήμης ούτε οι ανακαλύψεις της επιστήμης να θεωρηθούν ότι κλονίζουν την Αγία Γραφή.
Για παράδειγμα, οι συγγραφείς της Αγίας Γραφής χρησιμοποιούν τις γνώσεις της εποχής τους ότι ο ήλιος περιστρέφεται γύρω από την γη, γι’ αυτό κάνει λόγο για ανατολή και δύση του ηλίου. Η ανακάλυψη ότι η γη κινείται γύρω από τον ήλιο, δεν κλονίζει την πίστη στην Αγία Γραφή, αφού ο σκοπός της είναι θεολογικός και όχι επιστημονικός.
Ύστερα από αυτές τις σύντομες σκέψεις, θα υπενθυμίσω ότι ο φιλόσοφος Νίτσε (Nietzsche) αναφέρθηκε στον θάνατο του Θεού. Είναι γνωστή η φράση «δεν ακούμε ακόμη τίποτε από την φασαρία που κάνουν οι νεκροθάφτες που θάβουν τον Θεό; Δεν μυρίζουμε ακόμη τίποτε από την θεϊκή αποσύνθεση; -Και οι Θεοί αποσυντίθενται! Ο Θεός είναι νεκρός! Ο Θεός παραμένει νεκρός! Κι εμείς τον σκοτώσαμε».
Το ερώτημα είναι: ποιός θεός είναι νεκρός; Απ’ όσα είπαμε φαίνεται ότι νεκρός είναι ο θεός της δυτικής μεταφυσικής που στηρίζεται στην φιλοσοφία και τον στοχασμό και όχι ο Θεός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, που είναι εμπειρικός, δηλαδή ο άνθρωπος μέσα στην Εκκλησία μπορεί να αποκτήση εμπειρία του Θεού.
Επίσης, το ερώτημα είναι ποιός σκότωσε τον θεό; Εξάγεται ως συμπέρασμα από τα προηγούμενα ότι τον μεταφυσικό θεό της Δύσεως τον σκότωσαν οι άνθρωποι που δεν μπορούσαν να Τον αισθανθούν κοντά τους, γιατί ήταν απρόσιτος στους ουρανούς και τον θεωρούσαν ως έναν σαδιστή πατέρα, καθώς επίσης τον εκθρόνισε από τον θρόνο του η επιστήμη, η οποία δεν μπορούσε να τον δεχθή η μάλλον δεν μπορούσε να δεχθή την σύνδεση μεταξύ μεταφυσικής και φυσικών. Αυτό, όμως, δεν έγινε με τους Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι ζούσαν τον Θεό ως προσωπικό Ον που έχει αγάπη και στοργή για τον άνθρωπο.
Και το ερώτημα ακόμη είναι ποιός μυρίζει το πτώμα του Θεού; Από τα προηγούμενα φαίνεται ότι το μυρίζουν οι ουμανιστές και κυρίως οι άθεοι του ουμανισμού, οι οποίοι απέρριψαν τον μεταφυσικό θεό με το σύνθημα «επάνοδος στην φύση», όχι όμως οι ορθόδοξοι που μέσα από την νηπτική ησυχαστική παράδοση οσφραίνονται την οσμή της ενεργείας του Θεού και έρχονται σε επικοινωνία μαζί Του.
Η επιστήμη μπορεί να είναι ευεργετική για τον άνθρωπο η και καταστροφική, αλλά σίγουρα κάποτε θα εκλείψη, όταν θα παύση να υπάρχη αυτός ο κόσμος. Η θεολογία ομιλεί για τον αγιασμό του κόσμου και την μεταμόρφωση του ανθρώπου και θα οδηγήση τον άνθρωπο και μετά την καταστροφή του σύμπαντος κόσμου σε κοινωνία με τον Θεό.
Έτσι, δεν υπάρχει πεδίο σύγκρουσης μεταξύ θεολογίας και επιστήμης, αλλά μπορεί να υπάρξη σύγκρουση μεταξύ θεολόγων και επιστημόνων, όταν εξέρχωνται από τα όριά τους. Οι θεολόγοι προσπαθούν να γνωρίσουν τον Θεό και να οδηγήσουν τους ανθρώπους σε Αυτόν, και οι επιστήμονες προσπαθούν να διερευνήσουν την φύση.
Πάντως, στην εποχή μας που οι άνθρωποι αναζητούν νόημα ζωής, η ορθόδοξη θεολογία μπορεί να τους βοηθήση, χωρίς να εξαντλήται σε αντιπαλότητες με την επιστήμη και ενδεχομένως με τους αθέους. Έχουμε, ως Κληρικοί και θεολόγοι, μεγάλα πεδία δράσεως στον πνευματικό, υπαρξιακό και κοινωνικό χώρο για να βοηθήσουμε τον σύγχρονο πονεμένο άνθρωπο. Αυτό θα το παρουσιάσω στην επόμενη εισήγηση. Ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.–